Οικοανάπτυξη
 

και τοπική αυτοδιοίκηση και Μ.Κ.Ο

Μια καινοτόμος προσέγγιση για την αναζωογόνηση στις τοπικές κοινωνίες
 

Ένα νέο μοντέλο οικοανάπτυξης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης με τη συμμετοχή συλλογικών οργανώσεων και πολιτών, έρχεται να φέρει λύσεις για την αντιμετώπιση της τοπικής απασχόλησης και την ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας.
 

Μία νέα δυναμική προσέγγιση συνίσταται από την ύπαρξη σημαντικών παραδειγμάτων και από τη διεθνή εμπειρία, που θα έχει ως γενικότερη βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία που μας καταδεικνύει πως η τοπική αυτοδιοίκηση και οι Μ.Κ.Ο. δύνανται να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην κοινωνική οικονομία.
 

Η οικοανάπτυξη αφορά σε ένα είδος ανάπτυξης που είναι σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον και που έχει να κάνει με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών. Θα λέγαμε πως βρίσκεται στον αντίποδα του γιγαντισμού των εκμεταλλεύσεων των φυσικών πόρων και της υπερφόρτωσης του δομημένου περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τις μικρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που βρίσκονται στον αντίποδα των γιγαντιαίων εργοστασίων που εξαντλούν τα ενεργειακά αποθέματα.
 

Όπως είναι ήδη γνωστό, η κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων, χτίζοντας γέφυρες εμπιστοσύνης και συνεργασίας ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο σχετικά με τη διεκδίκηση νέων μορφών απασχόλησης, ποιότητας ζωής και αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου, μπορεί να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για μία στροφή προς τις ήπιες μορφές εκμετάλλευσης. Κάτι τέτοιο θα έφερε αποτέλεσμα, μονάχα εάν η επιχειρηματικότητα και οι επενδυτικοί πόροι προσανατολίζονταν προς την περιφέρεια. Αυτό συμβαίνει  διότι υπάρχει μία γενικότερη ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και ιδίως γιατί υπάρχει μία ανάγκη ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, με την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Γεγονός που μπορεί να καταστήσει εφικτό έναν αναπροσδιορισμό.
 

Πρόκειται λοιπόν για δραστηριότητες με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες  στον οικοτουρισμό, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οικιστική πολιτική, πάρκα φυσικής ανανέωσης και υγείας, που προσθέτουν αξία και ποιότητα στην κάθε περιοχή. Αυτό που μπορεί, επί παραδείγματι, να δημιουργήσει αύξηση των περιουσιακών αξιών γης στην περιφέρεια με την επανακατοίκηση είναι η στροφή στον οικοτουρισμό και την απασχόληση στην ύπαιθρο. Πράγμα που καθιστά ξεκάθαρο το ότι, ως είδος ανάπτυξης, η οικοανάπτυξη είναι μία καινούργια πολιτική που ανοίγει νέους ορίζοντες για την τοπική αυτοδιοίκηση.
 

Στην Ελλάδα, μόνο ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα ολοκληρωμένων σχεδίων μπορούν να παρατηρηθούν στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτά τα παραδείγματα θα ήταν καλό να αναδειχθούν, ώστε να αποτελέσουν ένα καλό πρότυπο για εκείνους που ψάχνουν ένα όραμα για τις τοπικές κοινωνίες. Ελάχιστα είναι και τα φωτεινά παραδείγματα που σχετίζονται με ολοκληρωμένα σχέδια οικοαναπτυξιακής πολιτικής, σε επίπεδο κράτους, παρόλο που υφίσταται τεχνοκρατικός σχεδιασμός με ευρωπαϊκά και κρατικά προγράμματα ενισχύσεων προς αυτό το στόχο.
 

