Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ

Στις Μ.Κ.Ο., παρά την έκταση του φαινομένου και την σημασία του, υπάρχει ένας κατακερματισμός της έκφρασης, μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό της εθελοντικής δράσης, χωρίς την απαραίτητη δικτύωση και επικοινωνία μεταξύ τους, που μειώνει δυσανάλογα την πολιτική σημασία των οργανώσεων αυτών. Αυτό το γεγονός παρουσιάζει και το μειονέκτημα, σε σχέση με το πολιτικό κόμμα, ότι δεν ενοποιεί τις δυνάμεις που έχουν ως όραμα την Κοινωνία των Πολιτών.

Από την άλλη πλευρά, το κόμμα μέχρι τώρα παρουσιάζεται ενοποιημένο στις επιδιώξεις του μόνο σε σχέση με το κράτος και την εξουσία και όχι σε σχέση με το εθελοντικό κίνημα. Στο κόμμα αντικειμενικά έχουμε μια δικτύωση κρατικών στελεχών, μια δικτύωση στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού και απουσία δικτύωσης στελεχών που ασχολούνται με τις εθελοντικές οργανώσεις. Αυτό το μεγάλο έλλειμμα στην δικτύωση και την επικοινωνία θα πρέπει κατ’ αρχήν να καλυφθεί.

Ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα ιστορικά είναι ένας θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ οι Μ.Κ.Ο. ανταποκρίνονται περισσότερο στην Κοινωνία των Πολιτών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να επιτύχουμε μια ενότητα αντιθέτων-μια γέφυρα μετάβασης- και αυτό απαιτεί βαθιά τομή και επεξεργασία.

Η σύζευξη, αν και είναι εκ των πραγμάτων αναγκαία, είναι ταυτοχρόνως και δύσκολη, γιατί το κόμμα πρέπει να σεβαστεί την αυτονομία των Μ.Κ.Ο. και να μην τις υποτάξει στην κρατικίστικη και αντιπροσωπευτική λογική την οποία έχουν τα στελέχη του και αυτό μπορεί να γίνει μόνον με τον αυτοπεριορισμό του. Διαφορετικά, χάνει το τρένο των εξελίξεων και την αξιοπιστία του για τις προθέσεις ανεξαρτησίας και αυτονομίας των οργανώσεων αυτών που διακηρύσσει.

Επομένως, δεν μπορούμε να κάνουμε μια οργανωτική προσέγγιση του ζητήματος, χωρίς να δούμε τα ελλείμματα της δικτύωσης και των διαύλων επικοινωνίας μέσα στο κόμμα, χωρίς να δούμε τα συστατικά στοιχεία που καθορίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και χωρίς να δούμε το κενό θεσμικής επικοινωνίας που υπήρχε μέχρι τώρα. Ελπίζουμε  αυτή η ημερίδα να είναι η αρχή για τη διάδοση της εθελοντικής κουλτούρας στο κόμμα.

Η παραδοσιακή λογική, που απλά υιοθετεί οργανωτικά ένα κόμμα, αφομοιώνοντας και τέλος οικειοποιούμενο μια καινούργια τάση της κοινωνίας, όπως η ανάπτυξη των Μ.Κ.Ο., μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα οργανωτικά οφέλη, αλλά δεν έχει μακρόπνοη προοπτική, γιατί θα ξεσπάσουν αργά ή γρήγορα εσωτερικές αντιθέσεις που θα θέσουν σε δοκιμασία την σχέση, εάν αφήσουμε αυτήν την υπόθεση στον «κομματισμό» και τον κρατισμό.

Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων δημιουργικών σχέσεων ΠΑΣΟΚ – Μ.Κ.Ο. πρέπει να έχουν βασική πυξίδα την ενίσχυση της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο., ως συστατικό στοιχείο της συμμετοχικής δημοκρατίας και της ύπαρξης του εθελοντισμού, και εμμέσως μόνο πρέπει να επιδιώκεται η πολιτική και οργανωτική ανταποδοτικότητα, ως αποτέλεσμα προσφοράς μέσα από κοινότητες ιδεών και γνώσης.

