Γράφει ο Αθανάσιος Κόκκοτος,
Διαχειριστής Περιβάλλοντος-Περιβαλλοντολόγος
Το κείμενο που ακολουθεί εξηγεί πλήρως, πως γίνονται οι αγοραπωλησίες ενέργειας ανάμεσα στην Δ.Ε.Η. και τους ιδιώτες παραγωγούς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Α.Π.Ε.). Επίσης εξηγεί, το πως η Δ.Ε.Η. επωφελείται από το υφιστάμενο καθεστώς εκμεταλλεύοντας τις Α.Π.Ε. και ληστεύοντας τους καταναλωτές με την στήριξη του κράτους. Το άρθρο προσπαθεί να ξεμπλέξει τον λαβύρινθο των χρεώσεων που στους περισσότερους παραμένουν άγνωστες αν και τις βλέπουν στο λογαριασμό τους. Εξαιτίας αυτού του λόγου, το άρθρο είναι πολύ μεγάλο και έτσι θα εκδοθεί σε τρείς συνέχειες. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να γίνει ένα ενιαίο κείμενο γι’αυτό ζητάμε την υπομονή σας τρείς εβδομάδες μέχρι την ολοκλήρωσή του. Πάμε να δούμε τι συμβαίνει λοιπόν!
Συνέχεια από Μέρος Α (κλικ εδώ)
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Αυτό συμβαίνει διότι ο νόμος 2773/1999 καθορίζει την ΟΤΣ με ένα απαρχαιωμένο τρόπο που δημιουργεί πολλές «στρεβλώσεις» στην αγορά αγνοώντας την συνεισφορά των ΑΠΕ. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, εκείνη την εποχή οι ΑΠΕ δεν είχαν την διείσδυση που έχουν τώρα, με αποτέλεσμα η ΟΤΣ να καθορίζεται με βάση μόνο το μεταβλητό κόστος (τιμή καυσίμου) των μονάδων ορυκτών καυσίμων. Σήμερα ο νόμος αυτός δεν έχει αλλάξει, ώστε να συμπεριλάβει και την συνεισφορά των ΑΠΕ, προστατεύοντας την Δ.Ε.Η. και δυσφημώντας τις Α.Π.Ε.
Αν όμως καθορίζονταν σωστά η ΟΤΣ και συμπεριλάμβανε τα πραγματικά συνολικά κόστη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τις μονάδες ορυκτών καυσίμων τότε, η ΟΤΣ θα ανέβαινε πολύ και θα ξεπερνούσε και τις εγγυημένες τιμές των ΑΠΕ. Δηλαδή, η Δ.Ε.Η., για να προσφέρουν οι μονάδες ορυκτών καυσίμων χαμηλότερες τιμές κιλοβατώρας και να είναι ανταγωνιστικότερες, δεν συμπεριλαμβάνει στις τιμές που προσφέρουν αυτές οι μονάδες το πραγματικό κόστος παραγωγής της κιλοβατώρας. Αυτό αποτελείτε από το κόστος εξόρυξης, επεξεργασίας, μεταφοράς, συντήρησης, προσωπικού, φόρος λιγνίτη (που θεσπίστηκε κάποτε και από τότε αγνοείται η τύχη του) και από την φετινή χρονιά, την πληρωμή των δικαιωμάτων εκπομπής αέριων ρύπων.
Αν υποθέταμε πως οι μονάδες ορυκτών καυσίμων, συμπεριλάμβαναν το πραγματικό τους κόστος στην προσφερόμενη τιμή κιλοβατώρας, με το υπάρχον σύστημα υπολογισμού της ΟΤΣ, τότε η τιμή αγοράς της κιλοβατώρας θα ξεπερνούσε τις εγγυημένες τιμές και δεν θα χρειαζόταν καθόλου το τέλος ΕΤΜΕΑΡ (εφόσον ο ΔΕΣΜΗΕ θα είχε επάρκεια εσόδων). Αυτό, γιατί οι μονάδες ορυκτών καυσίμων είναι πιο κοστοβόρες στην παραγωγή ενέργειας απ’ότι ο μικρός ιδιώτης που το κόστος εγκατάστασης και συντήρησης είναι αστείο, μπροστά στα κόστη των μονάδων ορυκτών καυσίμων.
