Επιμέλεια: ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ tsiorou@enet.gr
«Είμαι πολύ αισιόδοξη. Πιστεύω πως σύντομα θα υπάρξει μια χρυσή εποχή για τη δημοσιογραφία». Σε τόσο δύσκολους καιρούς μια τέτοια φράση ακούγεται παράφωνα, η κυρία όμως που την εκφέρει είναι μία από τις εκατό προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, σύμφωνα με το περιοδικό «Time». Η, ελληνικής καταγωγής, Αριάνα Χάφινγκτον το 2005 δημιούργησε έναν ειδησεογραφικό ιστότοπο με θέμα την πολιτική, αλλά και τα
πολιτικά παρασκήνια, που γνώρισε καλά η ίδια, καθώς υπήρξε παντρεμένη με το δεξιό γερουσιαστή Μάικλ Χάφινγκτον. Μετά το διαζύγιό της, το 2005, αλλάζει πεποιθήσεις και τελικά στρατεύεται στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Αριάνα Χάφινγκτον: Σήμερα οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς, αλλά ούτε και τους δημοσιογράφους. Όλο και περισσότερο έχουν την τάση να στρέφονται προς τους ομοίους τους για να ενημερώνονται Η έδρα του «Huffington Post», όπως ονομάζεται ο ιστότοπος, βρίσκεται στο σπίτι της στο Λος Αντζελες και στήθηκε από την ίδια, μερικούς φοιτητές και κάποιους εθελοντές. Από μικρή προσωπική επιχείρηση έγινε αντιπολιτευτική δύναμη, με 37 εκατομμύρια επισκέπτες. Το «HuffPost», όπως εν συντομία ονομάζεται, εξαγοράστηκε σχετικά πρόσφατα από το διαδικτυακό κολοσσό AOL έναντι 234 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ επικεφαλής της επιχείρησης παραμένει η ιδρύτριά του, Αριάνα Χάφινγκτον.
Γιατί τα κοινωνικά δίκτυα είναι τόσο σημαντικά σήμερα;
«Είδαμε να αναδύονται εκατομμύρια μαρτυρίες ανθρώπων από την Τεχεράνη, από την Τυνησία, από την πλατεία Ταχρίρ ή την Αθήνα -είμαι ελληνικής καταγωγής και ήμουν εκεί όλο το καλοκαίρι», λέει η Χάφινγκτον στην εφημερίδα «Λιμπερασιόν». «Τα κοινωνικά δίκτυα μας έδιναν πληροφορίες για όσα συνέβαιναν. Είναι πολύ σημαντική η δράση τους γιατί οι κυβερνήσεις που θέλουν να εμποδίσουν κάποιες πληροφορίες μπορούν να λογοκρίνουν το CNN ή το BBC, αλλά είναι πρακτικά αδύνατο να λογοκρίνουν εκατομμύρια tweet ή μηνύματα στο facebook.
Οι κυβερνήσεις μπορούν να πείσουν τους δημοσιογράφους με τους οποίους συνδιαλέγονται, αλλά είναι πολύ δύσκολο να το κάνουν με δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους που εκφράζονται μέσα από το Ιντερνετ και οι οποίοι έχουν μια άμεση και προσωπική άποψη της πραγματικότητας.
Σήμερα οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς, αλλά ούτε και τους δημοσιογράφους. Όλο και περισσότερο έχουν την τάση να στρέφονται προς τους ομοίους τους για να ενημερώνονται. Όμως μέσα από τα κύματα τόσων πληροφοριών πώς μπορείς να κερδίσεις τη μάχη της αξιοπιστίας; Πιστεύω πως είναι σημαντικό οι δημοσιογράφοι των νέων ΜΜΕ να υιοθετήσουν ό,τι καλό υπάρχει στην παραδοσιακή δημοσιογραφία και να εφαρμόσουν τις βασικές αρχές της: ακρίβεια, επιβεβαίωση των γεγονότων, αντικειμενικότητα…
Όταν ξεκινήσαμε το HuffPost φανταζόμασταν μια μάχη μεταξύ της έντυπης δημοσιογραφίας και αυτής του Ιντερνετ και αναρωτιόμασταν ποια θα νικήσει. Γιατί κάθε φορά που εμφανίζεται κάτι νέο, έχουμε πάντα την αίσθηση πως θα αντικαταστήσει ό,τι υπήρχε έως τότε. Όμως δεν είναι έτσι: Οι δημοσιογράφοι των παραδοσιακών ΜΜΕ υιοθετούν όλο και περισσότερο τις μεθόδους της web δημοσιογραφίας και είναι αναγκασμένοι να το πράξουν. Και από τη δική μας πλευρά υιοθετούμε όλο και περισσότερο τις παραδοσιακές τεχνικές του ρεπορτάζ και της επαλήθευσης των γεγονότων. Άλλωστε, φέραμε στον ιστότοπό μας πολύ μεγάλους δημοσιογράφους των “New York Times” και του “Newsweek”. Προσλάβαμε, επίσης, πολλούς νέους δημοσιογράφους, τελειόφοιτους πανεπιστημιακών σχολών δημοσιογραφίας, που θα διδαχθούν από δημοσιογράφους του γραπτού Τύπου. Είμαι πολύ αισιόδοξη. Πιστεύω πως θα υπάρξει μια χρυσή εποχή δημοσιογραφίας».
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ιστότοπού σας, στο ξεκίνημά του;
«Είχαμε πολλές αποκλειστικότητες στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές του 2008 στις ΗΠΑ. Και κατά τη διάρκεια αυτής της καμπάνιας επινοήσαμε τον όρο “δημοσιογραφία των πολιτών” με το σχέδιο “OffTheBus” (“Βγείτε από το λεωφορείο”, αναφορά στο “The Boys on the Bus”, ένα βιβλίο για τους Αμερικανούς δημοσιογράφους που ακολουθούν τους υποψηφίους με το ειδικό λεωφορείο που υπάρχει για τους συνεργάτες τους). Δείξαμε την αποτελεσματικότητα ενός νέου μοντέλου όπου ερασιτέχνες δημοσιογράφοι χειρίζονται τις πληροφορίες, πλαισιωμένοι, ωστόσο, από επαγγελματίες δημοσιογράφους. Αυτός ο συνδυασμός ερασιτεχνισμού και επαγγελματισμού μάς πρόσφερε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε μεγάλες έρευνες».
Ο ιστότοπός σας είναι μια ηλεκτρονική εφημερίδα ή κάτι το εντελώς διαφορετικό;
«Οταν ξεκινήσαμε βρισκόμασταν ακόμη στην εποχή της εφηβείας του Ιντερνετ. Πειραματιζόμασταν και μέναμε άγρυπνοι σερφάροντας. Σήμερα που το Ιντερνετ έχει ενηλικιωθεί, ισχύουν οι ίδιες αξίες on line και off line. Δεν είναι πια το Far West που ήταν στην αρχή. Το HuffPost είναι μια δημοσιογραφική πλατφόρμα που συνδυάζει δημοσιογραφική δουλειά σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Έχουμε 1.400 δημοσιογράφους μισθωτούς με πλήρες ωράριο. Είμαστε, επίσης, μια πλατφόρμα διανομής που προσφέρει στήριξη σε κάθε πρόσωπο το οποίο έχει κάτι να πει σχετικά με βιβλία, τη μόδα ή οποιοδήποτε ενδιαφέρον θέμα, αφού πρώτα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μια ποιότητα σε αυτό που παρουσιάζει. Αυτός ο συνδυασμός των δύο μορφών δημοσιογραφίας χαρακτηρίζει την προσπάθεια του HuffPost».
Για ποιο από όλα όσα κάνετε είστε υπερήφανη;
«Είμαι περισσότερο υπερήφανη όχι για κάποια αποκλειστικότητα, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο καταφέραμε να καλύψουμε με επιμονή και υπομονή τη μοίρα της μεσαίας τάξης στην Αμερική. Να αφηγηθούμε τι συνέβη με το αμερικάνικο όνειρο. Παλαιότερα υπήρχε μια ανοδική πορεία για τον άνθρωπο: εργαζόταν σκληρά και μπορούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του: να αγοράσει ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο. Σήμερα υπάρχει μια καθοδική πορεία: χιλιάδες άνθρωποι ζουν λιγότερο καλά απ’ ό,τι οι γονείς τους στην ηλικία τους. Καλύψαμε δημοσιογραφικά, χωρίς να σταματήσουμε στιγμή, τη μοίρα αυτής της τάξης, αφηγούμενοι στους αναγνώστες μας την ανθρώπινη πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω από τους αριθμούς της ανεργίας, πίσω από τις χρεοκοπίες… Δημοσιεύσαμε μάλιστα το πρώτο μας βιβλίο -ηλεκτρονικό φυσικά- (The History of the big Recession), με βάση άρθρα ενός δημοσιογράφου μας για την ανεργία. Θα συνεχίσουμε με ρεπορτάζ, αλλά και με ό,τι μας στέλνουν. Οι άνθρωποι μας δίνουν πάρα πολλές ειδήσεις. Είναι κουρασμένοι, θέλουν αλλαγές και μας θέτουν πιεστικά ερωτήματα: Πού πηγαίνει η χώρα; Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τη δημοκρατία; Πώς θα ξαναβρούμε την ευμάρεια;»