* Του Βασίλη Τακτικού

Το ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών μέσα από μεθοδευμένη σκληρή ομαδική δουλειά και συστηματικές παρεμβάσεις έχει από καιρό χαράξει τον δρόμο της οριζόντιας συνεργασίας και των δημιουργικών παρεμβάσεων με τις τοπικές κοινωνίες τόσο από την πλευρά των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, όσο και από την πλευρά των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκηση. Σε μια εξαιρετικά δύσκολη χρονική στιγμή και

 συγκυρία για την Ελληνική κοινωνία, ίσως τη δυσκολότερη που βίωσε ποτέ η χώρα μας, με την οικονομία σε στάση κι αδιέξοδο και το περιβάλλον εχθρικό κι αντίξοο, ανάμεσα σε δεκάδες απεχθή μέτρα, ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 στη βουλή ο νέος νόμος για την κοινωνική οικονομία και τις αναπτυξιακές συμπράξεις. Έτσι η κοινωνική ενότητα η οποία πάντα λειτουργούσε σαν ασπίδα αλλά και σαν τεράστια δύναμη πίεσης ενάντια ό,τι είναι αναγκαίο να αλλάξει, θεσμοθετείται για πρώτη φορά κι αυτό που στην ουσία επιχειρείται να στηριχθεί είναι η δράση όλων εκείνων που είναι κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά ευαισθητοποιημένοι κι αντιλαμβάνονται τη κοινωνία όσο και τις Οργανώσεις της, σαν ένα ενιαίο δίκτυ προστασίας απέναντι στα σημεία των καιρών. Σαν υπεύθυνοι, ενήλικες, σκεπτόμενοι πολίτες είμαστε επομένως υποχρεωμένοι να αλλάξουμε σελίδα. Ο ατομικισμός, το εύκολο κέρδος κι η παράδοση της ελευθερίας μας στα χέρια του κράτους-κηδεμόνα που φρόντιζε για εμάς – χωρίς εμάς, μάς οδήγησαν στο χείλος της αβύσσου.

Το αργόσχολο, αργόμισθο, υπερτροφικό και υπερπροστατευτικό κράτος στο οποίο, τόσα χρόνια, επιτρέπαμε να μας χειραγωγεί και να μας ευνούχιζε παραπαίει κι αργοπεθαίνει. Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό το ίδιο κράτος μας πετάει τελευταία στιγμή το σωσίβιο των αναπτυξιακών κοινωνικών συμπράξεων.

Στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία η λειτουργία του θεσμού της κοινωνικής οικονομίας και των αναπτυξιακών συμπράξεων αποτελεί πρόκληση αλλά και μονόδρομο. Είναι το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες που σήμερα αποδυναμώνονται ή και καταργούνται από ένα κράτος που πιέζεται δημοσιονομικά λόγω χρέους. Για πρώτη φορά στην Ελληνική νομοθεσία αναφέρεται επίσημα ο όρος «κοινωνική οικονομία», αποσαφηνίζεται η έννοια και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων με την εισαγωγή του νεωτερισμού των «Αναπτυξιακών Συμπράξεων», η δυναμική των οποίων μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που, με συνθήκες κρατικής λειτουργίας, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η κατάργηση. Οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών βγαίνουν από την αφάνεια και καθίστανται, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, ισότιμος συνομιλητής στον κοινωνικό διάλογο, όσον αφορά τη διανομή των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου.

