Τα πανηγύρια είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής ζωής του τόπου μας. Αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο γιορτής, χαράς και διασκέδασης στην παραδοσιακή μας κοινωνία. Η ζωή στα ορεινά χωριά μας δεν ήταν εύκολη. Οι δουλειές του χωριού και προ παντός του ορεινού χωριού ήταν σκληρές, βαριές, κουραστικές και επίπονες και οι συνθήκες γενικά δύσκολες. Οι κίνδυνοι επίσης ήταν πολλοί και πολλές φορές αξεπέραστοι. Η ζωή των χωρικών μας κύλαγε δύσκολα και μονότον០ήταν ζωή βασανισμένη.

Παρ’ όλες όμως αυτές τις σκληρές συνθήκες οι άνθρωποι των χωριών μας είχαν ευγενικά και δυνατά συναισθήματα. Ο λαός μας έβρισκε διέξοδο στις εγχώριες διασκεδάσεις, που ήταν τα γιορτάσια, οι γάμοι στον στενό χώρο και στον ευρύτερο χώρο τα πανηγύρια. Στις στενές κοινωνίες των χωριών μας, όλοι οι άνθρωποι γνωρίζονται, συγγενεύουν μεταξύ τους κι έχουν φιλικές σχέσεις. Κάθε χωριό έχει ένα και δύο πανηγύρια μέσα στον χρόνο.

Γιορτάζει και τιμάει κατά κύριο λόγο τον Άγιο της ενοριακής του εκκλησίας, όπου οι χωριανοί εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή. Αν το χωριό έχει και δεύτερο πανηγύρι, αυτό γίνεται σε κάποιο ερημοκκλήσι, όπου πανηγυρίζουν για κάποιον ειδικό λόγο. Τα πανηγύρια των χωριών μας αποτελούσαν την κορυφαία εκδήλωση ψυχαγωγίας των ανθρώπων της δουλειάς και του μόχθου για ολόκληρο τον χρόνο. Οι γάμοι και τα γιορτάσια – πολυχρονίσματα, ήταν ευκαιριακά και περισσότερο στενά και οικογενειακά.

Στα πανηγύρια μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι και λάβαινε μέρος όλο το χωριό, αλλά και πολλοί από τους κατοίκους των γύρω χωριών, συγγενείς και φίλοι, για να εκπληρώσουν κάποιο τάμα τους στον άγιο, να προσκυνήσουν τον εορτάζοντα άγιο, να δουν τους συγγενείς και φίλους τους, να ξεφαντώσουν και να διασκεδάσουν με ολονύχτια γλέντια και λουκούλλεια φαγοπότια. Τα πανηγύρια των χωριών μας ήταν συνήθως θρησκευτικά και παράλληλα διασκεδαστικά και ψυχαγωγικά, αληθινά ξεσπάσματα χαράς και κεφιού.

Πρώτο βασικό στοιχείο των πανηγυριών των χωριών μας, όπως αναφέραμε, ήταν η θρησκευτική τους κυρίως πλευρά. Οι γιορτές προετοιμάζονταν από νωρίτερα και άρχιζαν την παραμονή με το μεγάλο εσπερινό. Πολλοί από τους ντόπιους, αλλά και από τους κοντοχωριανούς προσκυνητές είχαν κάνει τάματα στον εορτάζοντα άγιο και κατέφθαναν από την παραμονή για να ακούσουν τον εσπερινό και να ξεπληρώσουν το χρέος τους προς τον άγιο. Εκτός από τα πρόσφορα τα προορισμένα για την υγεία των ζωντανών, έφερναν και άλλα δώρα (τάματα), μικρά βέβαια σε αξία και ανάλογα με τις δυνατότητες και την οικονομική κατάσταση των προσκυνητών.

Έτσι τοποθετούσαν στις εικόνες των αγίων δαχτυλίδια, σταυρούς, μπιχλιμπίδια, κέρινα ομοιώματα χεριών, ποδιών, μικρών παιδιών και άλλα. Επίσης προσφέρονταν και άλλα είδη, όπως απλάδια κεντητά, κουβέρτες, χαλιά, λαμπάδες, μαλλιά προβάτων κ.λπ. Την ίδια ημέρα το πρωί έφερναν τα ζωντανά αφιερώματα, όπως αρνιά, κατσίκια, πρόβατα, γίδες, και τα έδεναν γύρω από τον πλάτανο. Μετά το τέλος της λειτουργίας, οι επίτροποι της εκκλησίας έβγαζαν όλα τα αφιερώματα στον πλειστηριασμό. Όταν έβγαζαν τα αφιερώματα στον πλειστηριασμό, άρχιζε η αγοραπωλησία.

Τα αντικείμενα του πλειστηριασμού είχαν ήδη κοστολογηθεί, ο πλειστηριασμός ήταν πλειοδοτικός και κατακυρώνονταν στον τελευταίο πλειοδότη. Η τιμή των αφιερωμάτων πολλές φορές έπαιρνε δυσανάλογο ύψος και ακριβοπληρώνονταν. Ο σκοπός ήταν να κερδίσει η εκκλησία και αυτό το ήξεραν οι αγοραστές. Ανάμεσά τους ήταν και εκείνοι που ήθελαν να επιδείξουν τις οικονομικές τους δυνατότητες και με αυτόν τον τρόπο φανερώνονταν οι κουβαρντάδες και οι επιδειξιομανείς. Το μεσημέρι είχαν όλα ξεπουληθεί και η εκκλησία έκανε γερό κομπόδεμα. Έβγαιναν και μερικά στο λαχνό, στην λοταρία και πάλι για την ενίσχυση του εκκλησιαστικού ταμείου.

Το εκκλησίασμα απλωνόταν στο προαύλιο του ναού. Χαιρετιούνταν και αντάλλασσαν μεταξύ τους φιλιά και ευχές. Δεν διαλύονταν οι προσκυνητές εκτός από μερικές νοικοκυρές, που ήταν αναγκασμένες να γυρίσουν στα νοικοκυριά τους για να ετοιμάσουν το μεσημεριανό τραπέζι, καθώς είχαν ξένους να φιλοξενήσουν και έπρεπε να υπάρχουν αρκετά φαγητά. Οι υπόλοιποι κάθονταν στα παγκάκια, άλλοι έκαναν βόλτες, συζητούσαν και παρακολουθούσαν την εξέλιξη του πανηγυριού. Αυτό περίπου ήταν το θρησκευτικό μέρος του πανηγυριού. Εν τω μεταξύ οι οργανοπαίχτες ετοίμαζαν τα όργανα τους και όχι σπάνια οι πιο θερμόαιμοι άρχιζαν το χορό και έμπαιναν στο κέφι.

ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ

Το μεσημέρι άδειαζε η πλατεία της εκκλησίας και οι τόποι συναθροίσεων και οι άνθρωποι αποτραβιούνταν στα σπίτια για το μεσημεριανό φαγητό. Στο μεταξύ οι νοικοκυρές είχαν ετοιμάσει το τραπέζι με τα ψητά και τα σχετικά και άρχιζε το φαγοπότι. Οι ξένοι προσκυνητές ήταν προσκεκλημένοι σε σπίτια συγγενών ή φίλων. Κανένας δεν έμενε εκτός νυμφώνος. Ακόμα και τελείως άγνωστοι που τύχαινε να παρευρεθούν, ακόμα κι αν δεν γνώριζαν κανέναν, θα καλούνταν στο σπίτι κάποιου. Η φιλοξενία στα χωριά μας ήταν πατροπαράδοτο έθιμο και σε υψηλό βαθμό μάλιστα.

Ακόμα εθεωρείτο προσβολή για ολόκληρο το χωριό να φύγει ξένος νηστικός και μάλιστα σε μέρα πανηγυριού. Όλα τα σπίτια του χωριού την ημέρα του πανηγυριού ήσαν έτοιμα να δεχτούν και να φιλοξενήσουν ξένους, φίλους και συγγενείς και περισσότερους μάλιστα από όσους περίμεναν. Κάθε νοικοκύρης κρέμαγε σφαχτό στο τσιγκέλι και η νοικοκυρά ετοίμαζε ποικιλία φαγητών σε αρκετή ποσότητα, ώστε να φάει ένας λόχος, όπως έλεγαν. Στο τραπέζι απλώνονταν κρέατα μπόλικα, αφράτα σταρένια ψωμιά, τυριά, γιαούρτια, σαλάτες και άφθονο μπρούσκο κοκκινέλι κρασί από το αμπέλι του νοικοκύρη. Αλλά και όλα σχεδόν τα εδέσματα προέρχονταν από τη σοδειά του νοικοκύρη.

