Στις Βάσσες της Φιγάλειας. Μνημείο-Αριστούργημα ισάξιο του Παρθενώνα.

Ο ναός κτίστηκε από τον Ικτίνο μεταξύ των ετών 430-410 π.Χ. και παραμένει ο καλύτερα σωζόμενος αρχαίος ναός, μετά το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα. Έχει τεθεί υπό την προστασία της UNESCO, ως μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη έργα συντήρησης του, που θα διαρκέσουν περί τις δύο δεκαετίες.

 

Στο κέντρο του ενδιαφέροντος ο «δικός μας» Παρθενώνας. Νοτιοδυτικά της Ανδρίτσαινας σε ένα επιβλητικό και άγριο ορεινό τοπίο, βρίσκεται ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, ένας από τους μεγαλύτερους ναούς της Αρχαιότητας. Ο ναός βρίσκεται σε απόσταση 14 χλμ νότια της Ανδρίτσαινας σε υψόμετρο 1.130μ. επάνω στο όρος Κωτίλιο.

Στην τοποθεσία αυτή, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Βάσσες (που σημαίνει μικρά πλατώματα σε βράχους), οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Φιγαλείας είχαν ιδρύσει, από τον 7ο αι. π.Χ. ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα, τον οποίο και λάτρευαν με την προσωνυμία του Επικουρίου-συμπαραστάτη στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Το επίθετο Επικούριος δόθηκε την εποχή των πολέμων με τους Σπαρτιάτες γύρω στο 650 π.Χ.

Η υπερβολικά στενόμακρη κάτοψη της περίστασης, ο αριθμός των κιόνων (6*15 αντί του κανονικού για την εποχή 6*13) και η διάταξή τους (μεγαλύτερα μετακιόνια διαστήματα στις στενές πλευρές) είναι αρχαϊκά χαρακτηριστικά και παραπέμπουν σε συγκεκριμένο πρότυπο: το μεγάλο ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς. Συνυπάρχουν όμως αρμονικά με προοδευτικά γνωρίσματα της ώριμης κλασσικής αθηναϊκής αρχιτεκτονικής, όπως είναι η λεπτότητα των κιόνων, το χαμηλό ύψος της κρηπίδας και του θρίγκου και η ευρυχωρία του προδρόμου και του οπισθοδρόμου. Η μεγάλη πρωτοτυπία του μνημείου έγκειται στη διαμόρφωση του εσωτερικού του.

Στο σηκό υπάρχει η ιδέα της κιονοστοιχίας κατά τις τρεις πλευρές, όπως στον Παρθενώνα και το ναό του Ηφαίστου (Θησείο) στην Αθήνα, όμως οι κίονες στις μακρές πλευρές δεν είναι ελεύθεροι. Εκφύονται από τους τοίχους ως λεπτά εγκάρσια χωρίσματα (ανάλογα με εκείνα του αρχαϊκού ναού της Ήρας στην Ολυμπία), που απολήγουν σε ιωνικούς ημικίονες με ιδιότυπα κιονόκρανα και βάσεις.

Στη στενή πλευρά του σηκού, απέναντι από την είσοδο, ο ελεύθερος κίονας (ίσως και οι δύο τελευταίοι, στην ίδια γραμμή με αυτόν, ημικίονες) έφερε το πρώτο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής κορινθιακό κιονόκρανο.

Η ζωοφόρος του ναού είναι ένα πραγματικό αριστούργημα αποτελούμενη από εικοσιτρείς μαρμάρινες πλάκες, από τις οποίες οι έντεκα δυτικά παρίσταναν κενταυρομαχία (Λάπιθες-Κένταυροι) και οι έντεκα ανατολικά αμαζονομαχία (Αθηναίοι -Αμαζόνες). Η κεντρική στο βάθος παρίστανε τον Απόλλωνα που με τη συνδρομή της Αρτέμιδας έκανε να επέλθει η δικαιοσύνη, που διαταράχτηκε από τους αίτιους των φοβερών μαχών (Κενταύρους-Αμαζόνες). Πρόκειται για πραγματικό αριστούργημα που η ζωντάνια και η έκφραση των μορφών, καθώς και η συνταιριασμένοι πλοκή των σκηνών, το κατατάσσουν στους καλύτερους γλυπτικούς διάκοσμους της αρχαιότητας.

Δυστυχώς αυτά τα μοναδικά γλυπτά της ζωοφόρου του Επικούριου Απόλλωνα, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έγιναν αντιληπτά από Ευρωπαίους αρχαιοκάπηλους και εκλάπησαν.

Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος τους κοσμεί τις προσθήκες του Βρετανικού μουσείου, αλλά και του μουσείου του Λούβρου και του Μονάχου. Μέσα στο ναό υπήρχε και μεγάλο (12 πόδια) χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα το οποίο κατά τις μαρτυρίες του Παυσανία, όταν ιδρύθηκε η μεγάλη Πόλις μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε εκεί, μπροστά από τέμενος του Λυκαίου Διός.