Συνέντευξη του κ. Βασίλη Τακτικού, διευθυντή της Οίκοpress,
στον Αθανάσιο Κόκκοτο, Διαχειριστή περιβάλλοντος – Περιβαλλοντολόγο
Το καταναλωτικό κίνημα είναι το αντίδοτο και η ελπίδα για την αντιμετώπιση του παρασιτικού συνδικαλισμού, υποστηρίζει ο κ. Βασίλης Τακτικός. Ο κοινωνικός ακτιβισμός έναντι της γραφειοκρατίας και του υψηλού κόστους των τιμών.
Έχετε μιλήσει κ. Τακτικέ για τον συνδικαλισμό στην Ελλάδα, αναφέροντας ότι ο συνδικαλισμός είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση του στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Επίσης, έχετε μιλήσει εναλλακτικά για το ρόλο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και του κοινωνικού ακτιβισμού ως το προοδευτικό μέρος των κινημάτων. Στην παρούσα συνέντευξη, θα ήθελα να μιλήσετε για το καταναλωτικό κίνημα, που είναι μέρος των κινημάτων των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και να μας περιγράψετε σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτό σήμερα στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, είναι ότι ενώ μειώνονται οι μισθοί, οι τιμές των προϊόντων παραμένουν ίδιες ή συνεχίζουν να αυξάνονται ανακόλουθα με τους μισθούς.
Ως γνωστόν, ένας από τους κύριους στόχους του καταναλωτικού κινήματος, είναι η μείωση των τιμών των προϊόντων, ώστε να εξασφαλιστεί κατ’αυτό τον τρόπο, η ελάχιστη ποιότητα ζωής των χαμηλόμισθων εργαζομένων.
Αυτό λοιπόν δεν συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, πράγμα το οποίο υποδηλώνει, την σχεδόν μηδενική αποτελεσματικότητα του υπάρχοντος Ελληνικού καταναλωτικού κινήματος.
Γνωρίζετε κ. Τακτικέ να μας πείτε ,ποιοι και που εντοπίζονται αυτοί οι λόγοι που το υπάρχον Ελληνικό καταναλωτικό κίνημα βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση;
Αυτοί οι λόγοι εντοπίζονται κυρίως, στην κουλτούρα που διέπει τις συλλογικές Ελληνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες κοιτούν να εξασφαλίσουν τα δικά τους συντεχνιακά συμφέροντα, αγνοώντας το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Η κουλτούρα αυτή λοιπόν, έχει «εκπαιδεύσει» τα μέλη των οργανώσεων αυτών και κατ’επέκταση την ευρύτερη κοινωνία, να βλέπουν τις συλλογικές κοινωνικές δράσεις μέσα από την οπτική του ατομικιστικού τους οφέλους. Έτσι, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, η απαίτηση των συνδικαλιστικών φορέων για αυξήσεις μισθών των μελών τους, χωρίς να αναφέρονται στον αγώνα για την παράλληλη μείωση των τιμών των προϊόντων. Κάτι, το οποίο αν επιτυγχανόταν, θα βοηθούσε όχι μόνο τα μέλη των οργανώσεων αυτών, αλλά και των υπόλοιπων οικονομικά ευαίσθητων ομάδων του ευρύτερου κοινωνικού τομέα. Θεωρούν λοιπόν κατ’αυτό τον τρόπο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ότι δεν αποτελούν οι ίδιες κομμάτι της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να μην προάγουν συλλογικά κοινωνικά κινήματα τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με τα δικά τους συντεχνιακά συμφέροντα.
Δηλαδή κ. Τακτικέ, μέμφεστε θα λέγαμε ανοιχτά, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των Ελλήνων εργαζομένων, για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το Ελληνικό καταναλωτικό κίνημα;
Σαφέστατα! Ο συνδικαλισμός στην χώρα μας, είναι ο κύριος υπεύθυνος για την διάδοση της ατομικιστικής κουλτούρας στους Έλληνες. Η εμμονή των συνδικαλιστικών απαιτήσεων για την αύξηση των μισθών, χωρίς παράλληλη δράση για την μείωση των τιμών, μόνο σε αδιέξοδο μπορεί να οδηγήσει τους Έλληνες πολίτες και αυτό γιατί είναι δύσκολο πολύ να γίνει αύξηση των μισθών στην παρούσα οικονομική συγκυρία.
