Γράφει η Αναστασία Πρίφτη
Κοινωνική Ανθρωπολόγος
Η ελληνική πολιτεία έχει αναγνωρίσει τον τουρισμό ως κοινωνικό αγαθό και ως αναπτυξιακό τομέα δραστηριότητας σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του τουρισμού οδήγησε μεταπολεμικά στη θεσμοθέτηση του λεγόμενου «κοινωνικού τουρισμού», του οποίου ο αναπτυξιακός ρόλος επανεξετάζεται με βάση τις σημερινές ανάγκες μίας κοινωνίας που βρίσκεται σε κρίση.
Το ζητούμενο είναι πως η πολιτεία και σε ποιό επίπεδο διοίκησης μπορεί να ενισχύσει την αναπτυξιακή προοπτική του τουρισμού και πως μπορεί να εμπλέξει δημιουργικά τους δικαιούχους «κοινωνικού τουρισμού», παρέχοντάς τους όχι μόνο δελτία τουρισμού αλλά και ευκαιρίες απασχόλησης στον τομέα αυτό.
Η αξιοποίηση του τουρισμού είναι πρόκληση για τις σύγχρονες κοινωνίες, αρκεί να γίνεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής αειφόρου, βιώσιμης ανάπτυξης. Μέσω ευέλικτων σχημάτων συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, επιχειρηματιών και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, τοπικής, περιφερειακής, εθνικής και διεθνούς πολιτειακής συγκρότησης μπορούν να αναληφθούν πρωτοβουλίες και καινοτόμες δράσεις. (Κοκκώσης, 1995)
Είναι αναγκαίο να εναρμονιστεί ο τουρισμός με τις προκλήσεις της εποχής και να καταστεί βασικός βραχίονας στη συνολικότερη οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η τουριστική πολιτική μπορεί να είναι ταυτόχρονα πολιτική δημοσίων επενδύσεων, πολιτική απασχόλησης και εκπαίδευσης, πολιτική μείωσης ή και εξισορρόπησης της ανεργίας. (Ζαχαράτος, 1995)
Ο τουρισμός και οι μορφές του
Σε παγκόσμια κλίμακα ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους βασικότερους μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας. Η δυναμική του άρχισε να διαφαίνεται τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όπου άρχισε να μετατρέπεται σταδιακά σε κοινωνικό φαινόμενο. Τα κράτη σπεύδουν να ιδρύσουν δημόσιους τουριστικούς φορείς, οι ιδιώτες επιχειρηματίες αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και οι απλοί πολίτες ως καταναλωτές διεκδικούν το κοινωνικό αγαθό του τουρισμού.
Είναι γεγονός, όμως, ότι ο τουρισμός, ως κοινωνικό φαινόμενο, έχει τις ρίζες του στο δυτικό πολιτισμικό σύστημα και εκφράζει στοιχεία της πολιτισμικής πραγματικότητας των δυτικών κοινωνιών. Στις αναπτυγμένες αυτές χώρες, πολύ σύντομα το φαινόμενο άρχισε να αποκτά μαζικό, σαρωτικό χαρακτήρα. Διαμορφώθηκε ένα είδος «μαζικού τουρισμού», το οποίο δεν άργησε να δημιουργήσει προβλήματα, καθώς οι φυσικοί και οι πολιτιστικοί πόροι εμπορευματοποιούνται και υπερεκμεταλλεύονται, χωρίς να λαμβάνονται μέτρα προστασίας και αειφορίας τους.
Η αντίδραση στη μαζικότητα δημιούργησε μεταστροφή των τουριστών προς πιο ανεξάρτητες μορφές τουρισμού προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του κάθε τουρίστα. Προωθήθηκε έτσι ο λεγόμενος «εναλλακτικός τουρισμός», πιο ήπιος σε χαρακτήρα, ως αντιστάθμισμα του σκληρού μαζικού τουρισμού και των δυσμενών επιπτώσεών του. Ο εναλλακτικός τουρισμός θεωρείται μικρής κλίμακας ανάπτυξη του τουρισμού, που προέρχεται και οργανώνεται από τον τοπικό πληθυσμό ή τους τοπικούς φορείς και προσελκύει τουρίστες με ειδικά ενδιαφέροντα. Με βάση αυτά, διαμορφώθηκαν και οι πιο κάτω μορφές του: Περιβαλλοντικός, πολιτισμικός, αθλητικός, συνεδριακός, οικοτουριστικός, αγροτουριστικός, θρησκευτικός, θαλάσσιος, ορειβατικός, χιονοδρομικός, περιπατητικός κ.α.
