Γράφει ο Φώτης Παπαϊωάννου
Κοινωνιολόγος
«Η εκπόνηση ενός ευέλικτου χωροταξικού σχεδίου για τον τουρισμό που θα δίνει έμφαση στις ποιοτικές σύνθετες και πολυδύναμες υποδομές και θα εξετάζει κατά περίπτωση όρους και προϋποθέσεις, είναι ο στόχος των υπουργείων Περιβάλλοντος και Πολιτισμού» κατά τις δηλώσεις των αρμοδίων τους.
Στην ουσία-και σύμφωνα με τα όσα διαφαίνονται- το χωροταξικό δεν θα αναφέρεται με ξεχωριστά μέτρα ανάλογα με την εξέταση κάθε περιοχής (όπως συνέβαινε έως τώρα και είναι « η φυσιολογική φορά των πραγμάτων», αλλά θα αφήνει πολλά «παραθυράκια» και περιθώρια ώστε να διευκολύνονται τα σχέδια σε περιφερειακό επίπεδο, όταν δεν θα προωθούνται αυτά άμεσα.(«α λα καρτ»)- με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ή με κοινές υπουργικές αποφάσεις- τουλάχιστον έως την ολοκλήρωσή του νέου νομοθετικού πλαισίου. Με άλλα λόγια, οι επενδυτικές προτάσεις θα εξετάζονται κατά περίπτωση και οι ρυθμίσεις θα είναι ανάλογες με την χρήση, χωρίς όμως να εξειδικεύεται και να γίνεται σαφές ποιο γεωγραφικό κομμάτι μπορεί να δεχθεί ποιες ακριβώς επενδύσεις (π.χ. παραθεριστικές κατοικίες, αθλητικές επενδύσεις, μαρίνες, κ.α.). Προτεραιότητα από ό,τι φαίνεται θα δοθεί στις επενδύσεις που θα έχουν σχέση με τον θαλάσσιο τουρισμό (μαρίνες, περιοχές καταδύσεων) και σε αυτές των ξενοδοχειακών μονάδων, ακόμα και εκτός πόλεων ή και σε περιοχές που δεν υπήρχε (κατά ανάγκη) ξεχωριστή μονάδα ξενοδοχειακή, αλλά μπορεί να χτίζεται είτε αυτόνομα (π.χ. βίλες ή μεζονέτες) με αλλαγές στην υπάρχουσα νομοθεσία, με διαδικασίες «express”.
Ήδη, με τη σύνθετη αυτή μορφή τουριστικής επένδυσης έχουν εγκριθεί (ή είναι θέμα λίγου χρόνου να γίνει αυτό) οι με ΚΥΑ (Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις) περιβαλλοντικές μελέτες που αφορούν επενδύσεις, όπως π.χ. στην Τζια(σε χώρο 650 στρεμμάτων για ξενοδοχεία-βίλες), στο Λασίθι (έκταση 28ΟΟ στρέμματα για κατοικίες, ξενοδοχεία, γήπεδα γκολφ), στην Μήλο, στην Ίο, στην Πελοπόννησο και αλλού.
Η πίεση που δημιουργεί η οικονομική κρίση, η ανάγκη προβολής (έστω σαν οράματος) ενός διαφορετικού παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στις επενδύσεις που σχετίζονται με τις νέες μορφές πράσινης ενέργειας, αλλά και η αναγνώριση των στοιχειωδών ανεπαρκειών (η αδυναμία ολοκλήρωσης του Κτηματολογίου, κύρωσης των δασικών χαρτών, παράδοσης σχεδίων πόλης από τους δήμους σε δασαρχεία, κατακερματισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ υπηρεσιών) δημιουργούν συνολικά την αντίληψη ότι η αλλαγή από τα θεμέλια του πολεοδομικού, χωρικού σχεδιασμού θα είναι η «προμετωπίδα» της ανάπτυξης, ξεχνώντας ότι η χωροταξική πολιτική που ασκήθηκε έως τώρα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ήταν ασυνεχής και ευκαιριακή, συνεχώς μεταβαλλόμενη, αν και όποτε υπήρξε, έστω με την μορφή του κάποτε «δεσπόζοντος» Υπουργείου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, ακόμη και στην Ελλάδα, ήταν κάποια αφετηρία και κάποιο στίγμα ύπαρξης στρατηγικής και «ταράγματος των λιμναζόντων υδάτων».
