Οδοιπορικό στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου μεταξύ των ποταμών Λάδωνα και Ερυμάνθου
Μια από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές στα κεντροδυτικά της Πελοποννήσου είναι η φυσική και ανθρωπογεωγραφική ενότητα μεταξύ του ποταμού Λάδωνα και του ποταμού Ερυμάνθου, που ξεκινούν από τα όρη του Χελμού και του Ερυμάνθου αντίστοιχα για να καταλήξουν από κοινού στον ποταμό Αλφειό πλησίον της Αρχαίας Ολυμπίας, αφού διατρέξουν μια απόσταση 70 περίπου χιλιομέτρων.
Μια περιοχή με μοναδικές φυσικές ομορφιές και πενήντα περίπου χωριά ανάμεσα στο γεωγραφικό τρίγωνο που σχηματίζουν οι δύο ποταμοί πριν ενωθούν από κοινού στον Αλφειό.
Πρόκειται για μια ορεινή παραποτάμια χώρα πλούσια σε μύθους, θρύλους και ιστορίες καθώς στην αρχαιότητα ήκμασαν οι αρκαδικές πόλεις-κράτη, Κλείτορας, Ψωφίδα, Θέλπουσα, Στράτος και άλλες μικρότερες με αξιόλογο πολιτισμό.
Σήμερα τα χωριά που βρίσκονται στην περιοχή τίποτε δεν μαρτυρούν από αυτή την ακμή εκτός από το επιβλητικό τους τοπίο, τα πλούσια τρεχούμενα νερά που την κάνουν ιδιαίτερα ελκυστική στον επισκέπτη που τυχαίνει να την ανακαλύψει καθώς υπάρχουν ελάχιστες υποδομές για ορεινό τουρισμό, εκτός από το σχετικά καλό οδικό δίκτυο.
Τα δύο ποτάμια που τη διατρέχουν συμβολίζουν και τις έντονες αντιθέσεις του τοπίου, καθώς ο Λάδωνας ήρεμος και ήπιος κυλάει από την νότια πλευρά του Αφροδίσιου όρους, ενώ ο Ερύμανθος από την βόρεια πλευρά του κυλάει ορμητικός και τραχύς.
Οι πηγές του Λάδωνα ξεκινούν από το χωριό Λυκούρια νοτιοδυτικά του Χελμού και στην περιοχή της Κλειτορίας ο οποίος ενώνεται με τον Αροάνιο που πηγάζει από το χωριό Πλανητέρου, ενώ ο ποταμός Ερύμανθος πηγάζει από την νότια πλευρά του Ερυμάνθου και τα χωριά Αγράμπελα, Αστρά, Λειβάρτζι, Τριπόταμα, που βρίσκονται πλησίον της Αρχαίας Ψωφίδας.
Ο Ερύμανθος ποταμός είναι το φυσικό όριο μεταξύ των περιφερειών «Πελοποννήσου» και «Δυτικής Ελλάδας». Το όριο που διαχωρίζει τις περιφέρειες από το κέντρο και δυτικά της Πελοποννήσου.
Η βασική κοίτη του ποταμού ξεκινά από την περιοχή των Τριποτάμων μέχρι την Αρχαία Ολυμπία. Ειδικότερα, διαχωρίζει το βορειοδυτικό τμήμα της Αρκαδίας από τον Νομό Ηλείας, ενώ οι πηγές του αρχίζουν από την οροσειρά του Ερυμάνθου στον Νομό Αχαϊας.
Αυτό το φυσικό όριο είναι και στοιχείο σύγκλισης των αναπτυξιακών πόρων της περιοχής που υποχρεώνει σε μια οπτική διαπεριφερειακής συνεργασίας. Ο Ερύμανθος διατρέχει με τα άγρια νερά του, μια απόσταση 60 περίπου χιλιομέτρων και ως φυσικό αγαθό, εμπλουτίζει τη χλωρίδα και την πανίδα των ορεινών και ημιορεινών περιοχών τις οποίες διασχίζει. Σ’ αυτό το οικοσύστημα 20 περίπου χωριά έχουν συνδέσει τη ζωή και την ιστορία τους με τα νερά του ποταμού.
Σ’ αυτή την περιοχή που σήμερα θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως «ξεχασμένη» ενδοχώρα της Πελοποννήσου, βρίσκονται τα χωριά Παραλογγοί, Βυδιάκι, Ράχες, Νιοχώρι από την πλευρά της Αρκαδίας, και τα χωριά Τριπόταμα, Αστράς, Αγράμπελα, Λειβάρτζι, Ορεινή, Λαμπεία, Κούμανι, Αχλαδινή, Νεμούτα και Ξηρόκαμπος από την πλευρά της Αχαϊας και της Ηλείας, χωριά που έχουν το προνόμιο να μοιράζονται έναν ξαιρετικό οικότοπο για ανάπτυξη ήπιων μορφών ορεινού τουρισμού.
