Γράφει η Κεραμάρη Γεωργία
Δημοσιογράφος


Τη στιγμή που οι δείκτες της εγκληματικότητας χτυπούν «κόκκινο», το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στρέφεται  στις «κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες». Αυτές είναι οι «συνήθεις ύποπτες» για την έξαρση της βίας και της εγκληματικότητας.
 
Είναι αλήθεια ότι το πέρασμα από την φτώχεια και την ανέχεια στην εγκληματική δράση είναι εύκολο. Εύλογα, τα όρια μεταξύ της απεικόνισης της εγκληματικότητας και της δαιμονοποίησης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων είναι δυσδιάκριτα.  Πίσω όμως από τον πραγματισμό των αριθμών που φέρουν οι επίσημες στατιστικές περι παραβατικών συμπεριφορών, βρίσκονται άνθρωποι στα όρια της εξαθλίωσης. Άνθρωποι, μονίμως περιθωριοποιημένοι, που πασχίζουν για την διαβίωση τους. Κρύβονται επίσης χρόνιες ανεπάρκειες του θεσμικού πλαισίου, ανεπάρκειες που δεν επιτρέψαν την κατοχύρωση ενός minimum επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης σε αυτούς τους ανθρώπους και τους απέκλεισαν από την επανένταξη στον κοινωνικό ιστό.

Σε κάθε περίπτωση, το αίσθημα της ανασφάλειας των πολιτών είναι συνισταμένη ποικίλων παραγόντων, που λειτουργούν σωρευτικά. Η εγκληματικότητα «καλπάζει» στο κέντρο της Αθήνας και η απόδοση ευθυνών δεν πρέπει να στρέφεται μόνο στις επιμέρους «κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες». Προκειμένου να υπάρξει ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος θα πρέπει να γίνει ένας πιο δίκαιος και αναλυτικός απολογισμός ευθυνών.



Παρενθετικά, ο όρος «κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες» συχνά «φωτογραφίζει» τους εξαρτημένους ή απεξαρτημένους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών,  τους φυλακισμένους ή αποφυλακισμένoυς, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τους αλλοδαπούς και παλιννοστούντες, τις ιερόδουλες, τους φορείς aids,  και τις μονογονεϊκές οικογένειες. Σε αυτούς να προστεθούν και οι νεόπτωχοι καθώς και οι άστεγοι, άνθρωποι δηλαδή που προ κρίσης ζούσαν αξιοπρεπώς.


Η πρώτη κατηγορία «κοινωνικά αποκλεισμένων» εκπροσωπείται από τους μετανάστες. Αναντίλεκτα, το μεταναστευτικό ζήτημα ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Η παράνομη μετανάστευση είναι ζήτημα κοινωνικοπολιτικό και ανθρωπιστικό. Φαίνεται όμως ότι οι αντιλήψεις μας για την εγκληματικότητα των αλλοδαπών είναι μάλλον σκιώδεις. Εν προκειμένω, τα ΜΜΕ φέρουν την δική τους ευθύνη για την ενεργοποίηση ρατσιστικών μηχανισμών των πολιτών, καθώς τείνουν να αποδίδουν εθνοτικά χαρακτηριστικά στις ειδήσεις.


Ιστορικά, κυρίως από το 1995 και μετά παρατηρείται αυξηση της εγκληματικής δράσης των αλλοδαπών της χώρας. Όμως η αύξηση της εγκληματικότητας των αλλοδαπών δεν μπορεί να ερμηνευτεί ανεξάρτητα από την συνεχή ετήσια αύξηση του ποσοστού των νεοεισερχόμενων αλλοδαπών στην χώρα. Πράγματι το κέντρο της Αθήνας είχε μετατραπεί σε «άβατο» μεταναστών. Γιατί όμως δεν αποτράπηκε τόσα χρόνια η είσοδος παράνομων μεταναστών στην χώρα;