Καλύτερα δεν είναι έτσι; Έχουμε την χαμηλότερη τιμή κιλοβατώρας στην Ευρώπη, οι ΑΠΕ είναι ακριβότερες, σωστό;
Λάθος, φυσικά και το πραγματικό κόστος λειτουργίας των μονάδων ορυκτών καυσίμων, η Δ.Ε.Η., το εξοφλά με έμμεσους τρόπους από τον καταναλωτή. Πέρα από τα έσοδα της ΟΤΣ παίρνει ένα επίδομα, το λεγόμενο Αποδεικτικό Διαθέσιμης Ισχύος (Α.Δ.Ι) και φυσικά, μετά την μετονομασία του ειδικού τέλους ΑΠΕ σε ΕΤΜΕΑΡ παίρνει, σύμφωνα με έρευνα του ΕΜΠ από τον καθηγητή κ Παντελή Κάπρο(1), το 60% του τέλους ΕΤΜΕΑΡ ως ανταμοιβή διότι χρησιμοποιεί πρώτα την ενέργεια από ΑΠΕ και δεν βάζει σε λειτουργία τις ρυπογόνες μονάδες της. Δηλαδή, ο καταναλωτής διπλοπληρώνει τις μονάδες ορυκτών καυσίμων αφήνοντας έκθετους τους παραγωγούς ΑΠΕ. Άρα, ο καταναλωτής πληρώνει ακριβότερα την κιλοβατώρα από την Δ.Ε.Η., απ΄ότι μπορεί να φαίνεται στο τιμολόγιό της, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται την ωφέλιμη προσφορά των ΑΠΕ που παρέχουν φθηνή ενέργεια.
Εν ολίγοις, η Δ.Ε.Η. φαίνεται να έχει μόνο λαμβάνειν από αυτό το απαρχαιωμένο σύστημα υπολογισμού της ΟΤΣ. Επίσης, για να εξασφαλίσει και την παραπέρα μείωση του πραγματικού κόστους λειτουργίας των μονάδων ορυκτών καυσίμων, προτιμά να εισάγει φτηνό ρεύμα από γειτονικές χώρες και να το μεταπουλάει στην ΟΤΣ σαν να λειτουργούσε μια δικιά της μονάδα έτσι, ώστε για να καρπώνεται και μεγαλύτερο ποσό από τα επιδόματα. Ποσό, το οποίο δεν επαναπενδύεται στην κοινωνία (ήδη θα έπρεπε να βελτιώνουν και να αναπτύσσουν το δίκτυο για την είσοδο κι άλλων μονάδων ΑΠΕ) και φυσικά, πηγαίνει για την κάλυψη κυρίως παχυλών μισθών της τάξης των 10.000ευρώ των πολιτικοποιημένων διευθυντών της.
Ποια είναι όμως αυτή η περίφημη συνεισφορά των ΑΠΕ;
Ας γυρίσουμε στο παράδειγμα με την πόλη, αν υποθέταμε πως οι παραγωγοί ΑΠΕ την επόμενη χρονιά αυξάνονταν και ήταν σε θέση να καλύψουν όχι 40MW αλλά 70MW, τότε η Δ.Ε.Η. θα ενεργοποιούσε για να καλύψει τα υπόλοιπα 30MW, την μονάδα εκείνη που προσφέρει τιμή κιλοβατώρας 0,04σεντς/kwh και όχι αυτή με τα 0,07σεντς/kwh άρα, υπάρχει ένα όφελος του καταναλωτή κατά 0,03σεντς/kwh.
Αυτό σημαίνει ότι η Δ.Ε.Η. θα έπρεπε να ρίξει την τιμή της κιλοβατώρας στους καταναλωτές και να την πουλά από 0,10σεντς/kwh σε 0,07σεντς/kwh και το όφελος να περνά στον καταναλωτή. Επίσης, το ποσό αυτό της διαφοράς θα μπορούσε να επιστρέφετε στις ΑΠΕ έτσι ώστε, από μόνες τους, να στηρίζουν την ανάπτυξή τους, όμως αντί να γίνουν αυτά, η Δ.Ε.Η. συνεχίζει να πουλά την κιλοβατώρα 0,10σεντς/kwh εξαιτίας του ότι ενώ η τιμή αγοράς της από τους παραγωγούς ρυθμίζεται ελεύθερα από την ίδια την αγορά, τα τιμολόγια κατανάλωσης τα εκδίδει το ΥΠΕΚΑ και το οποίο δεν επιτρέπει μείωση της τιμής της.
Δηλαδή, ενώ οι ΑΠΕ πετάνε έξω από το σύστημα τις ρυπαρές και ακριβές ενεργοβόρες μονάδες ορυκτών καυσίμων, καθιστώντας άχρηστο οποιοδήποτε επιπλέον επίδομα ή φόρο ενέργειας που έχουμε και πληρώνουμε σήμερα στα τιμολόγια του ρεύματος και μη, αυτό το όφελος δεν γίνεται αντιληπτό από τον καταναλωτή.
