Κοινωνικό Κεφάλαιο. Μια διαδικασία «εκ των κάτω» |
Του Βασίλη Τακτικού * Τα τελευταία χρόνια, η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν, κατ' αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα έχει φέρει στο προσκήνιο την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα. Από τους Ευρωπαίους πολιτικούς πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο, ο Tony Blair, το 1995.
Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών. Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο Τοκβιλιανό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές δράσεις που συμβάλλουν στο «κοινό καλό». Πιο απλά, η διαρκής αναβάθμιση σε συνάρτηση με την προσφορά υπηρεσιών από την πλευρά των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών διαμορφώνει, συγκεντρώνει και αναπτύσσει το «κοινωνικό κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό, τον εθελοντισμό και τους θεσμούς αλληλεγγύης που ενώ δεν αποσκοπούν στο κέρδος, συμβάλλουν στο κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος κι απασχόληση ενσωματώνοντας την κοινωνική εταιρική ευθύνη. Υπό αυτό το πρίσμα το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας και αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες. Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό κεφάλαιο στις επενδύσεις, δημιουργώντας εμπιστοσύνη και πιστοληπτική ικανότητα, αποτελεί θεμελιώδη αξία η οποία διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης, συμβάλλει αποφασιστικά στην πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα αλλά και στην κοινωνική αλληλεγγύη, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό προκειμένου να αποκομίσει οφέλη αργότερα. Το Κοινωνικό Κεφάλαιο δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και ενώσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο αλλά και ικανότητα για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών και έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο σε ένα κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση. Παγκόσμιοι οργανισμοί αναγνωρίζουν πλέον τον σημαντικό πολλαπλασιαστικό ρόλο του κοινωνικού κεφαλαίου, του εθελοντισμού και των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και προσφέρουν κίνητρα για την ανάπτυξή τους. Η σύγχρονη προοδευτική πολιτική, οι επιχειρήσεις αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση έχουν πολλούς και σπουδαίους λόγους για να επενδύσουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα συνεργάζεται συχνά με κυβερνήσεις κρατών, έχοντας σαν στόχο την αναζήτηση ευκαιριών όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των χρηματοδοτικών της προγραμμάτων με τη συμμετοχή μη-κυβερνητικών οργανισμών και την αξιοποίηση του προσφερόμενου κοινωνικού κεφαλαίου μιας περιοχής. Αντίθετα, η έλλειψη του απαιτούμενου κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να αναπληρώνεται με άλλους τρόπους, συνηθέστερα με χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και ένα πλήθος πολύπλοκων κανονισμών και νομικών ρυθμίσεων, που στοιχίζουν χρόνο και χρήμα και ουσιαστικά αποτελούν έμμεση μορφή φορολόγησης. Σύμφωνα πάντα με την Παγκόσμια Τράπεζα η οποία πραγματοποιεί έρευνες χρησιμοποιώντας ποσοτικές μεθόδους συλλογής στοιχείων και ανάλυσης της εμπιστοσύνης και της αλληλεγγύης των ομάδων και των δικτύων, της συλλογικής δράσης, της συνεργασίας και της πολιτικής συμμετοχής, υπάρχουν μετρήσιμες ενδείξεις ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο, η μετανάστευση, το εμπόριο, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η οικονομική ανάπτυξη, η ασφάλεια, ακόμη και το πως επιδρούν οι νέες τεχνολογίες. επηρεάζεται από την αλληλοεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων και εν ολίγοις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κοινωνικό κεφάλαιο, ενώ ανήκει στην μικροοικονομία επηρεάζει ακόμη και μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να μετρηθεί, και παράλληλα μπορούνε να υπολογιστούν τα οφέλη που συνεπάγεται. Το κοινωνικό κεφάλαιο μειώνει το κόστος προσαρμογής μιας επένδυσης τοπικού χαρακτήρα και επομένως μειώνει ταυτόχρονα το κόστος των ανταλλαγών. Με αυτή την έννοια η ύπαρξη συγκροτημένου κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή αλληλέγγυας κοινωνίας πολιτών, διευκολύνει την εισροή οικονομικού κεφαλαίου και στη συνέχεια διευκολύνει την βιωσιμότητα των επενδύσεων προς όφελος της κοινότητας. Έτσι, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις προσεγγίσεις της οικονομικής ανάπτυξης με βάση τις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε για ποιο λόγο ορισμένες γεωγραφικές περιοχές και κράτη έχουν τόσο διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης και να κατανοήσουμε, ως ένα σημείο, την οικονομική καθυστέρηση χωρών με μακρά παράδοση κρατισμού και περιορισμένη κοινωνία πολιτών, έναντι άλλων. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διαφορές στον βαθμό ανάπτυξης δεν δικαιολογούνται αποκλειστικά και μόνον με βάση το σημείο εκκίνησης της οικονομίας αλλά επηρεάζονται από την ύπαρξη ή όχι κοινωνικού κεφαλαίου δηλαδή οργανωμένης και δραστήριας κοινωνίας πολιτών. Σύμφωνα με ανάλογες μελέτες το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική δράση και τη νοηματοδοτεί στο κοινωνικό πλαίσιο. Παράλληλα, το κοινωνικό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κριτήρια αποφάσεων. Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κεφαλαίου και της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών θα λέγαμε ότι το κριτήριο της εμπιστοσύνης είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι κοινοτήτων χωρίς συνοχή. Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης. Με αυτή την έννοια υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίες μεγιστοποιούν το κοινωνικό κεφαλαίο:
Κλασσικό παράδειγμα απαξίωσης του κοινωνικού κεφαλαίου είναι τα δίκτυα ή ενώσεις που στήνονται με σκοπό να προωθηθούν στενά συντεχνιακά συμφέροντα, που υπονομεύουν το γενικό συμφέρον και την κοινωνική ευημερία. Άλλωστε, δύο αιώνες πριν, ο μεγάλος οικονομολόγος Adam Smith είχε προειδοποιήσει, ότι άνθρωποι του ιδίου επαγγέλματος ή τέχνης έχουν την δύναμη να συνωμοτήσουν εναντίον του δημοσίου συμφέροντος και να μηχανορραφήσουν προκειμένου να ανεβάσουν τις τιμές ή να χειραγωγήσουν την αγορά. Στους νεώτερους χρόνους ο Markur Olson (1982) επεσήμανε επίσης τη δράση συντεχνιακών και λομπίστικων οργανώσεων που καθιστούν τις οικονομίες λιγότερο αποτελεσματικές. Χρειάζεται λοιπόν να γίνει διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό κεφάλαιο ως δημόσιο αγαθό και στο κοινωνικό κεφάλαιο ως λόμπυ που προωθεί τα συμφέροντα μιας ομάδας εις βάρος άλλων. Άρα, για να μην καταντά τελικά αντιαναπτυξιακό το κοινωνικό κεφάλαιο, πρέπει να διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας. Οι επιφυλάξεις ασφαλώς αφορούν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, από τις συνδικαλιστικές ενώσεις μέχρι τα φιλανθρωπικά σωματεία καθώς επίσης τις κάθε είδους κάθετες επίσης σχέσεις, κυρίως ανάμεσα σε πολίτες ή οργανώσεις, με πολιτικά δίκτυα και κόμματα οι οποίες συχνά καταλήγουν σε πελατειακές σχέσεις. Μιλώντας για το αρνητικό κοινωνικό κεφάλαιο δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα εγκληματικά και τρομοκρατικά διεθνή δίκτυα -τύπου μαφίας ή al caida- τα οποία χρησιμοποιούν το κεφάλαιό τους για την εξυπηρέτηση των εγκληματικών σκοπών τους. Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και την θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του και ταυτόχρονα να περιορισθούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές που άλλωστε είναι σημαντικά λιγότερες.
|