Βέβαια, ο λαός δεν θα πρέπει να απογοητευθεί από αυτό, αλλά να δράσει μέσω ενός οργανωμένου καταναλωτικού κινήματος για την μείωση των τιμών, που θα έχει κοινωνικά, το ίδιο ευεργετικό αποτέλεσμα με την αύξηση των μισθών.
Όπως προανέφερα προηγουμένως ,για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται η οργάνωση των πολιτών σε συλλογικό κοινωνικό επίπεδο έξω από τον κοντόφθαλμο και διεφθαρμένο συνδικαλιστικό χώρο. Από αυτή την άποψη, το καταναλωτικό κίνημα είναι κατά πολύ προοδευτικότερο από τον συνδικαλισμό σήμερα.
Ποια λοιπόν είναι τα οφέλη από την ανάπτυξη και την μεγέθυνση ενός τέτοιου καταναλωτικού κινήματος στην Ελληνική κοινωνία;
Κατ’αρχήν, το καταναλωτικό κίνημα, δημιουργεί υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες-καταναλωτές ,με συλλογική κοινωνική δράση, βοηθώντας τους να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη που έχουν, να επεμβαίνουν και να διαμορφώνουν την οικονομική αγορά προς όφελός τους.
Για παράδειγμα, αν η τιμή κάποιου προϊόντος συνεχώς αυξάνεται, λόγω ας πούμε της ύπαρξης κάποιων καρτέλ εταιρειών, οι πολίτες –καταναλωτές θα μπορούν να απαντήσουν μέσω μιας συλλογικής αποχής από την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος. Αυτό θα προκαλέσει έτσι, σύγχυση στους παραγωγούς του καρτέλ οι οποίοι θα αναγκαστούν να μειώσουν και πάλι την τιμή του προϊόντος τους.
Θα λέγαμε λοιπόν συνοπτικά, πως παρόμοιες επεμβάσεις στην οικονομική αγορά από ένα ισχυρό και οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα των πολιτών, θα εξασφάλιζε την συνεχής πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων στην αγορά, αποτρέποντας τον αποκλεισμό τους από αυτήν.
Επίσης, η ύπαρξη ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την προώθηση και ανάπτυξη κοινωνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας. Οι νεοφυείς κοινωνικές επιχειρήσεις στον Ελληνικό χώρο, έχουν ως σκοπό την απασχόληση ανέργων και την επανεπένδυση ενός μέρους των κερδών τους στην αγορά για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επειδή λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα, είναι απαραίτητη η οργανωμένη ύπαρξη των πολιτών-καταναλωτών, οι οποίοι και θα ενισχύσουν αυτές τις επιχειρήσεις με την αγορά των προϊόντων τους.
Τέλος, ένα επιπλέον όφελος, εντοπίζεται στην πάταξη της ατομικιστικής κουλτούρας και την καλλιέργεια μιας συλλογικής κοινωνικής κουλτούρας η οποία θα οδηγήσει στην ευρύτερη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών και για άλλα κοινωνικά θέματα. Αυτή η κουλτούρα είναι ήδη διαδεδομένη στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.
Αλήθεια, ποια είναι η διαφορά του καταναλωτικού κινήματος, στην υπόλοιπη Ευρώπη και κατ’επέκταση στις υπόλοιπες χώρες του εξωτερικού, σε σχέση με το Ελληνικό καταναλωτικό κίνημα;
Η μεγάλη διαφορά εντοπίζεται στα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, σχετικά με την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη, το συνδικαλιστικό κίνημα έχει αναπτυχθεί παράλληλα με τον κοινωνικό ακτιβισμό, μέρος του οποίου είναι και το καταναλωτικό κίνημα, που προάγεται από τις Ευρωπαϊκές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Ο εργαζόμενος στην Ευρώπη παλεύει, μέσω των συνδικαλιστικών οργανώσεων, για τα εργατικά του δικαιώματα, ενώ παράλληλα αναπτύσσει και εντυπωσιακή δράση, μέσα από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, για την προάσπιση των κοινωνικών του δικαιωμάτων.
Δυστυχώς στην χώρα μας δεν εντοπίζεται κάτι τέτοιο, εδώ ο εργαζόμενος παλεύει μέσω του συνδικαλιστικού του φορέα, δήθεν για τα εργατικά του δικαιώματα, αλλά στην πραγματικότητα, η ελίτ του συνδικαλιστικού του φορέα εκμεταλλεύεται την κινητοποίησή του αυτή, για την εξασφάλιση του δικού της συμφέροντος. Επίσης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εχθρεύονται τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ενώ και πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών μιμούνται τα στραβά του συνδικαλισμού. Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απαξίωση των μελών τους και των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων σε πολίτες τριτοκοσμικής χώρας.
