Οι συνθήκες δουλειάς στα χωράφια ήταν από δύσκολες έως απάνθρωπες. Αυτό γιατί οι δουλειές της υπαίθρου ήταν και είναι πάντα βαριές και δύσκολες, Γίνονταν γιατί έπρεπε, γιατί ήταν ζωτική ανάγκη, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ο ζευγολάτης έπρεπε να σπείρει το χωράφι του με τα βόδια ή τα άλογα, αυλακιά – αυλακιά, σπυρί – σπυρί το σιτάρι, το κριθάρι, το λαθούρι ή ότι άλλο, με το βοριά να τον διαπερνά και το κρύο και τη βροχή να του τσακίζει τα κόκαλα.

Αργότερα θα ‘πρεπε να σκάψει τ’ αμπέλια με το ξινάρι. Να οργώσει πάλι και να σπείρει τις οψιμιές. Να τις σκαλίσει αργότερα ένα, δύο ή και τρία χέρια πολλές φορές, να τις καθαρίσει από τα ζιζάνια και να τις ποτίζει ανά τακτά διαστήματα, μένοντας μερόνυχτα ολόκληρα με τα πόδια στο νερό.

Κι ερχόταν το Καλοκαίρι, η ώρα της συγκομιδής των δημητριακών που κάτω από το λιοπύρι έπρεπε να μαζέψει στάχυ -στάχυ τον κόπο του στ’ αλώνι, κι από κει, μετά τ’ αλώνισμα, να τον αποθηκεύσει, για να ζήσουν άνθρωποι και ζωντανά.

Μετά τη συγκομιδή των πρώιμων, έρχεται η συγκομιδή των όψιμων, ο τρύγος, τα πατητήρια, το μάζεμα της ελιάς, το λάδι, δουλειές εξ ίσου δύσκολες και κοπιαστικές.

Ο ίδιος άνθρωπος σαν τσοπάνης, έπρεπε να φροντίζει τα ζώα του γιατί από αυτά ζούσε. Έτσι έπρεπε να τους εξασφαλίζει τροφή, νερό και ζέστη για τους κρύους μήνες του Χειμώνα, καθώς και φροντίδα στη γέννα και στον θηλασμό των μικρών.

Όταν θα ‘ρχοταν ή ώρα, ο ίδιος πάλι θα άρμεγε το γάλα για να το κάνει τυρί, μυζήθρα, να βγάλει το βούτυρο και μόνος θα κούρευε το μαλλί τους για να φτιάξει ζεστές κουβέρτες. Ο ίδιος πάλι άνθρωπος, σαν οικογενειάρχης, θα έπρεπε να επισκευάσει τη στέγη του σπιτιού του. Να χτίσει ένα μανδρότοιχο ή έναν στάβλο. Να φτιάξει ένα τραπέζι ή μια πόρτα. Να φέρει νερό από την κοντινή πηγή. Να συγκεντρώσει ξύλα για το χειμώνα…

Η γυναίκα από την πλευρά της, πέρα από τούτες τις δουλειές στις οποίες συμμετείχε εξ ίσου δίπλα στον άνδρα, θα έπρεπε να προλάβει να φροντίσει τα παιδιά, να πλύνει, να μαγειρέψει, να μπαλώσει, να ψήσει το ψωμί, να συγυρίσει το σπίτι. Κι όταν το βράδυ κατάκοπη μαζευόταν στο σπίτι -ο άνδρας πήγαινε στο καφενείο- εκείνη θα έπρεπε να υφάνει στον αργαλειό, να γνέσει το μαλλί κάτω από το λιγοστό φως του λυχναριού, να διαβάσει τα παιδιά για το σχολείο…

Όλες τις δουλειές τις έκαναν οι ίδιοι άνθρωποι και όλοι, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, πρόσφεραν όσο μπορούσαν και κάτι πάρα πάνω σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Δεν υπήρχε ωράριο εργασίας. Το μεροδούλι ήταν ήλιο με ήλιο, δηλαδή από την ανατολή μέχρι τη δύση του, ανεξαρτήτως εποχής. Οι καθημερινές όμως δραστηριότητες άρχιζαν αχάραγο το πρωί και τελείωναν αργά το βράδυ όταν πήγαιναν για ύπνο.

Δεν είχαν ρολόγια να μετρούν το χρόνο, όμως είχαν επινοήσει τρόπους να βρίσκουν την ώρα με ακρίβεια, παρατηρώντας τον ήλιο, τη σκιά των δέντρων την ημέρα, τ’ αστέρια, τον αυγερινό, τον αποσπερίτη, την αλετροπόδα, ή μετρώντας τα λαλήματα του κόκορα, τη νύχτα.

 

Πηγή: Νομαρχία Ηλείας