Άρα, θα πρέπει να θέσουμε ορισμένους άξονες πολιτικής, που είναι:

  • Ενίσχυση της δικτύωσης και της οριζόντιας επικοινωνίας των Μ.Κ.Ο., την οποία έχουν ανάγκη.
  • Δημιουργία ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης των Μ.Κ.Ο. στην Ελλάδα. Όχι στην κομματική και κρατική πιστοποίηση, την οποία απορρίπτουν άλλωστε οι ίδιες οι Μ.Κ.Ο.
  • Το κόμμα, από την πλευρά του, μπορεί να οργανώσει περιφερειακά παρατηρητήρια και δεξαμενές σκέψης για την ενίσχυση του έργου των Μ.Κ.Ο. χωρίς όμως την οργανωτική χειραγώγηση.
  • Παρ’ όλα τα πιθανά προβλήματα, πρέπει να πούμε ναι σε μια θαρραλέα οργανωτική πολιτική του κόμματος, υποστηρικτική για τις Μ.Κ.Ο.

Τονίζουμε την υποστηρικτική σχέση και όχι κορπορατιβιστική. Δεν μπορούμε ασφαλώς να αφαιρέσουμε από το κόμμα το δικαίωμα να έχει οργανωτικές καταστατικές διατάξεις για τις Μ.Κ.Ο., πρέπει όμως να οριοθετήσουμε τι είναι γόνιμο και τι προβληματικό.

Θεωρούμε ότι είναι θεμιτό και επιθυμητό να έχουν τα κόμματα, από την μεριά τους, και οργανωτικές στοχεύσεις μέσα στο αναπτυσσόμενο εθελοντικό κίνημα, κάτι που επιβάλλεται και από την ανταγωνιστικότητα των κομμάτων να επηρεάσουν κάθε κοινωνική ομάδα και σύνολο, και στην προκειμένη περίπτωση τις Μ.Κ.Ο, ανταγωνιστικότητα την οποία δεν θα αποφύγουμε στο άμεσο μέλλον, καθώς ήδη αρχίζουν να εμπλέκονται όλα τα κόμματα.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε όμως και τα προβλήματα, τα οποία θα ανακύψουν σε κάθε περίπτωση, εάν επικρατήσει η λογική του ελέγχου και της κομματικής πατερναλιστικής πιστοποίησης των υφιστάμενων οργανώσεων με τις κομματικοποιημένες Μ.Κ.Ο. Εδώ θα πρέπει να αποφευχθούν πάση θυσία οι παρενέργειες από την ανάδειξη νέων πελατειακών σχέσεων με συμπτώματα εξαρτημένων  – από το κόμμα και το κράτος –  Μ.Κ.Ο.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σύνδεση κόμματος και Μ.Κ.Ο. και η σύζευξη δεν θα γίνει με κάποιον αυθόρμητο αυτοματισμό, όταν ωριμάσουν περισσότερο οι συνθήκες. Ασφαλώς, το κόμμα θα πρέπει να φροντίσει  για την δημιουργία ενός μεγαλύτερου και πιο γόνιμου πολιτικού περιβάλλοντος με ποιοτικές και καινοτόμες πολιτικές στον χώρο των Μ.Κ.Ο.

Αυτές όμως οι πολιτικές θα πρέπει να περιορίζονται στην οργανωτική επικοινωνία και την επιμόρφωση και να μην καταλήγουν στον παραδοσιακό εκλογοθηρικό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά θα γίνουν απωθητικές και για τις Μ.Κ.Ο. και για την κοινωνία.

