Γράφει ο Φώτης Παπαϊωάννου

Κοινωνιολόγος

Οι έννοιες κοινωνικός ακτιβισμός, εθελοντισμός, κοινωνική οικονομία, κοινωνία των πολιτών, τριτογενής τομέας, μη κερδοσκοπικές ή μη κυβερνητικές οργανώσεις χρησιμοποιούνται από ερευνητές, συγγραφείς και φορείς, χωρίς συνήθως να υπάρχει κοινή αντίληψη ως προς το περιεχόμενό τους.

Οι ιστορικές, πολιτισμικές, θεσμικές ιδιαιτερότητες ανάμεσα σε χώρες, συστήματα κοινωνικής πολιτικής, αλλά και ανάμεσα σε συγγραφείς ή δεξαμενές σκέψης προδιαγράφει κάθε φορά διαφορετικές προσεγγίσεις, ορισμούς και προσδιορισμούς ως προς αυτούς. Αν και από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου έχει ξεχωρίσει η ύπαρξη τριών τομέων δράσης (κρατικού, ιδιωτικού και τριτογενούς – μη κερδοσκοπικού) ενταγμένων άμεσα ή έμμεσα στο σύστημα της αγοράς και της παραγωγής και ενός τετάρτου (άτυπα, οικογενειακά, συγγενικά, κ.ά. δίκτυα) που δεν ανήκει σε αυτό, είναι ξεκάθαρο ότι δε μπορεί αυτός ο διαχωρισμός να θεωρηθεί ως ερμηνευτικός.

Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε μία τέτοιου είδους ταξινόμηση καταλήγουμε σε ορισμένες κύριες προσεγγίσεις με κοινά χαρακτηριστικά. Μία βασική προσέγγιση είναι αυτή της Ε.Ε. που σε μία ανακοίνωσή της περί της «Προώθησης του ρόλου των σωματείων και των ιδρυμάτων στην Ευρώπη» χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του τριτογενούς τομέα και την έννοια της «κοινωνικής οικονομίας», μία μεγάλη έρευνα του πανεπιστημίου John Hopkins της Βαλτιμόρης και του αντίστοιχου τμήματος του τελευταίου, Center For Civil Society Studies, μοιάζοντας να αποδέχεται τα χαρακτηριστικά που προβάλλονται σε αυτήν, όπως και τις παράλληλες απόψεις ερευνητών και διανοητών που κινούνται σε ανάλογη «γραμμή». Με βάση αυτήν, λοιπόν, αφού οριοθετούνται τα χαρακτηριστικά των οργανώσεων, σωματείων, των μελών τους, της σχέσης τους με το κράτος, η αυτονομία τους (πολιτική, οικονομική κ.α.), φαίνεται να συμπεραίνεται ότι ο ορίζοντας δράσεώς τους είναι μεγάλος και αφορά τη διεύρυνση της κοινωνικής συμμετοχής, τη δημιουργία νέων μορφών κοινωνικών υπηρεσιών και στήριξης σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό – υπερεθνικό επίπεδο, την ουσιαστική συμμετοχή στην υλοποίηση προγραμμάτων που αφορούν κοινωνικές(καταπολέμηση φτώχειας – κοινωνικού αποκλεισμού, ανεργίας, κ.ά.), περιβαλλοντικές ή κάθε γενικότερες δράσεις. Εντός του πλαισίου αυτού, ο εθελοντισμός και ο τριτογενής τομέας γενικότερα θεωρείται ή προορίζεται, ώστε με συγκεκριμένη οικονομική στήριξη και θεσμική δράση να αποτελέσει συμπλήρωμα τεράστιας σημασίας πλάι στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στην παροχή κοινωνική στήριξης και φροντίδας.