Την εξαιρετική μορφολογία των τόπων αυτών την έχουν «ανακαλύψει» ως συνήθως φυσιολάτρες ευρωπαίοι, οι οποίοι την επισκέπτονται κάθε χρόνο για το άθλημα του «Κανόε-Καγιάκ» και για τις διαβάσεις των φαραγγιών του Ερυμάνθου.
ΛΟΥΣΟΙ
Οι Λουσοί βρίσκονται νότια των Καλαβρύτων, στις νότιες πλαγιές του όρους Βελιά, σε υψόμετρο 1.140 μέτρα και σε απόσταση 93 περίπου χιλιομέτρων από την Αρχαία Ολυμπία και 30 περίπου χιλιόμετρων από την Αρχαία Ψωφίδα.
Οι αρχαίοι Λουσοί ήταν μια πολίχνη της Αζανίας μεταξύ Κύναιθας και Κλείτορος, που άκμασε κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους αλλά κατά του 2ο αι. μ.Χ. όταν τους επισκέφτηκε ο Παυσανίας είχαν εγκαταλειφθεί.
Οι Λουσοί ήταν μια αυτόνομη και ακμαία πόλη στα προκλασικά χρόνια, όπως φαίνεται από την αναγόρευση του Αγησίλα ως Λουσιάτη νικητή σε δρόμο κέλητος ίππου κατά την ενδέκατη Πυδιάδα (542 π.Χ.). Όταν παρήκμασαν εξαρτήθηκαν από το γειτονικό Κλείτορα. Κατά το συμμαχικό πόλεμο (220-217 π .Χ), αναφέρει ο Πολύβιος, οι Αιτωλοί έφτασαν στο φημισμένο ιερό της Άρτεμης που βρίσκεται κοντά στο σημερινό ξωκκλήσι της Παναγίας του Λουσικού και που ήταν σεβαστό από όλους τους Έλληνες και «άσυλο» για όσους κατέφευγαν εκεί, και σκόπευαν να το λεηλατήσουν. Οι Λουσιάτες τότε κατάφεραν να τους μεταπείσουν προσφέροντας τους μερικά από τα πολύτιμα αναθήματα της θεάς αλλά τελικά οι Αιτωλοί έγιναν ιερόσυλοι αρπάζοντας τα κοπάδια των ζώων που ήταν περιουσία του ιερού της Άρτεμης.
Οι Λουσιάτες είχαν προσχωρήσει στην Αχαϊκή Συμπολιτεία σύμφωνα με τα νομίσματα που βρέθηκαν και τα οποία έχουν την επιγραφή «αχαιών λουσιατάν» και διατηρούσαν στενές πολιτικές σχέσεις με τους Συμφάλιους.
Στα 1898 το αυστριακό ινστιτούτο Αθηνών άρχισε τις ανασκαφές στην περιοχή, ξεκινώντας από το ξωκκλήσι της Παναγίας που ήταν ερειπωμένο και χτισμένο με οικοδομικό υλικό του αρχαίου ναού της Άρτεμις. Αλλά και στα μεσαιωνικά χρόνια υπήρχε στην ίδια θέση εκκλησιά. Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθησαν τα θεμέλια του ναού της Άρτεμης, με την ιδιόρρυθμη κάτοψη, και των κυριότερων οικοδομημάτων του ιερού: βουλευτήριο, πρόπυλο, μνημειακό κρηνικό κτίσμα, μικρότερα ιερά και αναλημματικοί τοίχοι. Όλα αυτά τα ερείπια χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αι π.Χ και στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., όπου το ιερό γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, όμως βεβαιώνεται και η χρήση ενός παλαιότερου ναού ύστερα από την εύρεση ενός κομματιού από το μαρμάρινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς, χρονολογημένο τον 6ου αι. π.Χ. Επίσης στο ιερό βρέθηκαν αργυρά και χάλκινα νομίσματα με τη μορφή της Δήμητρας ή του Διός Ομαγυρίου, καθώς και επιγραφές. Η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε μόνο στο ιερό και δεν επεκτάθηκε στην αρχαία Πολίχνη των Λουσών, η οποία βρισκόταν σε χαμηλότερο μέρος, σ’ απόσταση 15 λεπτών δυτικά του ιερού.
Η παράδοση συνδέει το ιερό της Άρτεμης που ιδρύθηκε τον 7ο αι. π.Χ. με τον Μελάμποδα ο οποίος εκεί μέσα γιάτρεψε από την τρέλα τις κόρες του Προίτου.
Από τότε ονόμασαν την Άρτεμη αυτή Ημέρα ή Ημερασιά προς τιμήν της οποίας γινόταν από τους Λουσιάτες μεγάλη γιορτή, τα Ημεράσια, με αγώνες όπου έπαιρναν μέρος και ξένοι.
Η Άρτεμις γινόταν «ημέρα» (= καλόβουλη, ευμενής) με προσφορές κι κατάλληλες ιεροπραξίες στο ιερό της.