Όταν λέμε αποκριά εννοούμε την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας. Αποκόβουμε ή αποκρεύουμε το κρέας. Όταν λέμε Αποκριές, εννοούμε τις τρεις προ της Μεγάλης Σαρακοστής εβδομάδες, οι οποίες έχουν πανηγυρικό και λαογραφικό χαρακτήρα.

Οι Αποκριές διασώζουν πολλές συνήθειες από την αρχαιότητα και σχετίζονται με τις πανάρχαιες γιορτές της βλάστησης. Ιστορικά όμως εμφανίζονται το δέκατο τρίτο αιώνα Στα βυζαντινά χρόνια Απόκρεως λεγόταν η τελευταία ημέρα κρεοφαγίας. Ακολουθούσε η εβδομάδα της Τυρινής ή της Τυροφάγου. Οι Βυζαντινοί έτρωγαν κρέας την πρώτη και την δεύτερη εβδομάδα. Την πρώτη την έλεγαν απολυτή, την δεύτερη κρεατινή, γιατί έτρωγαν κάθε μέρα κρέας και την τρίτη εβδομάδα την έλεγαν Τυρινή ή της Τυρινής ή της Τυροφάγου. Απόκοβαν το κρέας κι έτρωγαν τυροκομικά. Αυτήν η διάταξη των εβδομάδων των Απόκρεω τηρούνταν σχεδόν μέχρι τα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Σήμερα δεν τηρείται η εβδομάδα της Τυρινής και συνεχίζεται και αυτή την εβδομάδα η κρεοφαγία.

Έτσι αποκριά είναι η τελευταία ημέρα κρεοφαγίας, η Κυριακή δηλαδή πριν από την Καθαρά Δευτέρα. Από την Καθαρά Δευτέρα απαγορευόταν και το κρέας και τα τυροκομικά, μέχρι το Πάσχα, καθώς άρχιζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Σαρακοστή), που συνεπάγεται νηστεία και προσευχή. Τη νηστεία την τηρούσαν στα χωριά μας με αυστηρότητα και για τον λόγο ότι δεν είχανε να φάνε. «Νηστεία ο δούλος του θεού γιατί δεν έχει να φάει». Αυτό μας έλεγαν οι παππούδες μας.

Είχε όμως και το καλό της η νηστεία. Ήταν θέμα υγιεινής. Καθάριζε τον οργανισμό από τις τοξίνες. Αλλά αυτό ίσχυε για τους καλοφαγάδες μόνο. Αργότερα περιορίστηκε η νηστεία σε δυο μόνο βδομάδες. Την πρώτη μέχρι των Αγίων Θεοδώρων, οπότε κοινωνούσαν, και τη Μεγάλη Εβδομάδα προ του Πάσχα. Σήμερα δεν υπάρχει μέτρο. Ισοπεδώθηκαν όλα. Ούτε νηστείες ούτε προσευχές. Ο χρόνος της νηστείας για τους πολλούς μετριέται σε μια μονάχα μέρα. Την Καθαρά Δευτέρα. «Ο TEMPORA! O MORES », που έλεγαν και οι φίλοι μας οι Λατίνοι.

Οι Αποκριές καταπολεμήθηκαν με πάθος από την Εκκλησία, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, είναι πανάρχαιο ειδωλολατρικό – εθνικό έθιμο, η συνέχεια των αρχαίων Διονυσίων και Κρονίων γιορτών. Και δεν είναι άσχετη και σήμερα η αντίδραση της Εκκλησίας και του θρησκόληπτου ποιμνίου της, που την ημέρα του Καρνάβαλου στην Πάτρα καταφεύγουν στο Γηροκομείο και τα μοναστήρια, για να αποφύγουν τον πειρασμό.

Παρ’ όλες όμως τις διώξεις, τους αφορισμούς και τις απαγορεύσεις το έθιμο επικράτησε και διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων σαν το σπουδαιότερο γιορτάσι χαράς, ευθυμίας, κεφιού και διασκέδασης. Ήταν μια κοινωνική ανάγκη που εξυπηρετούσε τον λαό από πολλές πλευρές και κυρίως το γοητευτικότερο μέσο ψυχαγωγίας των απλοϊκών ανθρώπων.