Αρκεί να αναφέρουμε, τις συχνές απεργιακές κινητοποιήσεις που δεν δείχνουν κανένα σεβασμό στην ταλαιπωρία του απλού πολίτη. Τρανταχτό παράδειγμα, το περιστατικό στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης στις πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών συγκομιδής απορριμμάτων.
Ως γνωστόν, λόγω της συσσώρευσης μεγάλου όγκου απορριμμάτων και εξαιτίας της έντονης δυσοσμίας, μία καθηγήτρια της σχολής, μαζί με κάποιους ευσυνείδητους πολίτες φοιτητές, προσφέρθηκαν εθελοντικά να μαζέψουν τα σκουπίδια από την αυλή της σχολής. Δυστυχώς όμως για κακή τους τύχη, κάποιοι φοιτητές γνωστού αριστερού κόμματος για να προασπίσουν και να προστατέψουν τα συμφέροντα της ελίτ του συνδικαλιστικού οργάνου των υπαλλήλων καθαριότητας, δεν δίστασαν να επιτεθούν στους εθελοντές-φοιτητές καταδικάζοντάς τους κατ’αυτό τον τρόπο να συνεχίσουν να εκτίθενται σε ανθυγιεινές γι’αυτούς συνθήκες, σαν να ήταν πολίτες μιας υπανάπτυκτης τριτοκοσμικής χώρας.
Αυτός ο συνδικαλισμός είναι που δημιούργησε ένα μεγάλο μέρος του χρέους, αυτός ο συνδικαλισμός είναι που πολεμά κάθε προσπάθεια προάσπισης του κοινωνικού συλλογικού συμφέροντος, όταν πιστεύει ότι πλήττεται το δικό του ατομικό συμφέρον.
Ας μου επιτρέψετε κ. Τακτικέ να αναφέρω, πως παρά την ζοφερή εικόνα που παρουσιάζεται για την Ελλάδα του διεφθαρμένου συνδικαλισμού και της οικονομικής κρίσης , έχουν γίνει κάποιες ενέργειες οι οποίες ίσως υποδηλώνουν την στροφή της Ελληνικής κοινωνίας προς την απαρχή της ανάπτυξης ενός καταναλωτικού κινήματος. Μια τέτοια ενέργεια για παράδειγμα, ήταν το γνωστό στο ευρύ κοινό «κίνημα της πατάτας» που είχε ως σκοπό να χτυπήσει τους μεσάζοντες των αγροτικών προϊόντων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων. Εσείς τι λέτε γι’αυτό, είναι μια ελπιδοφόρα και ουσιαστική ενέργεια το «κίνημα της πατάτας» για την ανάπτυξη του καταναλωτικού κινήματος στην Ελλάδα;
Αυτές είναι ωραίες και εντυπωσιακές κινήσεις, που λειτουργούν μεν ενθαρρυντικά, αλλά στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα απλό πυροτέχνημα. Υποδεικνύουν βέβαια, μια δυνατότητα στροφής της κοινωνίας, προς μια διάθεση κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά δεν μπορούν να έχουν μέλλον, αν δεν στηρίζονται σε ένα θεσμοθετημένο και οργανωμένο κοινωνικό δίκτυο. Το δίκτυο αυτό θα είναι προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αλληλεγγύης, ενώ η συνεχής και σταθερή παρουσία του, θα εξασφαλίζει την μελλοντική βιωσιμότητα παρόμοιων ενεργειών.
Δηλαδή, απαιτείται η σύμπραξη των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), στα πλαίσια ενός πανελλαδικού δικτύου, έτσι ώστε να περάσουμε σε πάγιες και συνεχείς οργανωμένες συλλογικές μορφές διακίνησης προϊόντων χαμηλού κόστους.
Μόλις αναφέρατε την φράση ¨πανελλαδικό δίκτυο¨ και εδώ θα ήθελα να σταθώ για λίγο. Η οργάνωση των πολιτών σε τοπικό επίπεδο είναι μια σχετικά εύκολη υπόθεση, όμως τι γίνεται στην περίπτωση του ¨πανελλαδικού δικτύου¨, ποιο είναι εκείνο το επικοινωνιακό πλαίσιο που προάγει τον πανελλαδικό συντονισμό τέτοιων κοινωνικών ομάδων;
Η λύση φυσικά είναι το διαδίκτυο. Στην σημερινή Ελλάδα το διαδίκτυο έχει γνωρίσει μεγάλη διάδοση και βρίσκεται σχεδόν σε κάθε Ελληνικό σπίτι.
