Του Βασίλη Τακτικού

Σε όλο τον κόσμο η κοινωνική οικονομία προβάλλεται ως αναγκαία συνθήκη από τους διεθνείς οργανισμούς, για την αντιμετώπιση της φτώχειας, την κινητοποίηση πόρων την ανάπτυξη της απασχόλησης, το μειωμένο κόστος των ανταλλαγών για την ανάπτυξη αγαθών κοινωνικών υπηρεσιών δίδοντας έμφαση  στην πραγματική οικονομία και στην οικονομία της κοινωνικής φροντίδας. Ταυτόχρονα,  η κοινωνική οικονομία θεωρείται σημαντικός τομέας για την  ψηφιακή και Πράσινη μετάβαση στη νέα εποχή.

Στην Ευρώπη, όπως αναφέρεται στο σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία της Επιτροπής, υπάρχουν περίπου 2,8 εκατομμύρια φορείς της κοινωνικής οικονομίας που προσφέρουν απτές και καινοτόμες λύσεις  στη δημιουργία θέσεων εργασίας και κοινωνικές υπηρεσίες σε μια σειρά από βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη οικονομία με στόχο την οικοδόμηση μιας οικονομίας στην υπηρεσία των ανθρώπων. 

Οι φορείς κοινωνικής οικονομίας  συμβάλλουν, στην κοινωνική και εργασιακή ένταξη των μειονεκτουσών ομάδων και στην ισότητα ευκαιριών για όλους, προωθούν τη βιώσιμη οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, προωθούν την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στις κοινωνίες μας, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας της Ευρώπης και αναζωογονούν τις αγροτικές και εγκαταλελειμμένες περιοχές  της Ευρώπης.

Τμήματα της κοινωνικής οικονομίας συμβάλλουν επίσης στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, παρέχοντας βιώσιμα αγαθά και υπηρεσίες και γεφυρώνοντας το ψηφιακό χάσμα.

Έτσι,  οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας,  για οικονομικά προσιτές κατοικίες  με ενεργειακούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς. Κατά αυτό τον τρόπο η Ευρώπη  αναγνωρίζει την υψηλή σημασία του τομέα της κοινωνικής οικονομίας και πρόσφατα εξέδωσε ένα σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία «Βρυξέλλες, και Πρόσφατες εξελίξεις της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Πρόσφατες εξελίξεις της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Publications Office of the EU (europa.eu) 

Συνολικά  η κοινωνική οικονομία συμβάλλει σημαντικά στο ΑΕΠ των χωρών που ορισμένες από αυτές είναι περισσότερο  ανεπτυγμένες, π.χ. όπως στη Γαλλία, που φθάνει 10 % αυξάνοντας ταυτόχρονα,  τις επιλογές των καταναλωτών και την ποιότητα των προϊόντων/υπηρεσιών.

Ωστόσο, η  κοινωνική οικονομία  παρά τη σημασία της στην πραγματική οικονομία και την άνοδο στην κλίμακα αναγκών σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ένα υποτιμημένο πολιτικό ζητούμενο των καιρών μας τουλάχιστον στην Ελλάδα. Τα κόμματα και όλο το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα την αγνοούν ή την αποστρέφονται προφανώς γιατί δεν συνδέεται άμεσα με τα λόμπι του δημοσίου και της αγοράς που  κυριαρχούν ως ομάδες πίεσης προς την εξουσία.

Έτσι παρατηρείται το παράδοξο ενώ η Ε.Ε ως διακρατική οντότητα να προωθεί την πολιτική της κοινωνικής οικονομίας τα εθνικά κράτη και οι αγορές δύσκολα  παραχωρούν έδαφος για την ανάπτυξή της αλλά και για την δράση της της  κοινωνία πολιτών.

Έχουμε μάλιστα ως τεκμήριο την περίπτωση της Ελλάδας που όχι μόνο δεν έχει αναπτύξει την πολιτική της κοινωνικής οικονομίας με τους αναγκαίους πόρους, αλλά να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και το κράτος  υφαρπάζει τους πόρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού ταμείου που προορίζονται για τους φορείς της και να τους κατευθύνει για ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης κι αυτό συμβαίνει ειδικότερα στην Ελλάδα τη τελευταία δεκαετία.