Ξεκάθαρο είναι επίσης ότι η εφαρμοζόμενη περιφερειακή πολιτική είναι αρκετά πίσω, ως προς τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό που υπάρχει στο επίπεδο των Βρυξελλών και ως προς τις πρωτοβουλίες που υπάρχουν σε επίπεδο μη κυβερνητικών οργανώσεων με την παρατήρηση, οι οποίες όμως παρουσιάζουν ένα κατακερματισμό δράσεων και δεν μπορούν να καλύψουν το έλλειμμα πολιτικής σ’ αυτό τον τομέα.
 

Στα κόμματα δεν έχει εισαχθεί ακόμη ο όρος “οικοανάπτυξη”, τουλάχιστον όχι ως θεματική πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση, και αυτό συμβαίνει σ’ αντίθεση με τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό του κράτους, που σε κάθε περίπτωση είναι αποτέλεσμα κομματικής πολιτικής κατεύθυνσης. Αυτό το έλλειμμα πολιτικής στερεί το εγχείρημα  της οικοανάπτυξης από τις προωθητικές δυνάμεις της κοινωνίας που μόνον η πολιτική μπορεί να ενεργοποιήσει.
 

Άρα, εκεί που πρέπει να εστιάσουν τα κόμματα είναι στην αναγκαιότητα διαμόρφωσης πολιτικής για την οικοανάπτυξη, αλλά και στην πρόταση και προώθηση επιλογών στην τοπική αυτοδιοίκηση.
 

Ως τώρα η προώθηση τέτοιων σκέψεων στα κόμματα υπάρχει μόνο ως σκέψη, ελπίζοντας πως στο άμεσο μέλλον μία αντίληψη, όπου η οικοανάπτυξη αποτελεί το μοναδικό εργαλείο πολιτικής για την αναζωογόνηση της υπαίθρου, θα μπορέσει να εδραιωθεί.
 

Ένα ακόμη ζητούμενο από τους φορείς πολιτικής και από τα κόμματα είναι το πολιτικό υποκείμενο της οικοανάπτυξης, οι συλλογικότητες που διαμορφώνουν την κοινωνία σε δίκτυα, όπως οι οικολογικές οργανώσεις, το κίνημα των καταναλωτών, οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι και εν γένει οι μη κυβερνητικές οργανώσεις.
 

Εκείνοι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη δυναμική σύνθεση των ανθρώπινων πόρων για να μπει η μικροπεριφέρεια στην τροχιά της οικοανάπτυξης είναι οι οραματιστές, οι τεχνοκράτες, οι επιχειρηματίες, οι εθελοντές και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, μέσα από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μπορούν.
 

Πιο συγκεκριμένα, οι εθελοντικές οργανώσεις, που σηματοδοτούν τις νέες τάσεις για μία ποιότητα ζωής και προστασία του περιβάλλοντος, μπορούν να δείξουν και τις νέες τάσεις προς την κοινωνική   οικονομία, προκειμένου να κατευθύνουν τις επενδύσεις της επιχειρηματικότητας με αυξημένη κοινωνική ευθύνη. Για να επιτευχθεί μία τέτοια κινητοποίηση, αναγκαίος όρος είναι η δικτύωση και η επικοινωνία αυτών των οργανώσεων.

 

Κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων
 

Η επινόηση της πολιτικής σχετικά με την οικοανάπτυξη έγκειται στην κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων, όχι μονάχα στη διαχείριση, η οποία είναι μια τεχνοκρατική υπόθεση που κρίνεται σε επίπεδο συμβουλευτικής.
 

Μία στρατηγική επιλογή επένδυση που έχει τη βάση της στην ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος συνδυαστικά με την κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων είναι η βιώσιμη οικοανάπτυξη και ο οικοτουρισμός. Μία στρατηγική που στοχεύει στην ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών που αφορούν στην αναγέννηση και τόνωση της υπαίθρου.
 

Οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες, μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης, καλούνται να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον, καθώς και να δώσουν τον απαραίτητο χώρο σε αυτούς που πιστεύουν στην έννοια της συλλογικής δημιουργίας των εθελοντών και να ενθαρρύνουν τη διάδοση του εθελοντισμού. Με άλλα λόγια, θα ήταν καλό να δοθεί ζωτικός χώρος πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εκτός των στενών ορίων της αγοράς και του κράτους. Ο χώρος αυτός, όμως, ανήκει δικαιωματικά στους παραπάνω φορείς, δεν πρόκειται για παραχώρηση.
 

Το ζητούμενο για την κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων είναι αρχικά ένα τοπικό όραμα, και σχεδιασμό. Οι οραματιστές είναι απαραίτητοι για να δώσουν νόημα και ενεργητικότητα στον πατριωτισμό της τοπικής κοινωνίας ώστε να την κινητοποιήσουν, και οι τεχνοκράτες στη συνέχεια είναι απαραίτητοι για τις μελέτες και την οργανωτική κουλτούρα που χρειάζεται για να αναπτυχθεί με σχέδιο η τοπική οικονομία.  Οι δύο αυτές κατηγορίες υποκειμένων πηγαίνουν μαζί και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος , προτού οι επιχειρηματίες επενδύσουν σε τομείς, που πριν δεν έπαιρναν το ρίσκο από μόνοι τους, χωρίς να υπάρχουν οι υλικές και ανθρώπινες υποδομές. Έπειτα έρχονται οι επενδύσεις, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, και όταν υπάρχει η κατάλληλη προβολή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας περιοχής για να λειτουργήσει ένας πόλος έλξης επενδύσεων. Ένας τρόπος για τους Δήμους να αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής τους είναι η εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων, για τα οποία υπάρχουν σχετικά κονδύλια. Καταλυτικό ρόλο σε όλο αυτό διαδραματίζουν οι εθελοντές για το περιβάλλον και τον πολιτισμό, μέσα στα πλαίσια των μη κυβερνητικών οργανώσεων.
 

Δυστυχώς η ερήμωση της υπαίθρου, ιδίως από τους νέους, δεν καθιστούν τους διαθέσιμους ανθρώπινους πόρους της περιοχής αρκετούς, ώστε να επιτελεστεί το αναπτυξιακό έργο. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι η επιστροφή και ο εμπλουτισμός με νέο δυναμικό από τα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που μπορεί να γίνει μόνον με οργανωμένο σχέδιο και σε συνεργασία με άλλες περιβαλλοντικές και πολιτιστικές οργανώσεις που ενδιαφέρονται να έχουν ένα σημείο αναφοράς στην ύπαιθρο.

 

Οικοπάρκα και οικοκοινότητες – Βιοκαταναλωτές
 

Το κοινωνικό κεφάλαιο της οικοανάπτυξης συντίθεται από έναν συνδυασμό αναπτυξιακών στόχων και από την κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων.  

Ένα από τα παραδείγματα που μπορούν να δημιουργήσουν οικολογικές και βιοκαταναλωτικές οργανώσεις είναι τα οικοπάρκα και οι οικοκοινότητες, τα οποία ενδεχομένως εδρεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με μικρούς «Καποδιστριακούς» Δήμους, οι οποίοι με τη σειρά τους συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου, προωθώντας ανάλογες σχέσεις με οργανώσεις που αναζητούν σημείο αναφοράς στην ύπαιθρο. Καθότι, εκτός από τους ιδιώτες επιχειρηματίες που μπορούν να επενδύσουν  στον οικοτουρισμό – αγροτουρισμό, είναι και το ενδιαφέρον των οργανώσεων αυτών να δημιουργήσουν οικοπάρκα, οικοχωριά και να συμβάλλουν με αυτό τον τρόπο στην ενίσχυση της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας, αφού η παρουσία τους και οι δραστηριότητές τους στην ύπαιθρο θα ανεβάσουν αναγκαστικά τον κύκλο εργασιών τους και την ενεργητικότητα της τοπικής οικονομίας.
 

