*της Ξένιας Κουτσογιάννη

Τρεις καθολικότητες, σύμφωνα με τους μεγάλους στοχαστές του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, ορίζονται ως ρυθμιστικοί παράγοντες στην κοινωνική πραγματικότητα: το κράτος, η αγορά και η Κοινωνία Πολιτών. Όλοι οι κλασικοί της πολιτικής θεωρίας και σκέψης, όπως οι Τζον Λοκ, Άνταμ Σμιθ, Ρουσσώ, Χέγκελ, Μαρξ, Τοκβίλ, Γκράμσι κ.ά., καταπιάνονται ακριβώς με τις σχέσεις και αλληλουχίες που αναφέρονται σε αυτές τις καθολικότητες. Στην Κοινωνία

 Πολιτών έχουμε αναφερθεί με πολλά κι εκτενή άρθρα. Εδώ θα προσεγγίσουμε θεωρητικά κράτος και αγορές προκειμένου να θέσουμε, σε όσους ενδιαφέρονται, βάσεις για προβληματισμό και περεταίρω αναζητήσεις.

Κράτος, ως καθολικότητα κι ως θεσμός, νοείται μια κεντρική ρυθμιστική εξουσία η οποία προκύπτει ως συνισταμένη εξουσιών και κανόνων, μέσα στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας η οποία ορίζεται εθνικά και κυρίως τοπικά και απορρέει από τα άτομα αλλά και τις κοινωνικές συλλογικότητες. Στόχος του κράτους είναι ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, η εξασφάλιση και η ενίσχυση της συνοχής της κοινωνίας μέσα από την εξισορρόπηση των επιμέρους δυναμικών η οποία προέρχεται ή θα όφειλε να προέρχεται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στον οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό τομέα. Το κράτος, σ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης, έχει ακόμα έναν σημαντικό ρόλο να παίξει στη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία. Ο ρόλος όμως αυτός δεν περιλαμβάνει την επιβολή κοινωνικών ελέγχων για την αποτελεσματική προστασία της κοινωνίας.

Όμως κάθε θεσμός έχει την τάση να αναπτύσσει κοινωνική στρέβλωση. Και στην περίπτωση του κράτους, η στρεβλή ανάπτυξή του είναι ο κρατισμός*. Ο κρατισμός, σαν στόχος, είναι η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου μέσω της γραφειοκρατίας, του κομματισμού και της διαπλοκής, η μετατροπή του σε μονοπώλιο και η χρήση του για ιδιοτελείς σκοπούς. Ο κρατισμός, σαν νοοτροπία, είναι η παθητική στάση των πολιτών που αναζητώντας προστασία και «βόλεμα» στην αγκαλιά του κράτους, δίνουν τα πάντα για μια θέση στον ήλιο του δημοσίου, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα ενοχική νοοτροπία απέναντί στο κράτος – προστάτη. Έτσι παραιτούνται επί της ουσίας από κάθε ουσιαστική απαίτηση και δικαίωμα και προδίδουν ακόμη και τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο με αντάλλαγμα την λύτρωση από τους φόβους και την αβεβαιότητα. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον το γεγονός, ότι τις περισσότερες φορές οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, εναγκαλίζονται σφιχτά με το κράτος και περνούν στην αντίπερα όχθη αναλαμβάνοντας ακριβοπληρωμένες διοικητικές θέσεις ή ακόμα και έδρανα βουλευτών, εξυπηρετώντας τελικά τα συμφέροντα του κράτους και επί της ουσίας, προδίδοντας με τον τρόπο αυτό τους παλιούς τους συναδέλφους.

Ο κρατισμός ως νοοτροπία, εκφράζει τη σιγουριά χωρίς ρίσκο, την προαγωγή χωρίς ιδρώτα, την επικράτηση του «κονέ» σε βάρος της αξίας. Με μια κουβέντα, εκφράζει ένα μέρος του παρασιτισμού. Στηρίζεται στη φοβία, περιορίζει την αυτονομία του ατόμου, ρημάζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, υποσκάπτει τους κανόνες και τις αξίες, υποθηκεύει την αξιοκρατία, δε στηρίζει την κοινωνική αναδιανομή εισοδημάτων και την ισότητα δικαιωμάτων και δυνατοτήτων. Το κυριότερο όμως αποτέλεσμα της κοινωνικά εγκληματικής του δράσης είναι ότι οργανώνει την φαυλότητα και αποστερεί από το έθνος την αυτοπεποίθησή του. Συγκροτεί πολιτισμικά μια αντικοινωνική νοοτροπία, μια νοοτροπία περί μη τηρήσεως κανόνων που υποθάλπει τη διαφθορά. Συντηρεί κανόνες δύο ταχυτήτων και πλήττει καίρια την ισονομία και την ισοπολιτεία.