Μία άλλη προσέγγιση σχετική με την παραπάνω, κυρίως ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, είναι αυτή που θεωρεί το κράτος ως ένα «αναγκαίο κακό», απαραίτητο για να ασκεί τον επιτελικό έλεγχο και να διαμορφώνει τους κανόνες λειτουργίας, οι οποίοι θα πρέπει να συμβάλλουν στην ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας, της αυτόνομης δράσης του τριτογενούς τομέα, στη μείωση της «εμπορευματοποίησης και του παραγωγισμού» και στην προώθηση, μέσω της ενδυνάμωσης των θεσμών της κοινωνίας πολιτών, του περάσματος σε μία προοπτική ουσιαστικότερης και μαζικότερης κοινωνικής συμμετοχής, χωρίς να τίθεται θέμα ανατροπής του υπάρχοντος κοινωνικού status. Σε αυτό το πεδίο κινούνται οι απόψεις των A.Dorz κυρίως και A.Giddens. Για το δεύτερο, ιδιαίτερα, η κοινωνική οικονομία συνδέεται με την πολιτική του «τρίτου δρόμου», δηλαδή της δημιουργίας μίας κοινωνικής κουλτούρας δραστικής συμμετοχής με παράλληλη κρατική ουσιαστική αρωγή στις ενέργειες του τρίτου τομέα. Οι όροι «κοινωνικό κράτος επενδύσεων» ή «μεικτή οικονομία πρόνοιας» είναι χαρακτηριστικοί της αντίληψης αυτής.

Μία άλλη αντίληψη που διαδόθηκε ευρύτατα και αναγνωρίζεται ότι, τουλάχιστον, έδωσε μία καινούργια δυναμική στις αναζητήσεις – συζητήσεις για την εύρεση λύσεων στα προβλήματα, κυρίως της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, που προκύπτουν μέσα από τις νέες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες και τις συνεχείς οικονομικές μεταβολές, είναι αυτή του J. Rifkin. Η σκέψη του και οι προτάσεις του έχουν ως βάση την ανάδειξη της κοινωνικής οικονομίας και του τριτογενούς τομέα όχι ως συμπλήρωμα των άλλων δύο, αλλά ως αυτόνομου κλάδου, με παράλληλη μείωση του κράτους και των προβλημάτων που θεωρεί ότι σχετίζονται με αυτό (γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα, κ.ά.). Προτείνει την ανάπτυξη μέσω ενίσχυσης «εκ των άνω» του τριτογενούς τομέα ώστε βαθμιαία να προκύψει ως αυτόνομη η δράση του πλάι στους άλλους δύο, κάτι που συνεπάγεται την ανάπτυξη ξεχωριστού συστήματος με κινητικότητα εμπλεκομένων, αξιολόγηση, δυνατότητα αυτόνομων συλλογικών διαπραγματεύσεων, με ταυτόχρονη μείωση του ρόλου του δημόσιου τομέα και συνεργασιών με τον ιδιωτικό. Η χρηματοδότησή του θα ήταν δυνατό, κατά τον Rifkin, να προέλθει από την σταδιακή απεμπλοκή από τις κρατικές γραφειοκρατικές δομές και την ένταξη (με αμοιβή) εργαζομένων που θα προσφέρουν κοινοτικές υπηρεσίες.

Ο εθελοντισμός θα πρέπει να ενισχυθεί, κυρίως και καταρχήν σε τοπικό επίπεδο στη βάση των κοινών προβλημάτων, ώστε να φτάσει να αποτελέσει ένα αυτόνομο και ξεχωριστό πεδίο αναφοράς που θα ενισχύει την αλληλεγγύη, την επικουρικότητα, την κοινωνική συμμετοχή και τον «προνοιακό πλουραλισμό». Ειδικά το βιβλίο του «Το τέλος της εργασίας», πλατιά διαδεδομένο και μελετημένο από πλατύ κοινό (ερευνητές, συγγραφείς, εργαζομένους, συνδικαλιστές κ.ά.), αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης που αφορά και τα όρια που μπορεί να έχει η δράση του εθελοντισμού, τελικά. Οι θέσεις του κρίθηκαν άλλοτε σκεπτικιστικά, άλλοτε εντελώς αρνητικά ή και θετικά.