Κοινωνικός τουρισμός
Ο κοινωνικός τουρισμός θεωρείται ως μία επιπλέον μορφή τουρισμού, η οποία θεσπίστηκε στην Ελλάδα το 1982, όταν αρχίζουν τα πρώτα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), την Εργατική Εστία και τη Γενική Γραμματεία της Νέας Γενιάς. Οι πληρωμένες διακοπές έγιναν κατά αυτόν τον τρόπο ένα από τα ισχυρά όπλα στην ανάπτυξη του τουριστικού τομέα και «κατοχύρωσαν» στο κοινωνικό σύνολο το ταξίδι διακοπών. (Τσάρτας, 1995)
Ο κοινωνικός χαρακτήρας του τουρισμού ήρθε ως επακόλουθο του σύγχρονου τρόπου ζωής των μεγάλων αστικών κέντρων. Η πολιτεία, μέσω της συγκεκριμένης παροχής, προσπαθεί να εξισορροπήσει τις ψυχοσωματικές επιβαρύνσεις που προκαλούνται στους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων.
Ο γενικός χαρακτηρισμός των δικαιούχων του κοινωνικού τουρισμού είναι «κοινωνικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα» (ορισμός διεθνούς γραφείου κοινωνικού τουρισμού) ή «ομάδες ατόμων που για διάφορες αιτίες, αλλά κυρίως για κοινωνικούς λόγους και για λόγους υγείας, έχουν δυσκολίες να κάνουν διακοπές» (ορισμός της Ε.Ε.) Κάτω από αυτούς τους χαρακτηρισμούς μπορούν να υπαχθούν διάφορες κατηγορίες ατόμων, όπως: εργαζόμενοι και συνταξιούχοι με χαμηλό εισόδημα, άνεργοι, άτομα με ειδικές ανάγκες συμπεριλαμβανομένων και των υπερηλίκων, πολύτεκνοι, πολιτικοί πρόσφυγες, αγρότες και αγρότισσες, ανύπαντρες μητέρες και γυναίκες ή άντρες εν χηρεία που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα, η νεολαία (μέσω των ειδικών προγραμμάτων της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς), ασφαλισμένοι του ΙΚΑ (πρόγραμμα της Εργατικής Εστίας), που κατά κανόνα είναι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι.
Ο τουρισμός ως μοχλός ανάπτυξης και ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης
Ο τουρισμός αναδεικνύεται σε «ατμομηχανή» της οικονομίας, με ισχυρές διακλαδικές επιδράσεις και σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Στις προοπτικές της επόμενης δεκαετίας, ο τουρισμός εντάσσεται στους τομείς εκείνους οι οποίοι μπορούν να επιφέρουν την πολυπόθητη ανάταση της ελληνικής οικονομίας, με συγκεκριμένες πολλαπλασιαστικές επιδόσεις σε περιφερειακή και τοπική κλίμακα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές ο τουρισμός εντάχθηκε σε ξεχωριστό υπουργείο, το Υπουργείο Τουρισμού. Σε πρόσφατη μάλιστα συνάντηση της υπουργού τουρισμού Όλγας Κεφαλογιάννη με τον γερμανό υφυπουργό εργασίας Χανς Γ.Φούχτελ (ως εντεταλμένου συμβούλου της γερμανικής κυβέρνησης για θέματα συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών), στις εργασίες της 3ης Ελληνογερμανικής Συνέλευσης, επισημάνθηκε η ανάγκη ανάδειξης και προώθησης συνεργασιών στους τομείς του τουρισμού και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κ. Κεφαλογιάννη, επισήμανε μεταξύ άλλων τις δυνατότητες ανάπτυξης του τουρισμού σε τοπικό επίπεδο, με συνέργειες που μπορούν να υπάρξουν και με τις οποίες θα προβληθούν οι ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει. Ο κ. Φούχτελ μίλησε από την άλλη μεριά, για παροχή εξειδικευμένης γνώσης στον τουρισμό και συνεργασίας με την τοπική αυτοδιοίκηση για θέματα που αφορούν στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, δίνοντας έμφαση στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού και στις δυνατότητες ανάπτυξης που υπάρχουν. Η ανάγκη ανάπτυξης συνεργασιών, επικοινωνίας, διαλόγου και ανταλλαγής γνώσεων σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης είναι από τα σημεία που υπογραμμίστηκαν στις εργασίες της 3ης Ελληνογερμανικής Συνέλευσης.