Πολλές φορές υπάρχει σύγχυση. Καταγγέλλουμε το Κράτος και εννοούμε τον κρατισμό. Αυτό που είναι κρίσιμο, είναι, συνεπώς, να διαχωρίσουμε τον κρατισμό από το Κράτος. Η πρόοδος δεν επιτυγχάνεται εάν δεν απαλλαγούμε από τις δυνάμεις της καθυστέρησης και των οργανωμένων ιδιοτελών συμφερόντων, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται ο κρατισμός ως νοοτροπία και ως πράξη.

Ως καθολικότητα της αγοράς* ή καλύτερα ως «οικονομία της αγοράς» νοείται ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα, που θεμελιώθηκε μόλις πριν από δύο αιώνες, στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τι, πώς, και για ποιον παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων όπως υποστήριζαν παλαιότερα οικονομικά μοντέλα και θεωρίες. Αποτέλεσμα αυτής της νέας αυτορρυθμιζόμενης αγοράς ήταν να δημιουργηθεί σταδιακά ένα παγκοσμιοποιημένο δίκτυο στο οποίο εντάχθηκαν οι περισσότερες από τις επιμέρους αγορές, αυτορρυθμιζόμενες κι αυτές. Η παντοδυναμία αυτού του νέου δικτύου που ώθησε την καθολικότητα της αγοράς σε μια εξαιρετικά ενισχυμένη θέση ως προς τις άλλες δυο καθολικότητες έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε να επιβάλει τους αυτοματισμούς της ακόμα και στα ίδια τα μέσα παραγωγής, δηλαδή την εργασία, τη γη και το χρήμα, με τελικό αποτέλεσμα σήμερα να είναι η οικονομία αυτή που ελέγχει την κοινωνία και όχι η κοινωνία αυτή που ελέγχει την οικονομία. Ο ρόλος του κράτους σήμερα περιορίζεται στη διασφάλιση της αναπαραγωγής της οικονομίας της αγοράς, μέσω των μονοπωλίων, και στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών Η διαδικασία της αγοραιοποίησης είναι μια διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, τείνει να μετατρέψει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σ’ εμπορεύματα και τους πολίτες σ’ απλούς καταναλωτές. Μολονότι η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, την οικογενειακή ζωή, την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία κλπ το φαινόμενο αυτό είναι πολύ πρόσφατο κι αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Έτσι, όπως σημειώνει ο Karl Polanyi στο κλασικό βιβλίο του The Great Transformation, πριν από την εποχή μας δεν υπήρξε καμιά οικονομία που να ελέγχεται από τις αγορές. Αν και ο θεσμός της αγοράς αποτελούσε αρκετά κοινό φαινόμενο από την ύστερη Λίθινη Εποχή, ο ρόλος της δεν είχε παρά δευτερεύουσα σημασία για την οικονομική ζωή. Κι ενώ η ιστορία κι η εθνογραφία γνωρίζουν διάφορα είδη οικονομιών, τα περισσότερα από τα οποία περιελάμβαναν τον θεσμό της αγοράς, δεν γνωρίζουν καμιά οικονομία πριν από τη δική μας που να ελέγχεται και να ρυθμίζεται, από τις αγορές και μάλιστα με τόσο απόλυτο τρόπο. Όλα τα γνωστά σε μας οικονομικά συστήματα μέχρι το τέλος του φεουδαλισμού στη Δυτική Ευρώπη ήταν οργανωμένα με βάση τις αρχές είτε της αμοιβαιότητας, είτε της αναδιανομής, είτε της οικιακής οικονομίας (δηλαδή, παραγωγή για προσωπική χρήση) ή κάποιου συνδυασμού και των τριών. Κατά συνέπεια, τα κίνητρα που διασφάλιζαν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος προέκυπταν από τα έθιμα, τούς νόμους ή τη θρησκεία – όχι όμως από το κέρδος. Ακόμα κι όταν, από το 16ο αιώνα και μετά, οι αγορές έγιναν πολυάριθμες και σημαντικές, βρίσκονταν υπό τον στενό έλεγχο της κοινωνίας, σε συνθήκες, που καθιστούσαν αδιανόητη μια αυτορυθμιζόμενη αγορά. Το εμπόριο ήταν καθαρά υπόθεση των συντεχνιών κι όχι των μεμονωμένων τεχνιτών οι δε τιμές καθορίζονταν με αμοιβαία συμφωνία. Κατά κανόνα, τόσο τα αρχαία όσο και τα φεουδαλικά οικονομικά συστήματα θεμελιώνονταν στις κοινωνικές σχέσεις, η δε κατανομή των υλικών αγαθών ρυθμιζόταν από μη-οικονομικά κίνητρα. Τα αγαθά της καθημερινής ζωής, ακόμα και στις αρχές του Μεσαίωνα, δεν ήταν αντικείμενο τακτικής αγοραπωλησίας στην αγορά. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση ούτε η εργασία ούτε η γη ήταν εμπορευματοποιημένες, η διαδικασία αγοραιοποίησης δεν είχε αρχίσει. Ήταν στην αρχή του περασμένου αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε οικονομική και πολιτική σφαίρα. Ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την οικονομία δημιούργησε τη δική του ασταμάτητη δυναμική. Αυτοί που έλεγχαν την παραγωγή έπρεπε να είναι «αποτελεσματικοί» ή καλύτερα «ανταγωνιστικοί» προκειμένου να επιβιώσουν σ’ ένα σύστημα με βάση την αγορά. Η αποτελεσματικότητα με τη σειρά της εξαρτιόταν από τις επενδύσεις σε νέες τεχνικές και προϊόντα και τη συνακόλουθη μαζική επέκταση της παραγωγής δηλαδή της διασφάλισης της ελεύθερης ροής «εργασίας» και «γης» με ελάχιστο κόστος και σύνθημα «ανάπτυξη ή θάνατος» που οδήγησε στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση.