Η υιοθέτηση διάφορων βιοκαταναλωτικών οργανώσεων, μικρά αγροκτήματα με βιοκαλλιέργειες και κοπάδια βιολογικής κτηνοτροφίας αποτελούν μία ακόμα ιδέα που μπορεί να βρει έδαφος βιωσιμότητας, αγοράζοντας και ενισχύοντας άμεσα παραγωγούς τέτοιων προϊόντων, με αντάλλαγμα να προμηθεύονται και να καταναλώνουν προϊόντα, που θα μπορούν συμμετέχουν οι ίδιοι στον ελεύθερο χρόνο με συχνές επισκέψεις στην ύπαιθρο και στις εργασίες παραγωγής.
 

Αυτό που μπορεί να προσδώσει νόημα στην αναγέννηση της υπαίθρου, ώστε να δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος για ιδιωτικές επενδύσεις είναι η ανάπτυξη μιας συνεργατικής σχέσης ανάμεσα στους αγρότες και τις βιοκαταναλωτικές οργανώσεις. Θα μπορούσε να είναι μια γενικότερη πολιτική διαδημοτικής συνεργασίας με στόχο να γίνουν επενδύσεις και από τους ιδιώτες των πόλεων στο παραγόμενο προϊόν στην ύπαιθρο. Οι πρωτοβουλίες αυτές, που αφορούν στην ανάπτυξη, λειτουργούν συμπληρωματικά προς την αναζωογόνηση του συνόλου της οικονομίας, στο βαθμό που αξιοποιούνται ανενεργοί φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι, χωρίς όμως να θίγουν την αγορά.
 

Γίνεται λόγος για ένα μοντέλο ποιότητας ζωής, το οποίο μπορεί να βασίζεται στους βιοκαταναλωτές και τις οικοκοινότητες, που αναπτύσσουν διάφορες οικολογικές οργανώσεις. Ένα μοντέλο το οποίο είναι σε θέση να καλύπτει ουσιαστικές ανάγκες και του καλλιεργημένου καταναλωτή για την ποιότητα της υγιεινής διατροφής, αλλά και του νέου αγρότη να υποστηριχθεί ηθικά και οικονομικά για μια υψηλή ποιοτική παραγωγή.
 

Αρχικά, οι διάφοροι εθνικοτοπικοί σύλλογοι, που υπάρχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και διατηρούν σχέση με τους τόπους καταγωγής, έχουν διαμεσολαβητικό ρόλο για μια τέτοια σχέση. Οι σύλλογοι αυτοί της δεύτερης γενιάς εσωτερικών μεταναστών αρχίζουν ελαττώνονται. Παρ’ όλ’ αυτά, αναλαμβάνουν ένα νέο περιεχόμενο στη δράση τους, μέσα από το οποίο θα αναζωογονηθούν, προς όφελος της οικοανάπτυξης και του οικοτουρισμού, αφού δύνανται ν’ αποτελέσουν μια γέφυρα επικοινωνίας και συνεργασίας ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο.
 

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θα ήταν χρήσιμο να δημιουργηθεί ένα φόρουμ, στο οποίο θα ξεκινά ανοικτός διάλογος σε σχέση με τους Βιοκαταναλωτές, τις Οικοκοινότητες και τον Οικοτουρισμό. Το γεγονός αυτό θα είχε ως σκοπό την πραγματοποίηση ενός συνεδρίου οικολογικών και βιοκαταναλωτικών οργανώσεων, στοχεύοντας στην οικοανάπτυξη ιδίως σε ορεινές περιοχές.
 

Ο λόγος αυτής της συνάντησης είναι να δημιουργηθούν σχέσεις, αλλά και ένα επίπεδο συνεργασίας συλλογικών οικολογικών οργανώσεων, που λειτουργούν στην Αθήνα με δήμους της περιφέρειας και που είναι σε θέση να παρέχουν χώρους για οικοπάρκα.

Βασίλης Τακτικός

Γιάννος Παπαϊωάννου