* Του Βασίλη Τακτικού
Η ανάγκη ενός ενιαίου θεσμικού πλαισίου που θα διέπει με διαφάνεια το καθεστώς λειτουργίας των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και θα προσδιορίζει με σαφήνεια τα κριτήρια αξιολόγησης τους, είναι κοινός τόπος διεκδικήσεων για όλες τις οργανώσεις που είναι προσανατολισμένες στον εθελοντισμό και την αλληλεγγύη, όποιο κι αν είναι το ιδιαίτερο αντικείμενό τους. Άλλωστε, παρά τις όποιες διαφορές, οι εκπρόσωποι των Οργανώσεων συμφωνούν ότι δεν υπάρχει
σαφές νομοθετικό πλαίσιο με διαφανείς κανόνες και κριτήρια σε ότι αφορά όχι μόνο το καθεστώς χρηματοδότησης τους αλλά και τον τρόπο αξιολόγησης των δράσεων τους.
Ανάμεσα στις επικρατέστερες προτάσεις που έχουν κατά καιρούς καταθέσει οι ίδιες οι οργανώσεις με στόχο την ενίσχυση της διαφάνεια, τη χρηματοδότηση αλλά και τη λογοδοσία περιλαμβάνονται: η σύσταση ανεξάρτητης αρχής, η οποία θα βάζει κριτήρια και κανόνες στη χρηματοδότησή τους, η ανάγκη διαφάνειας και ελεγκτικών μηχανισμών, η ανάγκη η δημιουργίας Επιμελητηρίου, η οργάνωση ενιαίου Μητρώου των οργανώσεων και η εποπτεία τους από το κράτος, ενώ αποτελεί κοινή διαπίστωση όλων ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια στη λειτουργία τους προέρχονται από το βαθύ κράτος των κομμάτων τα οποία δημιουργούν ισχυρούς διαμεσολαβητές που κόβουν και ράβουν στα μέτρα τους προγράμματα και χρηματοδοτήσεις, με αποτέλεσμα το 90% των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών να είναι πάντα έξω από τη μοιρασιά των πόρων που δικαιωματικά τους ανήκουν.
Γεγονός πάντως παραμένει ότι παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια οι πραγματικές οργανώσεις δεν φαίνεται να αποθαρρύνονται. Αντίθετα μάλιστα, οι συλλογικότητες που ασχολούνται με το περιβάλλον, την υγεία, την αναπτυξιακή βοήθεια, τον πολιτισμό αλλά και με πλήθος σημαντικές αλλά συνήθως κατακερματισμένες δραστηριότητες, φαίνεται να πολλαπλασιάζονται παρά την έλλειψη συνολικού σχεδιασμού για την βέλτιστη αξιοποίηση του ενεργού ανθρώπινου δυναμικού που δραστηριοποιείται στον χώρο.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Τοπική Αυτοδιοίκηση μαζί με τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών θεωρούνται ως σημαντικοί φορείς και παράγοντες στην αναπτυξιακή πολιτική στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα το οποίο εξειδικεύεται και σε ανάλογα Ευρωπαϊκά Χρηματοδοτικά προγράμματα. Κάτι ανάλογο ισχύει και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά την Αυστραλία κτλ. Κι ενώ στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι συνέργειες μεταξύ ΟΤΑ και ΟΚΠ και προωθούνται κατάλληλες πολιτικές συνεργασίας, όπως στην αναπτυξιακή πολιτική, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένας ενιαίος πολιτικός σχεδιασμός για τον τομέα αυτό με αποτέλεσμα να υπάρχει ακόμα θεσμικό έλλειμμα. Απόρροια της κατάστασης είναι, ότι ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο (ΕΚΤ) προβλέπει την χρηματοδότηση προγραμμάτων του μη κερδοσκοπικού τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας, στην χώρα είναι άγνωστο εν πολλοίς που καταλήγουν τελικώς τα προβλεπόμενα κονδύλια.
Στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας (Μάρτιος 2000), υιοθετήθηκε μια αποκεντρωμένη προσέγγιση όσον αφορά στην αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη, οι περιφερειακές και τοπικές αρχές, καθώς επίσης και οι κοινωνικοί εταίροι και η Κοινωνία Πολιτών, θα συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων και στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής, μέσω διαφόρων μορφών συνεργασίας, εταιρικής δομής. Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζεται ο βασικός ρόλος της Κοινωνίας Πολιτών και του Εθελοντικού Κινήματος, στην ενδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων και στην προώθηση της έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, ενώ συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση των πολιτών και στην προώθηση των δημοκρατικών αρχών και ιδεωδών. Επίσης σημαντική είναι η ανάδειξη του ρόλου των ΟΚΠ, ως φορέων που μπορούν να συμβάλλουν στην απασχόληση. Ο Τρίτος Τομέας της οικονομίας (δηλαδή ο μη κερδοσκοπικός χώρος της Κοινωνικής Οικονομίας) μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική αγορά εργασία, που μπορεί να συμβάλλει στο ζέον ζήτημα της ανεργίας.