Όμως το όραμα για μία καινούργια κοινωνία είναι ακόμα αδιαμόρφωτο για τους περισσότερους, αρκετοί εξακολουθούν να βλέπουν το αδιέξοδο και να μην είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το παλιό, που δεν δουλεύει, προς χάριν του καινούργιου που είναι ακόμα αδοκίμαστο κι επομένως τρομακτικό. Κι όμως! Η κοινωνική οικονομία, όπως είδαμε, βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, ανθρώπινων αναγκών και συστημάτων της αγοράς κι αποτελεί ένα οργανικό σύνολο, αλληλεξαρτήσεων μεταξύ οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών δράσεων και προσπαθειών. Στόχος της είναι η ισορροπία, η βιωσιμότητα, η στήριξη κι η ενδυνάμωση του «μέρους» για τη βέλτιστη, την ειρηνική, αρμονική, δημιουργική κι αλληλέγγυα συνύπαρξη του «όλου», δεν προσβλέπει στον πλουτισμό και τη σώρευση κεφαλαίων αλλά στη βιώσιμη αλληλεπίδραση ανθρώπου, φύσης κι οικονομικών πόρων πέρα από κάθε είδους διαφορές και διαχωρισμούς με στόχο μια καλύτερη ζωή σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Ως τρίτος τομέας της οικονομίας μπορεί να αποτελεί νεολογισμό για την Ελλάδα, αλλά η δυναμική των κοινωνικών συμπράξεων έχει με επιτυχία δοκιμαστεί στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο κι έχει έμπρακτα μειώσει το κόστος των κοινωφελών υπηρεσιών συμβάλλοντας σημαντικά στη τοπική απασχόληση. Κι αυτό δεν οφείλεται σε κάποια πολύπλοκη οικονομική εξίσωση αλλά σε δυο εξαιρετικά απλούς λόγους. Πρώτον, οι κοινωνικές συμπράξεις δραστηριοποιούνται κυρίως σε τομείς που το κράτος και οι επιχειρήσεις είτε δεν επιθυμούν είτε δεν μπορούν και δεύτερον οι κοινωνικές συμπράξεις δεν αποσκοπούν στον πλουτισμό, πατώντας επί πτωμάτων, αλλά σε μια αξιοπρεπή και τίμια αμοιβή – ανταμοιβή για την προσφορά τίμιων υπηρεσιών κοινωνικής αλληλεγγύης.

Εκεί ακριβώς βρίσκεται το στοίχημα! Σε μια χώρα όπου η ατομική πρωτοβουλία και η μοναχική δράση αποτελούν λάβαρο, σε μια χώρα όπου επιχειρήσεις διαλύονται εν μια νυκτί «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων» η δημιουργία αναπτυξιακών συμπράξεων θέτει σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη συνεργασία! Η Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, έχει και στο παρελθόν δείξει τη δυναμική, τη προσαρμοστικότητα και την διαφορετικότητα της. Τόσο για τους φορείς της όσο και τους συνειδητοποιημένους εθελοντές που την πλαισιώνουν η αυτοργάνωση κι η ομαδικότητα ήταν πάντα τρόπος δουλειάς και τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών. Οι κοινωνικές συμπράξεις προήλθαν σαν ανάγκη θεσμοθέτησης δράσεων που ήδη λειτουργούσαν προσφέροντας τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης του κοινωνικού, εθελοντικού και ηθικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας. Οι αναπτυξιακές συμπράξεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τεχνοκρατική διατύπωση αυτού που συμβαίνει ήδη. Της οριζόντιας συνεργασίας και δικτύωσης των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Όμως οι οργανώσεις θα πρέπει να δείξουν ευρύτητα πνεύματος και να αντιδράσουν άμεσα επειδή όλα αυτά είναι περίπλοκες διαδικασίες για τα μέχρι τώρα δεδομένα. Και για να είμαστε ρεαλιστές, δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι τα φαινόμενα του παρελθόντος έληξαν κι αρχειοθετήθηκαν με έναν νόμο. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα μεθοδεύουν και θα κατεργάζονται τεχνάσματα προκειμένου να καρπωθούν τα μέγιστα και να ικανοποιήσουν πελατειακές σχέσεις παλαιού τύπου.

Οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών οφείλουν να οργανωθούν σε περιφερειακές συμπράξεις, ακολουθώντας λίγο πολύ την δομή και τη λογική του σχεδίου Καλλικράτης αλλά και σε θεματικές σύμφωνα με το εξειδικευμένο πεδίο δράσης τους ή το γνωστικό τους αντικείμενο, και στη συνέχεια να συνεργαστούν είτε με τη τοπική αυτοδιοίκηση είτε με τη περιφέρεια προκειμένου να αναλάβουν την υλοποίηση συγκεκριμένων προγραμμάτων.