Aυτό, δείχνει όχι μόνο μια απαράδεκτη πολιτική πρακτική στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που βαρύνει όλους τους βουλευτές που αγνοούν το ζήτημα αλλά και το θεσμικό έλλειμμα καθώς και τη  σημασία της κοινωνικής οικονομίας σε μια περίοδο, που είναι αναγκαίος όρος για την ανάπτυξη της απασχόλησης και της αξιοποίησης ανενεργών ανθρώπινων πόρων και των κοινωνικών υπηρεσιών.

Είναι αναγκαία λοιπόν, μια σύντομη αναδρομή στην ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας και σημερινής σημασίας στην συμπληρωματικότητα και  στην ευρωστία των οικονομιών.

Σε όλη τη θαυμαστή Βιομηχανική περίοδο των δύο-τριών τελευταίων αιώνων, η οικονομική μεγέθυνση η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, ασφαλώς οφείλεται στην πολιτική που ασκείται αναμφίβολα με όρους κράτους και  αγοράς. Χωρίς την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου θα ήταν αδύνατο να κατασκευαστούν οι μεγάλες υποδομές.

Σ΄ αυτή την περίοδο  συγκεντρωτισμού της εξουσίας και συγκεντρωτισμού του κεφαλαίου από το κράτος και την αγορά γίνονται άλματα. Η παραγωγή αυξάνεται,  η απασχόληση επεκτείνεται, ο καταναλωτισμός στο δυτικό κόσμο εκτινάσσεται στα ύψη, μέχρι την έκρηξη της τρίτης και τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης όπου παρουσιάζεται μια νέα καμπή με οικονομικές κρίσεις.

Οι νέες τεχνολογίες όμως  μαζί με τα υπερκέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις για μια σειρά από λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, φέρνουν τον μαρασμό στις μικρές επιχειρήσεις έντασης εργασίας και πρόσθετη ανεργία.

Σ΄ αυτές τις συνθήκες η πολιτική  φαίνεται  ότι δεν προπορεύεται αλλά ακολουθεί αυτές τις τάσεις ισχύος αφήνει να καταστραφούν εκατομμύρια εργαζόμενοι και μικροϊδιοκτήτες στο βωμό μιας υπέρτατης αρχής  για το σύστημα που είναι η συσσώρευση κεφαλαίου.

Στην πορεία όμως  υπερσυσσώρευση κεφαλαίου από παράγοντας ανάπτυξης γίνεται παράγοντας στασιμότητας.  Ακολούθως, η τεχνολογική αυτοματοποίηση της παραγωγής δεν αφορά όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας. Υπάρχουν τομείς έντασης γνώσης και έντασης εργασίας όπως ο  τομέας υγείας, και κοινωνικής μέριμνας και φροντίδας, που απαιτούν διαρκώς επέκταση της εργασίας καθώς, η Ευρώπη και ειδικότερα η Ελλάδα έχει αύξηση στο  γηρασμένο πληθυσμό.

Στο συρρικνωμένο  χώρο εγκατάλειψης της παραγωγής από τις ιδιωτικές μικρές επιχειρήσεις εμφανίζονται πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις για να καλύψουν το  κενό για εισόδημα και κοινωνικές υπηρεσίες στους πιο φτωχούς, με πλεονέκτημα το μειωμένο λειτουργικό κόστος που επιτυγχάνουν με το μη κερδοσκοπικό τους χαρακτήρα. Με πλεονέκτημα επίσης το κοινωνικό κεφάλαιο των δικτύων και των θεσμών αλληλεγγύης της κοινωνίας πολιτών, που καθιστά βιώσιμες τις κοινωνικές επιχειρήσεις εκεί που αποσύρονται οι μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Προφανώς, αυτός ο τομέας  της κοινωνικής οικονομίας δεν μπορεί να καλυφθεί από τις οικονομικές και πολιτικές Ελίτ, με διάφορα υποκατάστατα φιλανθρωπίας και τη λεγόμενη «κοινωνική εταιρική ευθύνη» γι΄ αυτό και προκύπτει ως εναλλακτική ο συνεργατικός τομέας.

Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ « η  κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει ένα φάσμα φορέων με διαφορετικά επιχειρηματικά και οργανωτικά μοντέλα που  δραστηριοποιούνται σε ποικίλους οικονομικούς τομείς: γεωργία, δασοκομία και αλιεία, κατασκευές, επαναχρησιμοποίηση και επισκευή, διαχείριση αποβλήτων, χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενέργεια και κλίμα, πληροφόρηση και επικοινωνία, χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, κτηματομεσιτικές δραστηριότητες, επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνική πρόνοια, τέχνες, πολιτισμός και μέσα ενημέρωσης’».

Το αντικείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας εκτείνεται σε όλο το φάσμα της οικονομίας παρά το γεγονός ότι  Παραδοσιακά, ο όρος «κοινωνική οικονομία» αναφέρεται σε τέσσερις βασικούς τύπους φορέων που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες στα μέλη τους ή στην κοινωνία γενικότερα: συνεταιρισμούς, εταιρείες αλληλασφάλισης, ενώσεις (συμπεριλαμβανομένων των φιλανθρωπικών οργανώσεων) και ιδρύματα.

Το σχέδιο δράσης αναφέρεται στο γεγονός της περιορισμένης χρηματοδότησης στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας και προβλέπει την ενίσχυση των θεσμών  στον τομέα  των αλληλοασφαλιστικών ταμείων,  στις συνεταιριστικές και ηθικές τράπεζες, τις τοπικές κοινωνικές συμπράξεις σε χρηματοδοτικά προγράμματα απευθείας από την Ε.Ε. ενώ προσβλέπει επίσης στις θετικές αλληλεπιδράσεις με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στους στόχους του σχεδίου δράσης είναι η προώθηση της κοινωνικής οικονομίας σε διεθνές επίπεδο. Η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι δημογραφικές αλλαγές και οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες αποτελούν παγκόσμιες προκλήσεις. Η ΕΕ και τρίτες χώρες έχουν θέσει κοινούς στόχους, οι οποίοι ενσωματώνονται στην Ατζέντα του 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Η κοινωνική οικονομία μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη αυτών των στόχων τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ.

Η ΔΟΕ εξέδωσε ενημερωτικό οδηγό για τη σύσταση αριθ. 193 της ΔΟΕ σχετικά με την «Προώθηση των συνεταιρισμών» και θα αφιερώσει την έκδοση της Διεθνούς Συνδιάσκεψης Εργασίας (ILC) του 2022 στην «Κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (SSE) για ένα ανθρωποκεντρικό μέλλον της εργασίας». 48 Βλ., για παράδειγμα: https://www.leagueofintrapreneurs.com/.

Η Επιτροπή θα αξιοποιήσει τις εν λόγω πρωτοβουλίες και θα προωθήσει περαιτέρω την κοινωνική οικονομία στη διεθνή σκηνή.

Ειδικότερα, η Επιτροπή: – θα προωθήσει τη στόχευση στην κοινωνική οικονομία και στην κοινωνική επιχειρηματικότητα στα προγράμματα του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας και του Μηχανισμού Γειτονίας, Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας, για παράδειγμα μέσω της συνεργασίας με αντιπροσωπείες της ΕΕ και δημόσιες αρχές σε τρίτες χώρες,

Στο πλαίσιο της γήρανσης του εργατικού δυναμικού και της αυξανόμενης διαρροής εγκεφάλων, η μεταφορά γνώσεων από γενιά σε γενιά και η επιχειρηματικότητα της τρίτης ηλικίας μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Τα επιχειρηματικά μοντέλα της κοινωνικής οικονομίας μπορούν να επηρεάσουν και να δημιουργήσουν δευτερογενείς συνέπειες στις συμβατικές επιχειρήσεις. Όλο και περισσότερες συμβατικές επιχειρήσεις πλησιάζουν στην επίτευξη των στόχων της κοινωνικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, αναδύονται νέα ψηφιακά επιχειρηματικά μοντέλα, για παράδειγμα στη συνεργατική οικονομία και την οικονομία των πλατφορμών.

Ευρωπαϊκή πλατφόρμα συνεργασίας συνεργατικών σχηματισμών θα δημιουργήσει μια νέα ενιαία πύλη για την κοινωνική οικονομία της ΕΕ το 2023, με σκοπό την παροχή ενός σαφούς σημείου και θα ενισχύσει την ευαισθητοποίηση σχετικά με τις δράσεις της ΕΕ στον τομέα αυτόν. Επίσης, η πύλη θα διευκολύνει την πρόσβαση σε σχετικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης ικανοτήτων και θα παρέχει ειδική καθοδήγηση σχετικά με τις ευκαιρίες χρηματοδότησης από την ΕΕ (κατάρτιση, εργαστήρια, διαδικτυακά σεμινάρια, πρακτικούς οδηγούς και εργαλεία). 

Η Επιτροπή: – θα δημιουργήσει μια νέα Ακαδημία Πολιτικής για την Επιχειρηματικότητα των Νέων το 2022 στο πλαίσιο του ΕΚΤ+. Θα προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων, μεταξύ άλλων για γυναίκες και κοινωνικούς επιχειρηματίες, μέσω της συνεργασίας με εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής και δίκτυα επιχειρηματικότητας των νέων· 53 https://www.fi-compass.eu/ 54 https://betterincubation.eu/ 55 ΟΟΣΑ, 

Άλλα προγράμματα της ΕΕ θα προσφέρουν ειδική ή έμμεση στήριξη στην κοινωνική οικονομία· σε αυτά περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, το σκέλος «Απασχόληση και Κοινωνική Καινοτομία» του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου+, το πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη», το πρόγραμμα για την ενιαία αγορά, το Erasmus+, το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» και το πρόγραμμα LIFE.

Σε εθνικό επίπεδο, προβλέπεται  η χρηματοδότηση από την ΕΕ . Στόχος η μεγιστοποίηση της συμβολής της κοινωνικής οικονομίας στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση Η Ευρωπαϊκή Ένωση φιλοδοξεί να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, χωρίς να αφήνει κανέναν στο περιθώριο. Πρόκειται για  μια ολοκληρωμένη δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πρόσβασης των κοινωνικών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση δρομολογήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος EaSI κατά την περίοδο 2014-2020.

Προωθούνται παράλληλα, οι συνεταιρισμοί πλατφορμών που ή ενώ αποτελούν παράδειγμα συμμετοχικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες για να διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών και την πώληση τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο την επίτευξη καλύτερων συνθηκών εργασίας για τα μέλη τους.

Γενικότερα, οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός, διευκολύνοντας την αναπαραγωγή και τη μεγέθυνση επιτυχημένων πρωτοβουλιών κοινωνικής οικονομίας στα διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ. Δεδομένου ότι η κοινωνική οικονομία έχει ισχυρές τοπικές ρίζες, οι δημόσιες αρχές, η κοινωνία των πολιτών, τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνικής οικονομίας και οι συμβατικές επιχειρήσεις έχουν το περιθώριο να αναπτύξουν τοπικές πράσινες συμφωνίες και να συγκεντρώσουν πόρους για επενδύσεις και καινοτομία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη μετάβαση με οφέλη σε τοπικό επίπεδο.

Η Επιτροπή: – θα ενισχύσει την κοινωνική καινοτομία μέσω μιας νέας προσέγγισης διακρατικής συνεργασίας στο πλαίσιο του ΕΚΤ+. Το 2022 θα συσταθεί ένα νέο «Ευρωπαϊκό Κέντρο Ικανοτήτων για την Κοινωνική Καινοτομία».