Προτείνεται με άλλα λόγια η μέση οδός. Όχι στον κορπορατιβισμό και τον πατερναλιστικό ρόλο του κόμματος, όχι όμως και στην παθητική στάση, με το πρόσχημα ότι ο χρόνος δουλεύει για μας, με προοδευτική ανακλαστικότητα υπέρ της συνεργασίας των κομμάτων με τις Μ.Κ.Ο. Η συνεργασία, για να αναπτυχθεί, απαιτεί το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον, επεξεργασία θέσεων και υποστηρικτικές δομές.

  • Η οργανωτική καινοτομία θα μπορούσε να είναι η δημιουργία περιφερειακών παρατηρητηρίων Μ.Κ.Ο. με τη νομική μορφή Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας, όπως π.χ. το ΙΣΤΑΜΕ, τα οποία θα έχουν ως ρόλο να λειτουργούν επιμορφωτικά – συμβουλευτικά και υποστηρικτικά προς τις υφιστάμενες Μ.Κ.Ο. της περιφέρειας. Θα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του εθελοντισμού και της κοινωνικής οικονομίας, καλώντας πάνω σε αυτό το πλαίσιο σε συνεργασίες τους φορείς.
  • Σε αυτό το επίπεδο μπορούν να αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό και οι δυνατότητες μέσα από το διαδίκτυο, με την δημιουργία σχετικού portal – ηλεκτρονικών εντύπων και βημάτων διαλόγου.
  • Μέσα από αυτά τα παρατηρητήρια για τις Μ.Κ.Ο., ασφαλώς μπορούν να ενθαρρύνονται πρωτοβουλίες και για την σύσταση νέων Μ.Κ.Ο. στον πολιτισμό, την κοινωνική μέριμνα και το περιβάλλον, χωρίς την άμεση κομματική εμπλοκή.

Στο ανοικτό κόμμα που θέλει να είναι το ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με το πρόταγμα της συμμετοχικής δημοκρατίας, ταιριάζει η υποστήριξη της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο. και ο στόχος της ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης. Όχι όμως και η απολίτικη συμπεριφορά, ο θρυμματισμός της έκφρασης και η έλλειψη συντονισμού που υπάρχει σήμερα στον χώρο του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα.

 Γιατί αν θέσουμε το ερώτημα ποιος ευνοείται από αυτόν τον κατακερματισμό και την έλλειψη δικτύωσης, η απάντηση είναι ότι ευνοείται ο σφετερισμός της εκπροσώπησης και μια ολιγαρχία στον χώρο των Μ.Κ.Ο. των μεγάλων οργανώσεων, που λειτουργούν καθαρά επιχειρηματικά – επαγγελματικά και θέλουν να είναι προνομιακοί συνομιλητές με την πολιτική ηγεσία εις βάρος της πλειονότητας των συλλογικών οργανώσεων.

Δεν υποβαθμίζουμε με αυτήν την άποψη τον θετικό ρόλο που μπορούν να έχουν οι μεγάλες και διεθνείς Μ.Κ.Ο., ακόμα και οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εταιρική ευθύνη. Απλά επισημαίνουμε ότι δεν μπορεί να είναι αποδεκτές σε ένα ανοικτό κόμμα, όπως το ΠΑΣΟΚ, οι μονοπωλιακές καταστάσεις στην αντιπροσώπευση και στην διαβούλευση.

Η επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να έχει προσανατολισμό να εκφράσει το σύνολο των εθελοντικών οργανώσεων, την δικτύωση και την οριζόντια επικοινωνία όλων, προσφέροντας την δική του οργανωτική δικτύωση στην υπηρεσία της αυτόνομης ανάπτυξης του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα. Αυτή η προοπτική συμβαδίζει με το πρόταγμα της συμμετοχικής δημοκρατίας.

Το κόμμα ένα πράγμα θα μπορούσε αντικειμενικά  να προσφέρει στις εθελοντικές οργανώσεις από τη δομή, την ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΔΙΚΤΥΩΣΗ και οριζόντια επικοινωνία και αυτό δεν το κάνει.