Εξάλλου η ίδια η επιστήμη της» χωρικής ανάπτυξης και της επέμβασης στον χώρο»-που ιδρύθηκε τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και ήταν «καταλύτης» ακόμα για το ξεπέρασμα της μεγάλης ύφεσης του 1930, κυρίως στις ΗΠΑ αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο- έχει σαν κεντρικό άξονα την θεώρηση του «σχεδιασμένου χώρου» σαν ενότητας οργανικής ως προϋπόθεσης παραγωγικών (νέων μορφών ενέργειας, αγροτικών, εμπορικών κ.α.) δραστηριοτήτων ή συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με ελληνική-όσο αυτό είναι δυνατό- «καταγωγή», κάτι απολύτως δυνατό –κατά την άποψη μας-, που θα ενισχύσει και την ελληνική «πραγματική οικονομία» και παραγωγική βάση. Για αυτό χρειάζεται να υπάρξει θέληση, περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και επιβολή της γραμμής αυτής στην στενή «οικονομίστικη» και στους ισοπεδωτικούς αφορισμούς, που θεωρούν το χωροταξικό πλαίσιο και τους αντίστοιχους νόμους ως το μόνο αίτιο για την ανυπαρξία επενδύσεων, χωρίς να εξετάζεται η συνεχής τροποποίησή του (ιδίως τα τελευταία χρόνια), η καταστρατήγησή του και η αδυναμία πρακτικής εφαρμογής του, που είναι μάλλον η πραγματική πηγή του κακού.
Οι εκπρόσωποι των εγχώριων και ξένων εταιρειών (πολυεθνικών) που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ΑΠΕ (αιολικά πάρκα, επενδύσεις σε βιομάζα, υδροηλεκτρικής ενέργειας), σε πρόσφατες συνεντεύξεις και δηλώσεις τους διαμαρτύρονται για όσα οι ίδιοι θεωρούν τροχοπέδη για τις επενδύσεις τους αναφερόμενοι κυρίως στα πρόσφατα μέτρα του ΥΠΕΚΑ (επιβολή έκτακτης εισφοράς 20% στα φωτοβολταϊκά, 10% στα αιολικά και σε παρόμοια έργα, κατάθεση εγγυητικής επιστολής) μιλώντας ακόμα και για σχεδιασμένη επίθεση εναντίον τους σε βάρος και της οικονομίας γενικότερα. Θεωρούν ότι ο τρόπος επιβολής των μέτρων είναι άδικος και ότι έγινε υπό την πίεση του χρόνου, υπολογίζοντας ότι οι συνολικές διατάξεις (εγγυοδοσία και νέοι φόροι) αυξάνουν κατά 23% περίπου το κόστος για κάθε μεγαβάτ επένδυσης, όπως και το κόστος των μελετών, ενώ υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα έχει «τραβηχτεί το χαλί» στα καταρχήν εθνικά σχέδια δράσης που προέβλεπαν γενικευμένη στροφή στις νέες πηγές ενέργειας και οι κυβερνώντες διώχνουν, με τον τρόπο τους, μεθοδευμένα τους επενδυτές, με ενδεικτικό τον τομέα των φωτοβολταϊκών ή και των μικρών ανεμογεννητριών, π.χ. όπου αν και διαφαινόταν ότι είναι σχετικά εύκολο να γίνουν διευκολυντικές κινήσεις, επιλέχθηκε το «απότομο φρενάρισμα». Εν τέλει προειδοποιούν ότι αν δεν γίνουν κινήσεις όπως η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, εξασφάλισης χρηματοδότησης από τον Οργανισμό Εξαγωγικών Πιστώσεων, μείωση φορολόγησης, κ.α. θα σκεφτούν πολύ για το μέλλον των επενδύσεών τους στην Ελλάδα και κανείς δεν μπορεί να απορρίψει ασφαλώς το «βάσιμο» των ισχυρισμών τους.
