Κοινωνική οικονομία
Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η προσέγγιση υποδεικνύει ότι ο κύριος σκοπός των οργανισμών που την ασπάζονται είναι να υπηρετούν τα μέλη της κοινότητας και όχι να επιδιώκουν το κέρδος. Επιπλέον, η κοινωνική οικονομία βασίζεται σε δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια δομική διαδικασία ελέγχου του τρόπου επιδίωξης των σκοπών του οργανισμού. Μεταξύ των οργανισμών που ανήκουν στην κοινωνική οικονομία συγκαταλέγονται οι ενώσεις, οι συνεταιρισμοί, οι αλληλασφαλιστικοί οργανισμοί και, από πιο πρόσφατα, τα ιδρύματα και οι κοινωνικές επιχειρήσεις.
Κοινωνικό κεφάλαιο
Στην έννοια «κοινωνικό κεφάλαιο» συμπυκνώνεται το σύνολο των μη οικονομικών πόρων που αποδίδονται σε άτομα, ομάδες ή σε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων και χαρακτηρίζονται από εμπιστοσύνη, αμοιβαίοτητα και κοινά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, ενώ ταυτόχρονα κάνουν χρήση κοινού κώδικα που διευκολύνει τη συνεργασία και τη συλλογική δράση τους, με στόχο το γενικό συμφέρον. Άρα, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να εννοηθεί ως πόρος που έχει την πηγή του στη συλλογική δράση και μπορεί να έχει αποτελέσματα σε ευρύτατη οικονομική και κοινωνική κλίμακα. Σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική “κόλλα” που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Ο όρος κοινωνικό κεφάλαιο τοποθετεί τα κοινωνικά δίκτυα στο ίδιο επίπεδο με άλλες μορφές κεφαλαίου, όπως οικονομικό, φυσικό και ανθρώπινο. Επιπλέον διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό και να αποκομίσει οφέλη αργότερα.
Κοινωνική οικονομία της αγοράς
Ο όρος «κοινωνική οικονομία της αγοράς» έλκει την καταγωγή του από τη μεταπολεμική περίοδο και τις συζητήσεις για τη διαμόρφωση της «Νέας Γερμανίας». Η κοινωνική οικονομία της αγοράς βασίζεται σε δύο σαφώς διακριτούς μεταξύ τους αλλά συμπληρωματικούς πυλώνες: από τη μία, την επιβολή του ανταγωνισμού και, από την άλλη, τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής που εγγυώνται την κοινωνική δικαιοσύνη διορθώνοντας τις αρνητικές συνέπειες και ενισχύουν την κοινωνική προστασία.
Τρίτος τομέας
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως στην επιστημονική βιβλιογραφία, με στόχο την παράκαμψη των διαφορών μεταξύ των πολλών εθνικών προτύπων. Αναφέρεται σε οργανισμούς εκτός εκείνων του δημοσίου (του Κράτους) και των ιδιωτικών κερδοσκοπικών οργανισμών (της αγοράς). Ο όρος υπογραμμίζει τον ενδιάμεσο χαρακτήρα των εν λόγω οργανισμών.
Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (CSA)
Είναι ένα σχετικά νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο παραγωγής τροφίμων, πώλησης και διανομής, αγροτικών προϊόντων. Αυτό το είδος καλλιέργειας λειτουργεί με σημαντικά μεγαλύτερη ανάμειξη των καταναλωτών και των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων μελών, έχοντας ως αποτέλεσμα μία στενότερη από το συνηθισμένο σχέση καταναλωτή – παραγωγού.
Κοινωνική επιχειρηματικότητα
Ο όρος «κοινωνική επιχειρηματικότητα» εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990 στις αγγλοσαξονικές χώρες. Καλύπτει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών, περιλαμβανομένων των κοινωνικών πρωτοβουλιών που εκδηλώνονται από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, θεσμικών φορέων που ρητά επιδιώκουν κάποιον κοινωνικό σκοπό, σχέσεων και πρακτικών που αποφέρουν κοινωνικά οφέλη, επιχειρηματικών τάσεων σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, και εγχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του δημόσιου τομέα. Τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να αναλαμβάνονται από ιδιώτες, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, δημόσιους φορείς ή μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς σε συνεργασία με κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των εταιρικών κερδών και μια δέσμευσης κοινωνικής ευθύνης. Δεν είναι απαραιτήτως ολοκληρωμένες, ούτε αναμένεται να μένουν αναλλοίωτες με την πάροδο του χρόνου. Εν γένει, η κοινωνική επιχειρηματικότητα ερμηνεύεται ως μια δραστηριότητα που αναλαμβάνουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, χωρίς αναφορά στα οργανωτικά χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς (πρότυπα διακυβέρνησης, μη διανομή των κερδών κτλ.) που υποστηρίζουν την επιδίωξη κοινωνικών σκοπών.
Κοινωνική επιχείρηση
Σύμφωνα με την πρωτοβουλία της Επιτροπής για την κοινωνική επιχειρηματικότητα (SEC(2011) 1278), κοινωνική επιχείρηση είναι «ένας φορέας εντός της κοινωνικής οικονομίας, κύριος στόχος του οποίου είναι μάλλον η ύπαρξη θετικού κοινωνικού αντικτύπου, παρά κέρδους για τους ιδιοκτήτες ή τους μετόχους. Λειτουργεί με την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά με επιχειρηματικό και καινοτόμο τρόπο, και χρησιμοποιεί τα κέρδη της πρωτίστως για την επίτευξη κοινωνικών στόχων. Διοικείται με ανοικτό, υπεύθυνο τρόπο και, ιδίως, με τη συμμετοχή εργαζομένων, καταναλωτών και ενδιαφερόμενων μερών που επηρεάζονται από τις εμπορικές της δραστηριότητες».
Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.)
Θεσπίζεται η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.), ως φορέας της Κοινωνικής Οικονομίας. Είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό και διαθέτει εκ του νόμου την εμπορική ιδιότητα. Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ. μπορούν να είναι είτε φυσικά πρόσωπα είτε φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα. Τα μέλη της συμμετέχουν σε αυτήν με μια ψήφο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων που κατέχουν.
Συνεταιρισμός
Σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Συνεταιριστικής Ένωσης(1) του 1995, ο όρος «συνεταιρισμός» σημαίνει «αυτόνομη ένωση προσώπων, τα οποία συνεταιρίζονται εθελοντικά, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις κοινές τους οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες και επιδιώξεις, μέσω μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης». Αυτός ο ορισμός υιοθετήθηκε και από τη σύσταση 193/2002 παράγραφος 2 της ΔΟΕ.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ)
Ο όρος «μη κυβερνητική οργάνωση» αναφέρεται, όπως είναι αναμενόμενο, σε οργανώσεις ανεξάρτητες από κυβερνήσεις. Άρχισε να χρησιμοποιείται με την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών το 1945 και τις διατάξεις του άρθρου 71 του κεφαλαίου 10 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το συμβουλευτικό ρόλο οργανώσεων που δεν είναι ούτε κυβερνήσεις ούτε κράτη μέλη. Αποτελεί πολύ γενικό όρο, που παραπέμπει τόσο σε διακρατικούς όσο και σε τοπικούς οργανισμούς. Σε ορισμένες χώρες χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο της «ένωσης», για να περιγράψει οργανώσεις που δραστηριοποιούνται ειδικά στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας.
Μη κερδοσκοπικός (non-profit και not-for-profit)
Ο πιο γνωστός ορισμός δίνεται από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Σύμφωνα με αυτόν, ο τομέας περιλαμβάνει οργανισμούς οι οποίοι είναι εθελοντικής βάσης, τυπικοί, αυτοδιοικούμενοι και δεν διανέμουν κέρδη. Ο όρος «non-profit» αναφέρεται στους οργανισμούς που είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με κάποια απαγόρευση της διανομής κερδών. Ο όρος «not-for-profit» είναι πιο γενικός και αναφέρεται στον επιδιωκόμενο σκοπό (που διαφέρει από το κέρδος).
Παρατηρητήριο Κοινωνικής Οικονομίας
Πρόκειται για μια δομή – ομπρέλα που διαχειρίζεται την παροχή υπηρεσιών, πληροφόρησης και ενίσχυσης των κοινωνικών επιχειρήσεων ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να αναπτυχθούν και να συνενωθούν σε δίκτυο αλληλοϋποστήριξης και ενδυνάμωσης με άμεσο στόχο την εξέλιξή τους σε όλα τα πεδία όπου εμφανίζονται ανάγκες. Είναι ένα μοντέλο παρακολούθησης το οποίο αποτυπώνει και αξιολογεί σε βάθος χρόνου την πορεία των πολιτικών κοινωνικής οικονομίας, προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η πρόοδος της τεχνολογίας και οι γρήγορες ταχύτητες αλλαγών και κίνησης των σύγχρονων κοινωνιών. Παρέχει επεξεργασμένες και τυποποιημένες πληροφορίες σε κάθε ενδιαφερόμενο και κυρίως σε εθνικές και περιφερειακές αρχές που χαράσσουν πολιτικές για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.