Αμέσως μετά τα Τριπόταμα άρχιζε το πανηγύρι της Στρέζοβας (Δάφνης), που διεξαγόταν κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου. Το πανηγύρι της Στρέζοβας είναι το νεότερο από τα τέσσερα μεγάλα Καλαβρυτινά. Καθιερώθηκε γύρω στο 1920 και με το χρόνο ενηλικιώθηκε, καθιερώθηκε και γνώρισε ημέρες δόξας και ακμής, μιας και η Στρέζοβα ήταν ο μεγαλύτερος δήμος της επαρχίας Καλαβρύτων, μεγαλύτερος και από τα ίδια τα Καλάβρυτα. Επρόκειτο για μια κοινωνία ζωντανή και μεγάλη, με αξιόλογα πρόσωπα (πολιτικούς, επιστήμονες, εμπόρους), με σπίτια επιβλητικά και πανύψηλα. Πλην όμως η Στρέζοβα χαρακτηριζόταν πάντα από πολιτιστική καθυστέρηση. Ήταν μια κωμόπολη κατ’ εξοχήν γεωργική και ποιμενική.
Εξάλλου η Στρέζοβα δεν είχε και συγκοινωνία και γι’ αυτό οι έμποροι μετέφεραν τα πράγματά τους από τα Τριπόταμα στη Στρέζοβα με τα μουλάρια. Αυτό ήταν ένας λόγος που αδυνάτιζε το πανηγύρι, γιατί δεν πήγαιναν εκεί όλοι οι έμποροι. Η Στρέζοβα με το μεγαλύτερο πληθυσμό έκανε το πανηγύρι και από μόνη της. Στην είσοδο του χωριού, στην περιοχή Αγίου Νικολάου μέχρι τον Άγιο Δημήτριο, απλώνονταν τα ζωντανά για πούλημα και τα μεταγωγικά. Οι έμποροι προχωρούσαν περισσότερο προς το κέντρο της κωμόπολης και από την μια και από την άλλη πλευρά του μοναδικού δρόμου που έχει και σήμερα. Και τούτο το πανηγύρι δεν διέφερε σε τίποτα από το προηγούμενο.
Στα Τριπόταμα δεν ψώνιζαν όλοι. Υπήρχαν και εκείνοι που πήγαιναν για να ψωνίσουν εδώ. Υπήρχαν και εκείνοι που περίμεναν να έρθει το πανηγύρι στην γειτονιά τους. Στην Στρέζοβα συγκεντρώνονταν τα κοντινά χωριά και τα γύρω από αυτήν, όπως η Ποδογορά, το Ξεράγριδο, η Νάσια, η Χόβολη, το Βεσίνι, το Τσαρούχλι, η Μαμαλούκα κ.λπ. Το πανηγύρι διαρκούσε οχτώ περίπου ημέρες. Οι ξένοι έμποροι τα φόρτωναν την τετάρτη ημέρα για άλλους τόπους, για άλλα πανηγύρια. Το συνέχιζαν όμως οι ντόπιοι, που δεν είχαν κανένα λόγο να φύγουν ή να σταματήσουν το πανηγύρι που τους διασκέδαζε.
Σήμερα έμεινε μόνον η σκιά του πανηγυριού τούτου και σε λίγο θα είναι μια απλή ανάμνηση του παρελθόντος. Και εδώ τα κέντρα έδιναν κι έπαιρναν και το γλέντι άναβε κάθε βράδυ. Οι πίπιζες, τα ταβούλια, τα βιολιά αντηχούσαν κι αντιλαλούσαν στα γύρω κοντοβούνια, που γιόρταζαν και εκείνα και χαίρονταν η φύση και τα σπαρτά. Είχε κι αυτό τη γραφικότητά του. Μαυρολόγαγαν οι πλαγιές από τα στολισμένα ζώα και από τα κουδούνια τους, από την κίνηση του κόσμου. Ας ήταν να γινόταν όπως πρώτα κι ας γυρίζαμε και πίσω λίγο! Δεν θα έβλαπτε.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.