Τα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων είναι κατά κανόνα ορεινά. Περιβάλλονται από μεγάλους όγκους ψηλών βουνών, υπερήφανων βουνοπλαγιών και βαθιών χαραδρών με άφθονα νερά, τα οποία κατερχόμενα κρύα και ολόδροσα στις όμορφες κοιλάδες σχηματίζουν τα μικρά ποτάμια. Κύρια προϊόντα των περιοχών είναι το σιτάρι και το αραποσίτι. Το αραποσίτι είναι άφθονο, γιατί άφθονα είναι τα νερά που αρδεύουν τις όμορφες και καταπράσινες κοιλάδες κατά τους μήνες της καλλιέργείας του αραποσιτιού.

Τα αραποσίτια σπέρνονται ύστερα από εντατική καλλιέργεια της γης στα τέλη του Μαΐου και στις αρχές του Ιουνίου. Ποτίζονται μια φορά την βδομάδα και σκαλίζονται τρεις ή τέσσερις φορές, μέχρις ότου αρχίσουν να δένουν τον καρπό τους. Τον Οκτώβριο είναι πλέον ώριμα για τον θερισμό. Ο τρύγος και ο αραποσιτοθερισμός παρουσιάζουν μια εξαιρετική κίνηση των κατοίκων στον κάμπο. Είναι ο καιρός της βαριάς συγκομιδής. Τα πάντα τώρα πρέπει να μαζευτούν με επιμέλεια και φροντίδα και να αποθηκευτούν στα σπίτια και στα καλύβια, γιατί ο χειμώνας σε λίγο έρχεται απειλητικός.

Ο τρύγος και ο θερισμός του αραβοσίτου είναι πράγματι πολύ γοητευτικός και ποιητικός ταυτόχρονα. Όλοι οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι κυκλοφορούν. Κυκλοφορούν στα αμπέλια, στα χωράφια, στους δρόμους, πάνε και έρχονται από το χωριό στον κάμπο και από το κάμπο στο χωριό και κουβαλάνε το κρασί ή το αραποσίτι. Ελπίδες κι όνειρα σμίγουν και δημιουργούν συναισθήματα χαράς και ευδαιμονίας στους κατοίκους. Η κούραση είναι μεγάλη και ο τίμιος ιδρώτας τους χύνεται ποτάμι στα ηλιοκαμένα μέτωπά τους, αλλά η χαρά είναι ισχυρότερη. Κανείς δεν φαίνεται κουρασμένος. Όλοι είναι εύθυμοι και χαρούμενοι.

Με το τραγούδι τρυγούν τα σταφύλια, με το τραγούδι θερίζουν το αραποσίτι. Το πρόσωπο τους αστράφτει από χαρά και έχουν δίκιο. Είναι ο καιρός της μεγάλης συγκομιδής, της πλούσιας σοδειάς. Τώρα το σπίτι θα γεμίσει από καρπούς. Τώρα θα πληρωθούν οι τόσοι κόποι τους. Κι όσο πιο μεγάλη είναι η σοδειά, τόσο πιο μεγάλη κι η χαρά τους.

Οι άνθρωποι όλων των χωριών της επαρχίας μας είναι οι ίδιοι στην ιδιοσυγκρασία τους. Δυνατοί, ρωμαλέοι, καλόκαρδοι, γελαστοί, χαρούμενοι, τραγουδιστάδες, γλεντζέδες. Όλα γίνονται με κέφι και αισιοδοξία. Είναι «όξω καρδιά», όπως λένε. Όποιος τους συναναστρέφεται, περνά αλησμόνητες μέρες μαζί τους. Ζει μέρες αφροντισιάς και γαλήνης. Παρασύρεται και αυτός στην δουλειά τους και κάνει εφτά καρδιές, θέλοντας να μην περνούσαν οι μέρες και να έμενε μαζί τους συνέχεια, χωρίς να νιώθει ανία, χωρίς να αισθάνεται μοναξιά και απομόνωση.

Αξέχαστες μένουν πάντα στην μνήμη του οι μέρες και οι ώρες που έζησε μαζί τους και χάρηκε την δροσιά τους. Τα χωριά μας είναι αρχοντοχώρια. Και οι άνθρωποι ζουν με την λεβεντιά και την υπερηφάνεια των ψηλών βουνών, με την δροσιά τους και το μεγαλείο τους και αυτό τους ανεβάζει στα ύψη. Δεν είναι ζωή τυποποιημένη και βιομηχανοποιημένη, όπως η ζωή της πόλης με το «σας» και με το «σεις».

Μια λοιπόν από τις πολλές εκδηλώσεις του αγροτικού βίου είναι και ο φλούδος, το καθάρισμα δηλαδή από το πούσι του καρπού του αραποσιτιού. Στην ώρα του θερισμού δεν καθαρίζεται το καρπούζι του αραποσιτιού από τους θεριστάδες, μόνο κόβεται, μπαίνει στις κοφίνες και γεμίζονται τα σακιά. Ύστερα φορτώνεται στα ζώα (μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα) και μεταφέρεται στο καλύβι, που τις περισσότερες φορές είναι ολόκληρο σπίτι ή στο σπίτι στο χωριό.

Εκεί ρίχνεται σωρός στο κατώι, ώσπου να μεταφερθεί όλο στο κατάλληλο μέρος από τα χωράφια. Στην ώρα που τα ζώα φορτωμένα ανεβαίνουν τον ανήφορο για το χωριό, οι θεριστάδες εξακολουθούν να θερίζουν και το ρίχνουν στην άκρη του χωραφιού, σχηματίζοντας βουνό. Είναι χαρά να το βλέπει κανείς, να βλέπει τον καρπό μαζωμένο, να βλέπει τους κόπους του, την πληρωμή του στο σπίτι του.

Σαν θεριστούν όλα τα χωράφια και μαζευτεί όλος ο καρπός – κι αυτό γίνεται ταυτόχρονα σε όλους μαζί τους κατοίκους – αρχίζει ο φλούδος. Το συγκεντρωμένο αραποσίτι είναι πολύŸ ολόκληρο βουνό. Ένας και δύο είναι αδύνατο να το ξεφλουδίσουν. Γι’ αυτό μαζεύονται μαζί πολλοί, δεκαπέντε έως είκοσι ή και περισσότεροι τα βράδια από τις επτά η ώρα και αρχίζουν τον φλούδο.

Η σύναξη είναι ανάμιχτη. Μικροί και μεγάλοι, αγόρια και κορίτσια και με τραγούδια, με χαρές και αστεία, τα χέρια εργάζονται σαν μηχανή, μα και το στόμα δεν σταματά. Το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, το ένα αστείο ακολουθεί το άλλο, οι νέοι κρυφοκοιτάνε τις κοπέλες και εκείνες προσέχουν τους νέους και πλέκονται πολλές φορές ειδύλλια όμορφα και χαρούμενα.

Όταν φτάσουν στην μέση του ξεφλουδίσματος, στρώνεται στο τραπέζι και τρώνε. Το τραπέζι είναι πλούσιο σε ποσότητα, αλλά και ποιότητα, κυρίως κρέας βραστό, ψητό, σούπες, τυριά κ.λπ. Οι οικοδεσπότες σφάζουν ένα ολόκληρο σφαχτό, κοτόπουλα κ.λπ. Το φαγητό είναι βέβαια σύντομο, γιατί ο σωρός των καρπουζιών του αραβοσίτου περιμένει και πρέπει να τελειώσει. Μετά το φαγητό αρχίζει πάλι το έργο του φλούδου. Συνεχίζονται τα αστεία και τα τραγούδια ως αργά τα μεσάνυχτα, οπότε διαλύονται και καθένας πηγαίνει στο σπίτι του.

