Θεωρήθηκε αναγκαίο να γίνει αναφορά και στα καλοκαιρινά θέρετρα (βερτσιώτικα στανοτόπια) και να παρουσιαστεί η κτηνοτροφική ευρωστία των κατοίκων της κοινότητας Σειρών (Βερσιτσίου) πριν φυσικά από το 1960 και ακόμα παλαιότερα. Το Βερσίτσι στην προηγούμενη πεντηκονταετία είχε μεγάλη κτηνοτροφική δύναμη. Διατηρούσε στην περιφέρειά του, αλλά και σε όμορες περιοχές άλλων κοινοτήτων, όπως του Αγριδίου, του Λειβαρτζίου, των Αλεσταίνων, του Σκουπίου κ.λπ. είκοσι πέντε χιλιάδες περίπου αιγοπρόβατα και πολλές εκατοντάδες βόδια, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια.

Όλες οι οικογένειες σχεδόν είχαν κοπάδια γιδοπρόβατα από είκοσι έως πεντακόσια και ελάχιστοι στερούνταν τέτοιων ζώων, αλλά και αυτοί είχαν τις μαρτίνες τους για τις ανάγκες του σπιτιού τους. Όλοι τους όμως είχαν ένα ή δύο μεγάλα ζωντανά (βόδια, γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα), απαραίτητα για τα οργώματα και τα σπαρτά, για την μεταφορά τις σοδειάς τους, για την μεταφορά καυσόξυλων, αλλά και για να τα ιππεύουν. Οικογένεια που δεν είχε αυτά τα ζώα, δύσκολα τα «έφερνε βόλτα» εκτός και είχαν κάποια σύνταξη ή κάποιο μετανάστη που τους έστελνε εμβάσματα για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες της ζωής.

Συνήθως όλα αυτά τα ζωντανά ζούσαν περίφημα και καλοταϊσμένα. Έρεε άφθονο γάλα και υπήρχαν πολλά βαρέλια τυριού και αρκετά με βούτυρο και όλα τα παράγωγα του γάλακτος. Υπήρχε επίσης άφθονο κρέας και παρ’ όλη την στενότητα χρήματος οι κάτοικοι κατά κύριο λόγο ζούσαν από την κτηνοτροφία και την γεωργία.

Ο χειμώνας στο Βερσίτσι ήταν βαρύς και τα αιγοπρόβατα τα κατέβαζαν και τα περιόριζαν στα χαμηλώματα, όπου έριχνε λιγότερο χιόνι ή και καθόλου. Όταν ερχόταν ο Μάρτιος, άρχιζε το κόπρισμα, κατά το οποίο στάβλιζαν τα αιγοπρόβατα τα βράδια στα χωράφια τους, για να ρίχνουν την κοπριά τους και να λιπαίνονται τα κτήματά τους, ιδιαίτερα τα περισσότερο γόνιμα και παραγωγικά, τα ποτιστικά. Αυτό κρατούσε το δίμηνο περίπου Μαρτίου-Απριλίου και λίγο ή καθόλου τον Μάιο. Τον Μάιο τα ανέβαζαν στα γύρω υψώματα και βουνά και σε ιδεώδη στανοτόπια (θέρετρα). Πριν ξεκινήσουν για τα βουνά, επεσήμαιναν το στανοτόπι, προκατασκεύαζαν τις στρούγκες και κέρδιζε όποιος την πρωτόπιανε.

Στο ξεκίνημα για τα στανοτόπια, τα οποία συνίσταντο στην στρούγκα με δυο στρουγκολίθια, δύο φούρκες, ένα λεβέτι κι ένα λεβετόξυλο, για να κρεμάνε το γάλα ψηλά, και τις τέσσες, έκαναν την σμίξη. Δύο ή τρεις ποιμένες ένωναν σε ένα κοπάδι τα ποίμνιά τους. Φύλαγαν ο ένας τα πρόβατα, ο άλλος τα γίδια και άλλος τα αρνοκάτσικα. Το σμίξιμο βόλευε όλους τους σμίχτες, γιατί πρώτον ήταν ένα μόνο μέλος της οικογένειας στην φύλαξη των κοπαδιών και έμεναν ελεύθερα τα άλλα μέλη να ασχοληθούν με τις γεωργικές δουλειές ή με άλλες ασχολίες και δεύτερον «δανεικολογιούνταν» το γάλα και τυροκομούσαν ανάλογες ημέρες ο κάθε σμίχτης εναλλάξ. Μια βδομάδα έπαιρνε όλο το γάλα ο σμίχτης με τα περισσότερα γαλάρια και το περισσότερο γάλα, τέσσερις ημέρες ή ίσες με τον άλλον, εφόσον είχε την ίδια ποσότητα γάλακτος και λιγότερες ημέρες ο άλλος και επαναλαμβανόταν ο κύκλος του δανεισμού.

Αυτός ο συνεταιρισμός κρατούσε όλο το καλοκαίρι και κυρίως ως το σημείο που στέρευε το γάλα.

Σήμερα τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Πρώτον είναι ζήτημα αν υπάρχουν τρεις έως τέσσερις χιλιάδες αιγοπρόβατα, κανένα βόδι και ελάχιστα γαϊδουρομούλαρα, μετρημένα στα δέκα δάχτυλα. Δεύτερον κάθε αιγοποιμένας διατηρεί το κοπάδι του στην αυλή του σπιτιού του, όπου αυτό βρίσκεται, και τα ζώα δεν κοπρίζουν (το κόπρισμα το αντικατέστησε το λίπασμα), δεν σμίγουν, δεν δανείζονται το γάλα (το γάλα το παίρνουν τα τυροκομεία και οι συνεταιρισμοί), καμιά φορά μάλιστα δεν βάζουν τυρί ούτε για τα σπίτια τους, αγοράζουν τροφές με τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ταΐζουν, δεν κάνουν επενδύσεις και πολλές φορές βγαίνουν ή ζημιωμένοι ή τα φέρουν «ίσια υφάδι, ίσια στημόνι» και όταν κοπούν οι επιδοτήσεις, θα δυσκολευτούν πολύ.

Όσο για τα στανοτόπια, αυτά εγκαταλείφθηκαν οριστικά, ενώ τα ορεινά σταροχώραφα έπαυσαν να σπέρνονται και ο τόπος ερήμωσε. Τα πουλιά έφυγαν, οι τόποι δεν βγάζουν τα χορτάρια που έβγαζαν άλλοτε, γιατί δεν κοπρίζεται το έδαφος και τα σχετικά.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

πίσω