Θα οργανώνει την αμοιβαία μάθηση και την ανάπτυξη ικανοτήτων για τις αρμόδιες αρχές και τις υποστηρικτικές δομές. Επίσης, θα δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα επιχορηγήσεων που θα διευκολύνει τη μεταφορά και/ή τη μεγέθυνση της κοινωνικής καινοτομίας· – θα προτείνει το 2022 ένα Ευρωπαϊκό Καταλυτικό Ταμείο Κοινωνικής Καινοτομίας

Η Επιτροπή ενθαρρύνει επίσης τη διοργάνωση τακτικών συνόδων κορυφής για την κοινωνική οικονομία από τα κράτη μέλη και άλλους φορείς

Η Επιτροπή θα επισημάνει τις δυνατότητες της κοινωνικής οικονομίας να δημιουργεί θέσεις εργασίας και να προωθεί την κοινωνική συνοχή στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και της εφαρμογής από τα κράτη μέλη των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Το σχέδιο δράσης αναπτύχθηκε σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνικής οικονομίας και για την εφαρμογή του θα απαιτηθούν εξίσου η δέσμευση και η συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα —ενωσιακό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό, καθώς και διεθνές.

Δημιουργία νέας ενιαίας πύλης για την κοινωνική οικονομία της ΕΕ, με σκοπό την παροχή ενός σαφούς σημείου επαφής για τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνικής οικονομίας, άλλους σχετικούς φορείς και άτομα που αναζητούν πληροφορίες όσον αφορά τη σχετική χρηματοδότηση, τις πολιτικές και τις πρωτοβουλίες της ΕΕ. (βλ. τμήμα 4.1) 2023

Δημιουργία μιας νέας Ακαδημίας Πολιτικής για την Επιχειρηματικότητα των Νέων, η οποία θα προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων, μεταξύ άλλων για γυναίκες και κοινωνικούς επιχειρηματίες, μέσω της συνεργασίας με εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής και δίκτυα επιχειρηματικότητας των νέων.

Η Επιτροπή θα συνεργαστεί επίσης στενά με άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, και, συγκεκριμένα, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και με τον Όμιλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης για την κοινωνική οικονομία, διαπιστώνουμε για μία ακόμη φορά την απόσταση που χωρίζει την πολιτική της κοινωνικής οικονομίας από την Ελληνική πραγματικότητα.

Ενώ κατά καιρούς οι ελληνικές κυβερνήσεις συνυπογράφουν τις Ευρωπαϊκές πολιτικές στην πράξη σχεδόν τίποτε δεν υλοποιούν από αυτές τις πολιτικές. Αυτή η αρνητική κατάσταση αποτυπώνεται και στον ετήσιο προϋπολογισμό όπου  η κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα είναι περίπου το 2% ενώ  οι Δημόσιες επενδύσεις για αυτό το σκοπό δεν υπερβαίνουν το 2% της 1000%. 

Η κατάσταση αυτή και ανισορροπία  φαίνεται δεν με απασχολεί ούτε το κοινοβούλιο ούτε τα κόμματα. Ούτε η πολιτική από τα κάτω, της κοινωνίας πολιτών, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα όταν δεν έχει αντανάκλαση στους κεντρικούς πολιτικούς θεσμούς, για να ενισχυθεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω η κοινωνική οικονομία.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι το κράτος ως θεσμός δεν διαχειρίζεται μόνο τα δημόσια οικονομικά και τις δημόσιες επενδύσεις αλλά ολόκληρο το φάσμα της οικονομίας. {}Το ίδιο το κράτος έχοντας το μονοπώλιο από τα φορολογικά έσοδα έχει και την αποκλειστικότητα στην ενίσχυση των επενδύσεων και στην ιδιωτική οικονομία μέσω του εκάστοτε αναπτυξιακού νόμου, αλλά και το πως αξιοποιεί τη δημόσια περιουσία.

 

Ο αποκλεισμός της κοινωνικής οικονομίας από αυτό τον προγραμματισμό της διακυβέρνησης την καταδικάζει στην υπό ανάπτυξη. Από αυτό το Πλαίσιο κρατικής πολιτικής διαφεύγει ίσως η οικολογία και  ο κοινωνικός ακτιβισμός για το περιβάλλον, που είναι πλέον μία υπολογίσιμη πολιτική δύναμη όχι βέβαια στην Ελλάδα αλλά στο πλαίσιο της Ευρώπης..