Τα ξεφλουδισμένα αραποσίτια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στα αραποσίτια με ουρά και στα κολοβά. Τα αραποσίτια με ουρά προορίζονται για κρέμασμα. Αυτά είναι τα μεγάλα αραποσίτια, καλοθρεμμένα και γερά.

Η δουλειά του δεσίματος των αραποσιτιών για κρέμασμα ή γίνεται ταυτοχρόνως ή την επομένη. Βάζουν τρία ή τέσσερα όμοια αραποσίτια από τη μια μεριά και άλλα τόσα από την άλλη και τα δένουν κόμπο. Αυτά θα κρεμαστούν στα «πατερά» του σπιτιού, σε ίσια δοκάρια που κρατούν από πατερό σε πατερό. Τα σπίτια που δεν έχουν ταβάνια, ταβανώνονται τώρα από τα δοκάρια του αραβοσίτου, τα οποία τοποθετούνται το ένα κοντά στο άλλο και όλο το σπίτι ταβανώνεται και παρουσιάζει ευχάριστο θέαμα. Σε όσα σπίτια είναι ταβανωμένα, το αραποσίτι το κρεμούν κάτω από το πάτωμα στο ταβάνι του κάτω πατώματος, στο «κατώι», όπως λέγεται, ή σε βοηθητικά οικήματα κοντά στο κυρίως σπίτι ή στον κάμπο, στα καλύβια.

Αυτό μένει κρεμασμένο εκεί αναλόγως με τις ανάγκες. Σε όσους δηλαδή έχουν πολλά αραποσίτια, μένει εκεί ακόμα και ως τον Μάρτιο. Όσοι έχουν ανάγκη, το κατεβάζουν νωρίτερα, το χρησιμοποιούν οι ίδιοι, ταΐζουν τα ζώα τον χειμώνα ή το πουλούν σε όλους όσους έχουν ελλείψεις.

Το κολοβό αραποσίτι το στουμπάνε με ρόπαλα και το ξεχωρίζουν από τα «κότσιαλα». Κότσιαλα είναι τα στελέχη, γύρω από τα οποία είναι τα αραποσιτόσπυρα. Μετά το «ξεκοτσιάλιασμα», το βγάζουν στον ήλιο και το ξηραίνουν καλά, για να μην ανάψει. Το αποθηκεύουν μετά στα κασόνια και βγάζουν τον χειμώνα, αφού το πάνε στον μύλο και το κάνουν αλεύρι.

Με αυτό γίνεται η ωραία «λειψή» μπομπότα στην γλάστρα, στην «γωνιά», που τρώγεται ζεστή -ζεστή με τυρί και είναι πολύ γλυκιά ή η ανεβατή με προζύμι, που γίνεται όπως το στάρινο και είναι και αυτή αρκετά νόστιμη. Συνήθως τρώγεται τον χειμώνα, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου.

Από αυτό (το αραποσίτι), όπως αναφέρθηκε, εκτός από τους ανθρώπους, τρώνε και όλα τα ζώα, δηλαδή τα γιδοπρόβατα τον χειμώνα που δεν υπάρχει αρκετό χορτάρι, τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια, τα γουρούνια, οι κότες κ.λπ.

Το περικάλυμμα του αραποσιτιού λέγεται «πούσια», τα οποία επίσης χρησιμοποιούνται για τροφή των βοδιών τον χειμώνα, διότι είναι εύγευστα στα βόδια. Επίσης σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και ως στρώματα. Κατασκευάζουν οι γυναίκες υφαντά στρώματα, τα λεγόμενα «ματαράτσια», τα γεμίζουν με πούσια και γίνονται αρκετά αναπαυτικά.

Το αυτό επαναλαμβάνεται σε όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού και κατά τον ίδιο τρόπο. Το αραποσίτι στα χωριά μας είναι άφθονο και όλα τα σπίτια έχουν γεμάτα τα κασόνια τους.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

πίσω