Ο προφήτης Ηλίας είναι ο κατ’ εξοχήν άγιος των βουνών. Σ’ όλα τα νησιά και στα περισσότερα βουνά της Ελλάδας υπάρχει κι από ένα εξωκκλησάκι, μοναχικό, αφιερωμένο στον Άγιο Ηλία. Είναι οι Αϊ – Λιάδες. Πολλές κορυφές βουνών αφιερωμένες στον Αϊ – Λια έχουν ιστορική και αρχαιολογική αξία, όπως οι κορυφές του Αραχναίου της Αργολίδας, από την κορυφή του οποίου έμαθαν οι Ατρείδες των Μυκηνών την άλωση της Τροίας.

Ο Άγιος Ηλίας κατέχει εξέχουσα θέση στην ελληνική, ευρωπαϊκή, αραβική και ιουδαϊκή λαογραφία και λατρεύεται παντού στις υψηλές κορυφές των βουνών. Για την εξήγηση της λατρείας του Αγίου Ηλία στα βουνά υπάρχουν αρκετές ερμηνείες.

Ο κορυφαίος λαογράφος μας Νικόλαος Πολίτης αναφέρει δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο προφήτης καταδιωκόταν από τον Μωάμεθ και όταν ήταν στον κάμπο, ο Μωάμεθ τον έφτανε, όταν όμως ανέβαινε στο βουνό, δεν μπορούσε εκεί να τον καταδιώξει κι έτσι ο Άγιος κατέφυγε στο βουνό. Γι’ αυτό χτίζουν ερημοκκλήσια στις κορυφές των βουνών.

Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή ο Άγιος Ηλίας ήταν ναυτικός. Βαρέθηκε τη θάλασσα και τους κινδύνους της και θέλοντας να απομονωθεί, για να μη βλέπει ούτε θάλασσα ούτε πλοίο, κατέφυγε στο βουνό και γι’ αυτό τον τοποθετούν στα ψηλώματα.

Επιπλέον ο Άγιος παρομοιάζεται με τον Δία. Όπως οι Εβραίοι και οι Πέρσες λάτρευαν τον Θεό τους στις κορυφές των βουνών, το ίδιο και ο Ζευς λατρευόταν από τα πανάρχαια χρόνια στις κορυφές του Ολύμπου, γι’ αυτό τον ονόμαζαν «ύψιστο», «ύπατο», «κορυφαίο», «λοφείτη», «ακραίο», «επάκριο» και «φυλάκριο».

Σε πολλούς λαούς γίνονταν γιορτές προς τιμήν του Ηλίου και ταύτιζαν οι Έλληνες τον Ήλιο με τον Δία. Οι εκχριστιανισθέντες Έλληνες αντικατέστησαν τη λατρεία του Ήλιου με τον Άγιο Ηλία. Οι μουσουλμάνοι, που τιμάνε τον προφήτη Ηλία, διηγούνται ότι ο Ηλίας και ο Ενώχ ζουν και ράπτουν τα ρούχα των μουσουλμάνων, οι οποίοι πρόκειται να εισέλθουν στον παράδεισο. Στην Ορθόδοξη εκκλησία ο Προφήτης Ηλίας κατέχει εξέχουσα θέση. Στους ύμνους του τον θεωρούν επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο, που ανέβηκε στους ουρανούς, γιατί οι άνθρωποι δεν ήταν αντάξιοί του.

Η πανηγυρική τελετουργία της μνήμης του Προφήτη Ηλία, καθορίστηκε στα τέλη του 9ου αιώνα επί του αυτοκράτορα της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου στις 20 Ιουλίου και από το Βυζάντιο μεταδόθηκε τους σλαβικούς λαούς, που θεωρούν τον Άγιο Ηλία κύριο των ουρανών και της βροχής.

Με το όνομα Προφήτης Ηλίας υπάρχουν πάμπολλες κορυφές στην Πελοπόννησο, όπως ο Προφήτης. Ηλίας (1126) ανατολικά της μονής του Μεγ. Σπηλαίου και άλλη μία στα σύνορα του νομού Αχαΐας και Κορινθίας (1545).

Ο Προφήτης Ηλίας Βερσιτσίου ή Αϊ – Λιας ή Μελίσσι, όπως το αναφέρει ο Πουκεβίλ, είναι ένα μοναδικό βουνό. Κατέχει κεντρική και περίοπτη θέση στη βόρεια Πελοπόννησο. Έχει 1368 μ. υψόμετρο με θαυμάσια θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, που δεν τα έχει άλλο βουνό στην περιοχή μας. Και δεν είναι αυτό σχήμα λόγου. Ο Βερσιτσιώτικος Αϊ – Λιας γεννιέται στα 620 μέτρα πάνω από τη θάλασσα και από εκεί και πάνω 48 μέτρα.

Η οροσειρά του εκτείνεται από δυσμάς προς ανατολάς και είναι μια παραφυάδα του Χελμού. Έχει βάση από δύση προς ανατολή γύρω στα 8 χιλιόμετρα και μέχρι τον αυχένα της Αγίας Βαρβάρας Αροανίας, που χωρίζει τον Βερσιτσιώτικο και Αλεσταινίτικο Αϊ – Λια από την οροσειρά του Τάρταρη. Η Βερσιτσιώτικη έκταση της οροσειράς είναι περίπου τρία χιλιόμετρα και έχει δύο κορυφές, τα Φρατζάτα και την Ξύγκουγα, που είναι και η ψηλότερη κορυφή του (1368 μ.).

Ο Βερσιτσιώτικος Αϊ – Λιας νότια καταλήγει στην εύφορη, πολύυδρη, καταπράσινη και ολόδροση κοιλάδα του Σειραίου (Βερσιτσιώτικου) κάμπου, δυτικά στην κοιλάδα Τριποτάμων – Ψωφίδος (κοιλάδα τριών ποταμών και τριών κοιλάδων), ενώ βόρεια στην κοιλάδα του Λειβαρτζινού και του Αροανίου. Οι κατωφερείς προεκτάσεις είναι ομαλές στα νότια, δυτικά και βόρεια. Η κατωφέρεια αρχίζει από τα Ισιώματα. Στα νότια, πρώτο σκαλί προς τα κάτω, βρίσκονται οι Πόντοι και στην συνέχεια το καταράχι της Αγίας Τριάδας και η Πλοσκά, λίγο δυτικότερα βρίσκεται το Νεραϊδοβούνι και το Πετράλωνο, ακόμα δυτικότερα το Κοτρώνι, η Κρυάβρυση και του Λέζη το χωράφι στου Λόπεση και βορειοδυτικότερα οι Γούρνες, οι Σούλιτσες, τα Λυκομάτια και το καταράχι προς τα Τριπόταμα και την κοιλάδα του Λειβαρτζινού.

Όλες οι βουνοπλαγιές και τα καταράχια ήσαν τόποι ιδανικοί για στανοτόπια, όπως οι Πόντοι, του Γούλα τα χωράφια, το Κοτρώνι, τα Λυκομάτια, οι Γούρνες και οι Σούλιτσες. Σε αυτές τις τοποθεσίες οι τσοπάνηδες έφτιαχναν τις στρούγκες και τα στανοτόπια τους για ξεκαλοκαίριασμα, γι’ αυτό και οι περιοχές ήταν γεμάτες ζωή και κίνηση από τσοπάνηδες, τσοπανόπουλα και αιγοπρόβατα.

Η περιοχή υδρεύεται από τις πηγές Σπηλιές, Κρυάβρυση, Άγιοι Θεόδωροι και Λυκομμάτια. Στα βόρεια πέφτει ο βραχίονας Οστρέτσες, Σουγλερό, Μνήματα και Μακρυπλάγι και ανατολικότερα βρίσκεται του Κοκκαλά τ’ αλώνι, το Οστυγεράλωνο, της Δημητράκαινας το χωράφι και ο Τσιντάς. Το ανατολικό τμήμα του Αϊ – Λια με τις ιδεώδεις παραφυάδες του είναι από τα πλέον εντυπωσιακά, καταπράσινα και πολύυδρα.

Ακολουθώντας την κατωφέρεια από την Ξύγκουζα, συναντάμε τον αυχένα της Κάτω Κοκκινόραχης και αμέσως μετά την μικρή οροσειρά της Κορακοφωλιάς, ενός χιλιομέτρου και έπειτα τις Αλαταρές, το Κοτρώνι, τον αυχένα Δυάντρες και νοτιοανατολικά του Βλαχόγιαννη με το Αλεσταινίτικο καταράχι. Ακολουθεί βορειοανατολικά ο αυχένας Μαυροκούτσουρο και ο γραφικός Αγριδιώτικος Αϊ – Θανάσης. Στο νοτιοανατολικό βαθούλωμα του Αϊ – Λια φωλιάζει το Βερσίτσι (Σειρές) και ανατολικότερα το Ντάρβουνο και η Βαρσινίτσα.

Η περιοχή αυτή είναι ιδεώδης από κάθε άποψη για στάνες και στανοτόπια, όπως η Άνω και Κάτω Οστρέτσες, της Δημητράκαινας το χωράφι, η Κοκκινόρραχη, η Ράχη Λόγγος, οι Συλληβιές, οι Δυάντρες, το Μαυροκούτσουρο, το Διακόπια κ.ά.

Η περιοχή κοσμείται με πολλές βελανιδιές και με πολλές βρύσες, όπως η Βαγένα στο Λειβαρτζινό, η Μηλιά και η Κερασιά πιο κάτω, οι Φροξυλιές, η Λυπιά, του Πουλιού η Βρύση, τα Κορύτα, του Παλέβου κ.ά. Εδώ χαίρεται κανείς την συναυλία των κουδουνιών, το λάλημα των πουλιών, το κελάρυσμα των νερών, τα σουραύλια των τσοπανόπουλων, αλλά όλα αυτά πριν από το 1950. Τώρα επικρατεί παντού σιωπή.

Η κορυφογραμμή του Αϊ – Λια είναι ομαλή και λουσάτη, φαλακρή και χωρίς δέντρα. Από εδώ μπορεί κανείς να θαυμάσει το μεγαλείο της φύσης και ολόκληρη την βορειοδυτική Πελοπόννησο. Κοιτάζοντας προς βορρά βλέπει κανείς κάτω την εύφορη και καταπράσινη κοιλάδα του Αροανίου και του Λειβαρτζινού χειμάρρου με τα σπαρτά και τις αγροικίες, τα χωριά Λειβάρτζι, Λεχούρι, Καμενιάνοι και από πάνω τους τις κορυφογραμμές του Ερυμάνθου και τις λυγερόκορμες παραφυάδες του, το Καλλιφώνι, τον Αϊ – Κωνσταντίνο, την Καπρίβαινα, το Ζέμπι κ.λπ.

Στα δυτικά ο ορίζοντας είναι πιο ανοιχτός. Βλέπει κανείς μακριά την Φολόη με το πυκνό δάσος της και ακόμα βαθύτερα το Ιόνιο πέλαγος, την θάλασσα του Κατακώλου. Στα νότια αντικρίζει ολόκληρο τον μεγαλοπρεπή όγκο του Αφροδισίου όρους (Μαύρη Βρύση) με υψόμετρο 1445 μ. και ακόμα πιο πέρα το Μαίναλο. Ανατολικά βλέπει πολλά σκιερά κοντοβούνια, όπως την Κορακοφωλιά, την Κερασιά, τον Βλαχόγιαννη, τον Αϊ – Θανάση του Αγριδίου, τον Αϊ – Λια των Αλεσταίνων, τον Τάρταρη και πέρα μακριά τον μεγαλοπρεπή και επιβλητικό όγκο του Χελμού με τα παρακλάδια του.

Ο Βερσιτσιώτικος Αϊ – Λιας δεν είναι μεγάλο βουνό, κατέχει όμως δεσπόζουσα θέση. Πολλές φορές ανέβηκα στα παιδικά μου χρόνια, κυρίως στο ξημέρωμα, για να θαυμάσω την ανατολή του ηλίου. Δεν είναι απροσπέλαστο το βουνό, αλλά δεν είναι και εύκολη η ανάβασή του. Πρέπει να ξέρει κανείς τα μονοπάτια του. Όταν παλαιότερα ανέβαιναν οι στάνες στα βουνά, τα μονοπάτια του περνιούνταν χωρίς κίνδυνο. Τώρα, που κανείς δεν ανεβαίνει εκεί, κόπηκαν όλοι οι δρόμοι. Τα καλοκαίρια άλλοτε στα βουνά με τα στανοτόπια έλαμπαν σαν αστέρια οι φωτιές που ανάβαν οι τσοπάνηδες να ζεσταθούν ή να θεραπεύσουν άλλες ανάγκες τους. Τώρα δεν έμειναν εκεί ούτε πουλιά ούτε ζούδια. Η σιωπή και η ερημιά απλώθηκαν παντού.

Όταν ανέβαινε κάποιος στην ψηλότερη κορυφή, την Ξύγκουζα, τον γαργαλούσε η βουνίσια αύρα από την ευωδιά των ανθισμένων μυρωνιών, της άγριας θρούμπης, της ρίγανης, του αγριοτρίφυλλου και της χλωροπρασινάδας και χάιδευε το ιδρωμένο του πρόσωπο και τα κόκκινα μάγουλά του.

Όταν φτάνει εκεί νιώθει πως πλησιάζει τον Θεό, νιώθει πως βρίσκεται κοντά του, θαρρείς πως κρατά με τα χέρια του την αιωνιότητα. Το ύψος τον κάνει να σιωπά, να νιώθει δέος και θαυμασμό για το μεγαλείο του κόσμου. Το βλέμμα του εξακοντίζεται στην απεραντοσύνη, ο θαυμασμός πολλαπλασιάζεται κι ο Θεός όλο και τον πλησιάζει και τον θωπεύει, του δίνει δύναμη και θάρρος. Τώρα, που μεγαλώσαμε, αναζητάμε νοερά τη χαμένη μας νιότη. Ανεβαίνουμε στις κρύες βρύσες του να πιούμε νερό, να ξεδιψάσουμε τις αναμνήσεις μας. Να προσκυνήσουμε το χώμα που μας γέννησε. Να περπατήσουμε στα παλιά μας αχνάρια. Να αγναντέψουμε εκεί που η παιδική μας αθωότητα άφησε ως τώρα ό,τι πιο πολύτιμο είχε: την καρδιά μας!

Εκεί πάνω να ακουμπήσουμε την στερνή μας ώρα, να αγναντέψουμε τις κορυφογραμμές των Πελοποννησιακών βουνών, τους ατέλειωτους κάμπους, να ακούσουμε ήχους από γιδοκούδουνα και να δούμε λυγερόκορμες βοσκοπούλες, νεράιδες του παλιού καλού καιρού.

Αϊ – Λιας
Βουνοπλαγιά κοφτή του Αϊ – Λια μου,
Πώς ήθελα στην αγκαλιά μου,
Νύχτα και μέρα να κρατώ,
το πιο μεγάλο φυλαχτό:
Εσένα, Γέροντα Αϊ – Λια μου.
Εσένα που μακριά αγναντεύεις,
πόθους παλιούς μου ζωντανεύεις.
Κάθε Μαρτιάπριλα και Μάη
κοντά σου η καρδιά πετάει
και μυρωμένο αέρι τη φιλεύεις.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

πίσω