«Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα»
Μια από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη εορταστική εκδήλωση ψυχαγωγίας στο χωριό, είναι ο γάμος. Είναι μια ευκαιρία για ένα ξεφάντωμα, για να δείξουν την λεβεντιά τους οι χωρικοί μας και οι ξωμάχοι μας. Μια Κυριακή, μια γιορτή, ένα πανηγύρι το χρόνο, έναν γάμος, το Πάσχα, τις αποκριές και κάτι τέτοια περιμένουν οι απλοϊκοί και λεβέντες χωρικοί μας να γιορτάσουν.
Η παντρειά είναι αναμφίβολα το πρώτο βήμα της ζωής, η πηγή της ζωής και της ευτυχίας. Ο Θεός την ευλόγησε με την παρουσία του και είναι επόμενο κοντά στην τόση σοβαρότητά του να είναι και το πιο γραφικό έθιμο στον τόπο. Μια παντρειά ή ένας γάμος γίνεται από έρωτα που με την συγκατάθεση των γονιών γίνεται πραγματικότητα και ευτυχές γεγονός, από έρωτα πάλι, στον οποίο όμως οι γονείς ή τουλάχιστον οι γονείς του ενός αρνούνται να δώσουν την συγκατάθεσή τους, οπότε οι ερωτευμένοι κλέβονται και με συνοικέσιο, που είναι και ο συνηθέστερος τρόπος. Οι νέοι και οι νέες δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους όταν πρόκειται για το ίδιο χωριό. Διαφέρει κάπως αν οι μελλόνυμφοι είναι από διαφορετικό χωριό. Στην περίπτωση του συνοικεσίου μεσολαβεί κάποιο πρόσωπο, ο συμπεθεροκόπος ή προξενητής ή προξενήτρα, πρόσωπο δηλαδή φιλικό και στις δύο πλευρές.
Ένας άνδρας για να αποφασίσει να παντρευτεί, πρέπει απαραίτητα να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και να είναι σε θέση να νοικοκυρευτεί, γι’ αυτό οι περισσότεροι παντρεύονται ανάμεσα στα είκοσι πέντε με τριάντα τους χρόνια, οι δε κοπέλες μετά τα είκοσι ή και αργότερα.
Ο συμπεθεροκόπος ή η προξενήτρα ύστερα από συνεννόηση ή και από μόνοι τους έρχονται σε επαφή με τη μια μεριά, δηλαδή του νέου ή της νέας. Αν βρουν ανταπόκριση, επικοινωνούν και με το άλλο μέρος και εφ’ όσον και τα δύο μέρη συμφωνούν, έρχονται σε επαφή για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες και τα δοσίματα. Ο πατέρας της νύφης υποβάλλει έγγραφη δήλωση με το ύψος της προίκας, το «προικοσύμφωνο», γίνονται αντιπροτάσεις από την πλευρά του γαμπρού και αν συμφωνήσουν, δίνουν τα χέρια και τα τελειώνουν.
Η επισημοποίηση γίνεται με ένα καλό τραπέζι και πλούσιο φαγοπότι στης νύφης και στου γαμπρού το σπίτι και με ένα γλέντι γερό. Μετά την συμφωνία ανακοινώνεται ο αρραβώνας και οι νέοι και οι γονείς τους δέχονται συγχαρητήρια και ευχές: «Καλά στέφανα», «καλά στερεωμένα», «να ζήσουν» κ.λπ. Οι αρραβώνες δεν κρατούν πολύ καιρό. Στο διάστημα που μεσολαβεί, ανταλλάσσουν οι μελλόνυμφοι αραιές επισκέψεις και μικροδώρα. Παράλληλα αρχίζουν πυρετώδεις ετοιμασίες για το γάμο, ιδιαίτερα από την πλευρά της νύφης, η οποία πρέπει να συμπληρώσει τις ελλείψεις της προίκας της.
Κατόπιν κοινής συμφωνίας ορίζεται η Κυριακή του γάμου. Οι γάμοι αποφεύγονται το μήνα Μάιο, το Δεκαπενταύγουστο, το Δωδεκαήμερο, τη Μ. Σαρακοστή, την Κυριακή της Τυροφάγου και κατά τα δίσεκτα χρόνια και γίνονται πάντοτε ημέρα Κυριακή.