Η Κοινωνία πολιτών έχει ήδη καταφέρει πολλά κι έχει μέχρι τώρα παρέμβει δυναμικά στον δημόσιο διάλογο, αλλά πρέπει να έχει κάτι μεγάλο κι ουσιαστικό, μια ουσιαστική και δομημένη παρουσία, αν θέλει να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ικανότητα και να έχει αποτελέσματα. Και οι συμπράξεις, εκτός όλων των άλλων, προσφέρουν αυτή την ευκαιρία. Έβαλε τα θέματα που την αφορούν στην βουλή, τάραξε τα νερά και στην ουσία, έκανε μια μικρή επανάσταση για τα ελληνικά δεδομένα που είχε σαν αποτέλεσμα τον νόμο για την κοινωνική οικονομία και τις κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις ο οποίος, επί της ουσίας, δίνει τη πλειοψηφία και το προβάδισμα στη Κοινωνία Πολιτών όσον αφορά την υλοποίηση προγραμμάτων. Πρόκειται για ένα μεγάλο επίτευγμα της οριζόντιας συνεργασίας. Η Κοινωνία Πολιτών μπαίνει ισότιμα στο παιχνίδι για πρώτη φορά, με 22 ολόκληρα χρόνια καθυστέρηση! Κι ενώ θα έπρεπε ήδη να διαδραματίζει σοβαρό ρόλο από το 1989, όταν δηλαδή η Ελλάδα μπήκε στη διαδικασία των κοινοτικών προγραμμάτων με το λεγόμενο τότε «πρώτο πακέτο Ντελόρ», κρατήθηκε τεχνηέντως σε ύπνωση με στόχο την υφαρπαγή των πόρων που δικαιωματικά της ανήκαν από διάφορους κρατικούς μηχανισμούς και κρατικοδίαιτους. Πρακτική της εποχής ήταν, με αδιαφάνεια και τεχνοκρατικά τερτίπια, να εκχωρείται όσο το δυνατόν μικρότερο κομμάτι Ευρωπαϊκών πόρων στη Κοινωνία Πολιτών μέσω των κανονικών οδών και το υπόλοιπο να μοιράζεται μέσω υπουργών, βουλευτών, πολιτικών γραφείων και κομμάτων μέσα από πελατειακές σχέσεις. Σήμερα, όχι χωρίς εμπόδια, αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ο χώρος της Κοινωνίας Πολιτών σαν ισότιμος δικαιούχος και συνομιλητής και δεν μένει παρά η ίδια η Κοινωνία Πολιτών να διεκδικήσει το ρόλο της και να επιβάλλει τη παρουσία της. Η δυσκολία βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι μέχρι σήμερα ρόλο κοινωνικών εταίρων και κοινωνικών συνομιλητών, τόσο με το κράτος όσο και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση παίζουν οι συνδικαλιστές και τα επαγγελματικά – εμπορικά σωματεία αφού αυτοί, ως ευθέως διαπλεκόμενοι και εμπλεκόμενοι με το κράτος, σαν παλαιότεροι, εμπειρότεροι και με βαθιά εγκατεστημένους πελατειακούς μηχανισμούς, έχουν εκτοπίσει τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών από όλα τα κοινωνικά φόρουμ και από τη συμμετοχή στην Ελληνική ΕΟΚΕ (Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή).

Η αλήθεια είναι ότι όταν μιλάμε για Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, οφείλουμε να μιλάμε όπως είδαμε και στο σχετικό κεφάλαιο για όλες ανεξαιρέτως τις συλλογικότητες που εκφράζουν ή εκπροσωπούν την Κοινωνία στο σύνολό της. Δηλαδή στην Οργανωμένη Κοινωνία πολιτών συνυπάρχουν και οφείλουν να συνυπάρχουν μαζί, εθελοντικές οργανώσεις, κάθε είδους σύλλογοι και σωματεία. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι δυο τελευταίες κατηγορίες, συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, είναι συλλογικότητες αυτοβοήθειας ή αλληλοβοήθειας οι οποίες εξυπηρετούν το δικό τους κλαδικό, επαγγελματικό ή κοινωνικό συμφέρον. Όσον αφορά τον συνδικαλισμό, λόγω του ιστορικού και θεσμικού του ρόλου, παλεύει μόνον για ζητήματα οικονομικής κυρίως φύσης, που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων και δεν ασχολείται με το σύνολο των μελών της κοινωνίας ή αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά με το συμφέρον και την εξυπηρέτηση των μελών συγκεκριμένων σωματείων και είναι ένα οργανωμένος πυραμιδοειδώς. Η κορυφή της πυραμίδας είναι συνήθως στο παιχνίδι της εξουσίας ενώ η βάση απαρτίζεται από απλά μέλη και μάλιστα ως επί το πλείστον μέλη χαμηλόμισθα ή χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου από τα στελέχη της κορυφής, τα οποία συνήθως αγνοούν τελείως τις δράσεις των κορυφαίων συνδικαλιστικών στελεχών που τα εκπροσωπούν και φυσικά δεν μοιράζονται μαζί τους κανενός είδους προνόμια και προσβάσεις. Οι εθελοντικές οργανώσεις από την άλλη, είναι οργανωμένες οριζόντια κι είναι φορείς ετεροβοήθειας, δηλαδή πιο κοντά στο ρόλο της κοινωφέλειας, αφού ασχολούνται με όλους όσους χρειάζονται στήριξη, συνήθως ανεξάρτητα από επάγγελμα, φύλλο ή φυλή και παλεύουν για αξίες και κοινωνικά αγαθά που αφορούν τη κοινωνίας ως σύνολο.

