Δημιουργία των Μύθων

Ανάγκη Επικοινωνίας

και Δημιουργίας Προτύπων


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΙ  ΛΟΓΟΙ

Πριν από τη διάδοση του γραπτού λόγου κάθε ανθρώπινη κοινότητα είχε ανάγκη από την κωδικοποίηση πληροφοριών και ηθικών αξιών για να υπάρξει ως ενοποιημένη κοινότητα. Κι αυτό γινόταν με τη μυθοποίηση ηρώων και θεοτήτων ως κοινά σημεία αναφοράς.

Οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από ηθικοπλαστικά πρότυπα για τη συνοχή τους. Στις πρώιμες κοινωνίες αυτό γίνεται με τη μυθολογία και τη θρησκεία. Στη βιομηχανική εποχή με τις εθνικές ιδεολογίες και τις πολιτικές ιδεολογίες.

Από την άλλη πλευρά ο μύθος υπηρετεί τη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Την ανάγκη της κοινής πίστης, της κοινής αναφοράς που υπηρετείται μέσα από την κοινή λατρεία της θρησκευτικής πίστης.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ  

Γενικά
Στον πρωτόγονο άνθρωπο, όπου ο ορθός λόγος απουσιάζει, ο μύθος καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το συνειδησιακό ορίζοντα. Αλλά και στο σύγχρονο άνθρωπο, πέρα από το χώρο του επιστητού και του ορθού, εκτείνεται ο χώρος του μυθικού. Ο χώρος του μυθικού είναι απαραίτητος ακόμη και στην πιο ανεπτυγμένη εξορθολογισμένη αντίληψη για τον κόσμο και αποτελεί μάλιστα αυθαιρεσία η περιχαράκωση στο χώρο του ορθού, του επιστημονικού. Μία περιχαράκωση που αγνοεί την αισθητική και τη θρησκευτική νόηση και γενικά καθετί που δεν είναι επιστημονικό.

Η ανάγκη για το μύθο

Η ανάγκη ύπαρξης νοήματος στη ζωή, στο συλλογικό ασυνείδητο στις πρωτόγονες κοινωνίες εκτρέπει από τον ορθό λόγο και δημιουργεί μυθικές αφηγήσεις.
Όταν σε κάποια ιστορική περίοδο τις μυθικές δυνάμεις τις εκτόπισε η νόηση, ο ορθός λόγος, η αυστηρή φυσική αιτιότητα, όταν γεννήθηκε η επιστήμη, μήπως πρέπει να δεχτούμε ότι η αυθαιρεσία της φαντασίας εξοβελίστηκε;
Η επιστημονική γνώση, όσο καθολικότερη και εάν γίνεται και τα όρια του επιστητού όσο και εάν ευρύνονται, πάντα φθάνουν σε ένα πεπερασμένο σημείο. Γι’ αυτό και στις σύγχρονες κοινωνίες το μυθικό στοιχείο στη θέσμιση της κοινωνίας δεν εκλείπει, αλλά γίνεται σεβαστή παράδοση – και η γεωμυθολογία τουριστική ατραξιόν της αφήγησης.
Ενώ, όμως η γνώση έχει ένα όριο, εντούτοις η δίψα της συνείδησης για ολοκλήρωση είναι ανεξάντλητη. Δίψα για ένα νόημα το οποίο να την ικανοποιεί και να την ξεκουράζει από τις ενοχλητικές αναζητήσεις της και να την απαλλάσει από την ανασφάλειά της. Η αθανασία της ψυχής, ο Θεός, το άπειρο του σύμπαντος, ζουν σαν αιτήματα προς ολοκλήρωση σε κάθε ολοκληρωμένη συνείδηση.
Συνεπώς, υπάρχει ο μύθος σαν ένας ιδιαίτερος τρόπος νόησης που τίποτα δεν μπορεί να τον καταλύσει. Υπάρχει και τρέφεται από την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τα διανοητικά όρια.
Στο μυθικό πάνθεον της Αρχαίας Ελλάδας οι μύθοι του Ηρακλή κατέχουν δεσπόζουσα θέση γιατί ανταποκρίνονται στην ανάγκη διατύπωσης ενός νοήματος στις κοινωνίες της μυκηναϊκής εποχής.

Συνθέτοντας το μύθο – Η διαδικασία
Όταν η συνείδηση μυθολογεί, είτε συνθέτοντας πρωτογενώς το μύθο, είτε νοώντας τον ήδη έτοιμο μύθο, δε λειτουργεί με τις μεθόδους και τις διαδικασίες που δομούν την επιστημονική γνώση και την ανάλυση του επιστητού. Επίσης, δεν λειτουργεί με τις μεθόδους με τις οποίες διαγνώνεται η ιστορική αλήθεια, αναζητώντας την αλήθεια με τα εργαλεία της ανθρώπινης διάνοιας.
Ο μύθος, ενώ δεν είναι μία σύνθεση αντιληπτική, μία συνισταμένη διάνοιας και λογικής, εντούτοις δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν απουσιάζουν τελείως τα έλλογα στοιχεία, γιατί σε αυτή την περίπτωση θα ήταν απρόσιτος στην ανθρώπινη συνείδηση. Χρειάζεται χώρο, χρόνο και αιτιότητα, αλλά όχι αυστηρή με την έννοια την επιστημονική. Η αυστηρή σχέση αιτίου – αιτιατού δεν απαιτείται. Αρκεί μία τάξη χρονική.

