Αρωματικά βότανα
Ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας για Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς
Στόχος της επιχείρησης είναι η παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών με ποιοτικό χαρακτήρα, που θα έχουν υψηλή διατροφική και φαρμακευτική αξία και θα είναι βασισμένα σε ποιοτικές πρώτες ύλες και σε παραδοσιακές μεθόδους παρασκευής. Οι πρώτες ύλες θα παράγονται από την ίδια την Κοιν.Σ.Επ., εφαρμόζοντας σύγχρονες και φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους παραγωγής.
Τα προϊόντα τα οποία θα παρέχονται ενδεικτικά θα είναι τα εξής: Χαμομήλι, τσάι του βουνού, ρίγανη, θυμάρι, μάραθος, δάφνη, φασκόμηλο, μέντα, δενδρολίβανο, δίκταμο, λεβάντα, μελισσοβότανο, βασιλικός, αλόη, γλυκάνισος, κ.λπ.
Καινοτόμα στοιχεία σε σχέση με ανταγωνιστικά προϊόντα
– Δεδομένης της ποικιλίας των τροφών της μεσογειακής διατροφής, καθώς και της σύγχρονης τάσης αποφυγής χημικών σκευασμάτων και αναζήτησης φυτικών φαρμακευτικών και καλλωπιστικών προϊόντων υπάρχουν ανεξάντλητες δυνατότητες χρήσης των παραγόμενων προϊόντων. Καθένα από τα προϊόντα μπορεί να χρησιμεύσει είτε στη μαγειρική-ζαχαροπλαστική, είτε στην παρασκευή καλλυντικών και φαρμάκων με φυσικά συστατικά.
– Συμβάλλουν σε μία ισορροπημένη και υγιεινή ζωή, καθώς δεν επιδέχονται βιομηχανικής επεξεργασίας ώστε να χάσουν την αυθεντική τους γεύση και τις θρεπτικές τους αξίες λόγω των πολλών σταδίων επεξεργασίας από τα οποία υποβάλλονται συνήθως.
– Πρόκειται για προϊόντα τα οποία είναι κομμάτι των καθημερινών διατροφικών συνηθειών όλων των ανθρώπων, όπως για παράδειγμα στη μαγειρική οσπρίων, ζυμαρικών, ψαρικών, ακόμα και κρεατικών και πουλερικών.
– Τα τοπικά προϊόντα που παράγονται με βιολογικές μεθόδους περιέχουν μεγαλύτερο ποσοστό βιταμινών σε σχέση με όσα παράγονται με συμβατικές μεθόδους.
– Είναι προϊόντα που παράγονται αποκλειστικά από τους συνεταιριστές με υπευθυνότητα και μεράκι, εφαρμόζοντας τη σύγχρονη τεχνογνωσία.
– Κάθε προϊόν χαρακτηρίζεται ως ένα διαφοροποιημένο αγροτικό προϊόν ποιότητας, ασφαλές και υγιεινό για τον καταναλωτή. Ενσωματώνει στοιχεία της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου παραγωγής του, ενώ παράγεται και διακινείται με φιλικό προς τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον τρόπο.
Μελλοντικά Προϊόντα και υπηρεσίες
Παρόλο που η ισχυρή παραγωγική δομή του τομέα τροφίμων αποτελεί δυνατό στοιχείο της τοπικής οικονομίας, θα λέγαμε πως η μελλοντική ανάπτυξη των ΚοινΣΕπ δεν διασφαλίζεται. Αυτό οφείλεται στις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς και ο τρόπος επιχειρηματικής δραστηριοποίησης έχουν αλλάξει δραματικά. Παράγοντες που συντελούν καταλυτικό ρόλο στην επιχειρηματική δραστηριότητα και στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του κλάδου είναι η πράσινη παραγωγή με αξιοποίηση των υπολειμμάτων της παραγωγικής διαδικασίας και εξοικονόμηση ενέργειας, η βιώσιμη γεωργία για τη μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου, οι επιλογές των καταναλωτών, καθώς και η διασφάλιση της ασφάλειας και της υγιεινής των τροφίμων έως και το τελικό στάδιο διάθεσής τους στον καταναλωτή. Αυτό που καλείται η ΚοινΣΕπ να κάνει είναι να ανταποκριθεί σε προκλήσεις, όπως παραδείγματος χάρη η ικανοποίηση αναγκών ειδικών κατηγοριών καταναλωτών (πάσχοντες, παιδιά, ηλικιωμένοι κ.λπ.), που δημιουργούν νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και απαιτούν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης, με την πιο άμεση δυνατή διασύνδεση με τον καταναλωτή.
