* Της Ξένιας Κουτσογιάννη
Σε μια εποχή που η γκρίνια κι η μιζέρια αποτελούν εθνικό σπορ και μόνιμο θέμα συζήτησης στις παρέες, τις οικογένειες κι όσους τόπους δουλειάς έχουν απομείνει, τα καλά νέα είναι κρίμα να περνάνε απαρατήρητα κι ασχολίαστα. Και μπορεί οι απόψεις του καθενός μας για το τι θεωρείται σήμερα «καλό νέο» να είναι αντιδιαμετρικά αντίθετες, όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ανέκαθεν, το καινούργιο αποτελούσε πάντα μια λάμψη στο
σκοτάδι. Θέλετε να ιχνηλατήσουμε μαζί αυτή την πιθανότητα; Για να το κάνουμε θα πρέπει να αρχίσουμε την κουβέντα μας με τον μεγάλο υπαίτιο όλων των δεινών μας!
Το χρήμα
Το χρήμα, ως μέσο συναλλαγής, ολοένα κι εξαφανίζεται από τα χέρια των παραγωγικών τάξεων και μαζεύεται στα χέρια λίγων που το σωρεύουν και εκμεταλλεύονται τους τόκους, χωρίς φυσικά να το επιστρέφουν πίσω στην αγορά μέσα από την κατανάλωση, αφού όσα κι αν ξοδέψουν, αυτά που μένουν αποταμιευμένα είναι πάντα πολύ, μα πολύ περισσότερα. Σήμερα, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού της γης, μοιράζεται το 86% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (Α.Ε.Π.) -κι αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό σαν έννοια- αναλογιστείτε ότι μόνον ο Μπιλ Γκέιτς έχει περιουσία, μεγαλύτερη από το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Πορτογαλίας!
Ο οικονομολόγος Silvio Gesell (Σύλβιο Γκέσελ) στο βιβλίο του «Φυσική Τάξη» υποστηρίζει ότι όταν το χρήμα δεν κυκλοφορεί αλλά αποθησαυρίζεται η οικονομία παραπαίει. Ενώ αντίθετα, όταν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι, έχουν στα χέρια τους για να καταναλώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρήμα, η Οικονομία -και κατά συνέπεια η κοινωνία- έχουν υγιή ανάπτυξη κι ευημερία. Δηλαδή, σύμφωνα με τον οικονομολόγο θα μας σώσει η αλόγιστη σπατάλη; Σίγουρα όχι. Όμως αυτό που σίγουρα θα μας καταστρέψει είναι ο …αλόγιστος πλουτισμός.
Ο αντίποδας
Σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν έθιμα, πρότυπα συμπεριφοράς αλλά και δίκτυα αξιών που προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, σκεφτόμαστε, αποφασίζουμε, δρούμε, και λύνουμε τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας, εξασφαλίζοντας τροφή, ένδυση, στέγη κι όσα άλλα αγαθά κι υπηρεσίες χρειαζόμαστε. Όμως, είτε μας αρέσει είτε όχι, τελικά τα πάντα, αποτιμώνται σε χρήμα με αποτέλεσμα να αποτελούν, χωρίς εξαιρέσεις, αντικείμενα οικονομικών συνδιαλλαγών και να γίνονται σχεδόν απαγορευμένα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που δεν έχει το χρήμα για να τα αγοράσει.
Στον αντίποδα, μία νέα έννοια εμφανίζεται.
Η αρχή
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο όρος κοινωνική οικονομία είτε αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τους γνωστούς σε όλους συνεταιρισμούς είτε χρησιμοποιείτο αφηρημένα για να περιγράψει μια οικονομία με πιο ανθρώπινο και πιο κοινωνικό χαρακτήρα. Σε επίσημα κείμενα εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και χρησιμοποιήθηκε από τους σοσιαλιστές για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς.
Στα επόμενα χρόνια, αρχίζουν σταδιακά, μέσα από την ίδια την κοινωνία και τις δράσεις χιλιάδων οργανώσεων, να προκύπτουν λύσεις – απάντηση στις ατέλειες του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά και των κενών της δημοκρατίας και να πηγάζουν πρωτοβουλίες που υποκαθιστούν τη κοινωνική λειτουργία του κράτους, με συνέπεια την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Το 1989 ο όρος κοινωνική οικονομία αναφέρεται πλέον σ’ ένα ευρύτερο πεδίο επίσημων ή άτυπων οργανώσεων όπως σωματεία, συνεταιρισμούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ταμεία αλληλασφάλισης κλπ κι ιδρύεται η μονάδα Κοινωνικής Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ισορροπία κι αλληλεγγύη
Η κοινωνική οικονομία βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, ανθρώπινων αναγκών και συστημάτων της αγοράς κι αποτελεί ένα οργανικό σύνολο, αλληλεξαρτήσεων μεταξύ οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών δράσεων και προσπαθειών. Στόχος της είναι η ισορροπία, η βιωσιμότητα, η στήριξη κι η ενδυνάμωση του «μέρους» για τη βέλτιστη, την ειρηνική, αρμονική, δημιουργική κι αλληλέγγυα συνύπαρξη του «όλου».