Το κόμμα θα μπορούσε να προσφέρει τους αναγκαίους πόρους για αυτή τη δικτύωση και οριζόντια επικοινωνία και δεν το κάνει. Δεν προσφέρει ούτε το ένα χιλιοστό από τους διαθέσιμους πόρους για την πολιτική του επικοινωνία, για τη διαδραστική επικοινωνία του εθελοντισμού. Επομένως εύλογα γεννά την καχυποψία των εθελοντικών οργανώσεων και αυτή την εικόνα οφείλει να την αλλάξει.

Αντιθέτως, όπως γνωρίζουμε τη μερίδα του λέοντος των διαθέσιμων τις παίρνουν οι διαφημιστικές  στα πλαίσια του δίπολου κρατισμός και αγορά.

Μπορεί να μιλάμε σήμερα για ενίσχυση του εθελοντισμού χωρίς να θίγουμε αυτά τα ζητήματα; Το ζήτημα δηλαδή διάθεσης των οικονομικών πόρων;

Γιατί ακόμη και η διαχείριση των ανθρώπινων πόρων στον εθελοντισμό της μη αμειβόμενης ανθρώπινης εργασίας και προσφοράς δε γίνεται δίχως λειτουργικά έξοδα και εδώ παρεμβαίνει η πολιτική διάθεσης και διαχείρισης των πόρων.

Επειδή όμως το ζήτημα της ημερίδας επικεντρώνεται στο επίπεδο του εθελοντισμού στην τοπική αυτοδιοίκηση και το κόμμα δεν έχει συγκεντρώσει ούτε την εμπειρία ούτε έχει επεξεργαστεί θεωρητικά κείμενα, η πρότασή μας είναι να ξεκινήσει την καταγραφή από ορισμένα φωτεινά παραδείγματα που υπάρχουν σε ορισμένες περιοχές – να συλλέξει και ν’ αναδείξει πρωτοβουλίες που έχουν πετύχει στην πράξη και να τις αναδείξει.

Το κόμμα σ’αυτή τη φάση οφείλει να διδαχθεί από τις τοπικές, αλλά και από τις διεθνείς εμπειρίες, για να αποκτήσει πρώτα από όλα αξιόπιστο ποιοτικό πολιτικό λόγο σε αυτό το ζήτημα. Δεν είναι λοιπόν μόνο ζήτημα «συνδικαλισμού και συντεχνιών» η ενδυνάμωση των περιφερειακών Μ.Μ.Ε., αλλά ζήτημα, πρώτα από όλα, ποιοτικής αναβάθμισης της δημοσιεύσιμης ύλης, συνεργασίας, στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας που αναπτύσσεται στην Ευρώπη, και κοινής δημιουργίας δεξαμενών σκέψης (think tank), που θα στηρίζουν αυτήν την προοπτική.

Νομίζουμε μάλιστα ότι αυτή η προοπτική έχει κατανοηθεί από πολλούς διευθυντές επαρχιακών εφημερίδων. Η νοηματοδότησή της αρνείται την τυφλή απομίμηση των συγκεντρωτικών προτύπων των μονοπωλιακών Μ.Μ.Ε και της πολιτικής εξουσίας και προτάσσει την αυθεντικότητα της πολιτικής επικοινωνίας που ξεκινά από τους πολίτες και εξυπηρετεί τις πραγματικές τους ανάγκες.

Έτσι κερδίζεται η εμπιστοσύνη και η συμμετοχικότητα του πολίτη στις κοινές υποθέσεις, γεγονός που μπορεί να ενισχύει τελικά και αυτήν την ίδια την αναγνωσιμότητα των εντύπων. Μια αναγνωσιμότητα ανατρεπτική κατεστημένων νοοτροπιών και προτύπων που αναπαράγουν την κοινωνική στασιμότητα.