Ο θερισμός ή το θέρισμα στις ορεινές αγροτικές περιοχές των Καλαβρύτων γίνεται δύο φορές τον χρόνο. Ο ένας με το θέρισμα του σιταριού τον μήνα Ιούλιο και ο άλλος τον Οκτώβριο με το θέρισμα του αραποσιτιού (αραβοσίτου). Ο θερισμός αρχίζει πολλές φορές και τον Ιούνιο. Προηγούνται πάντοτε τα κριθάρια και ακολουθούν τα σιτάρια. Τα κριθάρια σπέρνονται γρηγορότερα και θερίζονται γρηγορότερα. Μπαίνουν στον θέρο τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου.

Το θέρισμα του σιταριού είναι κουραστικό, κοπιώδες, επίπονο και διαρκεί αρκετές μέρες. Για να μπουν στον θέρο, ετοιμάζουν τα δρεπάνια τους οι γυναίκες. Όλες οι θερίστριες, γιατί συνήθως γυναίκες μονάχα θερίζουν τα σιτάρια και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και άνδρες, έχουν τα δρεπάνια τους. Όσοι έχουν λίγα σπαρτά, τα θερίζουν μόνοι τους, όσοι έχουν πολλά, παίρνουν πολλές θερίστριες με πληρωμή ή και «δανεικολογιά».

Ο θερισμός αρχίζει πρωί – πρωί με την δροσιά. Όταν πρωτομπαίνουν στην άκρη του χωραφιού, στο κάτω μέρος συνήθως, κάνουν τον σταυρό τους, επικαλούνται την βοήθεια του Θεού κι αρχίζει το θέρισμα. Θερίζουν τρεις καλές χεριές, όσο δηλαδή χωράει ή μια χούφτα, τις ενώνουν, ξεχωρίζουν τις μακρύτερες καλαμιές και τις δένουν σε χερόβολο. Εκεί που θα πετάξουν το πρώτο χερόβολο, πετάνε κι άλλα δέκα ως δεκαπέντε και σχηματίζονται μικροσωροί εδώ κι εκεί μέσα στο χωράφι.

Ο θερισμός κρατάει όλο τον Ιούλιο και μερικές φορές και πέραν αυτού, προκειμένου να γίνουν για θέρισμα και τα σπαρτά στα βουνά, τα οποία αργούν λίγο να γίνουν λόγω του κρύου. Τα χερόβολα μένουν στο χωράφι λίγες μέρες για να ξεραθεί καλά η καλαμιά τους. Το θέρισμα του σιταριού είναι κουραστικό, γιατί μαζεύονται χεριές – χεριές οι καλαμιές, ξεχωρίζουν τα παράσιτα (αίρα, αγκάθια, παλιόχαρτα κ.λπ.).

Αφού θεριστούν και λιαστούν τα χερόβολα, δένονται σε δεμάτια (είκοσι τέσσερα ή τριάντα χερόβολα το δεμάτι) σταυρωτά το ένα χερόβολο με το άλλο, ώστε ο καρπός να πηγαίνει προς τα μέσα. Τα δεμάτια δένονται ή με σταροκαλαμιές, πολύ μακριές, ξεριζωμένες από τη ρίζα, που δένονται πολλές μαζί στις κορυφές τους ή με μακριά βούρλα βγαλμένα από τα βαρικά του κάμπου. Αμέσως μετά αρχίζει το κουβάλημα στο αλώνι.

Η μεταφορά γίνεται με τα ζώα. Κάθε ζώο μεταφέρει τέσσερα δεμάτια σε κάθε φόρτωμα. Στα αλώνια σχηματίζονται οι θημωνιές. Οι θημωνιές τακτοποιούνται με τάξη, ώστε να μην καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο και να μην είναι σκόρπιες. Όσο πιο πολλά είναι τα δεμάτια, τόσο πιο μεγάλες και επιβλητικές γίνονται οι θημωνιές. Οι θημωνιές παραμένουν κοντά στα αλώνια σε μεγάλους σωρούς μέχρι την ώρα που θα αλωνιστούν.

Τα αλωνίσματα γίνονται το ένα μετά το άλλο και η διάρκειά τους είναι τρεις με πέντε ημέρες ή και περισσότερες, αν το αλώνι δεν το πιάνει ο αέρας. Αλωνίζει πρώτα ο νοικοκύρης του αλωνιού. Σειρά παίρνει εκείνος που θα τοποθετήσει πρώτος δεμάτι στην άκρη του αλωνιού μετά το αλώνισμα του προηγουμένου. Το δεμάτι είναι σημάδι ότι το αλώνι είναι πιασμένο. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται για όλους όσους έχουν τις θημωνιές τους κοντά στο αλώνι.