Μόνο το πρώτο εξάμηνο  του 2012, συνελήφθησαν 44.800 άτομα να εισέρχονται παράνομα τα σύνορα της χώρας καθώς και 378 διακινητές μη νόμιμων μεταναστών. Στον τομέα της παράνομης μετανάστευσης καθημερινά απασχολούνται περίπου 15.000 αστυνομικοί, δηλαδή το ένα τρίτο περίπου του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα συνεχίζει να ανιχνεύεται το 80% με 90% των ανθρώπων, που επιχειρούν να εισέλθουν παράνομα στην επικράτεια της Ε.Ε.


Παράλληλα, όπως επιβεβαιώνεται και από δημοσίευση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, τα ποσοστά εγκληματικότητας των αλλοδαπών δραστών υπερσυγκεντρώνονται στα αδικήματα της «κοινής εγκληματικότη  τας», δηλαδή της «εγκληματικότητας των δρόμων», που είναι και η πιο ορατή. Τέτοια αδικήματα είναι οι κλοπές, οι διαρρήξεις, οι ληστείες.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συντηρείται ο βολικός μύθος περι βίαιης εγκληματικότητας των μεταναστών.


Σύμφωνα μάλιστα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας το πρώτο εξάμηνο του 2012 συνελήφθησαν 8.419 άτομα για ληστείες, κλοπές και διαρρήξεις. Σημειώνεται ότι η συμμετοχή των αλλοδαπών δραστών κυρίως στα αδικήματα των ανθρωποκτονιών, με κίνητρο τη ληστεία καθώς επίσης στις κλοπές, στις διαρρήξεις και στις ληστείες, κυμαίνεται σε αυξημένα ποσοστά, σε σχέση με την αριθμητική τους αναλογία στο γενικότερο πληθυσμό.


Βία και  εγκληματικότητα εκδηλώνεται και ανάμεσα στις επιμέρους εθνοτικές ομάδες του «γκετοποιημένου» κέντρου. Παραδείγματος χάριν, Σομαλοί, Αλγερινοί, Πακιστάνοι είναι συμμορίες εχθρικές μεταξύ τους.
 


Τα Κέντρα Υποδοχής μεταναστών και οι αστυνομικές επιχειρήσεις του «Ξένιου Δία» είναι τα πιο σημαντικά μέτρα που έχει λάβει η Ελληνική Κυβέρνηση. Από την έναρξη της επιχείρησης «Ξένιος Ζευς» μέχρι σήμερα, οι προσαγωγές των αλλοδαπών έχουν φθάσει τις 20.258 και οι συλλήψεις τις 2.442. Αναντίλεκτα, η εικόνα του κέντρου της Αθήνας έχει βελτιωθεί αισθητά.


Παράλληλα, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κ. Δένδιας δήλωσε ότι θα λειτουργήσουν το επόμενο διάστημα 25 Κέντρα πρώτης Υποδοχής σε όλη την ελληνική επικράτεια. Σε αυτά θα οδηγούνται οι παράνομοι μετανάστες που θα συλλαμβάνονται και θα παραμένουν εκεί για σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι δηλαδή να ακολουθηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Στα Κέντρα αυτά θα τους εξασφαλίζεται νομική βοήθεια και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.


Η δημιουργία Κέντρων Υποδοχής μεταναστών δίχασαν την κοινή γνώμη. Κάποιοι τα παραλλήλισαν ακόμη και με στρατόπεδα συγκέντρωσης ενώ κάποιοι άλλοι  τόνισαν ότι λειτουργούν εμβαλωματικά μιας και  δεν αποτελούν ριζική  λύση του προβλήματος. Η αλήθεια είναι ότι ουσιαστικά οι μετανάστες μετακινούνται από το κέντρο της Αθήνας στην Περιφέρεια, κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των τοπικών κοινωνιών. Οι τοπικοί παράγοντες έκαναν λόγο για υποβάθμιση των περιοχών τους και για δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας των πολιτών. Τέλος, τα Κέντρα θεωρήθηκαν ως μια υγειονομική απειλή για τις περιοχές τους. Σε κάθε περίπτωση για να τελεσφορήσουν τέτοιου είδους απόπειρες θα πρέπει να εξετασθεί πώς θα γίνει εφικτός ο επαναπατρισμός των μεταναστών και η εφαρμογή μιας αποτελεσματικότερης μεταναστευτικής πολιτικής. Κρίσιμος είναι επίσης και ο συντονισμός Αστυνομικών και Λιμενικών Αρχών για την αποτροπή της εισόδου των μεταναστών στην χώρα.


Όσον αφορά  τους εξαρτημένους ή απεξαρτημένους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, η παραβατική τους συμπεριφορά εστιάζεται κυρίως σε  ποινικά αδικήματα που συνιστούν παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, εγκλήματα που διαπράττονται υπό την επήρεια παράνομων ουσιών, εγκλήματα που διαπράττονται από χρήστες για τη συντήρηση της συνήθειας λήψης ναρκωτικών όπως π.χ. εγκλήματα κατά της περιουσίας και εμπόριο ναρκωτικών, καθώς και οργανωμένα εγκλήματα που διαπράττονται στο πλαίσιο της λειτουργίας παράνομων αγορών.


Η ευρεία διάδοση  των ναρκωτικών, τα οικονομικά μεγέθη τα οποία προκύπτουν από την εμπορία τους, η διεθνής εμβέλεια της δράσης των οργανώσεων που  τα διακινούν και εμπορεύονται, κατατάσσουν τα ναρκωτικά στην κατηγορία των πλεον σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων. Ειδικότερα στη χώρα μας που αποτελεί κόμβο μεταξύ ασιατικών χωρών παραγωγής και ευρωπαϊκών χωρών εμπορίας και κατανάλωσης, το πρόβλημα καθίσταται βαρύνουσας σημασίας και το έργο των Αστυνομικών Αρχών ιδιαίτερα κρίσιμο. Ειδικότερα, βάσει στοιχείων της Ελληνικής Αστυνομίας, για το έτος 2010, οι υποθέσεις που απασχόλησαν τις Διωκτικές Αρχές ήταν 10.426 και τα κατηγορηθέντα άτομα 13.588.


Αρκετές πηγές δείχνουν ότι η πλειονότητα των χρηστών ναρκωτικών που υποβάλλονται σε θεραπεία έχουν έρθει σε επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο το 2000 σε άτομα που έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα και άτομα που έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση δείχνει ότι οι χρήστες ναρκωτικών είναι πολύ πιθανότερο να έχουν διαπράξει διάφορους τύπους εγκλημάτων σε σύγκριση με τα άτομα που δεν είναι χρήστες ναρκωτικών. Τα εγκλήματα κατά της περιουσίας εντοπίζονται γενικά ως ο κύριος τύπος εγκλήματος που διαπράττεται από χρήστες ναρκωτικών.


Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στράφηκε και στις ιερόδουλες ύστερα από την αποκάλυψη ότι βρέθηκαν πολλές ιερόδουλες οι οποίες ήταν οροθετικές. Το γεγονός αυτό  ενίσχυσε την αντίληψη  ότι οι μετανάστες από μη ανεπτυγμένες χώρες αποτελούν  «υγειονομική βόμβα» έτοιμη να εκραγεί. Το ζητούμενο όμως και σε αυτήν την περίπτωση είναι γιατί δεν έγινε ο επιβαλλόμενος ιατρικός έλεγχος, γιατί υπήρξαν οίκοι ανοχής χωρίς άδεια και γιατί δεν αποτράπηκε η πορνεία στους δρόμους. Παράνομοι οίκοι ανοχής βρίσκονται διάσπαροι σε περισσότερους από 200  δρόμους της Αθήνας όπως η Λιοσίων, η Φυλής, η Αγ. Κωνσταντίνου αλλά και σε περιοχές όπως το Μεταξουργείο. Παράλληλα, θα πρέπει να απαγορευτεί η  στέγαση των παράνομων οίκων ανοχής σε διατηρητέα και παραδοσιακά κτίρια, καθώς και σε ακατάλληλους και ετοιμόρροπους χώρους, με άθλιες συνθήκες υγιεινής. 


Συγχρόνως όμως, υπήρξε μια μερίδα πολιτών που υπεραμύνθηκε των δικαιωμάτων της εν λόγω περιθωριοποιημένης κοινωνικής ομάδας.  Πιο συγκεκριμένα, η «διαπόμπευση» των οροθετικών  ιερόδουλων μέσω των ΜΜΕ προκάλεσε την αντίδραση πολλών πολιτών, οι οποίοι καταδίκασαν τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των ιερόδουλων ως κατάφωρη παραβίαση προσωπικών δεδομένων.


Για την αποκατάσταση του αισθήματος
ασφάλειας απαιτείται πολυεπίπεδη παρέμβαση για την ευόδωση κοινών στόχων. Αστυνομικές και δικαστικές αρχές, πολιτειακοί παράγοντες αλλά και μια οργανωμένη κοινωνία πολιτων, πρέπει να συστρατευτούν, ώστε να καταστεί η Αθήνα μια πολυπολιτισμική μεν αλλά ασφαλής πόλη, χωρίς υποβαθμισμένες περιοχές. Μια πόλη στην οποία θα έχει αποτακασταθεί η κοινωνική συνοχή και οι πολίτες της θα φέρουν αίσθημα ευθύνης απέναντι στις ευάλωτες ομάδες. Επιβάλλεται ταυτόχρονα η εφαρμογή μιας συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής.


Τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Εγκληματικότητας εξυπηρετούν μια τέτοια προσπάθεια. Ουσιαστικά είναι φορείς συμπαραγωγής της δημόσιας ασφάλειας.  Αποτελούν μια ρεαλιστική πρόταση συνεργασίας κράτους και τοπικών κοινωνιών. Τα Συμβούλια αυτά στοχεύουν στη μείωση του αισθήματος της ανασφάλειας, μέσω της κατά το δυνατόν άρσης των όρων του κοινωνικού  αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης καθώς και την δραστηριοποίηση των πολιτών για την πρόληψη της καθημερινής μικρομεσαίας εγκληματικότητας. Η θέσπιση και η λειτουργία τους σηματοδοτεί την ανακατανομή των ρόλων στη διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής. Το κράτος διατηρεί την αρμοδιότητα της χάραξης και εφαρμογής των γενικών κατευθύνσεων της αντεγκληματικής πολιτικής και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση, οι κοινωνικοί φορείς, η τοπική αστυνομία και οι πολίτες καλούνται να συμμετάσχουν στη σχεδίαση και εφαρμογή πολιτικών πρόληψης σε τοπικό επίπεδο. Τα Συμβούλια αυτά καθιστούν εθικτή τη συνεργασία μεταξύ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Ελληνικής Aστυνoμίας και της Δημοτικής Αστυνομίας. Σκοπός μιας τέτοιας συνεργασίας είναι ο σχεδιασμός και η ανάληψη δράσεων πρόληψης σε επίπεδο γειτονιάς και η ανάδειξη του κοινωνικού ρόλου της Αστυνομίας.


Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας πρέπει να γίνεται πρωτίστως προληπτικά και όχι κατασταλτικά. Η καταπολέμηση των κοινωνικών παραγόντων που ευνοούν τις «κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες» πρός το έγκλημα καθώς και η λήψη μέτρων που εξαλείφουν τις ευκαιρίες για κάθε είδους εγκληματική δράση είναι κρίσιμες εκφάνσεις για την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής προληπτικής αντιεγκληματικής πολιτικής.