Η παραμονή αρχίζει με τα κάλαντα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να ειπωθεί ότι άρχιζε, γιατί τώρα δεν αρχίζει, αφού δεν υπάρχουν παιδιά στα χωριά μας να κάμουν αυτή τη δουλειά. Οι νοικοκυρές ζύμωναν τα βασιλόψωμα (η βασιλόπιτα ήταν πολυτέλεια) και μέσα σε ένα από αυτά έβαζαν το «φλουρί», ένα νόμισμα, όχι μεγαλύτερο από τάλιρο ή δεκάρικο για τον τυχερό της χρονιάς.
Το στόλιζαν κι αυτό με σταυρούς, σουσάμια και καρύδια. Όπου δεν είχαν καρύδια, έβαζαν αμύγδαλα. Το βράδυ αν ήσαν πολλοί στην οικογένεια, καλούσαν και άλλους και έπαιζαν το συνηθισμένο ψιλό «τριανταένα». Οι πιο μεγάλοι πήγαιναν στα μαγαζιά και έπαιζαν πιο σοβαρό τζόγο, «πόκερ» ή «πόκα» ή και «τριανταένα» μέχρι τα ξημερώματα. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, ακόμα και οι ξενύχτηδες για το καλό του χρόνου.
Η λειτουργία αργούσε να τελειώσει, γιατί η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου είναι μεγάλη και πανηγυρική. Η εκκλησία ήταν ολόφωτη. Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα. Μετά τα «Άγια» έβγαιναν οι δίσκοι ένας για την εκκλησία, ένας για τον παπά κι ένας για τον νεωκόρο και έπεφταν οι δεκάρες, τα πενηνταράκια κι οι δραχμές.
Μετά την λειτουργία άρχιζαν οι χαιρετούρες και τα χειροφιλήματα, και τα «χρόνια πολλά» δίνανε και παίρνανε. Οι μικροί γύριζαν τρεχάτοι στο σπίτι για να πάρουν τους «μποναμάδες» από τους μεγαλύτερους και που ήταν συνήθως λίγες δραχμές, κανένα τάλιρο ή δεκάρικο και σπάνια εικοσάδραχμο, και να φιλήσουν το χέρι που τους έδινε τα λεφτά – κατά κανόνα του πατέρα και της μάνας. Μετά ετοιμαζόταν το φαγητό.
Έστρωνε η μητέρα το τραπέζι και άρχιζε το φαγοπότι με ευχές για το καλό του χρόνου και τσούγκρισμα των ποτηριών με το κοκκινέλι. Την ώρα του φαγητού κοβόταν και το βασιλόψωμο και μοιραζότανε σε φέτες, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο της οικογένειας μέχρι τον μικρότερο και σε όποιου την φέτα ήταν το νόμισμα, αυτός ήταν και ο τυχερός της χρονιάς. Επειδή το χριστόψωμο ενίοτε ήταν μεγάλο, μπορούσε το νόμισμα να βρεθεί και αργότερα. Ευχές ανταλλάσσονταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Η ημέρα περνάει στα χωριά μας με τις ίδιες προφυλάξεις που παίρνουν σε όλη την Ελλάδα. Προσέχουν να έχουν καλό «ποδαρικό». Προσέχουν να μη δανειστούν, να μη μαλώσουν, να μην κλάψουν, να μη στενοχωρηθούν και να μην κάμουν καμιά δουλειά βαρετή ή αταίριαστη, ώστε να πάει καλά η χρονιά.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου