Ο Ορεινός κι ανταριασμένος όγκος του αγέραστου Ολωνού- Ερύμανθου, που από τα πανάρχαια χρόνια ήταν το ενδιαίτημα του Ερυμάνθιου κάπρου, των Κενταύρων του Φόλου, του τραγοπόδαρου Πάνα, των στοιχείων και των αερικών. Ο Σκυθρωπός όγκος του, που απλώνεται επιβλητικά πάνω απ’ την Κάπελη ως τα Νεζεροχώρια και το Λιβάρτζινο, δεσπόζει σ’ ολόκληρο τον κάμπο της Γαστούνης και της βουντούχλας ως το Παναχαϊκό και τα βουνά της Αρκαδίας.

 

Ο Ορεινός αυτός όγκος με τα ρουμάνια και τα πυκνοδάση του, που ολοχρονίς είναι χιονοσκεπασμένα, στους κόρφους του κάποτε φώλιαζαν ζαρκάδια, αγριόχοιροι, λύκοι, άγρα άλογα κι όλων των ειδών τ’ αγρίμια.

Στο χώρο αυτό με τις κακοτράχαλες κι απάτητες κορφές και τις αδιάβατες ρεματιές στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς εύρισκαν καταφύγιο οι ανυπότακτοι και φιλελεύθεροι έλληνες, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τη σκλαβιά και να δουλέψουν τους Τούρκους. Στη γωνιά αυτής της ελληνικής γης, που από του φυσικού της ήταν οχυρή κι απρόσιτη στον Τούρκο, ζούσε κι ανέπνεε τον ελεύθερο αέρα της πατρίδας η κλεφτουριά του Ολωνού.

Τα δύο μεγάλα μοναστήρια που βρίσκονται σε απότομες και κρημνώδεις θέσεις στις υπωρείες του κύριου όγκου του Ολωνού, τόνα ψηλά από τη Δίβρη στο Τουμνικό και τα’ άλλο στην τραχεία χαράδρα του Γερμουτσανιού, αφιερωμένα και τα δύο στην Παναγία τη Χρυσοπηγή και την Πορετσάνισσα, ήσαν στα χρόνια εκείνα πολυάνθρωπα, «Κιβωτοί της πίστης» και «τροφοδότες» της ηρωϊκής κλεφτουριάς.

Οι ανυπόταχτοι και αγέρωχοι αυτοί κλέφτες ήσαν η ελπίδα κι απαντοχή των κατατρεγμένων σκλάβων της ορεινής Ηλείας-Αρκαδίας και Αχαϊας, και οι αδέκαστοι τιμωροί της Τουρκικής απληστίας και βαναυσότητας.

Ξακουστά; Παλικάρια; Και φημισμένοι κλέφτες που λημέριαζαν στον Ολωνό και έδρασαν στην ευρύτερη περιφέρεια του και τα άλλα βουνά της Πελοποννήσου μετά τα Ορλωφικά και πριν από την Επανάσταση του 1821 ήσαν:

Ο Γιάννης Γιαννιάς που γεννήθηκε στην Προστοβίτσα το 1760 πρωτοκλέφτης και φημισμένο παλικάρι. Ο Πατέρας του ήταν παπάς στο χωριό και λεγόταν Παπανδρέας γνωστός σ’ όλη την περιοχή για τη γενναιότητά του και την παλικαριά του.

Ο Γιάννης Γιαννιάς (το επώνυμό είναι το μεγενθυντικό του Γιάννης) από νωρίς έγινε κλέφτης και εντάχθηκε στο σώμα του ξακουστού Ζαχαριά από την Μπαρμπίτσα ως μπουλουξής (αρχηγός ομάδας κλεφτών). Είχε 60 παλικάρι ακιλ σκόρπιζε το φόβο και τον τρόμο στους Τούρκους.

Προπαντών δε από του Λάλα ως την Βουντούχλα (περιοχή Τριταίας) κανένας Τούρκος δεν τόλμαγε να περάσει. Τα κορφοβούνια του Ολωνού μιλάνε για την αντρειοσύνη του, καθώς λέει και το τραγούδι. Όμως στο 1804 προδόθηκε στους Τούρκους από κάποιον κουμπάρο του στην Τριταία-Ρένεσι-και σκοτώθηκε. Κατ’ άλλους τον δηλητηρίασαν.

Το λαϊκό δίστιχο:
«Κουμπάροι φάγαν το Γιαννιά
Κουμπάροι και το Ζαχαριά».

Μας φανερώνει ότι και οι δύο αντρειωμένοι σκοτώθηκαν ύστερα από προδοσία. Υπάρχει και άλλη εκδοχή για το θάνατο του, ότι τον κρέμασαν οι Τούρκοι στην Πάτρα στην συνοικία Μαρούδα «επί δένδρου μεγαλικουκιάς». Ο Θ. Κολοκοτρώνης διηγούμενος για τον κατατρεγμό της κλεφτουριάς λέει: «… τον Ιανουάριο του 1806 ήρθε το διάταγμα και μας κυνήγησαν. Ο Πετιμεζάς, ο Γιαννιάς κι ο Ζααχαριάς ήσαν χαημένοι πρωτύτερα».

Για το θάνατο του Γιαννιά πολλά τραγούδια έχουν γραφτεί με πολλές παραλλαγές. Μέσα απ’ τις παραλλαγές των τραγουδιών βγαίνει και ο τρόπος του θανάτου του. Ένα από τα πολλά είναι και το πιο κάτω:
«Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και σιγαλά βροντάνε
Κάνε σε γάμο πέφτουνε κάνε σε πανηγύρια.
Μαείδε σε γάμο πέφτουνε μάειδε σε πανηγύρι.
Ο Γιάννης εκαβάλησε στην Πάτρα για να πάει.
Βγαίνει τον Αστερόκαμπο της Ισαριάς τον κάμπο
Κοντοκρατάει τα’ άλογο Βοδιά και Σανταμέρι
και σεις κουμπαρούληδες μου στα μαύρα να ντυθήτε
και συ κουμπαρά Γιώργαινα πρώτη νου φιλενάδα
βγάλτ’ το άσημο ζούναρο, το φλώρινο γιουρτάνι
και φόρεσε το γεμενί το λαβουρό φουστάνι
κι έβγα σ’ ένα ψηλό βουνό σε μια ψηλή ραχούλα
τραγούδησε τα πάθια μου και πέστα μοιρολόι
Και συ γυναίκα μου καλή, άξια και παινεμένη
να μου φυλάξης το παιδί κι όταν θα μεγαλώση
να του φορέσης τα’ άρματα που τάχω κρεμασμένα
εκεί ψηλά στην εκκλησιά, πίσω απ’ τα’ άγιο βήμα
και να του πεις να εκδικηεή το αίμα μου να πάρη
από τον άτιμο κατή, τον Τούρκο Ταταράκη».

Και το πιο κάτω τραγούδι που παραθέτουμε κι αυτό μιλάει στους στίχους του για τη δράση και το θάνατο του πρωτοκλέφτη, αλλά αποκαλύπτει μια άλλη πτυχή της ζωής του. Βέβαια ο Γ. Γιαννιάς με τον Γιάννη Χονδρογιάννη πρωτοπαλίκαρό του από του Μάζί-Καλαβρύτων και τα άλλα παλικάρια του, αλώνιζε τα κορφοβούνια και τις ραχούλες του Ολωνού, του Χελμού και των άλλων βουνών του Μοριά μαχόμενος εναντίον του Τούρκου δυνάστη. Αναμφισβήτητα οι στίχοι εκφράζουν ή φωτίζουν μία άλλη πλευρά της προσωπικής του ζωής.

Είναι όμως η ιστορική πραγματικότητα και αλήθεια; Κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά, γιατί πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα; Όσο και αν ερευνηθούν.

«Τέσσερα χρόνια έκαμε μια κόρη με τους κλέφτες.
Κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν κορασίδα.
Μα μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια επίσημη ημέρα
βγήκαν οι κλέφτες στο γλέντι, να ρίξουν το λιθάρι.
Το ρίχνουν μια, το ρίχνουν δυό, το ρίχνουν τρεις και πέντε.
Τρέχει τότε και η κλέφτισα και το λιθάρι αρπάζρι.
Στα χέρια της το έσφιξε, μακρυά για να το ρίξει,
Και στις εφτά και στις οχτώ όλους τους απερνάει..
Μα πάλι η κόρη έτρεξε και το λιθάρι αρπάζει.
Κι από τη φούργια την πολλή κι από το βιάσιμό της
Εσπάσανε οι κόπιτσες, πούσφιγγαν το λαιμό της.
Κι εφάνηκε το στήθος της, τα κιτρολεϊμονά της.
Οι κλέφτες σαν την είδανε, γλυκά την ερωτάνε
-Πες μας νεράϊδα του βουνού, του Λειβαρτζιού κοπέλλα
Ποια μάνα σε εγγένησε και πιον έχει πατέρα;
-Κλέφτες σαν με ρωτήσανε να σας ειπώ ποια είμαι.
Ορκ΄λιζομαι στην Παναγιά και στον Άγιο Βασίλη
Πώς όλα θε να σας τα πω, τίποτα δε θα κρύψω.
Πατέρα εία το Γιαννιά και μάνα τη Νταλιάνα
Σκεντέρ-μπης με εζήτησε γυναίκα να με πάρει
Να με φορέσει στα χρυσά, τούρκισσα για να γίνω.
Κάλλιο να με σουβλίζανε, τα μάτια να μου βγούνε
Παρά να γίνω τούρκισσα την πίστη μου ν’ αλλάξω.
Γι’ αυτό εβγήκα στο κλαρί, εφόρεσα τ’ αντρίκια
και επήρα δίπλα τα βουνά και τις κοντροραχούλες
να βρω κλέφτες κι αρματωλούς, αδέρφια να τους κάμω,
εκδίκηση να πάρουμε της μάνας μου το φόνο
και τ’ έρημου πατέρα μου, τη φοβερή κρεμάλα.
Τους Τούρκους να ξεκάνουμε τους άπιστους τους σκύλους
Να δώσουμε ελευθεριά, σ’όλα τα βιλαέτια.

Ο Γιώργης Γιαννιάς ή Δεληγιώργης (για την παλικαριά του) γιός του πρωτοκλέφτη Γιάννη Γιαννιά, ο οποίος βγήκε κλέφτης πολύ νέος στα βουνά του Ολωνού για να εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του. Ήταν καπετάνιος και είχε περί τα 100 παλικάρια από τη γύρω περιοχή Δίβρη, Νούσα όπου είχε και συγγενείς. Μοστενίτσα, βερβίνη, Πορετσό, Γερμουτσάνη, Τσιπιανά, Ανδρώνι, Κούμανι, Κερτίζα, Κακοτάρι, Προστοβίτσα, Σκιαδά κ.α.

Είχε γίνει το φόβητρο των Λαλαίων τουρκαλβανών. Άμα άρχισε η επανάσταση του 1821 με τα παλικάρια που εντάχθηκε στο σώμα του Χαράλαμπου Βιλαέτη. Ύστερα από τον ηρωϊκό θάνατο του Βιλαέτη στα αμπέλια του Λατζοϊου οι Λαλαίοι αποθρασύνθηκαν, ενώ το ηθικό των επαναστατών είχε πέσει.

Στο άκουσμα, ότι έρχονται οι Λαλαίοι, όλοι έτρεχαν φοβισμένοι να κρυφτούν. Ο Γιώργης Γιαννιάς αντρειωμένος καπετάνιος για να αναπτερώσει το ηθικό των επαναστατών και να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του και αρχηγού του, όρμησε κατά των Λαλαίων. Αλλά στην περίφημη μάχη της Τσάχλης ή Πολίτζας, ή Ολωνού-Κερτίζας ή τοποθεσία περί το κεφαλόβρυσο Κατσαρού (Κατσαρέϊκα συνοικισμός) που είναι κτηματική περιφέρεια της κοινότητας Ανδρωνίου-Ηλείας, περικυκλώθηκε από 1.500 Λαλαίους, ενώ ο Γιαννιάς είχε περί του 100.

Τα παλικάρια του μπροστά στην τόσο μεγάλη δύναμη των Λαλαίων φοβήθηκαν και τον εγκατέλειψαν, άλλοι δε ξιφήρεις διέσχισαν τον κλοιό και εσώθηκαν. Ο Γιαννιάς με λίγα πιστά παλικάρια 12 ή 8 έμεινε ταμπουρωμένος στο πρόχειρο οχύρωμα που είχε φτιάσει και πολέμησε σα λιοντάρι επί 8 ολόκληρες ώρες μέχρις ότου σκοτώθηκαν όλοι. Ήταν τότε 25 χρονών. Οι Λαλαίοι προτού κάνουν την έφοδο του πρότειναν να παραδοθεί και να του δώσουν πλούτη και αξιώματα, αλλ’ αυτός αρνήθηκε, τους απάντησε, ότι δεν προδίδει την πίστη του και την πατρίδα του.

Ο ηρωικός θάνατος και η παλικαριά του Γιαννιά κατατρόμαξε τους Λαλαίους, οι οποίοι πέρασαν της κινήσεις τους προς τα ορεινά της Ηλείας-περιοχή Δίβρης.

Η λαϊκή μούσα εξύμνησε το θάνατο του Γιαννξιά με διάφορα τραγούδια. Παραθέτουμε το πιο κάτω:
«Πολλές μανούλες θλίβονται κι ούλες παρηγοριούνται
του Γιώργη η μάνα θλίβεται παρηγοριά δεν έχει.
Στο παραθύρι κάθεται τους κάμπους αγναντεύει
τα ριζοβούνια του Ολωνού βλέπει σκοτιδιασμένα;.
Μη απ’ τα χιόνια τα πολλά μητ’ από τον χειμώνα
το μαύρο Γιώργη έκλεισαν οι άπιστοι Λαλαίοι.
Αυτοί δεν ήσαν λιγοστοί ήταν δύο τρεις χιλιάδες
κι ο Γιώργης ήταν μοναχός με δώδεκα νομάτους
Ντερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι.
Έβγα Γιώργη προσκύνησε και δώσε τ’ άρματό σου
Μουρτάτη πώς με πέρασες να βγω να προσκυνήσω
Μηγάρις είμαι νιόνυφη τα χέρια να φιλήσω
Εγώ μια ο Γιώργης του Γιαννιά του πρώτου καπετάνιου
και θα βαστάξω πόλεμο με δώδεκα νομάτους
Μακρηπανάγος φώναξε από ψηλή ραχούλα
-βάστα Γιώργη τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
Κι εγώ (βοήθεια) σου’ρχομαι με δυό
Με τρεις χιλιάδες
Τι να βαστήξω θείε μου τρεις