Ψυχολογικοί λόγοι για τη «μερική εκτροπή» του Λόγου
Τα ψυχολογικά αίτια που ωθούν στην εκτροπή του Λόγου ποικίλουν. Η βασικότερη αιτία είναι η κυριαρχία της μυθολογούσας συνείδησης ή αλλιώς της τάσης για μυθοποίηση πολύ πριν εκτοπιστεί αυτή η τάση από τη διάνοια και την επιστήμη. Αυτή η τάση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή πηγάζοντας από το δέος του ανθρώπου για το άγνωστο, το αναπόφεκτο και από τον πόθο του ανθρώπου να πραγματοποιήσει αυτά που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στη φύση. Με τη μυθολογία τα ακατόρθωτα γίνονται κατορθωτά.
Ο μύθος έχει σαν πρώτη πηγή τις αυθόρμητες και εγγενείς αντιδράσεις της συνείδησης μπροστά στο άγνωστο, το οποίο πασχίζει να κατανοήσει, να το κάνει κτήμα της, αφού μέσα σε αυτό το υπερσύνολο είναι αναγκασμένη να λειτουργήσει και να επιβιώσει.
Έτσι, η συνέιδηση κατασκευάζει ένα χώρο δικό της, με την πρόσμιξη έλλογων και μη έλλογων στοιχείων, είτε σε συνθήκες πλήρους απουσίας γνώσης των φυσικών νόμων ( πρωτόγονες κοινωνίες), είτε κατά παρέκκλιση των φυσικών νόμων, κάθε φορά που η συνείδηση επιθυμεί να πάει περα από το επιστητό.
Η υποκατάσταση της μυθολογούσας συνέιδησης από τη λογική είναι συνεπώς πάντα μερική, καθώς πλάι στη λογική συνυπάρχει μία περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης που διακατέχεται πάντα από μη έλλογες δυνάμεις. Αυτή η περιοχή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για έρευνα, καθώς περιέχει σε πρωτόλεια μορφή τις αυθρόμητες τάσεις του ανθρώπου για εξήγηση του αγνώσοτου και ο μύθος μπορούμε να πούμε ότι είναι η συλλογική συνισταμένη και το συλλογικό υποσεινήδητο αυτών των φυσιολογικών ροπών. Κατά συνέπεια η μελέτη ενός μύθου είναι στην ουσία η μελέτη της εξέλιξης, της περιπέτειας αυτών των αυθόρμητων ροπών που παρόλο που τις χαλιναγώγτησε τελικά ο ορθός λόγος, εντούτοις δεν κατάφερε να τις εξαφανίσει και κάνουν την εμφάνισή τους σε διάφορες ιστορικές περιόδους.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι δεν ξεκινάμε θεωρώντας το μύθο σαν αντικείμενο, προσπαθώντας να τον προσδιορίζουμε από τα συστατικά του στοιχεία. Έχουμε σαν αφετηρία τη συνείδηση και προσπαθούμε να εντοπίσουμε ιδιοχαρακτηριστικά της τα οποία θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη λειτουργία της και να κατανοήσουμε το μύθο. Αυτή η έρευνα θα μας διαφωτίσει αποδεικνύοντάς μας ότι η λειτουργία της συνείδησης που μας οδηγεί στο μύθο είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που μας οδηγεί στην επιστημονική γνώση. Βεβαίως, υπάρχει ένα στοιχείο χαλαρης ατιτιότητας δανεισμένο από τη διάνοια, το οποίο όμως συνδυάζεται με στοιχεία φαντασίας και συλλογικού φαντασιακού μοντέλου.
Προσπαθώντας να αναζητήσουμε μία αποτελεσματική μεθοδολογία για να κατανοήσουμε και να προσεγγίσουμε το μύθο μπορούμε να εξετάσουμε μύθους θρησκευτικούς και αισθητικούς. Υπάρχουν μύθοι που δεν είναι ούτε ωραίοι, ούτε θρησκευτικοί, όπως υπάρχουν μύθοι ωραίοι και θρησκευτικοί. Αυτό μας δείχνει ότι δεν υπάρχει απόλυτα εξαρτημένη σχέση ανάμεσα στο μύθο και τη θρησκεία ή την αισθητική. Συνεπώς, την ουσία του μύθου θα πρέπει να την αναζητήσουμε όχι στο περιεχόμενο, αλλά τη νοητική του μορφή

Ο ΓΝΗΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΛΑΣΤΟΣ   ΜΥΘΟΣ
Ο γνήσιος μύθος αποτελεί μία ιδιότυπη αλήθεια για τη συνείδηση, έστω και εάν είναι εν μέρει γέννημα της φαντασίας. Αντίθετα, ο πλαστός μύθος υπάρχει με την παραδοχή του ότι δεν ανταποκρίνεται σε τίποτε αληθινό. Είναι το παιχνίδι μίας νόησης που συνειδητά απαρνιέται για κάποιο σκοπό το ορθό.

ΛΟΓΟΙ  ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ
Οι λόγοι που μπορούν να προκαλέσουν τη γέννηση ενός μύθου ποικίλουν, όπως ποικίλουν και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου. Στο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπου πριν τον ορθό λόγο, η προσφυγή στο μύθο είναι η μόνη διέξοδος για να εκφραστούν και να απαντηθούν βασανιστικά ερωτήματα.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ  ΛΟΓΟΙ
Οι αιτιολογικοί λόγοι που γεννούν το μύθο είναι στην ουσία όλα τα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος τα οποία προκαλούν την απορία του ανθρώπου.
Ο ποιητής Καλλίμαχος έγραψε μία ολόκληρη συλλογή από αιτιολογικούς μύθους με τον τίτλο «Αίτια».
Παραδείγματα:
1. Στη φυσική απορία πώς ο Ήλιος βασιλεύει στη Δύση και ανατέλει στην ανατολή κατασκευάστηκε ένας αιτιολογικός μύθος.
2. Στην απορία πώς η αράχνη υφαίνει τόσο έντεχνα τον ιστό της δημιουργήθηκε ένας μύθο.

Υπάρχουν πάμπολλα τέτοια παραδείγματα.

ΘΕΟΓΟΝΙΚΟΙ  ΚΑΙ  ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΚΟΙ  ΜΥΘΟΙ
Η ομάδα αυτή των μύθων αποτελεί μία υποκατηγορία των αιτιλογικών μύθων. Διαχωρίζεται ως υποσύνολο γιατί σε αυτή την ομάδα μύθων δοκιμάζεται να εξηγηθεί ο κόσμος σαν σύνολο.
Το ερώτημα πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και πώς οι Θεοί που τον κυβερνούν είναι για τον άνθρωπο τόσο έντονο ώστε στις παραδόσεις κάθε λαού υπάρχουν οι σχετικοί μύθοι.
Από την Ελλάδα, μας έχει διασωθεί η κοσμογονία του Ησίοδου από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ.
Αναφέρονται πολλές Θεογονίες και Κοσμογονίες στην Ελλάδα που βρίσκονται στο όριο μεταξύ μύθου και ιστορίας.
ΗΡΩΙΚΟΙ  ΜΥΘΟΙ
Ηρωικοί είναι οι μύθοι που αναφέρονται στα κατορθώματα των ηρώων. Οι ηρωικοί μύθοι είναι και οι πολυπληθέστεροι. Ο κάθε ελληνικός τόπος είχε τις δικές του μορφές και ήξερε να εξιστορεί πολλά γι’ αυτές.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ  ΜΥΘΟΙ
Οι μύθοι που επινούνται από τους πολιτικούς για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες, χωρίς να έχουν ιστορικό πυρήνα ονομάζονται πολιτιτκοί μύθοι.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μύθος ότι οι Ρωμαίοι δεν είναι βάρβαροι αλλά είναι απόγονοι του ομηρικού ήρωα «Αινεία», του έπους της «Αινειάδας» που είναι μία μυθολογική καθιέρωση της εξουσίας του Αύγουστου.

ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Ο προϊστορικός άνθρωπος βρίσκεται μέσα σε ένα υπερσύνολο φυσικών νόμων που δεν έχει τα όπλα της νόησης και του ορθού λόγου για να τους κατανοήσει, όμως ωστόσο πρέπει να ζήσει μέσα σε αυτούς και να επιβιώσει.
Πριν όμως από το λόγο τι διαθέτει η συνείδησή του που θα τον βοηθήσει να εφεύρει μία σχέση υποσυνόλου – υπερσυνόλου με αυτούς τους φυσικούς νόμους; Δεός, απορία, έκπληξη, εμπιρική γνώση περιρισμένης κλίμακας την οποία καταχρηστικά μπορεί να αξιοποιήσει για να εξηγήσει με μεγάλη αναλογικότητα τα μεγάλα και εξαιρετικά γεγονότα.
Σε κάθε πράξη του ο άνθρωπος νιώθει την περιορισμένη του δύναμη και οραματίζεται μεγαλύτερη δύναμη. Σε εκείνο το σημείο δανείζεται εικόνες από τις καθημερινές του παραστάσεις, ενσαρκώνοντας αυτή τη δύναμη σε ένα ζωόμορφο για παράδειγμα πλάσμα, με το ζώο να συμβολίζει τη μεγαλύτερη δύναμη.
Χάρη σε αυτές τις ψυχικές ροπές αφυπνίζεται η συνείδηση που θέλει να κατανοήσει το σύμπαν και να λειτουργήσει μέσα σε αυτό. Ξυπνά η δημιουργική φαντασία και ικανοποιείται η περιέργειά της. Εξηγούνται με αυτόν τον τρόπο τα φαινόμενα τη στιγμή που απουσιάζει η λογική εξήγηση. Συνθέτεται κατά ένα τρόπο ένα μοντέλο εξήγησης που μοιάζει με τη λογική, αλλά δεν είναι παρά η νόηση βοηθούμενη από τη φαντασία.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η νόηση όταν πληρούται ολόκληρη από την τάση να συγχωνευτεί με το Θείο δεν απαιτεί το μύθο. Όταν όμως η θρησκεία φύγει από την καθαρά εκστατική σχέση ανθρώπου και Θεού τότε χρειάζεται το μύθο. Και για τους περισσότερους ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονται τη σχέση ανθρώπου – Θεού με έναν ασκητικό τρόπο ο μύθος είναι παρόν στη θρησκευτική μέθεξη.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Στο σημείο αυτό εξετάζεται το κοινωνικο – πολιτικό πλαίσιο του περιβάλλοντος των κοινωνιών μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε ο μύθος, προκειμένου να γίνει κατανοητή η επίδραση που ασκείται στο μύθο, η αλληλεπίδραση με τις κοινωνικές αλλαγές και η παράλληλη εξέλιξή του με αυτές. Ο τρόπος του «σκέπτεσθαι», η συλλογική αντίληψη περί του τι θεωρείται «ορθό» παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην καθολική, μερική αποδοχή ή απόρριψη του μύθου από την κοινωνία.
(Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι στην ακόλουθη ανάλυση στην παρούσα ενότητα έχουμε σχεδόν ταυτίσει τη θρησκεία με το μύθο.)

1. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η εξέλιξη της λέξης «μύθος» θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβαδίζει με τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στη ζωή των Ελλήνων από τα τέλη του 7ου ως τον 5ο αιώνα και μορφοποιούνται μέσα στο ιδιαίτερο κοινωνικοπολιτικό σχήμα που ονομάζουμε πόλη- κράτος.

Έχουμε μεγάλες αλλαγές, όπως την εισαγωγή της χρηματικής οικονομίας, τη χρήση της αλφαβητικής γραφής, οι οποίες προκαλούν μία επανάσταση ενάντια στις παραδοσιακές αντιλήψεις και αξίες. Η πρώην ιδεολογία γίνεται μυθολογία.

Για τους Έλληνες του 6ου αιώνα π.Χ. η πρώην ιδεολογία τους, αυτή που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους ταυτίζεται με αυτό που ονομάζουμε «Αρχαία Ελληνική Μυθολογία».

Στο μεγαλύτερο μέρος της η «Αρχαία ελληνική μυθολογία» ενσωματώνεται στην επική ποίηση και κυρίως στον Όμηρο και στον Ησίοδο.

ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Η Τέχνη σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποίεί ως συστατικό στοιχείο τη μίξη του λόγου με τη φαντασία, η οποία γίνεται μέσο για τη δημιουργία ενός υπερβατικού έργου Τέχνης, αλλά και για τη μέθεξη ενός λάτρη του συγκεκριμένου έργου Τέχνης στο συμβολικό του νόημα.

Βέβαια, ο μύθος διαφέρει από την Τέχνη καθώς δεν έχει το λόγο της υπόστασής του στην ανάγκη για να εκφραστεί το ωραίο, αλλά εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες.

Ο συνδυασμός ελλόγων και μη στοιχείων μας οδηγεί στη νόηση του μύθου, όπως και στη νόηση του ωραίου.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Λέγοντας «Ομηρική Εποχή» εννοούμε την εποχή που έζησε ο Όμηρος και όχι την εποχή στην οποία αναφέρονται τα έργα του, δηλαδή τη μυκηναϊκή εποχή. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εποχές συνέβησαν μεγάλες αλλαγές, όπως η εισαγωγή του χαλκού, η εισαγωγή του γεωμετρικού ρυθμού στην τέχνη, η καύση των νεκρών.

Η κατάρρευση του μυκηναϊκού συστήματος – Η αλλαγή της σχέσης με τη φύση

Οι σημαντικότερες ωστόσο αλλαγές που επιδρούν στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, περισσότερο σημειώνονται στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα και είναι η εξάπλωση των Δωριέων, η πτώση της μυκηναϊκής δύναμης, που έφερε το τέλος του λεγόμενου «ανακτορικού» πολιτισμού.

Η κατάρρευση του μυκηναϊκού συστήματος, επηρεάζει την ανθρώπινη στάση του Έλληνα, τροποποιεί το πνευματικό του υπόβαθρο και μεταστρέφει τις ψυχολογικές του ροπές που όπως έχουμε ήδη αναφέρει διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στις προσλαμβάνουσες των μύθων.

Το περιβάλλον όπου γεννήθηκαν οι νέες αξίες της αρχαϊκής εποχής είναι ο σχηματισμός της «ελλληνικής πόλης», όπου για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η ανθρώπινη κοινωνία αποσπάται από τον κλοιό της φύσης και δημιουργεί νέο υλικό περιβάλλον.

Η σύμπλευση με τους ρυθμούς και τους νόμους της φύσης που χαρακτηρίζει την κοινωνία που περιγράφεται από την επική ποίηση, αντικαθίσταται μέσα στο περιβάλλον της πόλης από τη θεωρία της συμπεριφοράς που διέπεται από την αρετή και που χρησιμεύει στην αρμονική συμβίωση σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και όχι σε σύμπνοια με τη φύση.

