Γράφει η Κωνσταντίνα Μαντζαβρά
Πολιτικός Επιστήμων
Η Αθήνα και ιδιαίτερα το κέντρο της Αθήνας μοιάζει με πληγωμένη πόλη σε αυτό που ο καθένας μας αντικρίζει καθημερινά. Νέοι νευρικοί, παρορμητικοί, υπερευαίσθητοι, συναισθηματικά ασταθείς και ανώριμοι, είναι τα παιδιά της κρίσης. Δεν βρίσκουν νόημα στη ζωή τους, δεν έχουν ενδιαφέροντα, στόχους, όνειρα, κοινωνικά σημεία αναφοράς. Ζούν μια ζωή χωρίς μέλλον, χωρίς στηρίγματα –κυρίως ψυχολογικά-, χωρίς ουσιαστικές σχέσεις, γεμάτοι εσωτερικά κενά που τους περιθωριοποιούν.
Η σύγχρονη κοινωνία ωθεί το νέο να παραμένει εγκλωβισμένος στα στενά πλαίσια της οικογένειας, στην οποία μπορεί να παραμείνει για όλη του τη ζωή, ενισχύοντάς το αίσθημα της ανασφάλειας, του άγχους, της αβεβαιότητας. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την απουσία κοινωνικής αναγνώρισης δεν του επιτρέπει να ενσωματωθεί σ’ ένα κοινωνικό ρόλο, να υιοθετήσει τη δική του κοινωνική ταυτότητα, να υπευθυνοποιηθεί, να ανεξαρτοποιηθεί από την οικογένειά του και τελικά να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις και να πάρει τη ζωή στα χέρια του.
Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης των μαζικών αγορών, των συγχωνεύσεων εταιριών και των συνεπαγομένων απολύσεων, των ιδιωτικοποιήσεων, της κατάργησης κοινωνικών παροχών και των σκληρών μέτρων πολιτικών λιτότητας που επιβάλει το Δ.Ν.Τ., εκατομμύρια άνθρωποι σ’όλο τον κόσμο καταδικάζονται σήμερα στην ανεργία, την φτώχεια, την περιθωριοποίηση, τις αρρώστιες, τα ναρκωτικά.
Η τοξικομανία ως τρόπος ζωής ενός μέρους της σημερινής, κυρίως, νεολαίας είναι το προϊόν της συνάντησης της προσωπικής κρίσης των νέων με την κοινωνική κρίση. Η τοξικομανία δεν είναι παρά ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό και κατά βάση κοινωνικό φαινόμενο (στον αντίποδα των θεωριών που προσεγγίζουν την τοξικομανία ως κατάσταση σχεδόν συνώνυμη με την ψυχική διαταραχή).
Τα ναρκωτικά σαφώς δεν είναι αποτέλεσμα της σημερινής οικονομικής κρίσης. Όμως το μεγάλο άλμα στην παραγωγή και τη διακίνηση των ναρκωτικών έγινε στην δεκαετία του ’80 με την όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Από την μια η πτώση των τιμών των πρώτων υλών και από την άλλη η επιβολή από το Δ.Ν.Τ. σκληρών πολιτικών λιτότητας στις χώρες της Λ.Αμερικής και της Ν.Α.Ασίας, που μαστίζονταν από φτώχεια, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος προκειμένου να μετατραπούν οι οικονομίες τους σε ναρκοοικονομίες, αυξάνοντας τρομερά την προσφορά ναρκωτικών στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Σ΄αυτή λοιπόν την εποχή της παγκοσμιοποίησης αλλά και της βαθιάς κοινωνικής κρίσης, όχι μόνο τα ναρκωτικά αλλά και η ίδια η τοξικομανία δε γνωρίζει σύνορα. Τα ποσοστά των τοξικομανών κινούνται στα ίδια -υψηλά- επίπεδα σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, τόσο τις χώρες παραγωγής ναρκωτικών όσο και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Μέσα στα πλαίσια μιάς παρατεταμένης και πολύπλευρης κρίσης, να ναρκωτικά εμφανίζονται ως ‘’λύση’’ κάλυψης του εσωτερικού κενού τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια ‘’ψευδολύση’’. Πρόκειται για μια επιλογή ναι μεν προσωπική αλλά όχι ελεύθερη, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, δεδομένου ότι το άτομο εκείνη τη στιγμή νιώθει όλους τους άλλους δρόμους κλειστούς και κάθε άλλη προοπτική αδύνατη.
Τα ναρκωτικά λοιπόν ήρθαν να καλύψουν το τεράστιο κενό, στην πραγματικότητα έλλειμμα κοινωνικών προτύπων, αξιών, οραμάτων, προοπτικών, ανοιχτών οριζόντων, κουλτούρας, νοήματος ζωής. Ουσιαστικά αυτό το έλλειμμα δεν είναι παρά ο καθρέφτης της σημερινής μας κοινωνίας.
Τα εξαρτημένα αυτά άτομα, από την παιδική τους ήδη ηλικία έβλεπαν τον κόσμο ως μέλη μιας οικογένειας που ζεί τη δική της κρίση, ως θεσμό πάνω απ’ όλα, ανάμεσα στους παρηκμασμένους θεσμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η δυσλειτουργική οικογένεια, με δεδομένο ότι εκτός από τα ίδια τα εξαρτημένα άτομα και οι ίδιοι οι γονείς τους είναι συχνά θύματα της γενικευμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, της φτώχειας, της ανεργίας, του αποκλεισμού, αντανακλά τη δυσλειτουργία της ίδιας της κοινωνίας.
Πέρα όμως από την οικογένεια, το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα μέσα στη βαθιά και παρατεταμένη κρίση του, καλλιεργώντας το πνεύμα της εξατομίκευσης, του ανταγωνισμού, της στείρας απομνημόνευσης γνώσεων, δεν κατάφερε να αναπτύξει την ικανότητα να βρίσκει κανείς νόημα στη ζωή του, μέσα από την απόκτηση φιλοδοξιών, προοπτικών, ονείρων.
Στα ελλείμματα πρέπει να συμπεριληφθεί το γενικότερο πλαίσιο μιας εξαιρετικά καταπιεστικής κοινωνίας όπου επικρατούν τεράστιες ανισότητες και κυρίαρχη η ιδεολογία του ατομικισμού.
Οι ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος, όσο βαθαίνει η κρίση του, το υποχρεώνουν να αυξάνει τις τεχνικές ελέγχου των μαζών. Αυτή την ανάγκη του κοινωνικού ελέγχου υπηρετούν τα ναρκωτικά. Είναι η λογική του συστήματος να επιβάλλει τον κοινωνικό έλεγχο μέσα από το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση κάθε μορφής διαφορετικού. Επίσης ενισχύονται τα κοινωνικά στερεότυπα, στη λογική των οποίων ο τοξικομανής θεωρείται επικίνδυνος και άτομο που πρέπει να περιθωριοποιηθεί μαζί με τους ‘’ομοίους’’ του, τροφοδοτώντας έτσι τον κοινωνικό ρατσισμό. Δίνοντας του το ρόλο του ‘’αποδιοπομπαίου τράγου’’, η ίδια η κοινωνία μετατρέπει τον τοξικομανή σε εκφραστή και φορέα της κρίσης της.
Ζώντας σε μια απρόσωπη και μίζερη καθημερινή πραγματικότητα, γεμάτη στερήσεις, συμβιβασμούς και ματαιώσεις, είναι δύσκολο να δημιουργηθεί σε όλους μας το αίσθημα της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης. Αλλά όχι αδύνατο..Επομένως, σημαντικό ρόλο, στα πλαίσια του κοινωνικού ακτιβισμού και της αλληλεγγύης, παίζει η κοινωνική στήριξη των ευπαθών κυρίως ομάδων με ό,τι μέσο ο καθένας μας μπορεί.