Η πολιτική στην εποχή του έθνους – κράτους λειτουργεί μεταξύ δύο πόλων – αγοράς και κυβέρνησης. Αντιθέτως, η πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί μεταξύ τριών κόμβων – εμπορίου, κυβέρνησης και κοινωνίας των πολιτών.

Η μετατόπιση από τη διπολική στην τριπολική πολιτική αντιπροσωπεύει μια ριζοσπαστική πρόοδο στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής, με βαθιά επίδραση στον τρόπο που οι άνθρωποι οργανώνουν το μέλλον τους. Εάν η πολιτική που βασιζόταν στην κυβέρνηση και στο εμπόριο κατέστησε βιώσιμο το όραμα του Διαφωτισμού, η πολιτική των τριών πόλων καθιστά ρεαλιστικό το ευρωπαϊκό όνειρο. 

«Το Ευρωπαϊκό Όνειρο», Jeremy Rifkin

Ο ξεχασμένος τομέας

Η κοινωνία των πολιτών είναι η σφαίρα δράσης που βρίσκεται ανάμεσα στην αγορά και την κυβέρνηση. Συντίθεται από όλες τις δραστηριότητες που συγκροτούν την πολιτική ζωή των ατόμων και των κοινοτήτων τους. Η κοινωνία των πολιτών συμπεριλαμβάνει τους θρησκευτικούς θεσμούς, τις τέχνες, την εκπαίδευση, την ιατρική μέριμνα, τον αθλητισμό, τη συλλογική αναψυχή και την ψυχαγωγία, την κοινωνική και περιβαλλοντική δραστηριότητα, τις σχέσεις γειτονίας και άλλες δραστηριότητες των οποίων η λειτουργία είναι να δημιουργούν κοινοτικούς δεσμούς και κοινωνική συνοχή.

Η κοινωνία των πολιτών είναι ο τόπος συνάντησης για την αναπαραγωγή της κουλτούρας σε όλες της τις μορφές. Είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι συμμετέχουν στο «βαθύ παιχνίδι» της δημιουργίας του κοινωνικού κεφαλαίου και κατασκευάζουν κώδικες και κανόνες συμπεριφοράς. Η κουλτούρα βρίσκεται εκεί όπου βασιλεύουν οι εγγενείς αξίες. Η κοινωνία των πολιτών είναι το φόρουμ όπου εκφράζεται η κουλτούρα και είναι ο αρχέγονος τομέας της ανθρώπινης ζωής.

Παρά τη σημασία που έχει η κοινωνία των πολιτών για την κοινωνική ζωή, αυτή η σφαίρα δραστηριότητας, στη μοντέρνα εποχή, περιθωριοποιήθηκε από τις δυνάμεις της αγοράς και την κυβέρνηση του έθνους-κράτους. Οικονομολόγοι και ηγέτες επιχειρήσεων, ιδιαίτερα, έφτασαν να βλέπουν την αγορά ως πρώτο τη τάξει θεσμό στις ανθρώπινες υποθέσεις

Οι θεωρητικοί του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού εξίσου υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι, στον πυρήνα της, υλιστική και ωφελιμιστική και ότι οι ηθικές αξίες και οι πολιτισμικοί κανόνες μιας κοινωνίας αποτελούν παράγωγα του οικονομικού της προσανατολισμού – ή όπως το λέει η Μαντόνα «Ζούμε στον κόσμο της ύλης και εγώ είμαι ένα κορίτσι φτιαγμένο από ύλη».

Η υλιστική φιλοσοφία έρχεται από το μακρινό παρελθόν, των αιώνων προ του Διαφωτισμού και του αιώνα του Διαφωτισμού. Όπως προαναφέραμε στο κεφάλαιο 4, ο Λοκ, ο Ντεκάρτ, ο Σμιθ και άλλοι πρώιμοι φιλόσοφοι της νεωτερικότητας, με μια μεγάλη επίθεση, ανέτρεψαν την κοσμοθεώρηση της Εκκλησίας ,που βασιζόταν στην πίστη.

Παρόλο που ορισμένοι στις γραμμές τους ομολογούσαν την πίστη τους σε μια ανώτερη θεία δύναμη, συχνά τάσσονταν υπέρ του ορθού λόγου αντί της πίστης και επένδυσαν πολλά τόσο στην υλική πρόοδο και στο όραμα της γήινης υπεραφθονίας όσο και στην αιώνια σωτηρία. Οι φιλόσοφοι της νεωτερικότητας έφτασαν να πιστεύουν ότι η αγορά είναι η αστείρευτη πηγή του ανθρώπινου πνεύματος και ότι η κουλτούρα επωφελούνταν δευτερευόντως. Έθεσαν την εργασία πριν από το παιχνίδι και υποκατέστησαν τις εγγενείς αξίες με τον ωφελισμό.

Οι υλιστές βλέπουν την αγορά ως τον κρίσιμο κοινωνικό θεσμό και τον πρωταρχικό ρυθμιστή των ανθρώπινων σχέσεων. Το πρόβλημα είναι πως η ανάλυσή τους έρχεται σε σύγκρουση με την ιστορία της ανθρώπινης ανάπτυξης. Δεν υπάρχει ούτε ένα γνωστό παράδειγμα που να τεκμηριώνει ότι οι άνθρωποι ομαδοποιήθηκαν για πρώτη φορά για να ιδρύσουν αγορές και να εμπορευθούν και στη συνέχεια απέκτησαν πολιτισμική ταυτότητα. Ούτε υπάρχουν παραδείγματα πρωταρχικής ανθρώπινης ομαδοποίησης με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης και στη συνέχεια κουλτούρας. Πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι δημιούργησαν τη γλώσσα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Μετά έφτιαξαν ένα μύθο για την προέλευσή τους. Καθιέρωσαν τελετουργίες για τις καταβολές τους και οραματίστηκαν το συλλογικό τους πεπρωμένο. Δημιούργησαν κώδικες συμπεριφοράς και δεσμούς εμπιστοσύνης –αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνικό κεφάλαιο»-και ανέπτυξαν κοινωνική συνοχή.

Με άλλα λόγια, ενεπλάκυσαν στο «βαθύ παιχνίδι» της δημιουργίας κοινής ταυτότητας. Μόνο όταν αναπτύχθηκε επαρκώς η αίσθηση αλληλεγγύης και συνοχής ίδρυσαν αγορές, συμμετείχαν σε εμπορικές διαπραγματεύσεις και εγκατέστησαν κυβερνήσεις για να ρυθμίζουν τη δραστηριότητά τους. Ακόμη και στην πρώιμη νεωτερική εποχή, όταν η πρωτοεμφανιζόμενη τάξη των καπιταλιστών και των αστών ανέπτυξε τον φανταστικό εθνικισμό, προκειμένου να ενώσει ανθρώπους, που προηγουμένως δεν είχαν τίποτα κοινό, σε ένα νέο πολιτικό σχηματισμό, το έθνος –κράτος έπρεπε να σκάψει βαθιά στο παρελθόν και να δανειστεί από τις τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις για να κατασκευάσει έναν ενοποιητικό μύθο για την απαρχή του έθνους.

Η εμφάνιση των νέων τεχνολογιών σε μια κοινωνία εξαρτάται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, από την πολιτισμική συνείδηση. Επί παραδείγματι, το 1831, οι Ευρωπαίοι εφηύραν το χλωροφόρμιο και το χρησιμοποιούσαν στη χειρουργική. Αιώνες πριν, οι Κινέζοι είχαν εφεύρει το βελονισμό και τον χρησιμοποιούσαν για να προκαλέσουν αναισθησία. Γιατί οι Ευρωπαίοι δεν ανακάλυψαν ποτέ το βελονισμό και οι Κινέζοι το χλωροφόρμιο; Διότι οι ευρωπαϊκές και οι κινέζικες ιδέες για το χώρο, το χρόνο και την πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετικές.

Η κινέζική κουλτούρα, λόγω της έμφασής της στο συγκεκριμένο, στον ολιστικό τρόπο σκέψης, στη συμπληρωματικότητα των αντιθέτων και στην αρμονία με τη φύση, ήταν προδιατεθειμένη σε ανακαλύψεις του είδους του βελονισμού. Η ευρωπαϊκή σκέψη, όντας πιο αναγωγική, αναλυτική και αποστασιοποιημένη, ήταν προδιατεθειμένη σε ανακαλύψεις όπως το χλωροφόρμιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτισμική συνείδηση καθορίζει αυστηρά τις συγκεκριμένες εξελικτικές προόδους στην τεχνολογία, αλλά μόνο ότι προδιαθέτει τη σκέψη να βλέπει τον κόσμο με ένα συγκεκριμένο τρόπο και συνεπώς οδηγεί σε νέες ανακαλύψεις που συνάδουν με τις νοητικές προσλήψεις της πραγματικότητας.

Βεβαίως, η πολιτισμική συνείδηση δεν είναι στατική. Νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις τροποποιούν συνεχώς τη χωροχρονική συνείδηση και μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολή του ίδιου του πολιτισμικού παραδείγματος, όπως και σε θεμελιώδεις αλλαγές των οικονομικών και πολιτικών ρυθμίσεων. Αλλά θα επέσυρα την προσοχή στο ότι, όπως αποδεικνύεται σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, για τους ανθρώπους η βίωση της πραγματικότητας αρχίζει με τη δημιουργία μιας αφήγησης για τον εαυτό τους και τον κόσμο στο ότι αυτή η αφήγηση λειτουργεί σαν ένα είδος βασικού DNA για όλους τους εξελικτικούς συνδυασμούς που ακολουθούν.

Η ουσία είναι πως η κουλτούρα δεν είναι και ουδέποτε υπήρξε μια προέκταση της αγοράς ή των κυβερνητικών θεσμών. Μάλλον, οι αγορές και οι κυβερνητικοί θεσμοί είναι προεκτάσεις της κουλτούρας. Είναι δευτερεύοντες, όχι πρωτεύοντες θεσμοί. Υπάρχουν χάρη στις κουλτούρες που τους δημιουργούν. Ο Ζαν Μονέ το συναισθανόταν έντονα, όταν παραδέχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960,ότι «εάν η διαδικασία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έπρεπε να ξαναρχίσει, θα ήταν καλύτερα να αρχίσει από την κουλτούρα».

Μετά από μακρά περίοδο αποικιοποίησης από την αγορά και το έθνος – κράτος, η κοινωνία των πολιτών –μαζί με τις βαθύτερες πολιτισμικές δυνάμεις που αποτελούν τα θεμέλιά της- ωθείται ξανά να επιβάλει τον κεντρικό της ρόλο στο πλαίσιο της δημόσιας ζωής. Και όπως όλα τα απελευθερωτικά κινήματα, το προαπαιτούμενο για την επανεπιβολή της κυριαρχίας της είναι ο εξοβελισμός μεγάλου μέρους του λεξιλογίου που είχε καταλήξει να καθορίζει την ύπαρξή της.

Οι υπέρμαχοί της παραπονούνται ότι η κοινωνία των πολιτών δεν είναι ο «τρίτος τομέας» όπως ισχυρίζονται πολλοί ακαδημαϊκοί, αλλά ο πρώτος. Κατά παρόμοιο τρόπο, το να κατατάσσεται η κοινωνία των πολιτών σε κατηγορίες όπως «μη κερδοσκοπικές οργανώσεις» ή «μη κυβερνητικές οργανώσεις» μειώνει τη σημασία ή την παρουσιάζει απλά σαν σκιά των εμπορικών ή κυβερνητικών θεσμών. Οι ακτιβιστές της νέας γενιάς προτιμούν να αναφέρονται στις οργανώσεις τους ως οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (ΟΚΠ). Προσδιορίζουν επίσης τη δραστηριότητά τους ως υπηρεσία και όχι ως εθελοντισμό, για να υπογραμμίσουν τη σημασία της στην ανάπτυξη και την αναπαραγωγή της κουλτούρας.

Το εύρος της κοινωνίας των πολιτών είναι εντυπωσιακό.

