Του Βασίλη Τακτικού,

Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παραδοσιακών μορφών Κοινωνικής Οικονομίας και σύγχρονων άτυπων και τυπικών μορφών συστηματικής Κοινωνικής Οικονομίας, προκειμένου να κατανοηθεί η ιστορική της εξελικτική διαδικασία.

 

Η άτυπη παραδοσιακή Κοινωνική Οικονομία είναι εκείνη της αλληλεγγύης, της φιλανθρωπίας, των μη χρηματικών ανταλλαγών, συστηματική είναι η οργάνωση μέσω κοινωνικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων.

Στις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες, υπήρχε πάντοτε μία άτυπη μορφή ανταλλαγών σε είδος, εργασία και μέσα παραγωγής, που διευκόλυνε τους χωρικούς στις ανταλλαγές τους, αφού είχαν αντικειμενικά πολύ περιορισμένα χρήματα. Αντάλλαζαν έτσι, όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρόνο εργασίας μεταξύ τους – «ξέλαση» είναι ο όρος που χρησιμοποιούταν στις αγροτικές κοινωνίες. Αυτή η διαδικασία στην ουσία, απέκλειε τους μεσάζοντες και λειτουργούσε υπέρ των παραγωγών.

Ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, συναντάμε αυτές τις μη χρηματικές ανταλλαγές με τη μορφή λέσχης, σ’ αυτούς που δυσκολεύονται να βρουν ικανοποιητική απασχόληση για να καλύψουν τις ανάγκες και ανταλλάσσουν μεταξύ τους χρόνο εργασίας για να εξασφαλίσουν κάποιες βασικές υπηρεσίες διαβίωσης. Ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να σημειώσουμε αναπτύσσονται από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών με τις λεγόμενες τράπεζες χρόνου.

Πέρα όμως από αυτές τις άτυπες μορφές (μη χρηματικές ανταλλαγές) υπάρχει η θεσμική οργάνωση της Κοινωνικής Οικονομίας αλληλεγγύης, που εξελίσσεται μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα, δημιουργώντας διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιρισμένους και εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, όφελος επίσης στους μικροπαραγωγούς και σε εκείνους που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες.

Μ’ αυτή την έννοια, η Κοινωνική Οικονομία είναι πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας και λειτουργεί ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των ανθρώπινων πόρων, απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό. Δημιουργεί εισοδήματα εκεί που δεν υπάρχει επαρκής συγκέντρωση κεφαλαίου αλλά υπάρχει αυξημένη διάθεση συνεργασίας ώστε να γίνουν τελικά επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους, ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.

Έτσι, οι «επενδύσεις» στις κοινωνικές επιχειρήσεις γίνονται στη βάση μιας συλλογικής συμφωνίας για ένα κοινωνικό συνεταιρισμό ή μια Σύμπραξη με συστατικό στοιχείο το κοινωνικό κεφάλαιο, κεφαλαιοποιώντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών ενός συνεταιρισμού αλλά και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές. Σε αυτές τις συμπράξεις ως εγγυητής, αλλά και ως συμβάλλων εταίρος, μπορεί να συμμετέχει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Αυτές οι σχέσεις εμπιστοσύνης μπορούν να εξασφαλίσουν δουλειές εκ των προτέρων και συμφωνίες που μπορούν να κάνουν μια επιχείρηση βιώσιμη. Με αυτό τον τρόπο, οι Συμπράξεις και οι κοινωνικές επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ.) προβάλλουν σήμερα ως η πλέον συμφέρουσα λύση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα λειτουργικά της κενά στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε συνεργασία με τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς.

Στόχος, λοιπόν, της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, αλλά καταρχήν η κάλυψη βασικών αναγκών, μέσω φιλοδίκαιης κατανομής των πόρων και των σχέσεων αλληλεγγύης.

Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον -υπό ευρεία έννοια- τρίτο τομέα της Οικονομίας, με τα όρια μεταξύ των τριών να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.

Ο τρίτος τομέας αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μία οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για μία πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των “πραγματικών” αναγκών».

Αναγνώριση και Αντιθέσεις

Σχετικά με το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η Κοινωνική Οικονομία από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, οι απαντήσεις διίστανται ανάμεσα στις προοδευτικές πολιτικές ελίτ και το συντηρητικό πολιτικό σύστημα. Οι προοδευτικές δυνάμεις επιδιώκουν την ενσωμάτωση και οι συντηρητικές την απώθηση από το οικονομικό σύστημα.