Το διαδίκτυο είναι λοιπόν, εκείνο το εργαλείο, μέσω του οποίου το οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα και εν γένει οι οργανώσεις τις κοινωνίας των πολιτών θα διαδώσουν πανελλαδικά τα μηνύματα τους για κοινωνικό ακτιβισμό. Εδώ θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί, ότι η επικοινωνία αυτή σήμερα είναι λειψή και κατακερματισμένη, απόρροια της λειψής και κατακερματισμένης εικόνας που παρουσιάζει η οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών.
Η πρόκληση λοιπόν σήμερα εντοπίζεται κυρίως σε αυτό το θέμα, το πώς θα συμπληρώσουμε και θα ενοποιήσουμε την λειψή και κατακερματισμένη αυτή εικόνα, για να καταφέρουμε να διαδώσουμε τα ελπιδοφόρα μηνύματα του κοινωνικού ακτιβισμού, πανελλαδικά και στην παρούσα οικονομική συγκυρία, με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Εμείς από την μεριά μας, ως μιας οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών με την ονομασία ¨Ερύμανθος Α.Μ.Κ.Ε.¨ ,παλεύουμε με ζήλο προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’αυτό το σκοπό, λειτουργούμε δύο ηλεκτρονικές εφημερίδες την Oikopress και την Social Activism Αθηνών, μέσω των οποίων διαδίδουμε προτάσεις, ιδέες και καλές πρακτικές συλλογικής δράσης παρέχοντας κατ’αυτό τον τρόπο το υλικό ιδεών και πρακτικών που χρειάζεται να έχει στην διάθεσή της η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών για να υλοποιήσει το έργο της.
Από την άλλη μεριά μέσω της σύστασης του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου, προωθείται η δημιουργία κοινωνικών ανθρώπινων επικοινωνιακών δικτύων στον πραγματικό κόσμο και όχι στον ηλεκτρονικό, για την παρακίνηση και συντονισμό της δράσης μεγάλων κοινωνικών ομάδων σε πανελλήνια εμβέλεια κατά της κοινωνικής αδικίας.
Μιλήσατε λοιπόν κ. Τακτικέ, για ένα πανελλήνιο δίκτυο συντονισμού των Ελλήνων πολιτών για κοινωνική δράση. Όμως, ένα τέτοιο δίκτυο για να συντηρηθεί, δεν θα πρέπει να καταναλώνει κάποιους οικονομικούς πόρους, από πού τους αντλεί;
Η αλήθεια είναι πως για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν όλα όσα ειπώθηκαν, απαιτείτε η εύρεση και η κατανάλωση κάποιων οικονομικών πόρων. Οι πόροι αυτοί καταναλώνονται για την διατήρηση των επικοινωνιακών δικτύων των οργανώσεων, την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων τους, καθώς και για την πληρωμή των μόνιμων στελεχών που εργάζονται σε αυτές. Εύλογα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα, από πού αντλούνται τέτοιοι πόροι σε μια τέτοια άσχημη οικονομική εποχή.
Η απάντηση είναι πως υπάρχουν ήδη, θεσμοθετημένοι οικονομικοί πόροι, που προέρχονται από το Ευρωπαϊκό κοινοτικό ταμείο και το οποίο στηρίζει την προσπάθεια των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, μέσω ειδικών προγραμμάτων. Δυστυχώς όμως, αυτοί οι πόροι δεν αξιοποιούνται σωστά όπως θα έπρεπε, λόγω της έλλειψης γνώσης σωστής διαχείρισης τους από τις περισσότερες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και από την έλλειψη απαίτησης από την μεριά της Ελληνικής κοινωνίας για την διαφάνεια των κρατικών συναλλαγών, οι οποίες λειτουργούν ως τροχοπέδη για την σωστή επένδυση των κοινοτικών πόρων.