Η κριτική, τόσο στον Rifkin όσο και σε ανάλογες απόψεις διανοητών εστιάστηκε στο ότι αν και προτείνουν τη μείωση του κράτους (θέσεων, φορέων, εργατοωρών, κ.ά.), η αντιπρότασή τους μοιάζει να υπόσχεται την ανακατανομή της ανεργίας, όχι του εισοδήματος και η ελάττωση του προσωπικού ή των ωρών εργασίας αντικαθίσταται από ένα «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό, δεσμευμένο εργασιακά σε μία νέα δευτερεύουσα κατάσταση εργασίας, με ακόμη πιο άσχημα χαρακτηριστικά ως προς τη χειραφέτηση του ατόμου, με συμπίεση εργατικού κόστους, απαλλαγή με εύσχημο τρόπο του «περιττού δυναμικού» από «εθελοντές» εκτός προστατευτικών μηχανισμών, οι οποίοι θα εργάζονται σε υποχρεωτική βάση όμως, άρα απορρύθμιση περαιτέρω της αγοράς εργασίας, ενώ ο τρόπος χρηματοδότησης διαφαίνεται να σχετίζεται πάντοτε με την κρατική βούληση.

Από την άλλη, είναι κοινή παραδοχή ότι η μορφή της κοινωνικής οικονομίας με προσανατολισμό στην τοπική ανάπτυξη ή στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας έρχεται ως επακόλουθο της αδυναμίας διαχείρισης από τις υπάρχουσες δομές. Μάλιστα, ακόμη και αν δεν υπήρχαν τα οικονομικά προβλήματα των σημερινών κρατών πρόνοιας, η συνθετότητα της φύσης των αναγκών που προκύπτουν, όπως και η ανάγκη εξατομίκευσής τους απαιτούν αποθέματα ψυχικά και συνειδησιακά, τα οποία πρακτικά μόνο η δράση των οργανώσεων του εθελοντισμού και του τριτογενούς τομέα μπορεί να προσφέρει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της εθελοντικής ενασχόλησης με οροθετικούς ασθενείς (Ανθόπουλος «Εθελοντισμός – Αλληλεγγύη και Δημοκρατία») ή ασθενείς με νεοπλασίες, όπου τα χαρακτηριστικά, ο τρόπος παροχής της προσφοράς – βοήθειας και ο αριθμός των εθελοντών είναι δύσκολο να υποκατασταθεί.

Επίσης, οι εντεινόμενες άνισες μορφές κοινωνικής συμμετοχής, η χρόνια ανεργία, η γήρανση του πληθυσμού, η υποαπασχόληση, οι ανάγκες ένταξης ολοένα και περισσότερων περιθωριοποιημένων ομάδων με νέα χαρακτηριστικά (μετανάστες, πρόσφυγες, απεξαρτημένοι) κάνουν ακόμη πιο επιτακτική τη δράση τους. Στο «υπόστρωμα» αυτό, ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας αναπτύσσεται «από τα κάτω» αυτόβουλα, εκφράζοντας την υπαρκτή ανάγκη αυτοδιαχείρισης των πολιτών και λειτουργώντας ως προπομπός – πληροφοριοδότης του κράτους, μπροστά και πριν από αυτό, για την ευαισθητοποίηση, ανάλυση και υλοποίηση προγραμμάτων, την αντιμετώπιση, προληπτικά και στην πράξη, προβλημάτων. Σε μεγαλύτερο βαθμό, η ανάπτυξη του εθελοντισμού και του τρίτου τομέα ενισχύθηκε με τα νέα κοινωνικά κινήματα (Μάης 1968) που επικεντρώνοντας την προβληματική τους σε νέους τομείς (προστασία περιβάλλοντος, πυρηνική ενέργεια, ισότητα των φύλων, ελευθερία σεξουαλικών επιλογών, προστασία μειονοτήτων κ.ά.) κινήθηκαν για τη δημιουργία υποδομών πέρα από τα κατεστημένα κόμματα ή τα κράτη, προσπαθώντας να βρουν μέσα στην αέναη μεταβολή των συνθηκών, ενιαίες κοινωνικές ταυτίσεις και αξιώσεις που να εκφράζουν τη νέα δομή, όταν οι παραδοσιακές συλλογικές μορφές εξασθενούσαν, κάτι που τον τελευταίο καιρό εξαπλώνεται και στα πολιτικά κόμματα, τα οποία αποτελούν την τελευταία και πιο μαζική ίσως έκφραση πολιτικής συμμετοχής.