Στο περιβάλλον της πόλης η εξέλιξη των θεσμών ακολουθεί την πορεία από τη φύση στον πολιτισμό. Λ.χ. αυτό σημαίνει ότι στις κοινωνικές σχέσεις για παράδειγμα οι δεσμοί αίματος παραχωρούν τη θέση τους σε άλλους, όχι «φυσικούς» δεσμούς που αποφασίζονται με κριτήρια λογικά.

Ωστόσο, σύμφωνα με τους μελετητές Μυθος και Λόγος συνηπάρχουν στην ελληνική πόλη της αρχαϊκής εποχής, αλλά και αργότερα ακόμη. Παρόλα αυτά η ρήξη μεταξύ της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας έχει πια συντελεστεί.

Η αδυναμία του ομηρικού μύθου να εκπληρώσει το ρόλο του

Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η «ομηρική θρησκεία» ή ο «ομορικός μύθος» εάν προτιμάτε δεν μπορεί πια να εκπληρώσει τον λειτουργικό της ρόλο, ο οποίος συνίσταται, ακριβώς στη διασύνδεση Φύσης και Κοινωνίας μέσω του βασιλικού θεσμού.

Η διασύνδεση πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα. Στο επίπεδο του «λόγου» δηλαδή των μύθων και στο επίπεδο της «πράξης», δηλαδή των τελετουργικών που συνδέονται με τους μύθους. Με την εγκαθίδρυση της νέας, δημοκρατικής ιδεολογίας, οι μύθοι αποχωρίζονται από το τελετουργικό τους μέρος, χάνοντας τη ρυθμιστική τους υπόσταση μέσα στην κοινωνία. Χάνουν συνεπώς τη θρησκευτική του σημασία και περνούν στα χέρια των ποιητών.

Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι σύμφωνα με μελετητές δημιουργήθηκαν στη μυκηναϊκή εποχή με βάση το μοντέλο του βασιλικού θεσμού. Στη μυκηναϊκή θρησκεία η ενότητα Φύσης και Κοινωνίας συντελείται στο πρόσωπο του βασιλιά. Από αυτόν εξαρτάται « η τάξη των εποχών», τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα. Είναι ο μάγος – βασιλιάς που εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία στο επίπεδο Φύσης – Κοινωνίας.

Όταν όμως η μυκηναϊκή βασιλεία κατέρρευσε, δεν έμειναν παρά μόνο παλιές βασιλικές τελετουργίες που η έννοιά τους είχε χαθεί. Η ανάμνηση του βασιλιά που δημιουργεί την τάξη του κόσμου είχε πια σβήσει. Η συντριβή της βασιλείας και ο περιορισμός της βασιλικής δύναμης συνετέλεσαν έτσι ώστε να αποσπαστεί ο μύθος από την τελετουργία στην οποία βάσιζε τις ρίζες του.

Ο Μύθος στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Απελευθερωμένη από τη λατρευτική πρακτική που σχηματοποιεί με συγκεκριμένο τρόπο το μύθο, η εξιστόρησή του μπορεί να αρχίσει να διασκευάζεται με πιο αφιλόκερδο και αυτόνομο τρόπο. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις που δημιουργούν το κλίμα για πιο κριτική στάση των ποιητών και ραψωδών της εποχής απέναντι στη μυθολογική τους παράδοση.

Ο Ξενοφάνης είναι ο πρώτος που επιτίθεται εναντίον της μυθικής παράδοσης, πολεμώντας την για τον ανθρωπομορφισμό των θεών, τις αισχρές πράξεις που τους αποδίδει ( η μυθική παράδοση) και γενικότερα για την άποψή της σε σχέση με την εξέλιξη του πολιτισμού.

Η περίπτωση του Ξενοφάνη αναφέρεται καθώς είναι χαρακτηριστική για την αλλαγή που έχει συντελεστεί στην κοσμοθεωρία των ανθρώπων, όσο και της εξέλιξης του περισσότερο «κριτικού» ρόλου του ποιητή. Ο Ξενοφάνης, απορρίπτει το περιεχόμενο της παράδοσης και εισάγει ένα νέο Θεό, ο οποίος ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της νεοσχηματισμένης κοινωνίας.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκουμε το ραψωδό «Θεαγένη», ο οποίος υπερασπίζεται διάφορα χωρία από τον Όμηρο τα οποία είχαν επικριθεί ως ανάρμοστα, δίνοντάς τους αλληγορική ερμηνεία.

Η ομηρική κριτική ασκείται κυρίως σε δύο επίπεδα. Στο επίπεδο των «επιτημάτων» που είναι σαν αυτά που διατυπώνει ο Ξενοφάνης και στο επίπεδο της ηθικής που μπορούμε να τοποθετήσουμε τις παρατηρήσεις του Ηράκλειτου.

Ο Εκαταίος και ο «ιστορικός πυρήνας» του μυθου

Στην ίδια εποχή με τον Ξενοφάνη, ο Εκαταίος πραγματεύεται τη δική του προσσέγιση στη μυθική παράδοση. Ο Εκαταίος εμπιστεύεται μόνο τη γνώση του αυτόπτη μάρτυρα και δεν πιστεύει στην αποκάλυψη της αλήθειας στους ανθρώπους από τους θεούς. Η άποψή του είναι ότι η γνώση κτίζεται βαθμιαία, καθώς διευρύνεται το επιστητό, μέσω της εμπειρίας.

Από αυτή τη σκοπιά ο Εκαταίος επιχειρεί να ερμηνεύσει τους μύθους. Δηλαδή, αφαιρεί το θαυμαστό στοιχείο ( το θαυμάσιο, το παράδοξο) για να μείνει το καθαρά ιστορικό γεγονός, το οποίο αποτελεί σύμφωνα με τη γνώμη του τον πυρήνα του μύθου.

Αυτή η ερμηνεία ονομάζεται ορθολογιστική.

 

ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ( 5ος αιώνας π.Χ.)
Οι Σοφιστές και η κριτική στάση απέναντι στη μυθική παράδοση

Στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ., ο διαχωρισμός Κοινωνίας – Φύσης έχει ήδη συντελεστεί.
Οι σοφιστές είναι η συνέχεια κατά ένα τρόπο των ραψωδών, είναι η ιστορική τους μελοντική προέκταση στην αθηναϊκή κοινωνία.

Οι σοφιστές πίστευαν στη μεγάλη παιδευτική αξία της μυθολογικής παράδοσης. Ωστόσο, η γνωριμία των Ελλήνων με άλλους πολιτισμούς, η συνειδητοποίηση των αλλαγών που ο δικός τους πολιτισμός έχει υποστεί δίνουν ερεθίσματα για νέες προσεγγίσεις. Ανακαλύπτεται ότι οι θεσμοί με τους οποίους οργανώνεται η ζωή τους δεν είναι δοσμένοι από τη φύση, αλλά είναι αποτέλεσμα συνεναιτικών διαδικασιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τότε αλλάζει και η στάση των σοφιστών απέναντι στη μυθική τους παράδοση.