Παράλληλα, η ΚοινΣΕπ, προτείνοντας φυσικές λύσεις στις καταναλωτικές ανάγκες πρώτης προτεραιότητας, θα διεισδύσει στην αγορά των φαρμακευτικών και καλλυντικών προϊόντων.
Περίληψη ανάλυσης αγοράς (Market Analysis Summary)
Κατάτμηση αγοράς (Market Segmentation)
Σε δύο κατηγορίες μπορούν να διακριθεί το καταναλωτικό κοινό, αναφορικά με την προτίμησή του στα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά, οι οποίες είναι οι εξής:
– Στους γνωρίζοντες τη σημασία των συγκεκριμένων προϊόντων και τα οφέλη που προσφέρει η κατανάλωσή τους, οι οποίοι αγοράζουν συνειδητά και διακατέχονται από μία σταθερότητα όσον αφορά την αγοραστική τους πρόθεση.
– Στους καταναλωτές που γνωρίζουν και αποδέχονται τη βιολογική γεωργία και τα φυσικά προϊόντα διατροφής και υγιεινής, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αποτελούν περιστασιακούς αγοραστές, και όχι καθημερινούς.
– Σε εκείνους οι οποίοι δεν ξεχωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στη συμβατική και βιολογική γεωργία ή στα χημικά και φυσικά συστατικά των φαρμάκων και των καλλυντικών, είτε λόγω άγνοιας είτε διότι παραβλέπουν τη διαδικασία του συστήματος παραγωγής και τη συμβολή του στην καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου.
Τα προϊόντα τα οποία παράγονται έχουν απεύθυνση προς ένα συγκεκριμένο και ιδιαίτερο αγοραστικό κοινό, που είναι ολότελα ευαισθητοποιημένο σε περιβαλλοντικά θέματα, καθώς και σε θέματα διαφύλαξης της υγείας, μέσα από την υγιεινή των τροφίμων και τη χρήση φαρμακευτικών και καλλωπιστικών προϊόντων από φυσικά υλικά σε ημερήσια βάση, και που διαθέτει αγοραστική δύναμη, παιδεία και μόρφωση. Το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διεξάγοντας ανάλυση σχετικά με καταναλωτές που χρησιμοποιούν βιολογικά προϊόντα, ανέδειξε μία μικρή ομάδα καταναλωτών που αποδεικνύονται πιστοί πελάτες των βιολογικών προϊόντων.
Μία άλλη μεγάλη ομάδα, που βρίσκεται κοντά στην προαναφερθείσα ομάδα, έχει ορισμένα κοινά σημεία μαζί της. Η ομάδα αυτή αφορά σε άτομα τα οποία αγοράζουν βιολογικά προϊόντα, έχοντας γνώση της αξίας τους, αλλά είτε δεν έχουν τον κατάλληλο χρόνο που χρειάζεται για τις αγορές του, είτε δεν έχουν την απαραίτητη οικονομική ευχέρεια προκειμένου να πραγματοποιήσουν τέτοιου είδους αγορές. Η ομάδα αυτή έχει μεγάλη δυνατότητα διαφοροποίησης και ανάπτυξης σε μία ομάδα ανθρώπων που καταναλώνουν συχνά βιολογικά προϊόντα. Τούτο όμως θα μπορέσει να επιτευχθεί σε περίπτωση που εφαρμοστεί το σύστημα διανομής χωρίς μεσάζοντες, προκειμένου το κόστος να μειωθεί σημαντικά.
Έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα αποτελεί η ηλικία. Οι μικρότερες ηλικίες παρουσιάζουν μεγαλύτερη προτίμηση, λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησής τους σε ζητήματα περιβάλλοντος, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να παίζει καταλυτικό ρόλο, διότι ως καταναλωτές έχουν χαμηλή αγοραστική ικανότητα. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τους καταναλωτές που είναι μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι δείχνουν προτίμηση στα βιολογικά προϊόντα λόγω της ασφάλειας και της υψηλής διατροφικής αξίας των συγκεκριμένων τροφίμων. Επιπλέον, όταν υπάρχουν παιδιά σε μία οικογένεια, οι γονείς τείνουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την αγορά βιολογικών τροφίμων. Και τέλος, έχουμε και τους καταναλωτές, που έχουν υψηλό εισόδημα και επίπεδο μόρφωσης, γεγονός που συντελεί στην αυξημένη ζήτηση από τη μεριά τους τέτοιων προϊόντων.
Η ΚοινΣΕπ θα έχει ως πεδίο δραστηριοποίησης στο λιανικό εμπόριο σε ποσοστό 40% και στο χονδρικό εμπόριο σε ποσοστό 60%, και πιο συγκεκριμένα σε βιομηχανίες που παράγουν φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα. Οι πελάτες λιανικής πώλησης θα είναι νοικοκυριά των γύρω περιοχών και μεγάλων αστικών κέντρων, όπου θα υπάρχει φυσικό σημείο πώλησης, επισκέπτες του Δήμου, καθώς και άνθρωποι που κάνουν παραγγελίες μέσω του διαδικτύου. Σχετικά με τους πελάτες χονδρικής πώλησης, έχουμε φαρμακευτικές βιομηχανίες, φαρμακεία, επιχειρήσεις παρασκευής φυσικών καλλυντικών, ξενοδοχειακές μονάδες, τουριστικά καταλύματα, εστιατόρια, καφετέριες κ.ο.κ.
Στρατηγική Στοχοποιημένης Αγοράς (Target Market Segment Strategy)
Χαρακτηριστικά της αγοράς στην οποία απευθύνεται η επιχείρηση
Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών ακολουθεί μία αυξητική πορεία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης διαφήμισης των βιολογικών προϊόντων, του ενδιαφέροντος από τους παραγωγούς και την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων με το σύστημα της βιολογικής γεωργίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο κυριότερος λόγος αγοράς είναι το αίσθημα ασφάλειας που έχουν οι καταναλωτές όταν επιλέγουν ένα βιολογικό προϊόν από τοπικούς παραγωγούς. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει μία έντονη ανάγκη προφύλαξης της υγείας τους από τα συνεχή διατροφικά σκάνδαλα και των βλαβερών ουσιών που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη.