Άγνωστη παραμένει και η αρχή της μεταμφίεσης και μασκοφορίας. Διαφορετικός είναι και ο τρόπος, ο χρόνος και ο τόπος που γίνονται οι γιορτές των Απόκρεω. Στην Θεσσαλία, την Μακεδονία και την Θράκη οι Αποκριές γιορτάζονται την ημέρα των Θεοφανίων. Στον Βόλο την Πρωτομαγιά γίνονταν διάφορες γιορτές με μασκοφόρους, μουντζουρωμένους, ροπαλοφόρους, μαριονέτες και πολλά άλλα.

Στην Αθήνα και Πάτρα οι Αποκριές γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια και μεγάλη ζωηρότητα. Εκεί όμως που έπαιρναν οι Αποκριές πανηγυρικό και παλλαϊκό χαρακτήρα και είχαν την συμμετοχή ολόκληρου του λαού ήταν στις επαρχίες και τα χωριά μας. Οι εκδηλώσεις διακρίνονταν σε ιδιωτικές και δημόσιες.

Οι ιδιωτικές γίνονταν στα σπίτια, σε στενό κύκλο, με φαγοπότια, γλέντια και χαρές μεταξύ συγγενών και οι δημόσιες στις πλατείες, στους δρόμους και στα μαγαζιά. Στην Πελοπόννησο στα παλιά τα χρόνια προαναγγελλόταν ότι έρχονται οι Αποκριές, για να δοθεί η ευκαιρία και ο χρόνος στους νοικοκυραίους να εφοδιαστούν με χοιρινά και αρνιά θρεφτάρια, για να καλύψουν την κρεοφαγία και τα φαγοπότια.

Η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, όπως είπαμε, λεγόταν απολυτή και τότε σφάζονταν ή και τουφεκίζονταν οι οικόσιτοι χοίροι ή τα αρνιά Τα φαγοπότια και οι νυχτερινές διασκεδάσεις λάβαιναν χώρα και τις τρεις κρεατινές βδομάδες και ιδιαίτερα την τρίτη, ενώ παράλληλα γίνονταν επισκέψεις μεταμφιεσμένων στα συγγενικά και φιλικά σπίτια. Την τελευταία εβδομάδα δε όλο το χωριό γινόταν μια οικογένεια και οι νυχτερινές επισκέψεις μεταμφιεσμένων και μουντζουρωμένων ήταν ελεύθερες και καλοδεχούμενες σε όλα τα σπίτια.

Οι μεταμφιεσμένοι ή μουντζουρωμένοι ή «μπούλες» ντύνονταν με παλιόρουχα, με τομάρια ζώων, με γυναικεία ρούχα, με ράσα κ.τ.λ. και παρίσταναν τις γυναίκες ή τους παπάδες ή και διάφορα ακόμα. Κρέμαγαν και κάμποσα κουδούνια στη μέση τους και τα βρόνταγαν για να φύγουν οι σκαλαπούνταροι και τα κακά δαιμόνια. Όταν έμπαιναν στα σπίτια, έκαναν διάφορες κινήσεις και νοήματα. Κρατούσαν κι ένα τσαγκούλι (τσάντα χωριάτικη) και έκαναν τον ζητιάνο.

Χόρευαν, αστειεύονταν, χτυπούσαν τα κουδούνια και προκαλούσαν τα γέλια και την ευθυμία. Όσους φορούσαν γυναικεία ρούχα τους πείραζαν, τους τσιμπούσαν και προσπαθούσαν να τους φιλήσουν και εκείνοι έκαναν τα σχετικά καμώματα και τις γυναικείες τσιριμόνιες. Αξία είχε να μην αναγνωριστεί ο μεταμφιεσμένος. Οι νοικοκυρές προσέφεραν μεζέδες, κρασί, πίτες και στα σακούλια τους έβαζαν καρύδια μήλα, φασόλια κ.τ.λ.

Τις τελευταίες ημέρες πολλές συγγενικές, φιλικές και γειτονικές οικογένειες συγκεντρώνονταν τα βράδια πότε στου ενός και πότε στο σπίτι του άλλου. Έφερναν τα φαγητά τους και τρωγόπιναν σε κοινά δείπνα γεμάτα χαρά και αγάπη, όπου διασκέδαζαν, τραγουδούσαν και χόρευαν μέχρι το πρωί.

Την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα πραγματοποιούνταν οι δημόσιες εκδηλώσεις των Απόκρεω. Ήσαν πράγματι γραφικές και ανεπανάληπτες οι Αποκριές και οι συνήθειες του παλιού εκείνου καλού καιρού.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

πίσω