Ένα από τα αντιπροσωπευτικά ρεύματα στην ερμηνεία των μύθων είναι αυτό όπως εκφράζεται από τον Μητρόδωρο. Σύμφωνα με τη «φυσική αλληγορία» του Μητρόδωρου, στη μυθολογία δεν υπάρχουν πρόσωπα και χαρακτήρες με υπόσταση, παρά μόνο στοιχεία και νόμοι της φύσης,

Επίσης, αντιπροσωπευτικό ρεύμα της εποχής είναι η «ηθική αλληγορία» σύμφωνα με την οποία ένας Θεός είναι το αποτέλεσμα μίας ψυχολογικής μετάθεσης. Λ.χ. οι άνθρωποι δίνουν σε έναν Θεό τα δικά τους αμαρτωλά πάθη.

Σε ό,τι αφορά την ορθολογική ερμηνεία των μύθων η αντίθεση «Φύσης» – «Νόμου» πλέον γέρνει καθοριστικά προς του Νόμους στην ερμηνεία των μύθων. Αυτή η τάση είναι ισχυρότατη και χαρακτηριστικά εκτοπίζει το «μύθο των γενεών» του Ησίοδου, σύμφωνα με τον οποίο το πρώτο γένος των ανθρώπων ήταν το περισσότερο ευτυχισμένο και στη συνέχεια η κατάσταση επιδεινώνονταν.

Η πίστη αυτή παραχώρησε τη θέση της στο λεγόμενο «δόγμα της προόδου» σύμφωνα με το οποίο η τελειότητα δεν είναι στην αρχή αλλά είναι το ιδανικό σημείο το οποίο πασχίζει διαχρονικά να προσσεγίσει η ανθρωπότητα.

Βλέπουμε επομένως ότι αρχίζει ο μύθος να εμφανίζει στοιχεία που συντείνουν περισσότερο προς την ιστορική αλήθεια, το οποίο ενδεχομένως να ήταν αίτημα της νέας εποχής που χαρακτηρίζονταν από περισσότερο ορθολογισμό.

Οι Τραγικοί και η κριτική στάση απέναντι στη μυθική παράδοση

Από μία άλλη βάση ξεκινά η ερμηνεία των μύθων που κάνουν οι Πίνδαρος και ο Αισχύλος. Και οι δύο «ηθικοποιούν» τους ήρωες που χρησιμοποιούν.

Το διαχωρισμό του αληθούς από το αναληθές στοιχείο στη μυθική παράδοση ο Πίνδαρος, όπως και ο Αισχύλος το κρίνουν σε σχέση με το ηθικό κριτήριο που εφαρμόζουν στις πράξεις των θεών και ορισμένες φορές και των ηρώων. Τους θεούς τους εμφανίζουν απαλλαγμένους από τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Η Τραγωδία και η συμβιβαστική τάση απέναντι στο «νέο» και τη μυθική παράδοση

«Ο μύθος στην υπηρεσία της δημοκρατίας»

Με τον Αισχύλο οι μύθοι και η ερμηνεία τους μπαίνουν οριστικά στην υπηρεσία της δημοκρατίας, γιατί στην τραγωδία συντελείται ο συγκερασμός ανάμεσα στη μυθική παράδοση και στις νέες συνθήκες της δημοκρατικής κοινωνίας.

Θα βοηθήσει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί το συγκεριμένο ιστορικο – κοινωνικό και αξιακό πλαίσιο της ΑθηναΙκής κοινωνίας, το οποίο ήταν πολύ πολωμένο με αποκορύφωμα αυτής της πόλωσης τη δίκη του Σωκράτη.

Θεωρήθηκε από μία σεβαστή μερίδα των Αθηναίων, ασέβεια το να μην πιστεύεις στους θεούς, το να διδάσκεις ότι είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και να εισάγεις τον ορθολογισμό στην ερμηνεία των ουράνιων σωμάτων ( αστρονομία).

Έτσι ενώ οι Σοφιστές προκάλεσαν την αντίδραση του λαού, οι τραγικοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτή την αντιδικία διαλεκτικά. Χαρακτηριστικό είναι στις τραγωδίες ότι από τη μία μεριά υπάρχει το τραγικό πρόσωπο που ανήκει στην κατηγορία των ηρώων και ενσαρκώνει την παράδοση, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει ο χορός που εκφράζει τους θεατές και ενσαρκώνει το δημοκρατικό παρόν.

Το δράμα παρουσιάζει στη σκηνή έναν αρχαίο ηρωικό μύθο. Αυτός ο μύθος ξεκάθαρα ενσαρκώνει το μυθικό παρελθόν της πόλης, το οποίο σαφώς έρχεται σε μερική αντίθεση με το νέο δημοκρατικό παρόν της πόλης.

Όπως, παρατηρεί ο Nestle « η τραγωδία γεννιέται όταν αρχίζει κανείς να κοιτά το μύθο με τα μάτια του πολίτη».

Η στάση του Πλάτωνα απέναντι στο μύθο

Ο συμβιβασμός του μύθου με τις απαιτήσεις του λόγου για το καλό της πόλης και του πολιτικού βίου είναι επίσης, αυτό που επιχείρησε ο Πλάτωνας.

Ο Πλάτωνας αισθάνεται υποχρεωμένος να ξεκινήσει έναν διμέτωπο αγώνα εναντίον των σκεπτικιστών και των άθεων, αλλά παράλληλα και ενάντια στη δεισιδαιμονία.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη ο Πλάτωνας αποδίδει μεγάλες ευθύνες στους ποιητές τους οποίους χαρακτηριστικά ονομάζει «μυθοποιούς». Ο Πλάτωνας και ο Ευριππίδης έχουν την ίδια γνώμη. Ότι η πατροπαράδοτη θρησκεία δεν ανταποκρίνεται σε καμιά αλήθεια, σλλά είναι ένα συνοθύλευμα μύθων που έπλασαν οι ποιητές.

Αυτό που έχει να προτείνει ο Πλάτωνας είναι η αντικατάσταση αυτών τω μύθων. Αυτό που επιζητεί ο Πλάτωνας δεν είναι η καθολική κατάριψη του μύθου όπως εκφράστηκε από τους σοφιστές, αλλά η μεταρρύθμισή του προς όφελος της Πολιτείας.

Για το χάσμα που δημιουργήθηκε αναφορικά με την πατροπαράδοτη θρησκεία μεταξύ των σοφιστών και του λαού ο Πλάτωνας προτείνει μία διπλή μεταρρύθμιση.

Α)Μεταρρύθμιση της θρησκείας, ώστε να συνδυάζει τη φιλοσοφική έννοια του θείου με τα καθιερωμένα σχήματα της παραδοσιακής λατρείας.
Β) Μεταρρύθμιση της θερησκείας ώστε να συνδυάζει τη θρησκευτική με την πολιτική αγωγή.

Βλέπουμε συνεπώς, ότι ο μύθος διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην αρχαία Αθήνα και η σημασία του προβληματίζει τους διαμορφωτές γνώμης της εποχής, κατά συνέπεια και τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε ένα μεγάλο βαθμό.

Η στάση του Αριστοτέλη απέναντι στο μύθο

Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα το χάσμα μεταξύ διανοούμενων και λαού το αντιμετωπίζει λίγο αργότερα ο Αριστοτέλης με διαφορετικό τρόπο.
Στον τομέα της θρησκείας ο Αριστοτέλης παραδέχτηκε ότι τα ουράνια σώματα είναι ορατές εικόνες των Θεών. Αυτή είναι μία απόπειρα συγκερασμού της λεγόμενης «φυσικής θρησκείας» των φιλοσόφων και της λαϊκής πίστης στους θεούς όπως, αυτή διαμορφώθηκε από τη μυθολογία.

Σύμφωνα με ένα πολύ χαρακτηριστικό χωρίο του Αριστοτέλη στο «Μετά τα Φυσικά» ο Αριστοτέλης παραδέχεται ως θεϊκά τα ουράνια σώματα και αληθείς τις παραδόσεις που αναφέρονται σε αυτά, λέγοντας πως όλα τα υπόλοιπα αποτελούν προσθήκες που εξυπηρετούν διάφορες σκοπιμότητες.

Σε αυτό το σημείο φαίνεται η επιροή των σοφιστών για την πολιτική σκοπιμότητα της θρησκείας, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τα μυθολογικά στοιχεία.
Η φράση του Αριστοτέλη, «σοφίζονται μυθικώς» μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη της επιεικούς στάση του απέναντι τους αρχαίους μύθους και λόγους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σεβασμού προς την παράδοση ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται τον Όμηρο ενάντια σε αυτούς που τον κατακρίνουν και κυρίως στον Πλάτωνα.

Η Ελληνιστική εποχή και το τέλος της Αρχαιότητας
Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου ανέτρεψαν το χάρτη του Αρχαίου κόσμου και σήμαναν για τους Έλληνες το τέλος της πολιτικής ανεξαρτησίας. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, δηλαδή η πόλη – κράτος, αρχίζει να καταρρέει.

Η πολιτική ελευθερία, όπως την όριζαν οι Έλληνες ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. έχει σχεδόν καταργηθεί. Το άτομα χάνει τα κοινωνικά του ερίσματα και πρέπει μόνο του να αναζητήσει το δρόμο για τη σωτηρία. Οι θεσμοί της πόλεις έχουν καταργηθεί και μαζί τους έχουν συμπαρασύρει και την αλληλεγγύη κράτους – θρησκείας όπως αυτή εκφράζονταν στο σύνολο πόλη- κράτος.

Μόλις 100 χρόνια μετά την καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη, επειδή δεν σεβόταν τα θεία, το 290 π.Χ. στην Αθήνα έψαλαν το μύθο του Ερμοκλή, έναν ύμνο που ουσιαστικά αποσυνδέει τη μοίρα της πόλης από τις βουλές των θεών της.

Όμως δεν είναι μόνο η πτώση της πόλης κράτους που αποσαρθώνει τις θρησκευτικές αντιλήψεις. Είναι και η έκθεση των Ελλήνων σε ευρύτερο πνευματικό ορίζοντα.

Η περιηγητική λογοτεχνία της εποχής έφερε πλήθος ηθών και εθίμων στους Έλληνες, δίνοντας ένα στίγμα σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει μόνο ένας καθιερωμένος τρόπος για να αντιμετωπίζει κανείς τις θεολογικές του αναζητήσεις, αλλά μία ποικιλία τρόπων και ο καθένας μπορεί να επιλέξει. Αυτή η έκθεση σε ένα τόσο ευρύ και νέο πολιτισμικό φάσμα, δημιούργησε ενδεχόμενα μία σύγχυση.

Πάντως στο πλαίσιο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού η μυθολογική παράδοση των Ελλήνων παίζει σημαντικότατο ρόλο. Αξιοποιείται σαν ένα εκφραστικό εργαλείο για τους συγγραφείς της εποχής να εκλαϊκεύσουν έννοιες.

 

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Εισαγωγή:
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι θεοί της ελληνικής μυθολογίας έχασαν την υπόστασή τους. Οι ναοί τους και τα αγάλματά τους ονομάστηκαν είδωλα και γκρεμίστηκαν με διαταγή της εκκλησίας.
Ωστόσο ήταν δύσκολο να σβήσει εντελώς η εικόνα των μυθικών μορφών από τη μνήμη των ανθρώπων και στη συνέχεια η εκκλησία υιοθετεί μία πιο διαλλακτική τάση.

Το επικοινωνιακό τέχνασμα το οποίο χρησιμοποίησε η εκκλησία ήταν να τοποθετήσει στη θέση των αρχαίων θεών – οι οποίοι στο αξιακό σύστημα της εκκλησίας ήταν τα λεγόμενα «δαιμόνια» – άλλες μορφές από τη γκάμα της.

Έτσι στη θέση ενός αρχαίου ναού, χτίζεται εκκλησία ενός αγίου, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις έχει και τις ιδιότητες του προκατόχου του. Έτσι μπορούμε κατά μία έννοια να μιλήσουμε για εκχριστιανισμό των αρχαίων θεών.

Τα πρόσωπα της αρχαίας μυθολογίας παρόλο τον έντεχνο εκχριστιανισμό τους εντούτοις επιβίωσαν σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα.

Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συμβιβαστική αντίληψη των χριστιανών λόγιων που προσπάθησαν να διασώσουν τη μυθολογική τους παράδοση, χωρίς να είναι σε βάρος τον δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας.

Υπήρξαν και λόγιοι που απόρριψαν συλλήβδην τη μυθολογική παράδοση. Οι περισσότεροι όμως προτίμησαν το συμβιβασμό, ο οποίος έγινε σε τέσσερα επίπεδα.

1. Η ιστορική συνέχεια

Ο μεσαίωνας δεν αντιμετώπιζε την Αρχαιότητα σαν ένα πεπερασμένο ιστορικό υποσύνολο, το οποίο είχε πλέον κλείσει και προσφέροταν για ιστορική έρευνα και απομυθοποίηση. Συνεπώς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι διάφορες φόρμουλες με τις οποίες οι μεσαιωνική σκέψη ενσωματώνει τη μυθολογική παράδοση.