Γίνεται επομένως σαφές ότι το να εκπροσωπείται ολόκληρος ο χώρος της Κοινωνίας Πολιτών από τους συνδικαλιστές είναι τουλάχιστον ανεπαρκές κι αντιδημοκρατικό, αν όχι απαράδεκτο. Φυσικά κι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανήκουν δικαιωματικά στη Κοινωνία Πολιτών, δεν μπορούν όμως με κανένα τρόπο να είναι αυτές οι μόνοι εκπρόσωποι του χώρου είτε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) είτε στα υπουργεία, είτε στη διαβούλευση η οποία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της συμμετοχικής δημοκρατίας αφού δίνει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να εκφράσουν επί ίσοις όροις τις απόψεις τους για θέματα που τους αφορούν και να συνδιαμορφώσουν αποφάσεις. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εκπροσώπους τους ως τους μόνους συνομιλητές του κοινωνικού διαλόγου, το ίδιο το κράτος το οποίο θεσμοθέτησε τη διαβούλευση, την απαξιώνει αφού, στην ουσία αποκλείει τους γνήσιους εκπροσώπους της Κοινωνίας Πολιτών κι αντ’ αυτών συνομιλεί με τους συνδικαλιστές ή μεμονωμένες οργανώσεις για θέματα που αφορούν τη κοινωνική αλληλεγγύη, την κοινωνική οικονομία, τη στήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, την δια βίου μάθηση, τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, την προστασία του περιβάλλοντος και γενικά για θέματα που αφορούν την κοινωνία στο σύνολό της. Επομένως ως Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών είμαστε υποχρεωμένοι να διεκδικήσουμε και να τιμήσουμε τον ρόλο ο οποίος είδη έχει θεσμικά προσδιοριστεί από την ΕΕ και να παράγουμε, με φθηνότερο κόστος, αγαθά κι υπηρεσίες φιλικά προς το πολίτη, μέσα από τη κοινωνική οικονομία. Αυτά που ανακαλύπτονται στην Ελλάδα μόλις τώρα και ακούγονται ως νεωτερισμοί, στις υπόλοιπες χώρες της αναπτυγμένης Ευρώπης λειτουργούν και αποδίδουν εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Στη Γαλλία για παράδειγμα, το 40% των υπηρεσιών υγείας παρέχονται από την κοινωνική οικονομία, μέσω χρηματοδοτήσεων του ΕΚΤ, και τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μέσω συμπράξεων.

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) το οποίο χρηματοδοτεί τις δομές κοινωνικής αλληλεγγύης μέσω των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την εφαρμογή στη πράξη της συνθήκης της Λισαβόνας και το όραμα να βοηθήσει στη καταπολέμηση της φτώχειας, τη στήριξη των κοινωνικά ευπαθών ομάδων, δηλαδή όλων αυτών των μη προνομιούχων που δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία ή τη κοινωνική πρόνοια. Αυτών που χρειάζονται κάθε είδους στήριξη, αυτών που δεν έχουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα, είναι άνεργοι, άστεγοι, ΑΜΕΑ, μετανάστες, μειονότητες κλπ. και πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους ανήκει παγκόσμια, ηθικά και κοινωνικά. Καθίσταται λοιπόν απολύτως σαφές ότι το ΕΚΤ δεν θεσπίστηκε για τους εργαζόμενους που έχουν ασφάλιση, σύνταξη και κοινωνικές παροχές και αγωνίζονται, μέσω των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, για κάτι καλύτερο. Κακώς και κυρίως καταχρηστικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αντλούσαν μέχρι σήμερα πόρους από το ΕΚΤ με τις πλάτες και την ανέχεια του κράτους.

 

* Ο Βασίλης Τακτικός είναι διευθυντής Μελετών εκ των Συντονιστών του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.