* Του Βασίλη Τακτικού
Η επέκταση της δραστηριότητας των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών σε παγκόσμια κλίμακα δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, που νιώθουν ολοένα και περισσότερο τις αντανακλάσεις αυτής της δραστηριότητας στο πολιτικό επίπεδο. Από την μία μεριά το πνεύμα της αλληλεγγύης και του εθελοντισμού, που πρεσβεύουν σε μεγάλο βαθμό αυτές οι οργανώσεις και διεγείρει την κοινωνία και από την άλλη η ανάπτυξη του τρίτου
τομέα της οικονομίας που προκύπτει από την δραστηριότητά τους, αναγκάζουν τα κόμματα να συζητήσουν τις σχέσεις που θέλουν να έχουν με αυτές, αλλά και το επίπεδο συνεργασίας που είναι αναγκαίο για την αποτελεσματικότητά τους.
Υπάρχουν όμως αντινομίες και αμοιβαία καχυποψία στις σχέσεις κομμάτων και Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, γεγονός που δυσχεραίνει την πρόοδο αυτών των σχέσεων που πρέπει να τις διερευνήσουμε.
Στις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, παρά την έκταση του φαινομένου και την σημασία του υπάρχει, όπως είδαμε, κατακερματισμός της έκφρασης, μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό εθελοντικής δράσης, χωρίς την απαραίτητη δικτύωση και επικοινωνία μεταξύ τους. Ο κατακερματισμός αυτός, τελικά, μειώνει δυσανάλογα την πολιτική σημασία των οργανώσεων διότι δεν ενοποιεί ούτε καν τα υποσύνολα με κοινό όραμα και στόχο. Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα έχουν τη τάση, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να παρουσιάζονται ενοποιημένα στις επιδιώξεις τους σε σχέση με το κράτος και την εξουσία υποβαθμίζοντας το εθελοντικό κίνημα αφού προκρίνεται η έντονη δικτύωση με κρατικά στελέχη, στελέχη Τοπικής Αυτοδιοίκησης και συνδικαλισμού και υποβαθμίζεται ή παραλείπεται εντελώς η δικτύωση στελεχών που ασχολούνται με τις εθελοντικές οργανώσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα ιστορικά είναι ένας θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών ανταποκρίνονται περισσότερο στην Κοινωνία των Πολιτών και το ιδανικό της άμεσης δημοκρατίας. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να επιτευχθεί μια ενότητα αντιθέτων και αυτό απαιτεί βαθιά τομή και επεξεργασία στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα που δεν είναι ούτε εύκολη ούτε κι επιθυμητή. Η σύζευξη, αν και είναι εκ των πραγμάτων αναγκαία, είναι ταυτοχρόνως κι επαναστατική, γιατί τα κόμματα πρέπει να σεβαστούν την αυτονομία των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και να μην τις υποτάξουν στην κρατικίστικη και αντιπροσωπευτική λογική που έχουν τα στελέχη τους, αποδεχόμενα τον αυτοπεριορισμό τους. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει γόνιμη αλληλεπίδραση των δύο θεσμών και ιστορικών φαινομένων.
Η παραδοσιακή λογική, που απλά υιοθετεί οργανωτικά ένα κόμμα, αφομοιώνοντας ένα μέρος των αυτόνομων κινήσεων και τέλος οικειοποιούμενο μια καινούργια τάση της κοινωνίας, όπως είναι η ανάπτυξη των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα οργανωτικά οφέλη στα κόμματα, αλλά δεν έχει μακρόπνοη προοπτική, γιατί θα ξεσπάσουν αργά ή γρήγορα εσωτερικές αντιθέσεις που θα θέσουν σε δοκιμασία την σχέση, εάν η σχέση περιοριστεί στα πλαίσια των «πελατειακών σχέσεων» του κομματικού κρατισμού.
Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων και δημιουργικών σχέσεων μεταξύ των κομμάτων και των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών πρέπει να έχουν βασική πυξίδα την ενίσχυση της αυτονομίας των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, ως συστατικό στοιχείο της συμμετοχικής δημοκρατίας και της ύπαρξης του εθελοντισμού, και εμμέσως μόνο πρέπει να επιδιώκεται η πολιτική και οργανωτική ανταποδοτικότητα, ως αποτέλεσμα προσφοράς μέσα από κοινότητες ιδεών και γνώσης. Άρα, για την Ελλάδα, έτσι όπως έχουν σήμερα οι συνθήκες, θα πρέπει να τεθούν ορισμένοι άξονες πολιτικής:
- Ενίσχυση της δικτύωσης και της οριζόντιας επικοινωνίας των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
- Δημιουργία ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών μακριά από την κομματική και κρατική πιστοποίηση, την οποία άλλωστε απορρίπτουν οι ίδιες οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών.
- Οργάνωση περιφερειακών κομματικών παρατηρητήριων αλλά και δεξαμενών σκέψης για την ενίσχυση του έργου των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, χωρίς οργανωτική χειραγώγηση.
- Θαρραλέα οργανωτική – υποστηρικτική και όχι κορπορατιβιστική πολιτική, για τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών
Η Κοινωνία Πολιτών δεν μπορεί ασφαλώς να αφαιρέσει από τα κόμματα το δικαίωμα να έχουν οργανωτικές καταστατικές διατάξεις που αφορούν τις Οργανώσεις της πρέπει όμως να οριοθετήσει η ίδια τι είναι γόνιμο και τι προβληματικό και να μην παραβλέψει τα προβλήματα, τα οποία πιθανόν θα ανακύψουν, εάν επικρατήσει η λογική του ελέγχου και της κομματικής πατερναλιστικής πιστοποίησης των υφιστάμενων οργανώσεων και θα πρέπει να αποφευχθούν πάση θυσία οι παρενέργειες από την ανάδειξη νέων πελατειακών σχέσεων με συμπτώματα εξαρτημένων – από το κόμμα και το κράτος – Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σύνδεση κομμάτων και Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών δεν μπορεί να γίνει με κάποιον αυθόρμητο αυτοματισμό κι ασφαλώς, τα κόμματα θα πρέπει να φροντίσουν για την δημιουργία ενός μεγαλύτερου και πιο γόνιμου πολιτικού περιβάλλοντος με ποιοτικές και καινοτόμες πολιτικές στον χώρο των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Πολιτικές οι οποίες θα πρέπει να περιορίζονται στην οργανωτική επικοινωνία και την επιμόρφωση και να μην καταλήγουν στον παραδοσιακό εκλογοθηρικό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά θα γίνουν απωθητικές και για τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και για την ίδια την κοινωνία. Το ζητούμενο επομένως είναι ο αυτοπεριορισμός του κορπορατιβισμό και του πατερναλισμού από τη πλευρά των κομμάτων, χωρίς όμως να περιέλθουν σε παθητική στάση, με το πρόσχημα ότι ο χρόνος δουλεύει γι’ αυτά.
Συμπερασματικά, τα σύγχρονα ανοικτά κόμματα αλλά και η κοινωνία οφείλουν να ενθαρρύνουν τη δράση και να στηρίζουν την αυτονομία των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να συνεχιστεί ο θρυμματισμός της έκφρασης και έλλειψη συντονισμού που υπάρχει σήμερα στον χώρο του εθελοντικού κινήματος, και η υποβάθμισή του σε απολίτικη συμπεριφορά. Γιατί αν τεθεί το ερώτημα ποιος τελικά ευνοείται από αυτόν τον κατακερματισμό και την έλλειψη δικτύωσης, η απάντηση είναι ότι ευνοείται ο σφετερισμός της εκπροσώπησης και η ολιγαρχία των μεγάλων οργανώσεων στον χώρο των ν της Κοινωνίας Πολιτών, που λειτουργούν καθαρά επιχειρηματικά – επαγγελματικά και θέλουν να είναι προνομιακοί συνομιλητές με την πολιτική ηγεσία εις βάρος της πλειονότητας των συλλογικών οργανώσεων.
Μ’ αυτήν την άποψη, δεν υποβαθμίζεται ο θετικός ρόλος που μπορούν να έχουν οι μεγάλες και διεθνείς Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, ακόμα και οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εταιρική ευθύνη. Απλά επισημαίνεται ότι σε ένα ανοικτό κόμμα δεν μπορεί οι μονοπωλιακές καταστάσεις να είναι οι μοναδικοί συνομιλητές στην αντιπροσώπευση και στην διαβούλευση. Η επιδίωξη δημιουργικών σχέσεων θα πρέπει να έχει σαν προσανατολισμό να εκφράσει το σύνολο των εθελοντικών οργανώσεων και να δικτυώσει οριζόντια την επικοινωνία όλων, προσφέροντας την οργανωτική δικτύωση των κομμάτων στην υπηρεσία της αυτόνομης ανάπτυξης του εθελοντικού κινήματος, προοπτική που συμβαδίζει με το πρόταγμα της ενίσχυσης της κοινωνικής δημοκρατίας.
* Ο Βασίλης Τακτικός είναι διευθυντής Μελετών εκ των Συντονιστών του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.