Η προ του γάμου Κυριακή είναι της νύφης, καθώς και όλη η βδομάδα μέχρι το Σάββατο το βράδυ. Οι δουλειές είναι πολλές, γι’ αυτό βοηθάνε οι κοπέλες του χωριού, συγγενείς και φίλες της νύφης. Την Πέμπτη γίνονται τα αναπιάσματα και τα προζύμια για τα ψωμιά και τα γλυκίσματα του γάμου. Την Πέμπτη γίνεται επίσης και το κάλεσμα με εγχώριες μπουμπουνιέρες, κουφέτα διπλωμένα σε λευκό χαρτί ή σε ροζ τούλι για τη νύφη, λευκά για το γαμπρό. Ένα παιδί με ένα καλαματιανό μαντίλι στο λαιμό γυρίζει τα σπίτια και δίνει από μια μπουμπουνιέρα. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, τα καλέσματα γαμπρού και νύφης τα μοιράζει το ίδιο παιδί.
Την Παρασκευή συγκεντρώνονται πάλι οι κοπέλες στο σπίτι της νύφης και τεγκιάζουν τα προικιά, δηλαδή τα κάνουν δέματα για να φορτωθούν την άλλη μέρα στα άλογα και να μεταφερθούν στο σπίτι του γαμπρού. Τα δέματα περιέχουν μαντανίες, κουβέρτες, απλάδια, απλάδες, σαΐσματα, ματαράτσια, πάντες κ.λπ. Τα ασπρόρουχα τοποθετούνται σε δύο μπαούλα, απαραίτητα σε κάθε νύφη. Ιδιαίτερα περιποιούνται το στρώμα. Το τοποθετούν πάνω σε ένα κρεβάτι, το στολίζουν, βάζουν πάνω και ένα μικρό παιδάκι και αρχίζουν να τραγουδάνε, να χορεύουν και να το ασημώνουν με λεφτά. Την Παρασκευή είναι σχεδόν όλα έτοιμα. Το βράδυ γίνεται το πρώτο τραπέζι της νύφης, στο οποίο λαμβάνουν μέρος στενοί συγγενείς και στενοί φίλοι.
Το Σάββατο στέλνει ο γαμπρός το κάλεσμα της νύφης, δηλαδή το νυφικό, ένα σφαχτό, μια τσίτσα κρασί και άλλα μικροδώρα. Με τον ίδιο καλεστή η νύφη στέλνει το πουκάμισο, την γραβάτα του γαμπρού και άλλα μικροδώρα. Σε πολλές περιπτώσεις το Σάββατο μεταφέρονται στο σπίτι του γαμπρού και τα προικιά της νύφης, για να μην τα έχουν εμπόδιο την Κυριακή. Το βράδυ του Σαββάτου είναι το βράδυ της νύφης, το αποχαιρετιστήριο βράδυ της νύφης προς όλους τους χωριανούς, γι’ αυτό παίρνουν μέρος στο μεγάλο τραπέζι που γίνεται για χάρη της όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού. Στο τραπέζι προσφέρονται πλούσια φαγητά και άφθονο κρασί. Μετά το φαγητό το στρώνουν στο τραγούδι. Τραγουδούν πρώτα τραγούδια της τάβλας ή του τραπεζιού και ύστερα του χορού. Αν δεν έχουν βιολιά ή ταβούλια, τραγουδάνε με το στόμα. Το τραγούδι με το στόμα είναι πιο λαγαρό και συμπαθητικό και το προτιμάνε. Οι τραγουδιστές χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία αρχίζει το τραγούδι στίχο – στίχο και η άλλη το επαναλαμβάνει. Στο τέλος η νύφη θα τραγουδήσει το δικό της το αποχαιρετιστήριο:
«Μια Παρασκευή, ένα Σάββατο βράδυ
μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μας
κι ο πατέρα μου κι αυτός να φύγω θέλει.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σ’ ένα ρημοκκλησάκι
Βρίσκω ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο
– Να οι ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου
να ο ίσκιος μου πέσε κι αποκοιμήσου
να κι οι κλώνοι μου και κρέμασ’ τ’ άρματά σου.»
Η Κυριακή είναι η ημέρα του γαμπρού. Πρωί συγκεντρώνονται οι συγγενείς και οι φίλοι για να τον ξυρίσουν. Κατά τις οχτώ ο γαμπρός με την συνοδεία φίλων του και συγγενών του και κάτω από τον ήχο των οργάνων πηγαίνουν στο σπίτι του κουμπάρου που θα τους στεφανώσει. Μετά τα κεράσματα και τα γλυκά, ξαναγυρίζουν στο σπίτι του γαμπρού και η γαμήλια πομπή ξεκινάει για το άλλο χωριό της νύφης.
Η πομπή αποτελείται από είκοσι μέχρι και ογδόντα καβαλάρηδες, όλοι ένας και ένας διαλεχτοί και μαζί τους και γυναίκες που λέγονται «τάγιες». Ο αριθμός των γυναικών πρέπει να είναι μονός, για να γυρίσουν ζυγές. Η πομπή του γάμου με τους καβαλάρηδες συμπεθέρους είναι μια μεγαλοπρεπής βυζαντινή παρέλαση που πλέει μέσα στο λευκό. Η πομπή του γάμου φεύγει πολύ γρήγορα και με το τραγούδι τους αντιλαλούν οι ρεματιές και τα καταράχια.
Σαν πλησιάζουν στο χωριό της νύφης, δυο τρεις νέοι λεβέντες και με λεβέντικα άλογα από την πομπή του συμπεθεριού προσπερνάνε τους άλλους και τρέχουν καλπάζοντας, ποιος θα φτάσει πρώτος στο σπίτι της νύφης να δώσει τα συχαρίκια, ότι δηλαδή έρχεται ο γαμπρός να πάρει τη νύφη. Στο σπίτι της νύφης είναι μαζεμένοι πολλοί και περιμένουν, όλοι πετάνε ρύζι και κουφέτα στον συχαρικιάρη και τον καλωσορίζουν. Η νύφη κατεβαίνει στην αυλή να προϋπαντήσει τον συχαρικιάρη, να του δέσει κόκκινο καλαματιανό μαντίλι στο λαιμό και στο άλογό του και να του δώσει και την τσίτσα με το κρασί.
Μόλις πάρει τα δώρα του, αυτός ξαναγυρίζει στο συμπεθεριό και έπειτα πάλι στης νύφης το σπίτι. Πολλοί συχαρικιάρηδες μπαίνανε μέσα στο σπίτι της νύφης και χόρευαν μαζί με το άλογό τους, που ήταν γυμνασμένο για το νούμερο τούτο. Σε λίγο φτάνει και το συμπεθεριό. Οι κοπέλες πετάνε ρύζι και κουφέτα και τους καλωσορίζουν. Σε όλους, καθώς και στα άλογά τους δένουν από ένα μαντίλι στο λαιμό. Προσφέρονται επίσης γλυκά, μεζέδες και κρασί. Στο μεταξύ ντύνουν τη νύφη, για να είναι έτοιμη για την εκκλησία.
Σαν έρθει η ώρα, νέα πομπή ξεκινάει για την εκκλησιά. Μπροστά πηγαίνουν τα στέφανα που τα κρατάει ένα παιδάκι αμφιθαλές, δηλαδή αγόρι ή κορίτσι που να έχει και τους δυο γονείς του. Ακολουθεί η νύφη ντυμένη στα ολόλευκα και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τη μάνα της ή και τον αδερφό της και πίσω από αυτήν ο γαμπρός, που τον κρατάει ο πατέρας του και ο κουμπάρος του. Αν οι μελλόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, συναντώνται στην εκκλησία, αλλά και πάλι κατά την ίδια διάταξη.
Η διαδικασία του γάμου είναι σχετικά σύντομη. Πριν αρχίσει το μυστήριο, ο παπάς μεταλαμβάνει το αντρόγυνο. Το υπόλοιπο κρασί που θα μείνει στο ποτήρι υποχρεούται να το πιει ο κουμπάρος, ο οποίος πετάει το ποτήρι και το σπάζει. Όταν ο παπάς φτάσει στο «Ησαΐα χόρευε», χαλάει ο κόσμος από τα κουφέτα και το ρύζι. Πολλοί σκορπούσαν και κέρματα. Όταν ο παπάς λέει «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», ο γαμπρός πατάει το πόδι της νύφης σαν σημάδι υποταγής. Σαν τελειώνει το μυστήριο, οι νεόνυμφοι, ο κουμπάρος και οι συγγενείς δέχονται τα συγχαρητήρια και ασπάζονται τα στέφανα. Μερικοί δίνουν και κανένα μπατσάκι του γαμπρού και ο κουμπάρος είναι υποχρεωμένος να προστατέψει τον γαμπρό.