Μήπως όμως-όπως αντιτείνεται από την άλλη σκοπιά – είναι το χωροταξικό πλαίσιο υπεύθυνο που π.χ. δύο χρόνια μετά την διαδικασία κύρωσης των δασικών χαρτών έχουν κυρωθεί μόνο σε 5 Ο.Τ.Α. σε όλη την Ελλάδα, αν και θεωρείται ότι και στην περιφέρεια η γη δεν είναι τόσο ακριβή όπως στην Αττική, στην οποία μόνο 3 χάρτες (σε Πεντέλη, Νέα Πεντέλη, Μαραθώνα) έχουν κυρωθεί, αναμένοντας από τον Δεκέμβρη του 2011 ακόμη, την εξέταση 3000 αιτήσεων-ενστάσεων! Ακόμη και οι υπεύθυνοι αδυνατούν να απαντήσουν πότε αυτοί θα ολοκληρωθούν ώστε να σταματήσουν οι καταπατήσεις και η διαφθορά που συνδέεται με τα αυθαίρετα και να αρθεί, έτσι, ένα τεράστιο επενδυτικό εμπόδιο. Υπολογίζεται από «επίσημα χείλη» ότι η σύνταξή τους θα είναι έτοιμη, ίσως ως το 2020…, αλλά η κύρωσή τους αμφίβολη έως τότε και ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει ούτε το ποιος είναι υπεύθυνος για αυτήν, αν και αποτελεί δέσμευση της χώρας -σύμφωνα με το μνημόνιο-. Τα συμφέροντα που επεμβαίνουν και η διαφορετικότητα των απόψεων των αρμοδίων-ακόμη και υπουργών πρώην και νυν- όπως καταγράφονται ως π.χ. «το τι ορίζεται ως δάσος», ή την χρησιμοποίηση των αεροφωτογραφιών και την χρήση ψηφιακών καμερών για την εξακρίβωση των καταπατητών και το σταμάτημα της αυθαιρεσίας. Αυτά τα δύο τελευταία ζητήματα (των ψηφιακών καμερών και αεροφωτογραφιών) που δεν μπορούν να λειτουργήσουν είναι ενδεικτικά των συμφερόντων που επεμβαίνουν και εμποδίζουν την χάραξη στοιχειωδών πολιτικών από τους κρατικούς φορείς.
Ακόμη, μπορεί να διαχωρίσει κάποιος τις ευθύνες με έναν αναλυτικό καταλογισμό ανάμεσα στα πάσης φύσεως συμφέροντα για την ανεπαρκή χωρητικότητα π.χ. των δικτύων της ΔΕΗ, ή τις διαρκείς αλλαγές και αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος; Για όλους αυτούς τους λόγους θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί ως προς τον ρόλο της χωροταξίας, η οποία μπορεί να γίνει το όπλο για την χάραξη πολιτικής αρκεί το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο να εφαρμοστεί και να προστατευτεί από τα πάσης φύσεως συμφέροντα, ενθαρρύνοντας τις πραγματικές επενδύσεις, που είναι κρίσιμες ειδικά αυτόν τον καιρό, έχουν λείψει και είναι απαραίτητες για να στηρίξουν την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, την τόνωση της απασχόλησης και της ανάπτυξης από τις νέες μορφές ενέργειας, υπερασπίζοντας όμως το περιβάλλον, τον τόπο και τους ανθρώπους κάθε φορά.