Μετά το γενναίο φαγοπότι, τις χαιρετούρες και τα πειράγματα, ερχόταν το κέφι, η ευθυμία και το τραγούδι και στηνόταν τρικούβερτο γλέντι και χορός. Τραγούδαγαν με το στόμα δημοτικά τραγούδια και χόρευαν. Και αφού τραγούδαγαν κι χόρευαν στα σπίτια, έβγαιναν και, τραγουδώντας παρέες- παρέες, τράβαγαν για το προαύλιο της εκκλησιάς, όπου γινόταν συνήθως το πανηγύρι με την συμμετοχή όλων των κατοίκων και των προσκυνητών. Εκεί υπήρχαν και τα όργανα από ταβούλια και βιολιά. Πιάνονταν όλοι στον χορό, σε δύο και τρεις κύκλους μέχρι τα ξημερώματα της άλλης ημέρας. Κι όσο ανέβαινε ο πυρετός της ταβουλόβεργας και της καραμούζας των Λιαραίων από την Αναστάσοβα ή το κλαρίνο και το μπουζούκι του Καραλά από το Σκούπι, ο χορός γινότανε πιο γοργός.

Και πήδαγαν οι μερακλήδες χορευτές και χαιρότανε κανείς να βλέπει τις φούρλες, τις φιγούρες και τα τσαλιμάκια τους. Κάθε χορευτής μπροστάρης πλήρωνε το χορό (δύο τραγούδια, ένα τσάμικο κι ένα συρτό – καλαματιανό) και τα τσαλιμάκια του. Και κόλλαγε ο μερακλής, μα και καθένας χορευτής στα μέτωπα των οργανοπαιχτών με σάλιο τα κατοστάρικα και τα πεντακοσάρικα. Κι αυτοί έβαζαν τα δυνατά τους να ευχαριστήσουν τους μερακλήδες καλοπληρωτές χορευτές. Ήταν ένα αληθινό ξεφάντωμα. Ένα ξέσπασμα χαράς και ευτυχίας. Σ’ αυτούς τους δημόσιους χορούς φαίνονταν οι μερακλήδες και οι κουβαρντάδες. Επεδείκνυαν τα πλούτη τους, τη λεβεντιά τους, το ντύσιμό τους και ήταν μια πρόκληση για τις λεβεντονιές.

Και έτσι προέκυπταν οι μικροσυμπάθειες και αναπτύσσονταν οι κρυφοί έρωτες, που είχαν ευτυχή αποτελέσματα και επιθυμητές αποκαταστάσεις των νέων. Και δεν γίνονταν όλα για τους νέους. Είχαν και οι γεροντότεροι το μερίδιό τους σ’ αυτές τις εκδηλώσεις χαράς.

Επιδείκνυαν κι αυτοί τη ζωτικότητα τους και την αξιοσύνη τους. Οι χοροί αυτών των πανηγυριών είχαν πολλές φορές και την δυσάρεστη όψη τους. Δημιουργούνταν μικροπαρεξηγήσεις και καυγάδες, ποιος θα χορέψει μπροστά ή γιατί παραβίασε κάποιος τη σειρά του. Και ο μικροκαυγάς κατέληγε ακόμα και σε φονικό. Και τότε χάλαγε και το πανηγύρι και τα κέφια και η διασκέδαση του χωριού.

Τα πανηγύρια εξακολουθούν να γίνονται και σήμερα στα χωριά μας στις τακτές τους ημερομηνίες, αλλά δεν έχουν τον παλιό λαϊκό, γραφικό και λαογραφικό χαρακτήρα. Τη θέση της πλατείας την πήρε το κέντρο, η ορχήστρα και η εκμετάλλευση. Και από εδώ προέκυψε η παροιμία: «Για να πας στο πανηγύρι πρέπει η τσέπη σου να γείρει». Χάθηκαν οι ζυγιές (συγκρότημα) με τις ταβουλόβεργες και τις καραμούζες ή οι βιολάρηδες οι πρακτικοί και τα λαϊκά και παραδοσιακά όργανα και αντικαταστάθηκαν με εξευγενισμένες σύγχρονες ορχήστρες από τα κέντρα, με τραγουδίστριες, τραγουδιστές, μεγάφωνα και ηλεκτρονικά μέσα. Τα τάλιρα αντικαταστάθηκαν με τα κατοστάρικα και τα κατοστάρικα με τα χιλιάρικα και τα πεντοχίλιαρα. Και τα κέντρα προσφέρουν πανάκριβη την πιρουνιά τους και μαζί αλόγιστες ποσότητες μπύρας αντί του ντόπιου και λαχταριστού κρασιού.

Έτσι χάθηκε η παλιά γραφική λαϊκή και παραδοσιακή μορφή του απλού και ωραίου πανηγυριού.

ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ

Εκτός από τα τοπικά και στενά θρησκευτικά πανηγύρια των χωριών μας, αναπτύχθηκαν και καθιερώθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα τα μεταπαναστατικά ευρύτερα και μεγαλύτερα περιφερειακά πανηγύρια με λιγότερο θρησκευτικό και περισσότερο εμπορικό και επιχειρησιακό χαρακτήρα. Τα πανηγύρια αυτά λέγονταν εμποροζωοπανηγύρεις ή εμποροζωοπανήγυρα.

Σε αυτά πωλούνταν ποικίλα και παντός είδους βιοτεχνικά και βιομηχανικά εμπορεύματα που έρχονταν από την πόλη και τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως είδη πρώτης ανάγκης [παπούτσια, υφάσματα, ντρίλια, έτοιμες φορεσιές, πανιά, νήματα, εσώρουχα, πουκάμισα (ανδρικά και γυναικεία), ψιλικά (κουβαρίστρες, κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες κ.λπ)], σιδερικά κάθε μορφής (σκαπτικά εργαλεία, αξίνες, κασμάδες, τσάπες, σκαλιστήρια, δρεπάνια, δικριάνια, κόσκινα, αλυσίδες, πρόκες κ.λ.π.) και ακόμα τσοκάνια και κουδούνια γα τα γιδοπρόβατα, σαμάρια, μπαλτιμοκάπουλα, καπιστράνες, κολλάνια, τριχιές, διάφορα δοχεία, κόσκινα, κρισάρες, μάσια, πυρωστιές, χαλκώματα, ταψιά, τεντζερέδες, καζάνια και ένα πλήθος αντικειμένων που ήταν χρήσιμα και βοηθητικά στις δουλειές των ανθρώπων των χωριών και του μόχθου και τα οποία δεν έβρισκαν στον τόπο τους ή ήταν ακριβά.

Παράλληλα έβρισκαν την ευκαιρία οι ντόπιοι να πουλήσουν και τα λίγα δικά τους προϊόντα, όπως ρούχα εγχώρια (κουβέρτες, μαντανίες, απλάδες – όλα υφαντά), μαλλιά προβάτου, κοζιά γιδίσια, τυριά, χόρτα, τριφύλλια, κορφάδες, μέλι, φρούτα κ.λπ., αλλά και τα ζώα τους, όπως βόδια, μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα, γίδια, πρόβατα, αρνιά, κατσίκια, κυνηγετικά σκυλιά, χοιρινά κ.λπ. Όπως βλέπουμε, οι εμποροζωοπανηγύρεις ήσαν δημόσιες λαϊκές παραδοσιακές αγορές που διοργανώνονταν κάθε χρόνο σε καθορισμένο τόπο και χρόνο και αποσκοπούσαν στην αγοραπωλησία εμπορευμάτων, προϊόντων και ζώων.

Τα πανηγύρια είναι συνέχεια των πανάρχαιων προς τον σκοπό αυτόν συγκεντρώσεων. Από το Μεσαίωνα και μέχρι σήμερα ακόμα αποτελούν ισχυρό μέσο και τρόπο ανταλλαγής των προϊόντων των περιφερειών, των νομών, των επαρχιών και των μικρότερων διαμερισμάτων, ενώ τεράστια είναι η προσφορά τους στην ανάπτυξη του εμπορίου, της κτηνοτροφίας, της γεωργίας και στην διευκόλυνση γενικά των ανταλλαγών και της επικοινωνίας των λαών και των ανθρώπων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα παρόμοιες εμποροπανηγύρεις εξελίχθηκαν αργότερα σε διεθνείς εκθέσεις.

Η επαρχία Καλαβρύτων από τα μέσα του περασμένου αιώνα και εξής προγραμμάτισε και καθιέρωσε τέσσερα μεγάλα λαϊκά «εμποροζωοπανήγυρα». Και τα τέσσερα πραγματοποιούνταν την ίδια εποχή (φθινόπωρο) και μέσα στον ίδιο μήνα (Σεπτέμβριο).

Τα πανηγύρια αυτά είναι τα εξής:
Η εμποροζωοπανήγυρη των Τριποτάμων (Ψωφίδος),
η εμποροζωοπανήγυρη της Στρέζοβας (Δάφνης),
η εμποροζωοπανήγυρη των Καλαβρύτων και
η εμποροζωοπανήγυρη των Μαζαιΐκων (Κ. Κλειτορίας).

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

πίσω