Όταν ο γάμος τελειώνει, το συμπεθεριό πρέπει τα ταχύτερο να φύγει για το χωριό του γαμπρού, γιατί ο γάμος έχει και συνέχεια. Η νύφη ανεβαίνει σε λευκό άλογο και η πομπή παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Το χωριό είναι συγκεντρωμένο στο σπίτι του γαμπρού, τους καλοδέχονται και τους καλωσορίζουν. Ο γαμπρός βοηθάει τη νύφη να κατεβεί από το άλογο και την οδηγεί στην πόρτα του σπιτιού, όπου την περιμένει η πεθερά της, η οποία της προσφέρει χρυσό νόμισμα η δε νύφη ζώνεται με μεταξωτό μαντίλι, κατόπιν μελώνει το κατώφλι της πόρτας και μπαίνει στο σπίτι. Το ζεύγος δέχεται τα συγχαρητήρια των χωριανών. Έξω οι κοπέλες προσφέρουν γλυκά σε όλους ανεξαιρέτως τους παρευρισκομένους, που κατά κανόνα είναι όλο το χωριό. Άλλοι πάλι το έχουν ήδη στήσει στο χορό και το γλέντι έχει ανάψει.
Η βραδιά της Κυριακής είναι βραδιά του γαμπρού. Στρώνεται τραπέζι και παρίσταται όλο σχεδόν το χωριό. Ο κουμπάρος, που λέγεται και αρχινονός, έχει το γενικό πρόσταγμα και κάθεται κοντά στους νεόνυμφους, που είναι τα τιμώμενα πρόσωπα. Σαν φάνε γερά, αρχίζουν το τραγούδι. Πρώτος τραγουδάει ο κουμπάρος το τραγούδι της τάβλας. Στο τέλος του τραγουδιού κάνει πρόποση, υψώνοντας το ποτήρι του και εύχεται ευτυχισμένο βίο, «να μας ζήσουν», «καλή τύχη» στους ανύπαντρους, «στ’ αρχοντόπουλά σας» σε όσους έχουν παιδιά για παντρειά και τέλος «καλώς να σ’ εύρω κ.τάδε» και δίνει τον λόγο στον σεβαστότερο της παρέας. Και αυτός με τη σειρά του θα πει το τραγούδι του και θα κάμει την ίδια πρόποση και το γλέντι συνεχίζεται.
Ο γαμπρός και η νύφη αποσύρονται μετά το φαγητό. Είναι κουρασμένοι και πρέπει να κοιμηθούν και να μείνουν μόνοι να περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου. Κατά τα ξημερώματα οι γλεντζέδες που ξενύχτησαν πάνε κάτω από τα παράθυρα του γαμπρού και της νύφης και τραγουδάνε το τραγούδι:
«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
την αυγή ξυπνούνε και γλυκοτραγουδούνε
τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:
-Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη (γλυκιά μ’ αγάπη)
ξύπνα, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο
κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια δίχως γάλα.»
Η Δευτέρα είναι ημέρα της νύφης. Στο σπίτι του γαμπρού παραμένουν μόνο οι συγγενείς και η νύφη στρώνει τα δικά της προικιά και στολίζει το σπίτι σύμφωνα με το δικό της γούστο. Επίσης τη Δευτέρα η νύφη κάνει τον περίπατο της ως τη βρύση, την ασημώνει με λεφτά και φέρνει συμβολικά νερό. Όλη την εβδομάδα η νύφη κάθεται στο σπίτι, ασχολείται με μικροσυγυρίσματα και δέχεται επισκέψεις και συγχαρητήρια.
Την Τρίτη ο γαμπρός κάνει την επίσκεψη στα πεθερικά του, για να τους ανακοινώσει ότι η κόρη τους «ήταν εντάξει».
Στις δέκα πέντε μέρες γαμπρός και νύφη πάνε στα «πιστρόφια» μαζί με άλλα τρία συγγενικά πρόσωπα και έτσι ανοίγει ο δρόμος για ελεύθερες επισκέψεις. Στις είκοσι δύο μέρες έρχονται οι γονείς της νύφης για ανταπόδοση. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, τα πιστρόφια γίνονται την ίδια μέρα.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου