Η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη στην εποχή μας για δυο λόγους πρώτον¨: για αντιμετώπιση του κοινωνικού οικονομικού αποκλεισμού και της φτώχειας και δεύτερον: για τη διεύρυνση της απασχόλησης σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας, οι οποίοι παρόλο που είναι ζωτικής σημασίας εγκαταλείπονται λόγω έλλειψης κερδοφορίας. Στην κοινωνική οικονομία όμως μπορούν να λειτουργήσουν ως μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.
Η μετάβαση από τη 2η και 3η βιομηχανική επανάσταση στην 4η βιομηχανική επανάσταση, δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας καθώς, υπάρχει συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και ταυτόχρονα πίεση για την αυταπασχόληση και συνεργατισμό.
Ένας λόγος ακόμα είναι ότι κρατικός παρεμβατισμός έχει φτάσει στα όρια του σε σχέση με την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας και χρειάζεται τη συμπληρωματικότητα της κοινωνικής οικονομίας.
Αυτό που επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης» στην εργασία, δεν αυτορυθμίζεται τουλάχιστον όσο υπόσχονται οι κλασικές θεωρίες. Οι κρατικές παρεμβάσεις δεν γίνεται πάντα με ορθολογικό τρόπο για τις ανάγκες της κοινωνίας. Μπορεί να ανταποκρίνονται βέβαια στις προϋποθέσεις της οικονομικής μεγέθυνσης και στη παραγωγή πλούτου αγνοούν ωστόσο το κομμάτι εκείνο που ζει μέσα στη φτώχεια.
Η κλασική η εργασιακή θεωρία της αξίας, δεν λειτουργεί όπως πιστεύεται και χρειάζεται αναθεώρηση. Σύμφωνα με τη σκέψη τριών κλασικών οικονομολόγων: του Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και Καρλ Μαρξ, η Θεωρία της Αξίας επικεντρώνεται στην εργασία. Ο Σμιθ προτείνει την εργασία ως μέτρο της αξίας, με την έννοια ότι είναι ένα μέσο για να εκφραστεί η αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος, όπως και το χρήμα για να εκφράσει την αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος στην τιμή του.
Υπό αυτήν την έννοια, η εργασία είναι απλώς ένα μέτρο αξίας, ένα «πραγματικό πρότυπο» μέτρησης.
Ο Ρικάρντο υποστήριξε ότι όλη η παραγωγή προέρχεται τελικά από την απασχόληση εργασίας, το κεφάλαιο και τη γη. Υποστήριξε δηλαδή ότι η αξία των αγαθών επηρεάζεται από την ποσότητα του κεφαλαίου σε μορφή εργαλείων που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους.
Ο Μαρξ υποστήριξε ότι, η εργασία ήταν η μόνη ουσία που δημιουργεί την αξία και ότι η συνολική εργάσιμη ημέρα χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα από τα οποία αναπαράγει την επιβίωση της εργασίας, το άλλο από την οποία παρέχει την υπεραξία του κεφαλαίου.
Ο Κέυνς ο σπουδαίος οικονομολόγος του εικοστού αιώνα παρατήρησε ότι οι νέες τεχνολογίες προωθούσαν την παραγωγικότητα και εμειώναν το κόστος εμπορευμάτων και υπηρεσιών με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Εμείωναν επίσης δραστικά τις ανθρωποώρες που απαιτούντο για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι εισήγαγε τον όρο της “τεχνολογικής ανεργίας’. Ο Κέυνς έσπευσε να προσθέσει ότι η τεχνολογική ανεργία, παρά το ότι βραχυπρόθεσμα είναι ενοχλητική μακροπρόθεσμα συνιστά μία μεγάλη ευλογία καθώς σημαίνει ότι η ανθρωπότητα θα περάσει στην αφθονία και θα εργάζεται λιγότερες ώρες.
Αν αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη παρά την τεράστια τεχνολογική ανάπτυξη οφείλεται στο γεγονός ότι, τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές εταιρείες που ελέγχουν τα μεγάλα κεφάλαια και τους επενδυτικούς πόρους τους κατευθύνουν αποκλειστικά σε τομείς υψηλής κερδοσκοπίας για τους οποίους δεν υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός και είναι μύθος η έννοια της ανταγωνιστικότητας.