Μια μελέτη, που διεξάχθηκε από το Συγκριτικό Πρόγραμμα του Μη Κερδοσκοπικού Τομέα, του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, και κάλυψε είκοσι δύο χώρες, εκτιμά ότι ο τομέας της κοινωνίας των πολιτών αντιπροσωπεύει αξία 1,1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, και απασχολεί πάνω από 19 εκατομμύρια εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, επί πληρωμή. Οι μη κερδοσκοπικές δαπάνες σ’ αυτές τις χώρες αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, στο 4,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και η μη κερδοσκοπική απασχόληση αντιστοιχεί στο 5% όλης της μη αγροτικής εργασίας, στο 10% όλης της εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και στο 27% όλης της απασχόλησης στο δημόσιο.

Αρκετά ευρωπαϊκά έθνη υπερηφανεύονται ότι σήμερα το δικό τους επίπεδο απασχόλησης στον «μη κερδοσκοπικό τομέα» υπερβαίνει εκείνο των ΗΠΑ. Στην Ολλανδία, το 12,6% της συνολικής επί πληρωμή απασχόλησης αντιστοιχεί στον μη κερδοσκοπικό τομέα. Στην Ιρλανδία το 11,5% όλων των εργαζομένων απασχολείται στον μη κερδοσκοπικό τομέα επίσης, και στο Βέλγιο αυτό το ποσοστό είναι 10,5%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 6,2% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον μη κερδοσκοπικό τομέα και στη Γαλλία και τη Γερμανία αυτό το ποσοστό είναι της τάξης του 4,9%. Η Ιταλία έχει περισσότερες από 220.000 μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και ο μη κερδοσκοπικός τομέας μετρά πάνω από 630.000 πλήρως απασχολούμενους εργαζόμενους.

Κατά τη δεκαετία του 1990, η αύξηση της απασχόλησης στον μη κερδοσκοπικό τομέα ήταν μεγαλύτερη στην Ευρώπη συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, αφού η αύξησή της ήταν της τάξης του 24%, κατά μέσο όρο, στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και το Ηνωμένα Βασίλειο. Η επέκταση της απασχόλησης στον μη κερδοσκοπικό τομέα σ’ αυτές τις χώρες μόνο αντιστοιχούσε στο 40% της συνολικής αύξησης της απασχόλησης ή σε 3,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία εσόδων, οι αμοιβές για παροχή υπηρεσιών και προϊόντα ισοδυναμούσαν με το 33-50% του εισοδήματος στον μη κερδοσκοπικό τομέα, ανάμεσα στο 1990 και στο 1995. Σε παγκόσμιο επίπεδο, στις είκοσι δύο χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, το 49% των εσόδων του μη κερδοσκοπικού τομέα προέρχεται από αμοιβές για υπηρεσίες και προϊόντα. Στις ΗΠΑ, το 57% όλων των εσόδων του μη κερδοσκοπικού τομέα προέρχεται επίσης από αμοιβές για υπηρεσίες και προϊόντα. Το μερίδιο των κονδυλίων από τη φιλανθρωπία και από το δημόσιο, ωστόσο, έχει μειωθεί σε πολλές χώρες, διαλύοντας έτσι τον επί μακρόν καλλιεργούμενο μύθο ότι ο μη κερδοσκοπικός τομέας εξαρτάται από την κυβέρνηση ή από την ελεημοσύνη των ιδιωτών.

Η υπηρεσία προς την κοινότητα είναι πολύ διαφορετική από την εργασία στην αγορά. Η συμβολή του κάθε εργαζομένου νοείται ως ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου της κοινότητας. Ενώ συχνά από αυτή τη δραστηριότητα προκύπτουν οικονομικά αποτελέσματα, αυτά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με την κοινωνική ανταλλαγή. Ο στόχος δεν είναι η συσσώρευση πλούτου, αλλά η κοινωνική συνοχή και η ευημερία.

Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό της αγοράς, που βασίζεται στην ιδέα του Άνταμ Σμιθ ότι το κοινό καλό επιτυγχάνεται μέσω της επίδειξης του ιδιοτελούς συμφέροντος του ατόμου, η κοινωνία των πολιτών εκκινεί από την ακριβώς αντίθετη προϋπόθεση – κάθε άτομο δίνει κάτι από τον εαυτό του στους άλλους και με τη βελτιστοποίηση του γενικότερου καλού της ευρύτερης κοινότητας θα προωθηθεί και η δική του ευημερία.

Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία απρόσωπων δυνάμεων της αγοράς, η κοινωνία των πολιτών έχει καταστεί πολύ σημαντικό κοινωνικό καταφύγιο.

Είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι δημιουργούν μια αίσθηση συγγένειας και εμπιστοσύνης, όπου μοιράζονται σκοπούς και συλλογική ταυτότητα. Ο τομέας της κοινωνίας των πολιτών είναι το αντίδοτο σε έναν κόσμο που νοείται όλο και περισσότερο με αυστηρά εμπορικούς όρους.

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αναπτύχθηκαν εκρηκτικά σε όλο τον κόσμο τα περασμένα είκοσι χρόνια. Ως επί το πλείστον, αυτή η εκρηκτική ανάπτυξη ήταν η αντίδραση στη νέα παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου οι δυνάμεις της αγοράς είναι πολύ απομακρυσμένες και δεν λογοδοτούν στις τοπικές κοινότητες και οι κυβερνήσεις είναι αφ’ ενός μεν πολύ μικρές για να διαχειριστούν προβλήματα που υπερβαίνουν τα σύνορα και επηρεάζουν όλο τον κόσμο-όπως η αύξηση της παγκόσμιας θερμότητας, η παράνομη μετανάστευση, οι ιοί των υπολογιστών και οι τρομοκρατικές απειλές- αφ’ ετέρου δε πολύ μεγάλες για να φροντίσουν τις ανάγκες των κατά τόπους γειτονιών και κοινοτήτων.

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δίνουν τη δύναμη στους πολίτες να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους σ’ έναν κόσμο που οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις πιθανότατα δεν πρόκειται να τα φροντίσουν. Οι ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών υποστηρίζουν ότι η υπερβολική στήριξη στην απορυθμισμένη παγκόσμια αγορά έχει οδηγήσει στην αχαλίνωτη καπιταλιστική απληστία και εκμετάλλευση και έχει μειώσει τον παραδοσιακό ρόλο της κυβέρνησης ως παράγοντα αναδιανομής και πάροχο ουσιαστικών κοινωνικών υπηρεσιών. Οι συγγραφείς της μελέτης του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, όπου επισημαίνεται η μεγάλη αύξηση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, συμπεραίνουν ότι η επιτυχία τους πρέπει να αποδοθεί στην ικανότητά τους να γεμίζουν το κενό που αφήνει η αποτυχία της αγοράς και της κυβέρνησης.

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είναι πιο ευέλικτες από τις κυβερνήσεις και πιο δεμένες με τους γεωγραφικούς τόπους από ό,τι οι εταιρείες. Το σύνθημα της κοινωνίας των πολιτών είναι «Σκέψου παγκόσμια και δράσε τοπικά». Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών συχνά διαπερνούν τα εθνικά σύνορα, αντιπροσωπεύοντας τα συμφέροντα τοπικών γειτονιών και κοινοτήτων. Μπορούν να είναι υπερεθνικές και παγκόσμιες, όπως και κοινοτικές και τοπικές, άρα είναι οι ιδανικοί κοινωνικοί παράγοντες για να ασχοληθούν με την πληθώρα των θεμάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σε έναν πιο πυκνό και διασυνδεδεμένο κόσμο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ

για το Ρόλο των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών

ΒΙΒΛΙΑ

«Το Ευρωπαϊκό Όνειρο», Jeremy Rifkin

«Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της», Karl Popper

«Η Επιστήμη της Επικοινωνίας», Regis Debray

«Η Θρυμματισμένη Κοινωνία», Κορνήλιος Καστοριάδης

«Ο Αιώνας της Βιοτεχνολογίας», Jeremy Rifkin