Εκεί όπου οι συνέργειες και συνεργασίες μεταξύ των ΟΤΑ και των ΟΚΠ στηρίζονται και λειτουργούν, αποδίδουν και καρπούς. Το άνοιγμα σε τέτοιες συνεργασίες αποτελεί μια νέα καλή πρακτική και μία νέα για την χώρα αντίληψη του τρόπου υλοποίησης κοινωνικών προγραμμάτων, που αναλαμβάνει να υλοποιήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δεν είναι λίγες οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, οι οποίες συνάπτουν, συμφωνίες με Κοινότητες, Δήμους και Νομαρχίες, ως εταίροι και κυρίως ως φορείς υλοποίησης τοπικών κοινωνικών προγραμμάτων. Ακριβώς επειδή το παρεχόμενο έργο από τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, κατά κανόνα βασίζεται στην ανταπόκριση της ζήτησης πραγματικών κοινωνικών υπηρεσιών, παρεμβάσεων και επίλυσης προβλημάτων, κυρίως τοπικού ή περιφερειακού χαρακτήρα, οι ΟΤΑ, αρχίζουν σταδιακά να αντιλαμβάνονται τα οφέλη που τους προσφέρει η συνεργασία με τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και οι νέες δυνατότητες που διανοίγονται για την υλοποίηση της κοινωνικής τους πολιτικής, με μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή, επάρκεια εξειδίκευσης, γνώση από πρώτο χέρι των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και προβλημάτων, ταχύτερη υλοποίηση, και σημαντικά χαμηλότερο κόστος.
Από την άλλη πλευρά η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί προνομιακό χώρο εργασίας για τις ΟΚΠ, καθώς έχουν: χαμηλότερο βαθμό γραφειοκρατίας από ότι η κεντρική εξουσία, από πρώτο χέρι την γνώση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και προβλημάτων, ανάγκη την τοπική και μάλιστα οργανωμένη κοινωνία, δυνατότητα άμεσου ελέγχου της αξιοπιστίας των τοπικών ΟΚΠ, δυνατότητα αμεσότερης λήψης αποφάσεων σε τοπικά ζητήματα, μεγάλες δυνατότητες συμμετοχής σε Ευρωπαϊκά Χρηματοδοτικά Προγράμματα, καθώς αποτελούν επιλέξιμους φορείς σε ένα μεγάλο αριθμό επιχειρησιακών προγραμμάτων.
Πέραν τούτων η ηθική και η νομιμότητα των συνεργασιών διασφαλίζεται από το γεγονός ότι, τόσο οι ΟΤΑ, όσο και οι ΟΚΠ έχουν ως καταστατικό τους στόχο το γενικότερο συμφέρον της τοπικής, και όχι μόνο κοινωνίας. Η συνεργασία τους παράγει προστιθέμενη αξία σε πολλούς τομείς της ανάπτυξης, με κινητήριο δύναμη την εθελοντική προσφορά και την γενικότερη συμμετοχή των πολιτών στα τοπικά δρώμενα, με πολλαπλασιαστικά οφέλη. Η συνεργασία αυτή είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία προκειμένου να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν σε μόνιμη βάση πρακτικές σύμπραξης και συμμετοχής της Κοινωνίας Πολιτών και του Εθελοντικού Κινήματος στις πολιτικές των ΟΤΑ.
Έτσι, μέσα από την κινητικότητα, την ενότητα και την οριζόντια οργάνωση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση δημιουργούνται προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της τοπικής οικονομίας ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα η κρίση. Επιπλέον, η ενίσχυση του τρίτου τομέα της οικονομίας μπορεί να συγκροτήσει ένα νέο κοινωνικό κεφάλαιο με ανθρώπινες οικουμενικές αξίες, δίνοντας λύση μέσα από την κοινωνική οικονομία στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Είναι επομένως ανάγκη να συμμετάσχουν όσον το δυνατόν περισσότερες ενεργές ΟΚΠ στα δίκτυα και τη δημόσια διαβούλευση καθώς οι ενεργοί πολίτες που εκπροσωπούν αποτελούν το κοινωνικό κεφάλαιο που μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανόρθωση της χώρας. Αυτά τα κοινωνικά δίκτυα είναι η βάση για την συμμετοχική Δημοκρατία. Εν κατακλείδι, είναι ανάγκη να ενισχυθεί η επιχειρησιακή λειτουργία των γραφείων των Δήμων για την κοινωνική αλληλεγγύη, το περιβάλλον, τον εθελοντισμό κλπ ώστε να συμβάλουν στην αποτελεσματική τοπική διακυβέρνηση και την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας και της τοπικής απασχόλησης.
* Ο Βασίλης Τακτικός διευθυντής Μελετών εκ των Συντονιστών του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών