Νατάσα Στάμου
Δημοσιογράφος
(Αντι)πρόταση. (Αντ)επιχείρημα. (Αντί)δραση: Ποιοι είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες που εμποδίζουν τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών να ανταποκριθούν σε αυτή τους την επιδίωξη και ευθύνη; Ή αλλιώς, μία σύντομη καταγραφή των κυριότερων αρνητικών πρακτικών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που υιοθέτησαν και εξακολουθούν να υιοθετούν ορισμένες οργανώσεις.
Ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά ένθερμων υποστηρικτών και μαχητικών επικριτών καλούνται να αναπτυχθούν και να δράσουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.
Τα τελευταία χρόνια, η παρουσία αυτών στην προώθηση νέων αιτημάτων ζωής, καθημερινότητας, αλληλεγγύης, ανθρώπινων δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος, γίνεται ολοένα και εντονότερη τόσο σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής όσο και σε επίπεδο αναφορών στο πλαίσιο ενός θεωρητικού (ιδίως πανεπιστημιακού) λόγου.
Ολοένα, όμως, και ισχυρότερη προβάλλεται, και μάλιστα επιτακτικά, η ανάγκη να μετασχηματιστεί η παρουσία τους σε ουσιαστική επιρροή και επίδραση, να φέρει την αλλαγή μέσω της παρατήρησης, της συμμετοχής αλλά και της πράξης.
Για την επίτευξη αυτού του μετασχηματισμού είναι απαραίτητη, σε πολλές περιπτώσεις, η εγκατάλειψη ή η τροποποίηση συμπεριφορών και προτύπων που υιοθέτησαν ακούσια ή εκούσια είτε από τις πρακτικές του δημόσιου τομέα είτε από τους κανόνες της αγοράς.
Στις παραγράφους που ακολουθούν, επιδιώκεται η σύντομη καταγραφή των κυριότερων «δανείων» που περιορίζουν σημαντικά την επιρροή των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών στη δημόσια «σφαίρα». Αυτονόητο είναι ότι, δεν εμφανίζουν όλες οι οργανώσεις όλα τα αναφερόμενα «δάνεια». Ευτυχώς, ένας ικανοποιητικός αριθμός οργανώσεων είναι υγιείς ενώ αρκετές από αυτές εμφανίζουν ορισμένα συμπτώματα που χρήζουν άμεσης «θεραπευτικής αγωγής».
Εν αρχή ην ο λόγος…
Η δημόσια τοποθέτηση για τα κοινά, όσον αφορά ζητήματα που απασχολούν το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών ή θέματα που ανασύρονται από την αφάνεια, προϋποθέτει επί της ουσίας την άρθρωση λόγου. Πολλοί σπεύδουν να τον χαρακτηρίσουν «πολιτικό», υπό την έννοια της δημόσιας παρέμβασης, κι άλλοι συλλογιζόμενοι την αρνητική χροιά που προσλαμβάνει πολλές φορές η συγκεκριμένη έννοια, θα την αντικαταστήσουν με τον όρο «κοινωνικός λόγος» αποφεύγοντας να φωτίσουν την πικρή αλήθεια.
Η τελευταία, δεν απέχει πολύ από τον «πολιτικάντικο» λόγο που συχνά εκφέρουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Ένα λόγο, ο οποίος στηρίζεται στις συνθηματοποιημένες πάγιες φράσεις και στην ενεργοποίηση των συναισθημάτων του πολίτη αντί να αποτελεί αφορμή για σκέψη και διατύπωση συλλογισμών.
Πολλές, ωστόσο, είναι εκείνες οι ΜΚΟ που δεν επέλεξαν να πολιτικοποιήσουν το λόγο ή τη στάση τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τούτη την οδό, ώστε να αντιμετωπίσουν αλλά και να αντεπεξέρθουν στην αυξανόμενη σύνδεση ανθρωπισμού και πολιτικής. Άλλωστε, ο δρόμος της απόλυτης «πολιτικής ουδετερότητας» αποδεικνύεται μάλλον αδιάβατος. Το γεγονός και μόνο ότι οι οργανώσεις εξαρτώνται συχνά από τη χρηματοδότηση δημόσιων φορέων, περιορίζει την ελευθερία της έκφρασής τους.
Ωστόσο, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, καθίσταται η ανάγκη για την παραγωγή ενός πολιτικού λόγου, ο οποίος φανερώνει προβληματισμό και έρευνα, εκφράζει με σαφήνεια και παρρησία αλήθειες, συχνά ενοχλητικές, διατυπώνει, αντικρούει ή απαιτεί επιχειρήματα και προτάσεις. Με απλές λέξεις, είναι ένας πολιτικός λόγος ποιότητας, που ισορροπεί ανάμεσα στην έντονη πολιτικοποίηση και στην απόλυτη ουδετερότητα, ο οποίος παρακινεί και ενεργοποιεί.
Εγωιστικές προεκτάσεις
Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα έχει παρατηρηθεί ότι πολλές αποφάσεις και λειτουργίες τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα συνιστούν αποτέλεσμα ενός άκρως εγωκεντρικού προτύπου λήψης αποφάσεων ακόμη και για προβλήματα ή ζητήματα που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας.
Το πρότυπο αυτό υιοθέτησε και μια σειρά οργανώσεων, που παρά το γεγονός ότι ψέγει την ανυπαρξία ουσιαστικής διαβούλευσης ανάμεσα στις ΜΚΟ και το κράτος, δεν αξιοποιεί το εργαλείο αυτό, αλλά και το συνεργατικό πνεύμα, για το σχεδιασμό και την υλοποίηση των δράσεών τους.
Συχνά, ο υπεύθυνος μιας ΜΚΟ, το άτομο που πιθανώς είχε την ιδέα της σύστασης και λειτουργίας της, δρα συγκεντρωτικά, λαμβάνει αποφάσεις δίχως να αφουγκράζεται τις απόψεις των μελών της οργάνωσής του με αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται με τρόπο αυταρχικό και απόλυτο. Στα αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς μπορεί να εντοπίσει κανείς κίνητρα εγωιστικά και σίγουρα όχι αλτρουιστικά. Ενίοτε δε, μπορούν να ανιχνευθούν και πολιτικά κίνητρα καθώς η ίδρυση μιας εθελοντικής οργάνωσης θεωρείται από πολλούς το πρώτο βήμα πριν την κάθοδο στην πολιτική σκηνή της χώρας και τη διεκδίκηση μιας βουλευτικής έδρας.
Ο κακώς εννοούμενος «επαγγελματισμός»
Η άποψη ότι οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών πρέπει να δρουν σε εθελοντική βάση αλλά με επαγγελματισμό, πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, διαστρεβλώθηκε και παρεξηγήθηκε. Οι τρεις βασικές λέξεις – κλειδιά «γνώση, συνέπεια και σοβαρότητα» που περικλείουν την έννοια του επαγγελματισμού, συχνά παραγκωνίστηκαν.
Η τάση προς μία μεγαλύτερη «επαγγελματοποίηση» εκλήφθηκε κατά καιρούς ως ενίσχυση των κρατικοτεχνικοκρατικών ιεραρχιών τις οποίες η κοινωνική δράση των ΜΚΟ υποτίθεται ότι επιδιώκει να μεταβάλλει. Δεκάδες προϊστάμενοι για δυο – τρεις εθελοντές υπαλλήλους, προχειρότητα στην εκπόνηση δράσεων, ασυνέπεια λόγων και έργων, αδιαφάνεια και έλλειψη λογοδοσίας, απροθυμία συνεργασίας, είναι μερικά μόνο ενδεικτικά παραδείγματα τα οποία ασφαλώς δε συνεισφέρουν στην αύξηση της παρεμβατικής δυναμικής της Κοινωνίας των Πολιτών.
Ο απόλυτος και άμετρος επαγγελματισμός από τις ΜΚΟ όχι μόνο δε μπορεί να διατηρήσει ελκυστικό το όραμα του εθελοντισμού, αλλά αντιθέτως μπορεί να οδηγήσει στη στρεβλή διαχείριση καταστάσεων και προβλημάτων χωρίς όραμα και στόχους.
Ανταγωνιστική κουλτούρα
Οι δυνατότητες άσκησης ισχυρής πίεσης στην Πολιτεία για αλλαγή των κακώς κειμένων περιορίζονται σημαντικά όταν οι Οργανώσεις υιοθετούν εγωιστικά ή ανταγωνιστικά πρότυπα τόσο για τη μεταξύ τους σχέση και επικοινωνία όσο και για τη στάση τους απέναντι στους κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς.
Παρά το γεγονός ότι οι αντιπαλότητες αποτελούν μέρος των ανθρωπίνων σχέσεων, σε ένα χώρο όπου κυρίαρχος άξονας είναι η προσφορά προς το συνάνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο, η ανταγωνιστική κουλτούρα οφείλει να δίνει τη θέση της στη συνεργασία, στην από κοινού ανάληψη πρωτοβουλιών, στη Σύμπραξη.
Στον τρίτο τομέα της οικονομίας, αυτόν που στέκει ανάμεσα και συνδετικά προς το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μονάχα ο καλός εννοούμενος ανταγωνισμός μπορεί να έχει θέση. Είναι βέβαιο, ότι μπορεί να αποφέρει σε συντομότερο χρονικό διάστημα και ευκολότερα, τα επιδιωκόμενα κάθε φορά αποτελέσματα.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, ότι πολλές οργανώσεις επιβάλλεται να αλλάξουν «νοοτροπία», να τροποποιήσουν τη στρατηγική τους και να πορευθούν με βάση συνεργατικά πρότυπα. Η αλλαγή είναι βέβαιο ότι δεν είναι εύκολη, είναι όμως απαραίτητη διότι ανάλογες εικόνες διαμορφώνουν αρνητική εικόνα, συνολικά για το χώρο των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών. Ας ελπίσουμε ότι ο θυμόσοφος λαός που παρομοιάζει την παλιά νοοτροπία με βακτηρίδιο, το οποίο εξοντώνεται δύσκολα, κι αν μείνει έστω και λίγο είναι αρκετό για να απλωθεί πάλι και να σκεπάσει ό,τι φτιάχτηκε με κόπο και προσπάθεια χρόνων, δε θα επαληθευτεί.