Η κοινωνική οικονομία δεν προσβλέπει στον πλουτισμό και τη σώρευση κεφαλαίων αλλά στη βιώσιμη αλληλεπίδραση ανθρώπου, φύσης κι οικονομικών πόρων πέρα από κάθε είδους διαφορές και διαχωρισμούς με στόχο μια καλύτερη ζωή σ’ έναν καλύτερο κόσμο.
Η Διεθνής Εμπειρία
Υπολογίζεται ότι η Κοινωνική Οικονομία στην Ε.Ε. αντιπροσωπεύει το 8% των επιχειρήσεων, απασχολώντας περίπου 9 εκατομμύρια εργαζομένους, αντιπροσωπεύοντας το 7.9% της συνολικής απασχόλησης. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα και την Πορτογαλία οι κοινωνικές επιχειρήσεις καλύπτουν μόλις το 1% με 2,5% της συνολικής απασχόλησης ενώ αντίθετα σε χώρες, όπως η Δανία, η Γαλλία κι η Ολλανδία το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 12,5% , 14,3% και 15%. Ήδη από το 1994, στο 10ο κεφάλαιο της Λευκής Βίβλου που έχει συντάξει η Ε.Ε. για την «Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση» καταφαίνεται ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η κοινωνική οικονομία στην προώθηση της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής των πολιτών.
Η σειρά της Ελλάδας
Μέσα στη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης το Ελληνικό κράτος ξύπνησε για λίγο από τον λήθαργο και τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε θεσμοθέτησε έναν φιλόδοξο νόμο, που μένει να δοκιμαστεί στη πράξη.
Στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία η λειτουργία του θεσμού της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί πρόκληση αλλά και μονόδρομο. Είναι το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες που σήμερα αποδυναμώνονται ή και καταργούνται από ένα κράτος που πιέζεται δημοσιονομικά λόγω χρέους. Για πρώτη φορά αναφέρεται επίσημα ο όρος «κοινωνική οικονομία», αποσαφηνίζεται η έννοια και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων με την εισαγωγή του νεωτερισμού των «Αναπτυξιακών Συμπράξεων», η δυναμική των οποίων μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που, με συνθήκες κρατικής λειτουργίας, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η κατάργηση.
Το μυστικό
Η δραστική μείωση του διαχειριστικού κόστους είναι ο άσσος στο μανίκι των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
Η συνειδητοποιημένη κι υπεύθυνη εθελοντική προσφορά, η διευρυμένη συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη αποφάσεων και τη διαμόρφωση δράσεων, η άμεση αλληλεπίδραση με τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους – αποδέκτες των προσφερομένων υπηρεσιών, ο κοινωνικός έλεγχος της εργασίας που γίνεται
πολύ αποδοτικότερη, καθώς ο υπάλληλος/εργαζόμενος λογοδοτεί άμεσα στην τοπική κοινωνία αποτελούν τα δυνατά σημεία της κοινωνικής οικονομίας γενικά και των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών ειδικότερα. Έτσι η κοινωνική προσφορά μετατρέπεται σε βιώσιμη οικονομική δράση μέσω της οποίας δημιουργούνται θέσεις εργασίας και διευκολύνεται η κίνηση του χρήματος στην τοπική αγορά και κοινωνία.
Η πρόκληση
Κι οι Αναπτυξιακές Συμπράξεις;
Εκεί ακριβώς βρίσκεται το στοίχημα! Σε μια χώρα όπου η ατομική πρωτοβουλία και η μοναχική δράση αποτελούν λάβαρο, σε μια χώρα που σύλλογοι κι επιχειρήσεις διαλύονται εν μια νυκτί «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων» ο νόμος θέτει σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη συνεργασία και τη σύμπραξη!
Όμως η Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, έχει και στο παρελθόν δείξει τη δυναμική, τη προσαρμοστικότητα και την διαφορετικότητα της. Για τους φορείς της και τους συνειδητοποιημένους εθελοντές που την πλαισιώνουν η αυτοργάνωση και η ομαδικότητα ήταν πάντα τρόπος δουλειάς και τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών.
Ο νέος νόμος για την κοινωνική οικονομία προήλθε σαν ανάγκη θεσμοθέτησης δράσεων που ήδη λειτουργούν προσφέροντας τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης του κοινωνικού, εθελοντικού και ηθικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας. Οι αναπτυξιακές συμπράξεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τεχνοκρατική διατύπωση αυτού που συμβαίνει ήδη. Της οριζόντιας συνεργασίας και δικτύωσης των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
Δεν μένει παρά, για μια ακόμα φορά, να σηκώσουμε τα μανίκια και να στρωθούμε στη δουλειά! Δεν είναι υπέροχο ότι πραγματικότητα επαναλαμβάνει ξανά και ξανά και τον εαυτό της; Ας κάνουμε νέο μας σύνθημα τη παλιά ρήση: «εν τη ενώσει η ισχύς»
* Ξένια Κουτσογιάννη, οικονομολόγος – δημοσιογράφος, μέλος ΕΣΗΕΑ, μέλος του δικτύου εθελοντών δημοσιογράφων του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ Ο.Κ.Π.