Το ζητούμενο είναι, πόσο έτοιμη είναι η τοπική αυτοδιοίκηση να αξιοποιήσει τον τουρισμό σε τοπικό επίπεδο και να τους ενεργοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση, τους δικαιούχους του κοινωνικού τουρισμού. Στο Δήμο Αθηναίων υπάρχει ένα παράδειγμα καλής πρακτικής, μία γόνιμη βάση θα λέγαμε. Πρόκειται για την Εταιρεία Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών (ΕΑΤΑ) του δήμου όπου σύμφωνα με το προφίλ της «Η Αθήνα είναι ένα μητροπολιτικό κέντρο με μοναδικά αστικά και φυσικά χαρακτηριστικά και δημοφιλής τουριστικός προορισμός σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Είναι μία πόλη προσηλωμένη στη βιώσιμη ισόρροπη ανάπτυξη και ως μείζον αστικό κέντρο, επενδύει στις ήπιες αναπλάσεις, στην κοινωνική συνοχή και ευημερία και φυσικά σε μία βιώσιμη και ανθρωποκεντρική οικονομική ανάπτυξη».
Αυτός ο προσανατολισμός βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος και με το Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» σύμφωνα με τον οποίο προβλέπεται ένα νέο πλέγμα αρμοδιοτήτων των δήμων, στα πεδία της κοινωνικής προστασίας, της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας, για την βελτίωση της ποιότητας ζωής των δημοτών και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής σε τοπικό επίπεδο.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, προτείνεται η αξιοποίηση, κατά προτεραιότητα, των δικαιούχων του κοινωνικού τουρισμού ως μίας ομάδας πολιτών οι οποίοι έχουν ανάγκη από νέες ή και επιπλέον ευκαιρίες απασχόλησης και ενεργητικής συμμετοχής στην τουριστική αξιοποίηση του δήμου τους. Η συμπληρωματικότητα του εισοδήματος εισάγει αυτομάτως την αναπτυξιακή και κοινωνική διάσταση στην έννοια «τουρισμός».
Σημασία έχει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην παροχή ευκαιριών απασχόλησης και στην επιχειρηματικότητα, που να ανταποκρίνεται στις τοπικές ανάγκες και να τονώνει την οικονομική ανάπτυξη σε τοπικό επίπεδο. Στο επίπεδο αυτό, στον πυρήνα της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι διαδικασίες μπορούν να γίνουν πιο προσιτές σε όλους τους εμπλεκόμενους με τον τουρισμό και να επιτευχθεί άμεση βελτίωση της ποιότητας ζωής και της κοινωνικής συνοχής της τοπικής κοινωνίας.
Τέλος, προτείνεται ο προωθούμενος διεθνώς «εναλλακτικός τουρισμός» ως το καταλληλότερο, ίσως, πλαίσιο για τη δημιουργία συνεργασιών σε τοπικό επίπεδο και αξιοποίησης του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου, διότι ως μορφή τουρισμού προέρχεται και οργανώνεται από τον τοπικό πληθυσμό και τους τοπικούς φορείς και αφορά αυτούς.
Πηγές:
- Η ανάδειξη του τουρισμού στη συνάντηση Κεφαλογιάννη – Φούχτελ,
- Εταιρεία Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών,
- Μαντζουράνη Κ., Τσιφάκη Χ. (2006), Επιπτώσεις-προοπτικές εξέλιξης του εναλλακτικού τουρισμού την Ελλάδα, πτυχιακή εργασία, ΑΤΕΙ Κρήτης, ΣΔΟ, Τμήμα Τουριστικών Επιχειρίσεων, διαθέσιμο εδώ
- Πασχαλίδης Γ., Χαμπούρη – Ιωαννίδου Α. (2002), Εισαγωγή στον Πολιτισμό, Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2002
Τα άρθρα από την στην Τριμηνιαία έκδοση επιστημονικού προβληματισμού και παιδείας «Σύγχρονα Θέματα», Περίοδος Β, Χρόνος 18ος, Τεύχος 55, Απρίλιος – Ιούνιος 1995,
- Τσάρτας Π., «Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στα χαρακτηριστικά και τις αναζητήσεις των σύγχρονων τουριστών», σελ. 40-46
- Ζαχαράτος Γ., «Φύση, λειτουργία και προβλήματα πολιτικής του ελληνικού τουρισμού», σελ. 72-76
- Κοκκώσης Χ., «Τουρισμός και βιώσιμη ανάπτυξη», σελ. 21-27