Ένας ακόμη λόγος που οδηγεί τους καταναλωτές στο να προτιμούν τα βιολογικά προϊόντα είναι η απόκτηση οικολογικής συνείδησης που έχει αρχίσει να εδραιώνεται τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία μας. Ο καταναλωτής θεωρείται πλέον ενημερωμένος σε μεγάλο βαθμό σχετικά με τις επιβλαβείς συνέπειες της συμβατικής γεωργίας και κτηνοτροφίας στο περιβάλλον, μέσω της ρύπανσης του ύδατος από νιτρικά και φυτοφάρμακα, της καταστροφής της βιοποικιλότητας και της εντατικής εκμετάλλευσης των γεωργικών εκτάσεων στο όνομα του κέρδους. Έτσι λοιπόν, ο ίδιος ο καταναλωτής συνειδητοποιεί πως πρέπει να συμβάλει στη διαφύλαξη της βιώσιμης ανάπτυξης της γεωργίας και της φυσικής κληρονομιάς, αγοράζοντας βιολογικά προϊόντα, καθώς και φυσικά φαρμακευτικά και καλλυντικά σκευάσματα.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως, η οικονομική δυσχέρεια, η δυσκολία εύρεσης των συγκεκριμένων προϊόντων, η εποχικότητά τους συνεχίζουν να αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην αγορά τους από τους καταναλωτές. Σύμφωνα μάλιστα με τους κανόνες της αγοράς που αφορούν στην προσφορά και στη ζήτηση, η δυσκολία παραγωγής τους όλο το χρόνο και η έλλειψη ικανοποιητικών ποσοτήτων έχει ως αποτέλεσμα η τιμή των προϊόντων αυτών να είναι αυξημένη.
Ανάλυση του κλάδου της αγοράς τροφίμων, φαρμάκων και καλλυντικών (Analysis of food, pharmaceuticals and cosmetics industry market)
Χαρακτηριστικά και περιγραφή του ομίλου των ανταγωνιστών της επιχείρησης.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στο τέλος του 2011 δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα 18.415 βιοκαλλιεργητές, 1506 μεταποιητές, 5 εισαγωγείς και 27 χονδρέμποροι-διακινητές. Οι περισσότερες μάλιστα καλλιέργειες αφορούν σ’ αυτή της ελιάς. Το 21% των βιολογικών εκμεταλλεύσεων βρίσκονται στη Δυτική Ελλάδα, το 16% στην Πελοπόννησο, το 122% στο Βόρειο Αιγαίο, το 11% στη Θεσσαλία, το 10,3% στην Κεντρική Μακεδονία, το 7,9% στην Κρήτη και έπειτα ακολουθούν οι υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας.
Οι προοπτικές της εγχώριας οικονομίας για την περαιτέρω ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας είναι θετικές, καθώς πέρα των ευνοϊκών κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών σε αρκετές περιοχές της χώρας και της αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης, η επιχειρηματική δραστηριοποίηση στον κλάδο παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον.
Οι χαμηλότερες αποδόσεις σε σχέση με τη συμβατική γεωργία, η υψηλή εξάρτηση της παραγωγής από τις επιδοτήσεις, η έλλειψη τεχνογνωσίας, το περιορισμένο εύρος της εγχώριας αγοράς και οι υψηλές τιμές που περιορίζουν τη διεύρυνσή της είναι παράγοντες που περιορίζουν την ανάπτυξη.
Ωστόσο τα βιολογικά προϊόντα έχουν αυξανόμενο βαθμό ελκυστικότητας λόγω των διατροφικών σκανδάλων και της ευαισθησίας που επιδεικνύουν οι καταναλωτές σε θέματα υγείας και θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας. Σύμφωνα μάλιστα με την ICAP, η μεγαλύτερη ζήτηση των βιολογικών προϊόντων προέρχεται από χώρες όπως η Βόρειος Αμερική και η Ευρώπη. Το συνολικό μέγεθος όμως της ελληνικής αγοράς εκτιμάται σε λιγότερο από 200 εκ. ευρώ, εκ των οποίων περισσότερο από 60% αφορά σε εισαγόμενα βιολογικά τρόφιμα που θα μπορούσαν να παραχθούν εύκολα και στη χώρα μας, δεδομένου ότι η Ελλάδα θεωρείται πλούσια σε αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Γεγονός που ανοίγει νέους δρόμους στις αγροτικές καλλιέργειες, εφόσον υπάρξει η απαιτούμενη οργάνωση για να αξιοποιηθούν.