Μία από αυτές τις φόρμουλες που οδήγησε στη συμφιλίωση του παλιού με το νέο, ήταν και η ορθολογική ερμηνεία των μύθων. Για να είμαστε πιο ακριβείς μιλούμε για το λεγόμενο «Ευημερισμό»

Σύμφωνα με τον Ευημερισμό, οι αρχαίοι θεοί ήταν άνθρωποι, βασιλείς σε ένα εξωτικό νησί που αργότερα αποθεώθηκαν.

Ορμώμενοι πιθανά από αυτό το ρεύμα του Ευημερισμού, οι διάδοχοι του Ευσέβιου ανέβασαν σε υψηλό επίπεδο στο αξιακό σύστημα της εκκλησίας τις μυθολογικές προσωπικότητες. Αυτές, στο πλαίσιο του ευημερισμού όφειλαν τη θεοποίησή τους στο γεγονός ότι αποδείχτηκαν ευεργέτες της ανθρωπότητας.
Συνεπώς, για τη μεσαιωνική άποψη ήταν εξίσου αθάνατοι οι σοφοί και οι νομοθέτες. Στους καθεδρικούς ναούς της Δύσης μπορούμε να δούμε τη σύζευξη της ιερής ιστορίας και της μυθολογικής παράδοσης.

Υπάρχουν διάφορα χαρακκτηριστικά παραδείγματα της επιβίωσης της μυθολογικής παράδοσης στο μεσαίωνα και κυρίως στην αναγέννηση. Οι δούκες της Βουργουνδίας περηφανεύονται για την καταγωγή τους από τον Ηρακλή. Ο Φίλλιπος ο Καλός ιδρύει το «Τάγμα του Χρυσσόμαλλου δέρατος» το 1430 χρησιμοποιώντας το έμβλημα του Ιάσονα.

2. Η ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η φυσική παράδοση είναι η οδός επιβίωσης των αρχαίων θεών μέσα από το δρόμο της φυσικής φιλοσοφίας, η οποία στο μεσαίωνα ταυτίζεται με την αστρολογία.

Η κυριαρχία του αστρικού ντετερμινισμού είχε ήδη αρχίσει στο τέλος της αρχαιότητας και θα συνεχίζεται ακλόνητη μέχρι το 17ο αιώνα.

Αρχικά οι Πατέρες της Χριστιανικής Εκκλησίας αντέδρασαν στην αστρολογία. Όμως τελικά η αστρολογία ενσωματώθηκε στον κύριο κορμό της εκκλησίας, με το συμβιβαστικό αιτιολογικό ότι «τα άστρα λειτουργούν σα σημάδια της υπέρτατης βούλησης του θεού».

Η σχέση των αρχαίων θεών με την αστρολογία μπορεί να αντοπιστεί αρχικά στην ονοματολογία των πλανητών, των αστρερισμών και των ζωδίων.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ηθική παράδοση είναι η αλληγορική ερμηνεία των μύθων η οποία χρησιμοποιείται για παιδαγωγικούς σκοπούς. Η χρήση των αρχαίων μύθων για ηθική διαπαιδαγώγηση στο μεσαίωνα και την αναγέννηση είναι συχνή. Μέσα σε ένα περίπλοκο σύστημα σχέσεων οι Αρχαίοι θεοί ταυτίζονται με τις αρετές, με ψυχικές καταστάσεις και ένα πλήθος αφορημένων εννοιών.

Παραδείγματα : Ήρα – μνήμη, Ποσειδώνας – ευφυία, Δίας – καλοσύνη, κ.τ.λ.

Η μεγάλη αλληγορική χρήση των μύθων άρχισε το 12ο- 13ο αιώνα. Αυτή την εποχή στη Δύση η κατεξοχήν μυθολογική πηγή είναι ο Οβίδιος, το έργο του οποίου «μεταμορφώσεις» χρησιμοποιήθηκε σαν πηγή θρησκευτικής διδαχής και χριστιανικής αλήθειας.

Στο Βυζάντιο αντίστοιχο ρόλο παίζει ο Όμηρος. Ο Μιχαήλ Ψελλός φτάνει στο σημείο στον Όμηρο να ανακαλύψει ακόμη και το περί Τριάδος δόγμα του χριστιανισμού.

Χαρακτηριστικό της υπερβολής της αλληγορικής ερμηνείας των μύθων είναι η άποψη που διατυπώνει ο Rabelais λέγοντας ότι ο Όμηρος δεν είχε προφανώς φανταστεί όταν έγραφε τα έργα του τις αλληγορίες που του απέδωσαν ο Πλούταρχος, ο Ηράκλειτος, ο Ποντίκιος, ο Ευστάθιος και πολλοί άλλοι.

4. Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η εγκυκλοπαιδική παράδοση είναι η ψύχωση του μεσαίωνα με την τάση να εξηγήσει την ποικιλία του κόσμου σε ένα ενιαίο επιστημονικό σύνολο – μοντέλο ( Scienta Universalis).

Μέσα σε αυτό το τεράστιο πλέγμα της εγκυκλοπαιδικής γνώσης βρίσκονται όλοι οι αρχαίοι θεοί και τα μυθικά πρόσωπα.

Στους καθεδρικούς ναούς και στην Τέχνη της αναγέννησης θα παρατηρήσουμε αυτά τα πρόσωπα της μυθολογίας με παράξενες συντροφιές. Οι ίδιοι οι ζωγράφοι προκειμένου να διαπαιδαγωγήσουν με τα έργα τους είχαν πιθανότατα ανατρέξει στα λεγόμενα «μυθολογικά λεξικά της εποχής» για να μάθουν τα μυθικά πρόσωπα πρωτού τα αξιοποιήσουν παιδευτικά.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΤΟ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙΩΝΑ

1. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Εισαγωγή

Για να μελετήσουμε τη λειτουργία του μύθου στις σχετικά σύγχρονες κοινωνίες του 18ου και 190υ αιώνα θα πρέπει να γίνει μία μικρή παρένθεση για τις νέες εξελίξεις στον τομέα της επιστήμης που επηρέασαν σαφώς τη σκέψη, τη νόηση και τις προσλαμβάνουσες για τον κόσμο, συνεπώς και τις προσλαμβάνουσες για τους μύθους.

Το νέο σχήμα γνώσης που εισάγει ο ορθολογισμός του 18ου αιώνα κάνει διαχωρισμό ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο έρευνας. Η «αντικειμενική» γνώση που προκύπτει από αυτή τη διάκριση διατηρεί την αντικειμενικότητά της, την εγκυρότητά της και την ευθυκρισία της ακόμη και για φαινόμενα που δεν ανήκουν στο χώρο της ύλης, αλλά είναι δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος, όπως τα αγαθά του πολιτισμού.

