Ο όρος όξινη βροχή αναφέρεται στην παρουσία σε αυτήν όξινων διαλυμένων ρύπων, δηλαδή ουσιών που δεν αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά της καθαρής ατμόσφαιρας. Οι ρύποι αυτοί είναι κυρίως προϊόντα ηφαιστειακής και ανθρώπινης δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τη χρήση ορυκτών καυσίμων και μεγάλης έκτασης πυρκαγιές. Τέτοιοι ρύποι είναι τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx) και του θείου (SΟx), τα οποία μεταφέρονται με τη βροχή, το χιόνι, την ομίχλη, το χαλάζι κ.λπ., και δίνουν ισχυρά όξινα και οξειδωτικά διαλύματα με προφανείς και καταστρεπτικές επιπτώσεις στη χλωρίδα και την πανίδα, καθώς και σε κτίρια και μνημεία.

 Το διοξείδιο του θείου (SΟ2) και τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx) εκλύονται κυρίως κατά την καύση ορυκτών καυσίμων. Κατά την αντίδρασή τους με το οξυγόνο και τους υδρατμούς της ατμόσφαιρας σχηματίζουν αντίστοιχα θειικό (Η24) και νιτρικό οξύ (ΗΝΟ3), τα οποία στη συνέχεια, διαλυμένα στο νερό της βροχής ή στα σταγονίδια της ομίχλης, προσβάλλουν το έδαφος, το νερό, τα φυτά, τα ζώα και τα κτίσματα με αρκετά καταστροφικές συνέπειες.

Τα αέρια SΟx και ΝΟx μπορούν να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις με τη βοήθεια των ανέμων και να δημιουργήσουν όξινη βροχή χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο εκπομπής τους.

Το pΗ της όξινης βροχής κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 4,6 και 4, ενώ κατά καιρούς μετρούνται και πιο ακραίες τιμές του pΗ (έως και 2,4). Σύμφωνα με έρευνες των επιστημόνων κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποδείχτηκε ότι η ομίχλη, λόγω των πολλών μικρών σταγονιδίων από τα οποία αποτελείται, προσφέρει τελικά μεγαλύτερη επιφάνεια προσρόφησης στα SΟxκαι ΝΟx και γι’ αυτό περιέχει συνήθως πολλαπλάσιες ποσότητες θειικού και νιτρικού οξέος από ότι άλλες μορφές όξινης κατακρήμνισης.

Το πρόβλημα της όξινης βροχής άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα έντονο από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Ιδιαίτερα καταστρεπτική έχει θεωρηθεί η επίδρασή της στα φυτά και ειδικότερα στα δέντρα, λόγω της μακροχρόνιας έκθεση τους σ’ αυτήν. Τα φύλλα ή οι βελόνες των δέντρων κιτρινίζουν και πέφτουν, ο μεταβολισμός τους διαταράσσεται και το ριζικό σύστημα υφίσταται βλάβες, με αποτέλεσμα να προσλαμβάνονται μικρότερες ποσότητες θρεπτικών αλάτων και νερού.

Τα δάση είναι ιδιαίτερα τρωτά εφόσον περιβάλλονται συχνά από όξινη ομίχλη που είναι πιο όξινη από τη βροχή. Τα υπόλοιπα φυτά, καθώς και οι ανθρώπινες καλλιέργειες επίσης βλάπτονται σοβαρά από την όξινη βροχή, αλλά οι ζημιές στα τελευταία μειώνονται με τη χρήση λιπασμάτων, που βοηθούν τα φυτά να επουλώσουν τις πληγές τους, ή μιγμάτων λιπασμάτων με ασβεστόλιθο (CaCO3), που εξουδετερώνει τα οξέα του εδάφους. Παρόλα αυτά η τακτική αυτή, εκτός από πολυέξοδη, είναι συχνά βλαβερή αν εφαρμοστεί στα φυσικά οικοσυστήματα.

Πηγή: http://www.cie.org.cy/sxoliko.html#menu1-2-2-1