Πολλές φορές τα συμφωνούν μεταξύ τους και δίνουν προτεραιότητα στους βιαστικούς και αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Όχι σπάνια δημιουργούνται φιλονικίες, αντεγκλήσεις και παρεξηγήσεις. Στα καλά αλώνια συγκεντρώνονται δέκα μέχρι και είκοσι θημωνιές.

Πριν αλωνίσουν, σκουπίζουν καθαρά το αλώνι. Μετά με σειρά και όμορφο τρόπο τοποθετούν τα δεμάτια κυκλικά. Μένει ακάλυπτος μονάχα λίγος χώρος στο κέντρο του αλωνιού και γύρω – γύρω από το στύλο ή το στυγερό. Σε κάθε αλώνισμα βάζουν μέχρι εκατόν είκοσι δεμάτια. Σε κάθε τριάντα δεμάτια αντιστοιχεί και από ένα άλογο. Ορίζουν την ημέρα που θα αλωνίσουν και καλούν τους βαλμάδες με τα άλογα.

Όλοι σχεδόν όσοι έχουν άλογα ή μουλάρια, κάνουν και τον βαλμά. Κατά τις δέκα το πρωί έρχονται οι βαλμάδες με τα άλογα. Το αλώνισμα γίνεται μονάχα με αυτά. Φτιάχνουν τις λαιμαριές και τα σκοινιά που θα συνταιριάσουν τα άλογα και με την δύναμη του Θεού αρχίζει το αλώνισμα. Ένας βαλμάς βαρεί τα άλογα με το καμουτσίκι και φωνάζει «όπλα, όπλα, όπλα ντορή μου, ντέεε κίτσο μ’ κ.λπ.». Στην αρχή τα ζώα προχωρούν αργά, γιατί τα δεμάτια είναι όρθια ακόμα. Όταν πέσουν τα δεμάτια και αρχίσει να κόβει η καλαμιά, τα άλογα τρέχουν περισσότερο. >/p>

Εκτός από τις λαιμαριές που είναι περασμένες στο λαιμό του κάθε αλόγου, υπάρχει και το σκοινί, που είναι τεντωμένο από τον στύλο, πιασμένο και δεμένο από ένα στρογγυλό ξύλινο στεφάνι, για να μην τρίβουν και κόβονται τα σκοινιά, ενώ το άλλο άκρο του ενώνεται με θηλιά με τις λαιμαριές, για να γίνεται η αλλαγή. Ένα άλλο πάλι σκοινί συνδέεται με τον γύρο του στύλου και την κορυφή του. Τα άλογα γυρίζουν και το σκοινί απλώνει ή μαζεύει ανάλογα. Όταν μαζέψει και τα άλογα πλησιάσουν στον στύλο, γίνεται η αλλαγή.

Τα άλογα γυρίζουν από την άλλη πλευρά και απλώνουν, ώσπου να επαναληφθεί το ίδιο. Το θέαμα του αλωνιού είναι πράγματι πολύ γραφικό, ιδίως αν τα άλογα είναι πολλά. Σε κάθε αλώνι μπορεί να μπουν ένα έως οχτώ άλογα. Σε μια ώρα σταματούν για λίγο τα άλογα και οι βαλμάδες κάνουν το πρώτο γύρισμα, δηλαδή το πρώτο ανακάτωμα. Τα απάτητα και άλιωτα χερόβολα από κάτω βγαίνουν στην επιφάνεια. Γυρίσματα γίνονται πολλά, γιατί το αλώνι το φτιάχνουν τα πολλά γυρίσματα.

Στις δώδεκα το μεσημέρι η νοικοκυρά φέρνει το φαγητό, καλό φαγητό, συνήθως κοτόπουλο τσιγαριστό με σάλτσα ή κρέας με μακαρόνια, αν οι βαλμάδες είναι πολλοί. Οι βαλμάδες πρέπει να φάνε καλό φαγητό και να πιούνε, για να πάρουν δυνάμεις και να εργαστούν φιλότιμα. Καταναλώνονται εκείνη την ημέρα αρκετά φαγητά, τυριά, γάλατα, σαλάτες, κρασί και ρακί. Το κρασί καταναλώνεται στην ώρα του φαγητού, ενώ το ρακί κατά την ώρα της εργασίας. Ένα ποτηράκι ρακί τονώνει τον εργάτη. Στις δύο το μεσημέρι βγάζουν τα άλογα, για να τα ποτίσουν και εν τω μεταξύ γίνεται το μεγάλο γύρισμα.

Στις τέσσερις με πέντε το απόγευμα το αλώνι είναι έτοιμο. Βγαίνουν τα άλογα και οι βαλμάδες τα περιποιούνται. Τους κάνουν εντριβές με καλαμιές σ’ όλο τους το σώμα για να ντώσουν, τους βγάζουν τα άγανα από το στόμα και τα σελώνουν. Οι νοικοκυρές δένουν στις καπιστράνες κάθε αλόγου κι από ένα μαντήλι Καλαματιανό. Το ίδιο κάνουν και στους βαλμάδες. Για τον κόπο τους οι βαλμάδες θα πάρουν ένα κιλό σιτάρι (δύο ντενεκέδες δηλαδή) για κάθε άλογο.

Ταυτόχρονα ο νοικοκύρης φτιάχνει στεφάνι από σταυρόχορτο και το τοποθετεί στην κορφή του στύλου. Αμέσως γίνεται και η συγκέντρωση του αλωνίσματος γύρω από τον στύλο σε σωρό. Οι βαλμάδες εύχονται «καλά μπερκέτια, και του χρόνου, καλοφάγωτο» και φεύγουν. Πάνε να ταΐσουν τα άλογα, γιατί την άλλη μέρα έχουν πάλι αλώνι.

Τώρα έρχεται η σειρά του λιχνίσματος. Αυτό γίνεται από τους νοικοκυραίους ή και από άλλους γνωστούς και φίλους. Το λίχνισμα, καθώς και τα γυρίσματα, γίνονται με εγχώρια ξύλινα ή σιδερένια δικριάνια. Τα άχυρα κατά το λίχνισμα μαζεύονται σε δύο μόνο πλευρές ή προς ανατολάς ή προς δυσμάς ανάλογα με το φύσημα του ανέμου.

Σαν ξεχωρίσει το άχυρο με το σιτάρι φτυαρίζεται με εγχώρια ξύλινα ή σιδερένια φτυάρια και είναι πλέον έτοιμο για το δρυμώνι. Το δρυμώνι είναι κόσκινο τετράγωνο παραλληλόγραμμο με σανίδες στα πλάγια και από κάτω λαμαρίνα με πολλές τρύπες, που επιτρέπουν να περνάνε μόνο τα σταρόσπυρα. Τοποθετούν το δρυμώνι σε δύο δικριάνια, προσέχουν την κατεύθυνση του αέρα, στρώνουν κάτω ρούχα για να πέφτει σε αυτά το σιτάρι, το ρίχνουν με τον τενεκέ μέσα στο δρυμώνι και ένας δρυμωνίζει, κουνάει δηλαδή το δρυμώνι και το στάρι πέφτει κάτω. Στο δρυμώνι μένουν τα χοντράδια, τα οποία λέγονται σκύβαλα. Αυτά είναι για τις κότες.

Το καθαρό σιτάρι το μετράνε με τον ντενεκέ και το ρίχνουν στα σακιά, το φορτώνουν στα ζώα και το μεταφέρουν στο σπίτι. Εκεί το ρίχνουν στα κασόνια. Το μέτρημά του γίνεται σε κιλά. Δύο ντενεκέδες είναι ένα κιλό. Τελευταία μεταφέρουν στους αχυρώνες τα άχυρα. Αυτά είναι χρήσιμα για τροφή των ζώων κατά τον χειμώνα.

Τα αλωνίσματα έχουν πολύ ιδρώτα και κόπο, έχουν φασαρίες και ατσαλιά ιδίως από τη σκόνη και τα άγανα. Έχουν όμως και πολλή γλύκα, γιατί δεν υπάρχει πιο ευλογημένο έσοδο από το σιτάρι, το χάρμα των αγροτών μας.

Αλώνια υπάρχουν δυο ειδών: τα πετράλωνα και τα χωματάλωνα. Τα πετράλωνα είναι φτιαγμένα με τέχνη και μαστοριά. Κατασκευάζονται από ειδικούς τεχνίτες και κοστίζουν ακριβά. Χτίζονται έξω από τα χωριά και σε μέρη που τα πιάνει ο αέρας.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.

πίσω