Μέσα από αυτό το πρίσμα του επιστημονικού λόγου οι μύθοι θεωρούνται ως μία παραδρομή της λογικής, ένα είδος ελλατωματικής σκέψης το οποίο χρήζει ερμηνείας. Η εξήγηση έπρεπε να είναι σε απόλυτη αυστηρή συνέπεια με τα εμπειρικά δεδομένα. Τα επιχειρήματα μπορούμε να τα κατατάξουμε σε δύο βασικές κατηγορίες – Τη σχολή της συγκριτικής μεθόδου και τη γερμανική ιστορικο-φιλολογική σχολή.

Η Σχολή της Συγκριτικής Μεθόδου

Η σχολή της συγκριτικής μεθόδου έχει την αφετηρία της στα συμπεράσματα του Fontenelle, ο οποίος συγκρίνοντας δύο μύθους από διαφορετικό πολιτισμικό απόβαθρο ποτ παρουσίαζαν ομοιότητες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτοί διαφορετικοί λαοί θα έπρεπε να βρίσκονταν σε κοντινό εξελικτικό επίπεδο.

Ο Ρομαντισμός

Σύμφωνα με το ρομαντισμό η μυθική σκέψη δεν τοποθετείται στην αρχέγονη βαρβαρότητα, αλλά πλάι στη λογική σαν μία άλλου είδους σκέψη. Δηλαδή, το ανθρώπινο πνεύμα έχει την ικανότητα να εκφράζεται όπως και λόγικα έτσι και μυθικά.

Ο ρομαντισμός όμως, δεν εξισώνει απλά το μύθο με το λόγο, αλλά προχωρεί και στην περεταίρω ισχυροποίησή του. Ο μύθος, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, αποκαλύπτει την αλήθεια της φύσης. Διαμέσου των μύθων ο άνθρωπος ανακτά τη χαμένη του ενότητα με τη φύση.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ: 20Ο ς ΑΙΩΝΑΣ

1. Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

Έως τα τέλη του 19ου αιώνα η ανάλυση των μύθων παράγει θεωρίες που καθεμία υποστηρίζει ότι μπορεί να εφαρμοστεί στην ερμηνεία του κάθε μύθο. Αυτές είναι οι λεγόμενες «μονιστικές θεωρίες».

Η μεγάλη αλλαγή στην επιστήμη της μυθολογίας που σημειώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα είναι η αντιμετώπιση των μύθων σαν κοινωνικά φαινόμενα που μπορούν να ερμηνευτούν στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο.

Αντιπροσωπευτική είναι η λεγόμενη ¨Σχολή του μύθου και της λατρευτικής πρακτικής».

Σύμφωνα με αυτή τη σχολή δίνεται προτεραιότητα στις λατρευτικές πράξεις σε σχέση με το μύθο. Ο μύθος έπεται και είναι η αιτιολόγηση των λατρευτικών εθίμων.

Τα λατρευτικά έθιμα είναι οι απαραίτητοι σε κάθε κοινωνία θεσμοί που σφυρηλατούν την κοινωνική αλληλεγγύη, για τους οποίους απαιτείται κάποιο είδος αιτιολόγησης αφού δεν μπορούν να εκλείψουν.

2. Η «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ» ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ

Η λειτουργική ερμηνεία των μύθων εξετάζει το ρόλο που παίζει σε κάθε κοινωνία ο μύθος. Σύμφωνα με τα πορίσματά της ο μύθος « εκφράζει, καθιερώνει και κωδικοποιεί τη θρησκευτική πίστη – προστατεύει και επιβάλλει την ηθική.

Ο μύθος υποστηρίζεται ότι είναι ο κύριος μοχλός της κοινωνικής συνοχής.

3. Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ

«Περί ονείρων» και… μύθου

Η πρώτη προσέγγιση ψυχολογίας – μυθολογίας έγινε από το Freud.

Στο άτομο η ψυχολογία του ασυνείδητου ασχολείται με τα όνειρα. Στο επίπεδο του συλλογικού, τα όνειρα είναι οι μύθοι.

Ο Freud διατύπωσε την άποψη ότι η συμβολικότητα που αποτελεί γνώρισμα των ονείρων ανήκει σε ένα ευρύτερο φάσμα λογικής, της λογικής του ασυνείδητου.

Την άποψη του ότι τα όνειρα λειτουργούν με τους ίδιους λογικούς συνειρμούς που λειτουργεί ο μύθος ο Freud τη διατύπωσε στην πραγματεία του «Περί Ονείρων».

Ο Otto Rank διατυπώνει την άποψη το 1909 ότι η ερμηνεία των μύθων μπορεί να τους θεωρεί ως τα συλλογικά όνειρα ενός λαού.

Ο μύθος ως επικοινωνιακό φαινόμενο

Στις προηγούμενες αναλύσεις έχει γίνει λόγος για το μύθο σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο, έχει γίνει κατανοητή η αλληλεξάρτησή του με τα κοινωνικά και πνευματικά δρώμενα.

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να εμβαθύνουμε περισσότερο στο μύθο, είναι να τον αναλύσουμε σαν ένα επικοινωνιακό φαινόμενο αξιοποιώντας τα πορίσματα της νεοεισερχόμενης επιστήμης της επικοινωνίας, όπως αυτή εκφράζεται κυρίως από το ομόνυμο βιβλίο του Regais Debre.

Με αυτή την ανάλυση θα γίνει περισσότερο κατανοητό γιατί ορισμένοι μύθοι όπως αυτός του Ηρακλή διατήρησαν την αυτοτέλειά τους στην ιστορία, πώς επηρεάζονται και πώς προσαρμόζονται σε σχέση με τα επικοινωνιακά μέσα της κάθε εποχής και εάν τέλος ο ίδιος ο μύθος είναι ένα σύνθετο επικοινωνιακό φαινόμενο, με διαστάσεις πολιτικές και οικονομικές.

ΠΡΟΤΑΣΗ:

Προτείνεται να μπει το βασικό concept του βιωματικού παιγνιδιού που προτείνει η Φιλίτσα στο site.

1. Τίτλος παιγνιδιού
2. Οι ρόλοι που καλούνται οι συμμετέχοντες να παίξουν
3. Πώς συμμετέχουν τα παιδιά

Οι κύριοι επαιδευτικοί στόχοι του βιωματικού παιγνιδιού μπορεί να είναι οι εξής:

1. Για πιο λόγο είναι καλό να προσσεγίζεται ο μύθος του Ηρακλή με τη μορφή παιγνιδιού;
2. Πώς μπορεί να βοηθηθεί το παιδί να ανακαλύψει πλευρές του εαυτού του;
3. Πώς μπορεί να ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση, η κοινωνικότητα και η αυτογνωσία του παιδιού μέσα από το παιγνίδι;