Στην οικονομία της αγοράς τα νοικοκυριά και οι παραγωγοί κινούνται με βάση το προσωπικό τους συμφέρον. Οι αποφάσεις τους επηρεάζονται καθαρά από το προσωπικό όφελος. Οι καταναλωτές στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της ατομικής τους ευημερίας. Οι παραγωγοί επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι εργαζόμενοι αποβλέπουν στη μεγιστοποίηση του εργατικού μισθού, οι ιδιοκτήτες ακινήτων του ενοικίου που εισπράττουν, οι αποταμιευτές δανείζουν όταν το επιτόκιο είναι υψηλό και οι επιχειρηματίες αναζητούν το μέγιστο κέρδος. Η βαθειά συστημική κρίση που διανύουμε και τα οικονομικά μέτρα που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της, έχει καταστήσει σαφές πως στο πλαίσιο του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς οι όροι της σχέσης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή ουσιαστικά αντιστρέφονται. Αντί ο παραγωγός να παράγει με βάση τις ανάγκες των καταναλωτών, κάτι που συνιστά τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης της σφαίρας της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας, οι καταναλωτές καλούνται τώρα να «αγοράσουν» όχι για να καλύψουν δικές τους ανάγκες αλλά προκειμένου να στηρίξουν τις εταιρείες που καταρρέουν. Αντί λοιπόν οι εταιρείες να υπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, το κοινωνικό σύνολο εξαναγκάζεται σε μια σχέση υποτέλειας απέναντι στις εταιρείες που ελέγχουν το σύνολο των μέσων παραγωγής και διανομής.

Όμως ούτε ο ρόλος του κράτους έχει εκλείψει ιστορικά, ούτε και η “αγορά” καταργείται με ένα διάταγμα. Οι δυο τομείς θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε μια διαλεκτική σχέση.

 

* Ξένια Κουτσογιάννη, οικονομολόγος – δημοσιογράφος, μέλος ΕΣΗΕΑ, μέλος του δικτύου εθελοντών δημοσιογράφων του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ Ο.Κ.Π. .