Οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας, στο βαθμό που έχουν αναπτυχθεί μέχρι
σήμερα, δεν προέκυψαν, όπως επισημάναμε ήδη, ούτε από μια μεγάλη
θεωρία, ούτε επιβλήθηκαν εξωτερικά από κάποια πολιτική εξουσία σε μια
συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Γεννήθηκαν υπό την πίεση της ανάγκης για συνεργατισμό στην οικονομία από
τα κάτω και από τη συνεταιριστική πρακτική, καθώς δεν υπήρχε άλλη
εναλλακτική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Έτσι, έχουμε μια διαρκή
εξέλιξη οδηγούμενη από τις ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες εν μέρει
ενσωματώνονται στο σύστημα μέσα από μια πραγματιστική διαδικασία, που
προσφέρει λύσεις στην ανεργία, καλύπτοντας παράλληλα τα κενά που αφήνει
το κράτος πρόνοιας. Εκ των πραγμάτων κατ' αυτόν τον τρόπο, η πολιτική
εξουσία αναφορικά με την Κοινωνική Οικονομία δεν προπορεύεται αλλά
ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας και τις θεσμοθετεί.
Πρόκειται περισσότερο για μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που
αναπτύσσεται οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες
μεγάλης κλίμακας. Γι' αυτό και στην ανάλυση δεν εξετάζουμε την πολιτική
βούληση μόνο των κυβερνήσεων, αλλά τη συνειδητοποίηση που
αναπτύσσεται από τα κάτω στην κοινωνία και αναδεικνύει τάσεις και θεσμούς.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η συνείδηση στην ολότητα ενός
προγράμματος Κοινωνικής Οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά,
από τη συμμετοχή ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ' όλο τον
κόσμο. Οργανωτικά, αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μόνο η βιωματική
εμπειρία δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογών βιωσιμότητας στην Κοινωνική
Οικονομία.
|