Στο συγκεκριμένο κλάδο, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται είναι μικρές, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τη διεθνή αγορά. Κι αυτό γιατί οι κλιματικές και εδαφολογικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη αρωματικών φυτών που προσφέρουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.
Ανάπτυξη Ανταγωνισμού και Αγορών (Competition and Buying Patterns)
Στην Ελλάδα, οι βιολογικές καλλιέργειες βρίσκονται στα πρώτα στάδια ανάπτυξης. Παρόλο που οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι σχετικά μικρές και η αγορά βιολογικών προϊόντων είναι περιορισμένη, παρουσιάζεται μία αξιοσημείωτη δυναμική και ένας από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Το δίπτυχο της επιτυχίας σύμφωνα με τους γνώστες του τομέα των καλλιεργειών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, σε κάθε περίπτωση είναι η συνεργασία μέσω ομάδων παραγωγών και η ποιότητα με βιολογικές μεθόδους.
Οι πολλά υποσχόμενες καλλιέργειες ρίγανης, λεβάντας και μέντας αποτελούν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης για πωλήσεις εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Και οι τρεις αυτές καλλιέργειες εξάλλου, πέραν των μεγάλων προοπτικών ανάπτυξης που παρουσιάζουν στη βιομηχανία τροφίμων, στη φαρμακοβιομηχανία και την αρωματοποιία με την παρασκευή αιθέριων ελαίων, επιδοτούνται με μεγάλα ποσά ενίσχυσης από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Οι παραγωγοί των βιολογικών προϊόντων της ευρύτερης περιοχής που δέχεται παρέμβαση επιλέγουν να διαθέσουν τα προϊόντα τους και να τα πουλήσουν είτε μέσω κάποιου ενδιάμεσου φορέα προώθησης, είτε διαθέτοντάς το σε κάποια οργανωμένη μονάδα πώλησης, όπως π.χ. καταστήματα πώλησης βιολογικών προϊόντων, σούπερ μάρκετ κ.λπ., είτε πουλώντας τα προϊόντα τους οι ίδιοι σε λαϊκές αγορές ή απευθείας στο κτήμα.
Παρακάτω αναλύονται οι κυριότερες μορφές πώλησης των βιολογικών προϊόντων από τους παραγωγούς.
-Χονδρική πώληση σε εταιρίες διανομής
Είναι ο πιο διαδεδομένος τρόπος διακίνησης των προϊόντων στην περιοχή. Οι παραγωγοί εξασφαλίζουν την εξ ολοκλήρου πώληση των προϊόντων τους, δίχως να χρειάζεται μεταφορά από τους ίδιους και αποθήκευσή τους. Με αυτό τον τρόπο, επιτυγχάνονται τιμές πολύ μικρότερες και μακροπρόθεσμα καταβαλλόμενες, αλλά και το ίδιο το προϊόν χάνει την προστιθέμενη αξία που θα είχε αν είχε διοχετευθεί στην αγορά με άλλους τρόπους, όπως π.χ. η αποφυγή φύρας, ή αν ήταν μεταποιημένο με οποιοδήποτε τρόπο.
-Χονδρική πώληση σε υπεραγορές τροφίμων
Χάρη στην αναδιάρθρωση της αγοράς με το πέρασμα των χρόνων, δημιουργήθηκαν και οι δομές των υπεραγορών τροφίμων, εκ των οποίων οι περισσότερες ανήκουν σε μεγάλες αλυσίδες τροφίμων, γεγονός που αποτελεί μία ολοένα αυξανόμενη τακτική προώθησης. Ένα βασικό πλεονέκτημα του συγκεκριμένου τρόπου διακίνησης είναι ότι η απεύθυνση αφορά σε ένα ευρύ καταναλωτικό κοινό που θα είναι σε θέση να βρει και να αναγνωρίσει τα βιολογικά προϊόντα, τα οποία είναι τοποθετημένα σε συγκεκριμένα ράφια με τις απαραίτητες πληροφορίες που τα καθιστούν αναγνωρίσιμα.
Προκειμένου να μπορέσει λοιπόν ένας παραγωγός να διαθέσει τα προϊόντα του με τον συγκεκριμένο τρόπο, πρέπει να τα τυποποιεί και να τα συσκευάζει, να διαθέτει μεγάλη ποικιλία προϊόντων, καθώς και μέσα για την μεταφορά τους. Όμως, όσοι παραγωγοί προτιμούν αυτόν τον τρόπο διανομής, συχνά έρχονται αντιμέτωποι με τον ανταγωνισμό που υπάρχει από ομοειδή προϊόντα και το μεγάλο διάστημα αποπληρωμής τους.
-Χονδρική πώληση σε καταστήματα βιολογικών προϊόντων
Πρόκειται για έναν ολοένα αυξανόμενο τρόπο διακίνησης βιολογικών προϊόντων στη χώρα μας, κυρίως λόγω της ανάπτυξης πολλών τέτοιων μικρών, καθώς και μεγαλύτερων καταστημάτων σε όλες τις περιοχές της χώρας, και όχι μονάχα στα αστικά κέντρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχεται το πλεονέκτημα της αμεσότητας της πώλησης, διότι υπάρχει η δυνατότητα βελτίωσης των προϊόντων μέσα από παρατηρήσεις των καταναλωτών, και η ευκολία σε βελτιωτικές τροποποιήσεις. Τα βιολογικά προϊόντα βέβαια είναι δυνατό να πωληθούν χύμα και με ευκολότερο τρόπο, εφόσον το κατάστημα ελέγχεται και πιστοποιείται. Παρ’ όλ’ αυτά, η απαίτηση δικτύου διανομής, χρόνος για την προώθηση και διανομή τους, μεγάλη γκάμα προϊόντων και μεγάλο διάστημα αποπληρωμής αποτελούν από τα πιο βασικά μειονεκτήματα του συγκεκριμένου τρόπου πώλησης.
– Λιανική πώληση σε λαϊκές αγορές
Είναι ένας παραδοσιακός τρόπος διακίνησης βιολογικών προϊόντων από το ξεκίνημα της βιολογικής γεωργίας στη χώρα μας. Ο συγκεκριμένος τρόπος πώλησης διέπεται από ορισμένα πλεονεκτήματα σχετικά με την επίτευξη σχετικά υψηλών τιμών, ακόμα και για προϊόντα δευτέρας διαλογής, την πώληση τοις μετρητοίς, την άμεση καθημερινή επαφή με τους πελάτες και τη μη αναγκαιότητα τυποποίησης και συσκευασίας. Προκειμένου όμως να υπάρχει συμμετοχή των παραγωγών στις λαϊκές, είναι απαραίτητο ο παραγωγός να διαθέσει πολύτιμο χρόνο από την εργασία του στα κτήματα, κατάλληλες υποδομές μεταφοράς, καθώς και να υπάρξει εκσυγχρονισμός και αναβάθμιση των υποδομών στήριξης των αγορών αυτών από την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
-Λιανική πώληση κατευθείαν από το κτήμα
Ο συγκεκριμένος τρόπος πώλησης συνήθως συνδυάζεται με την ύπαρξη κατάλληλων υποδομών αγροτουρισμού και επισκέψιμων αγροκτημάτων, και είναι σε θέση να προσφέρει δυνατότητα άμεσης επαφής με τους καταναλωτές, την προσφορά και άλλου είδους υπηρεσιών και την άμεση αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών, λόγω του ότι η πώληση των προϊόντων πραγματοποιείται τοις μετρητοίς. Για να μπορέσουν όμως όλα αυτά να γίνουν, είναι απαραίτητο να υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές, χώροι υποδοχής και εγκαταστάσεων (π.χ. ψυγεία, χώροι συντήρησης και αποθήκευσης των προϊόντων, κ.λπ.)