Οι μονάδες ΑΠΕ όπως προαναφέραμε δεν έχουν υψηλά κόστη συντήρησης και εγκατάστασης για να μετακυλήσουν στους καταναλωτές, δεν ρυπαίνουν ώστε να μεταβιβάσουν το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων στους καταναλωτές και το σημαντικότερο φαίνεται ότι μπορούν να στηρίξουν από μόνες τους την ανάπτυξή τους χωρίς να χρειάζονται επιπλέον επιδόματα και φόρους. Για του λόγου το αληθές αυτό εμφανίζεται και στην μελέτη του κ Κάπρου στο εξής απόσπασμα «Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 2011, αυτή η μείωση της ΟΤΣ χάρη στις ΑΠΕ θα είναι 9,5 €/MWh, γεγονός που σημαίνει ότι οι Προμηθευτές θα αγοράσουν ηλεκτρική ενέργεια από τον ΔΕΣΜΗΕ φθηνότερη κατά 734 εκατομμύρια Ευρώ. Το ίδιο έτος, 2011, οι συνολικές πληρωμές προς τις μονάδες ΑΠΕ (δηλαδή το σύνολο των feed-in-tariffs επί την παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ) εκτιμώνται σε 625 εκατομμύρια Ευρώ. Η διαφορά των 110 εκατομμυρίων Ευρώ, που προκύπτει από τη μείωση της ΟΤΣ χάρη στη διείσδυση των ΑΠΕ και την αποπληρωμή των μονάδων ΑΠΕ βάσει εγγυημένης τιμής, είναι ένα καθαρό όφελος που πρέπει να απολαύσει ο καταναλωτής. Με άλλα λόγια, οι ΑΠΕ μειώνουν την τιμή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας τόσο πολύ, που άνετα μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη τους και επιπλέον να επιδοτήσουν τον καταναλωτή.»
Προς επίρρωση των παραπάνω, να αναφέρουμε το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου η μεγάλη διείσδυση των φωτοβολταικών στο σύστημα, έχει ως αποτέλεσμα να βγαίνουν εκτός, οι ακριβές αιχμιακές μονάδες το μεσημέρι (τότε δηλαδή που η παραγωγή των φωτοβολταϊκών είναι η μέγιστη), με αποτέλεσμα να έχει πέσει κατακόρυφα η χρηματιστηριακή τιμή της κιλοβατώρας αιχμής, προσεγγίζοντας την τιμή σε ώρες χαμηλής ζήτησης. Όλα αυτά βέβαια λειτουργούν υπέρ του καταναλωτή.
Έτσι, αν άλλαζε ο τρόπος υπολογισμού της ΟΤΣ και συμπεριλάμβανε το πραγματικό κόστος παραγωγής της κιλοβατώρας από τις μονάδες ορυκτών καυσίμων, ο καταναλωτής θα διαπίστωνε ότι η τιμή αγοράς της από αυτές τις μονάδες θα ανέρχονταν μέχρι και στα 0.80σεντς/kwh. Πράγμα, το οποίο σημαίνει την πλήρη κάλυψη των εγγυημένων τιμών (0.55 σεντς/kwh ) από την αγορά, απελευθερώνοντας τον λογαριασμό από το τέλος ΕΤΜΕΑΡ και κάνοντας τον καταναλωτή να αντιληφθεί άμεσα τα οφέλη των ΑΠΕ για φθηνή και καθαρή ενέργεια.
Αν αυτό το απαρχαιωμένο σύστημα λειτουργούσε μέχρι σήμερα χωρίς να φέρνει προβλήματα στην επιφάνεια, ήταν γιατί πότε τα καύσιμα ακρίβαιναν, όπως το έτος 2007 που πληρώσαμε χαμηλότερο ειδικό τέλος ΑΠΕ αφού ανέβασαν την ΟΤΣ με αποτέλεσμα τα έσοδα να καλύψουν επαρκώς τις εγγυημένες τιμές, είτε γιατί ο αριθμός των παραγωγών ΑΠΕ δεν ήταν τόσο μεγάλος και τα περιορισμένα έσοδα του ΔΕΣΜΗΕ από την ΟΤΣ και το ειδικό τέλος ΑΠΕ, κάλυπταν τους παραγωγούς. Όμως, από το 2010 και μετά με την αύξηση των παραγωγών ΑΠΕ, άρχισε να μεγαλώνει και το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ, εξαιτίας του συστήματος υπολογισμού της ΟΤΣ και των περιορισμένων εσόδων που προέκυπταν για τους παραγωγούς ΑΠΕ από αυτό το σύστημα.
Οι επιπλέον παράγοντες που συμβάλουν στην ακρίβεια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από συμβατικές μονάδες (ορυκτών καυσίμων)
Συνέχεια στο τελευταίο Μέρος Γ την άλλη εβδομάδα…
Πηγές