Μια άλλη πηγή πόρων, είναι και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες χρηματοδοτούν κοινωνικές ακτιβιστικές δράσεις μέσω της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (Ε.Κ.Ε.). Τα κίνητρα που έχουν γι’αυτή την χρηματοδότηση, είναι τόσο φορολογικά (ελάφρυνση φόρων) όσο και επικοινωνιακά (διαφήμιση κ.λπ.). Έτσι, για παράδειγμα, μια εταιρεία που προάγει στην αγορά νέες τεχνολογίες μηδενικής ρύπανσης, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχει κάθε λόγο να χρηματοδοτήσει τις δράσεις μια κοινωνικής περιβαλλοντικής οργάνωσης μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Δυστυχώς όμως και εδώ, παρουσιάζονται μεγάλα εμπόδια στην χρηματοδότηση, διότι είναι ευρέως γνωστή η τακτική αυτών των εταιρειών για να έχουν την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Οι εταιρείες αυτές λοιπόν, δημιουργούν δικές τους θυγατρικές οργανώσεις μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τις χρηματοδοτούν. Έτσι, μέσω αυτής τους της ενέργειας επιτυγχάνουν από τη μία να ανακυκλώσουν τα δικά τους χρήματα, κερδίζοντας μέσω της φοροαπαλλαγής τους, ενώ από την άλλη επιτυγχάνουν να αυξήσουν το κύρος της εικόνας τους μέσα στην κοινωνία.
Για να λυθούν λοιπόν αυτά τα ζητήματα, απαιτείτε η συλλογική δράση των πολιτών για την απαίτηση διαφανών κρατικών οικονομικών συναλλαγών, καθώς και η ύπαρξη ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος, το οποίο θα μποϋκοτάρει την αγορά προϊόντων εταιρειών που βγάζουν κέρδος μέσω της Ε.Κ.Ε. και στην ουσία δεν προσφέρουν τίποτα στην κοινωνία.
Νομίζω πως καλύψαμε πλήρως το θέμα του καταναλωτικού κινήματος και εν γένει του κοινωνικού ακτιβισμού στην Ελλάδα και έτσι κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε αν έχετε να προσθέσετε κάτι παραπάνω στα όσα ήδη αναφέρατε.
Ναι! Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να προσθέσω κάτι παραπάνω σχετικά με το τι επιπλέον μπορεί να προσφέρει το καταναλωτικό κίνημα και το οποίο ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει.
Πρόσφατα, είχαμε την επίσκεψη του Γερμανού πρόξενου στην Ελλάδα κ. Φούχτελ, ο οποίος ανέφερε ότι στην Γερμανία για να λειτουργήσει ένας δήμος, χρειάζεται το 1/3 των εργαζόμενων δημοσίων υπαλλήλων που δουλεύουν σε ένα Ελληνικό δήμο. Η αναφορά αυτή στον δημόσιο τομέα, από τον κ. Φούχτελ, έγινε με σκοπό να τονιστεί η ύπαρξη ενός τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού που συντηρεί ένα μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων.
Το κράτος, για να μπορέσει να συντηρήσει αυτό τον μεγάλο γραφειοκρατικό μηχανισμό, έχει μεγάλα έξοδα τα οποία καλύπτει κυρίως μέσω του Φ.Π.Α., το κόστος του οποίου, μεταβιβάζεται στα προϊόντα. Σήμερα, ο μέσος Έλληνας καταναλωτής υποχρεώνεται να πληρώσει σχεδόν 30% Φ.Π.Α. της τιμής του προϊόντος, δηλαδή το 1/3 περίπου του συνολικού του κόστους, κάτι το οποίο είναι παράλογο. Όμως, το πιο παράλογο απ’όλα, είναι ότι αυτό το ποσό των χρημάτων το οποίο υφαρπάζει το κράτος μέσω του Φ.Π.Α., αποδίδεται στην πληρωμή ενός τεράστιου αριθμού και ως επί των πλείστων ανάξιων και μη αποδοτικών δημοσίων υπαλλήλων.
Γιατί λοιπόν ο έλληνας πολίτης-καταναλωτής να συνεχίζει να πληρώνει από την τσέπη του, για την διατήρηση ενός τέτοιου «βαμπιρικού» κρατικού μηχανισμού, από την στιγμή που ο μισθός του μειώνεται. Η απάντηση για άλλη μια φορά και δεν με πειράζει να το επαναλαμβάνω διαρκώς, είναι η ύπαρξη ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος το οποίο θα πρέπει να συμπεριλάβει και αυτή την συνισταμένη στο σύνολο των δράσεων του και να απαιτήσει την μείωση του όγκου του κρατικού μηχανισμού, που αυξάνει μέσω του Φ.Π.Α. τις τιμές των προϊόντων, γονατίζοντας τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες για λογαριασμό των μη παραγωγικών δημοσίων υπαλλήλων.