Το κενό αυτό δε μπορεί να αναπληρωθεί από την ευκαιριακή συνήθως συμμετοχή σε κοινωνικά κινήματα, αλλά καλύπτεται πιο εύκολα με τον εθελοντισμό και τη συμμετοχή σε σωματεία – οργανώσεις που μπορούν να προσφέρουν περισσότερες εναλλακτικές κατευθύνσεις και επιλογές. Μερικές από αυτές είναι –εκτός από τις υλικές αμοιβές- η δυνατότητα στην συμμετοχή, στην αλληλεπίδραση, στην αναζήτηση ευκαιριών, στην στράτευση για ζητήματα ηθικής, στην παροχή ηθικού νοήματος στον τρόπο ζωής, απόκτηση εμπειριών, δεξιοτήτων, δυνατότητα παραμονής στην «ενέργεια» -ειδικά για τους ηλικιωμένους ή τους μακροχρόνια ανέργους- που έχουν την ανάγκη διατήρησης ανάλογου τρόπου ζωής έστω και συνειδησιακά.

Ο ελληνικός χώρος, όπως και ο χώρος της Νότιας Ευρώπης – Bαλκανικής γενικότερα, περιλαμβάνει στοιχεία και από τα δύο κυρίαρχα μοντέλα του «κοινωνικού κράτους», Beveridge και Bismarck.

Το πρώτο μοντέλο, το θεωρούμενο φιλελεύθερο (Η.Π.Α., Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία κ.ά.) θεωρείται ότι εξασφαλίζει μονάχα τα κατώτερα στρώματα μέσω ελάχιστων παροχών ή μέσω των ιδιωτικών χορηγήσεων, αναπαράγοντας τη φτώχεια και τις ανισότητες, ενώ το δεύτερο μοντέλο (Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία, κ.ά.) θέτει το δικαίωμα της κοινωνικής φροντίδας υπό την σκέπη της ανταποδοτικότητας και της δυνατότητάς του ατόμου προς απασχόληση, η αναδιανομή και η παρέμβαση του ιδιωτικού τομέα είναι περιορισμένη, όπως και η δυνατότητα των μη συμμετεχόντων στο σύστημα παροχών (άνεργοι, ανασφάλιστοι κ.ά.) για κοινωνική φροντίδα, γεγονός που σημαίνει τη διαιώνιση των ανισοτήτων. Λείπουν τα στοιχεία που θεωρούνται ότι χαρακτηρίζουν τα καθεστώτα των σκανδιναβικών χωρών (Νορβηγία, Δανία, Σουηδία) με την καθολική κρατική κάλυψη, την προσπάθειας για ισότητα στην κοινωνική φροντίδα, αν και η ταξινόμηση όπως αναγνωρίζεται από όλους τους ερευνητές δεν είναι απόλυτη ή δεσμευτική και υπάρχουν επιμέρους διαφορές πάντα και παντού.(Ferrera, EspingAndersen).

Ειδικότερα στη χώρα μας, τα χαρακτηριστικά της μικρής αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών, του άνισου καταμερισμού της φορολογίας μεταξύ κλάδων και κοινωνικών ομάδων, της άδικης χρηματοδότησης του συστήματος, της χαμηλής προστασίας σε ευπαθείς ομάδες (ανάπηροι, ηλικιωμένοι), του πελατειακού του χαρακτήρα, στα οποία έρχεται τελευταία να προστεθεί το τεράστιο βάρος του μεταναστευτικού προβλήματος, δημιουργούν τεράστια βάρη και προκλήσεις στις οποίες το ελληνικό κράτος και οι ιδιωτικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στην χώρα μας είναι πολύ δύσκολο να ανταποκριθούν.

Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται εύκολα κατανοητό ποιες μπορεί να είναι οι δυνατότητες ανάπτυξης-επέκτασης, συμπληρωματικής δράσης, δημιουργίας νέων δομών και πιο πολύ, ολοκληρωμένης πρότασης και παρέμβασης από τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών και τις οργανώσεις τους.