Από την «ομοσπονδιακή» Ευρώπη, η Κοινωνική Οικονομία αναγνωρίζεται ως μία πραγματικότητα και ενισχύεται οικονομικά για την ανάπτυξή της με συγκεκριμένα προγράμματα και επιδοτήσεις – όπως, βέβαια, γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, οι εθνικοκεντρικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος την αντιμετωπίζουν εχθρικά, ακριβώς επειδή ενισχύεται από την ΕΕ.

Οι πολιτικοί εχθροί συνήθως είναι οι λεγόμενοι κρατιστές και οι εθνικο-λαϊκιστές, οι οποίοι αντιστρατεύονται την Κοινωνική Οικονομία, διότι θεωρούν ότι υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας και ότι η ενίσχυσή της μειώνει το μέγεθος των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων και των προμηθευτών του δημοσίου.

Άλλοι πιο φιλελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα ωφελιμιστές, δέχονται θετικά την ενίσχυση της Κοινωνικής Οικονομίας, υπό τον έλεγχο όμως των ιδιωτικών επιχειρήσεων και πολλές φορές ως παρακλάδι μεγάλων επιχειρήσεων και προσπαθούν να την ενσωματώσουν στο «παιχνίδι» της αγοράς.

Αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα και για το λόγο ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις, που συνήθως είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, έχουν το προνόμιο των κοινοτικών επιχορηγήσεων ή το προνόμιο του αφορολόγητου κύκλου εργασιών, κάτι που δεν ισχύει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτό το προνόμιο προσπαθούν να το καρπωθούν και πολλοί ιδιώτες.

Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται η λαθροχειρία στο όνομα της Κοινωνικής Οικονομίας, με διασταλτικές ερμηνείες για τους σκοπούς της, από γραφειοκράτες σε θέσεις-κλειδιά και «επιχειρηματίες» που στήνουν επιχειρήσεις με σκοπό την υφαρπαγή των συγκεκριμένων κοινοτικών πόρων για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και μέσα στην άγνοια και τη σύγχυση για το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Φυσικά, οι συνθήκες αυτές ευνοούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που θέλουν να ελέγχουν κι αυτό το χώρο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται ιδρύματα τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων.

Συντελεστές και φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας

Για να προσδιορίσουμε περισσότερο το χώρο δράσης που εξελίσσεται η Κοινωνική Οικονομία, το αντικείμενο και το υποκείμενο δραστηριότητας και, τελικά, τι είναι και τι δεν είναι Κοινωνική Οικονομία, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο σκοπός, ποιοι οι συντελεστές, ποιες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και ποιοι μπορεί να είναι οι συμπράττοντες.

Καταρχήν, συμπράττοντες εταίροι μπορεί να είναι όλοι. Το κράτος, οι δήμοι, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια και οι συνδικαλιστές. Δεν μπορεί να είναι όμως αυτοί οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας. Ξεκάθαροι φορείς κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι οι συνεταιρισμοί και τα ιδρύματα που παράγουν έργο κοινωνικών υπηρεσιών όπως π.χ. νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικές υπηρεσίες κ.λπ.

Οι δήμοι μπορεί να είναι πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν μπορούν όμως να είναι από μόνοι τους επιχειρηματίες, μπορούν να συνεργάζονται με τους συνεταιρισμούς και να συμπράττουν. Αυτό γίνεται και συντελείται σε πολλούς δήμους σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου αναπτύσσονται δράσεις Κοινωνικής Οικονομίας και κοινωνικών επιχειρήσεων, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, καθιστώντας τους πιο αποτελεσματικούς συγκριτικά με άλλους δήμους που δε συμπράττουν στις κοινωνικές επιχειρήσεις. Κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» με εταίρους τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, τοπικές επαγγελματικές ενώσεις και σωματεία.

Οι συντελεστές ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας είναι ενδεικτικά οι εξής: 

Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και όλοι οι Μη Κερδοσκοπικοί Φορείς

Οι συνεταιρισμοί

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση

Οι χορηγοί

Η εκκλησία και διάφορες κοινότητες