Η οικονομική ολιγαρχία ασφαλώς δεν ενδιαφέρεται για την κοινωνική οικονομία. Στην εποχή μας ο σχεδιασμός της διευκολύνεται καθώς, η εργασία δεν είναι το απόλυτο μέτρο συγκέντρωσης του πλούτου ενώ το έλλειμμα της είναι η πηγή της φτώχειας. Επιπλέον παρεμβάλλονται κι άλλοι παράγοντες που υποκαθιστούν την πληρωμένη εργασία με απλήρωτη ψηφιακή εργασία των χρηστών και καταναλωτών και πέρα από την αξία της γης, η πνευματική ιδιοκτησία.
Συμπερασματικά οι παλαιές «κλασικές θεωρήσεις για την εργασία είναι μονοδιάστατες. Βλέπουν μόνο τη μία πλευρά του λόφου ενώ σήμερα η εργασία είναι μία πολυδιάστατη υπόθεση. Υπάρχει βεβαίως η πληρωμένη μισθωτή εργασία στη μεγάλη κλίμακα, υπάρχει η αυτόεξυπηρέτηση, η αυτοαπασχόληση και ο εθελοντισμός της εργασίας, που συνεισφέρει στο συνολικό προϊόν της κοινωνίας. Το διαδίκτυο για παράδειγμα βρίθει από ψηφιακό περιεχόμενο και ελεύθερο λογισμικό προϊόν απλήρωτης εργασίας.
Υπάρχουν επομένως τομείς της οικονομίας που τείνουν στη μείωση του κόστους, υπέρ του καταναλωτή όπως οι τομείς της πληροφορικής και της ψηφιακής οικονομίας, όπως και οι ήπιες μορφές ενέργειας με πηγή από τον ήλιο. Υπάρχουν και φυσικά μονοπώλια σε δημόσιες υποδομές κατοχυρώθηκαν υπέρ ιδιωτών από το ίδιο το κράτος οι οποίες αυξάνουν αυθαίρετα το κόστος βλέπε ορυκτά καύσιμα. Υπάρχουν και τομείς όπως ο διατροφικός και τομέας και ο τομέας υγείας που δεν υποκαθίσταται η ανθρώπινη εργασία από ρομπότ και έχουν αυξανόμενες ανάγκες στην απασχόληση ανθρώπινο δυναμικού. Τομείς στους οποίους θα παραμείνει η ένταση εργασίας καθώς, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις νέες τεχνολογίες. Όλα αυτά πρέπει να εξεταστούν συνυπολογιστούν πολύπλευρα.
Οι σχεδιαστές της εργασιακής πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους αυτοαπασχόλησης και απλήρωτης εργασίας και όχι μόνο την παράμετρο της μισθωτής εργασίας, την οποία προσπαθούν να διατηρήσουν με συνεχόμενα προγράμματα κατάρτισης, ποντάροντας εκεί που αντικειμενικά δεν μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια χρειάζεται μια νέα θεωρία ένα νέο “λογισμικό’ για την αξία της εργασίας και της απλήρωτης ψηφιακής εργασίας στο διαδίκτυο καθώς έχουμε και μια άλλη υπόσταση της εργασίας.
Ο μετασχηματισμός τώρα πού γίνεται στο επίπεδο της οικονομίας και της εργασίας, δεν είναι όπως εκείνος ο μετασχηματισμός της χειρωνακτικής εργασίας στο παρελθόν σε μηχανική εργασία, που πάλι απαιτούσε εργατικά χέρια. Τώρα πρόκειται για πνευματική εργασία που μετασχηματίζεται σε τεχνητή νοημοσύνη που δεν υποκαθιστά μόνο τα εργατικά χέρια και την πνευματική εργασία περιορίζοντας τον ανθρώπινο παράγοντα μέσα στις επιχειρήσεις.
Το να βάζεις σήμερα μπροστά τη θεωρία του Adam Smith για να εξηγήσεις σύγχρονα φαινόμενα είναι σαν να βάζεις τον Αριστοτέλη να μιλήσει για ένα άλλο σύστημα πέραν της δουλοκτησίας το οποίο γνώριζε.
Τα μεγάλα κέρδη σήμερα των μεγάλων επιχειρήσεων δεν βγαίνουν από την υπεραξία των πολύ καλά αμειβομένων υψηλόμισθων στελεχών τους, αλλά από την απλήρωτη εργασία αυτοεξυπηρέτησης πελατών μέσω του ψηφιακού κράτους των ψηφιακών τραπεζών των ψηφιακών μεγάλων επιχειρήσεων.
Έχουμε δηλαδή, μία αυτοδιαχείριση και αυτό εξυπηρέτηση πελατών και ένα άυλο μηχανισμό κέρδους που εκμεταλεύονται μεγάλες επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σχηματικά και να το δούμε ως σχετικότητα στις αξίες της εργασίας, μέσα σε ένα οικονομικό σύστημα που δεν έχει ηθικές δεσμεύσεις για το είδος των δραστηριοτήτων που ασκεί η που δεν ασκεί.
Μία χαρά μπορεί να κατασκευάζει νέα καζίνο και τοξικά ομόλογα την ίδια στιγμή που υπάρχουν τεράστιες κοινωνικές ανάγκες στο τομέα κοινωνικής πρόνοιας.
Η Google και η Facebook και άλλες πλατφόρμες στο διαδίκτυο δεν κερδίζουν τα τεράστια πράγματι μεγέθη κερδών, από την εργασία των υπαλλήλων τους, αλλά κυρίως από την απλήρωτη εργασία συσσώρευσης δεδομένων των ίδιων των μελών και καταναλωτών τους που διαχειρίζονται. Υπό αυτή την έννοια οι μεγάλες επιχειρήσεις της ψηφιακής τεχνολογίας δεν χρειάζεται μόνο μισθωτούς αλλά κυρίως καταναλωτές και πελάτες πού αγοράζουν τις υπηρεσίες τις οποίες οι ίδιοι διαχειρίζονται, το διαθέσιμο λογισμικό και τα ρομπότ.
Υπάρχουν και άλλες συμβολικές και διανοητικές αξίες που γίνονται εμπόρευμα και προϋποθέσεις για συγκέντρωση πλούτου που δεν ορίζονται οριζόντια από τη μισθωτή εργασία.
Οι κάθε λογής αστέρες του αθλητισμού και της τέχνης που απολαμβάνουν τεράστιους μισθούς και οικονομικές απολαβές, δεν καθορίζονται από το ενιαίο σύστημα της μισθωτής εργασίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με τη λογική της μετατροπής της ακατέργαστης ύλης σε χρήσιμα υλικά προϊόντα.
Από την άλλη υπάρχει, η συγκεντρωμένη πολιτιστική κληρονομιά, οι επενδύσεις της οικογένειας στην παιδεία, ο εθελοντισμός και η απλήρωτη πνευματική εργασία στο διαδίκτυο, που εκμεταλλεύεται άλλοτε το κράτος και άλλοτε ιδιωτικός τομέας για τη συγκέντρωση πόρων και διαχείριση πλούτου.
Η αυξημένη φορολογία επίσης χρηματοδοτεί δραστηριότητες με συμβολική αξία στο πολιτισμό. Τέλος υπάρχει η Θρησκευτική πίστη, είτε απλά αθλητικές ομάδες που εκφράζουν χόμπι, και οπαδούς που τροφοδοτούν έμμεσα την οικονομική δραστηριότητα με μάζες πιστών και εθελοντών με ένα μεγάλο κύκλο κερδοσκοπίας.
Σ΄αυτά τα πεδία ο νόμος της «προσφοράς και η ζήτησης» δεν υποκύπτει σε υλικές ανάγκες, αλλά στο συλλογικό φαντασιακό και τις ψυχαγωγικές ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί μέσα στην κοινωνία και γίνονται «προϊόν» από την πολλαπλασιαστικότητα στη τηλεόραση και στο διαδίκτυο.
Για αυτούς τους λόγους έχει τόσο μεγάλη σημασία η κουλτούρα και η προπαγάνδα που ασκείται κάθε φορά, προς τα που θα γίνουν οι επενδύσεις και που δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Όταν το “προϊόν” είναι το θέαμα και μέσω αυτού διαφημίσεις όχι ο “άρτος” η πρόνοια και η περίθαλψη των ανθρώπων τότε, οι θέσεις εργασίας συνεχώς θα περιορίζονται, αντίθετα οι θέσεις εργασίας θα αυξάνονται όσο αναπτύσσεται η κοινωνική οικονομία με κοινωφελείς σκοπούς στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων.
Αυτό το νόημα στο μετασχηματισμό της εργασίας μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα τώρα με την παγκόσμια κρίση στη ενέργεια.