Η κοινωνική οικονομία παρόλο που εδράζεται με μια παράδοση  στους συνεταιρισμούς και στην μη κερδοσκοπική οικονομία και ενισχύει  το εισόδημα και τις κοινωνικές υπηρεσίες στους οικονομικά αδύναμους και στην αντιμετώπιση της φτώχειας εν τούτοις δεν αποτελεί πεδίο ομότιμης  πολιτικής για το  κυρίαρχο σύστημα.

Ολόκληρη η πολιτική ιστορία άλλωστε αγνοεί τη σημασία της και οι επαγγελματίες πολιτικοί με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν αναφέρονται σε αυτή. 

Αυτό βέβαια έχει ως συνέπεια ότι,, η διαχείριση των επενδυτικών πόρων από το κράτος  αποκλείει από τον προγραμματισμό  τη χρηματοδότηση και το σχεδιασμό της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.

Ακόμη και στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ένα κομμάτι χρηματοδοτήσεων του ευρωπαϊκού κοινωνικού ταμείου προς τις κοινωνικές επιχειρήσεις, ορισμένες εθνικές κυβερνήσεις όπως οι Ελληνικές Κυβερνήσεις υφαρπάζουν τους πόρους για άλλους σκοπούς ή για να κάνει κοινωνική πολιτική απευθείας το κράτος  ακόμα και η τοπική αυτοδιοίκηση πάντοτε με μεγαλύτερο κόστος διαχείρισης.

Το ίδιο συμβαίνει και τις πολιτικές ενίσχυσης της εργασίας που επωφελείται ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις εξαιρούνται οι κοινωνικές επιχειρήσεις.

Επί της ουσίας οι Κυβερνήσεις δεν εμπιστεύονται τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας κι  αυτό καθώς υποκύπτουν και στις πιέσεις των οργανωμένων συμφερόντων του δημόσιου τομέα καθώς  θεωρούν ότι  όλοι οι διαθέσιμοι πόροι για κοινωνική πολιτική είναι προνόμιο του Κράτους.

Στη δημόσια διαβούλευση δεν έχει τεθεί το θέμα της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των πόρων, όπου οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας αποδεδειγμένα έχουν διπλάσια αποτελεσματικότητα καθώς ενσωματώνουν εθελοντισμό και κοινωνικό κεφάλαιο.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση τίθεται και το ερώτημα εάν, το πρόβλημα είναι η έλλειψη πολιτικής για την κοινωνική οικονομία ή απλά  Κοινωνικής πίεσης των φορέων της κοινωνικής επιχειρηματικότητας ώστε να υπολογίζεται ο τομέας αυτός πολιτικά.

Με βάση την εμπειρία των τελευταίων τουλάχιστον είκοσι (20) ετών μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το πρόβλημα αυτό  έχει και τις δύο όψεις αφενός, δεν υπάρχει αντίστοιχη πολιτική στα κόμματα και στο κοινοβούλιο και αφετέρου, οι φορείς είναι τόσο ασυντόνιστοι και αδύναμοι που δεν μπορούν να πιέσουν αποτελεσματικά την πολιτική της αντιπροσώπευσης για να αναδειχθεί το ζήτημα. Αυτό το θεσμικό έλλειμμα καθιστά επείγουσα και αναγκαία την εισαγωγή της κοινωνικής οικονομίας στο πολιτικό προσκήνιο ως τρίτο πόλο ανάπτυξης της οικονομίας.

Η  συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου – θεσμοί αλληλεγγύης – δίκτυα 

Οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας, στο βαθμό που έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα, δεν προέκυψαν, όπως επισημάναμε ήδη, ούτε από μια μεγάλη θεωρία, ούτε επιβλήθηκαν εξωτερικά από κάποια πολιτική εξουσία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Γεννήθηκαν υπό την πίεση της ανάγκης για συνεργατισμό στην οικονομία από τα κάτω και από τη συνεταιριστική πρακτική, καθώς δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Έτσι, έχουμε μια διαρκή εξέλιξη οδηγούμενη από τις ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες εν μέρει ενσωματώνονται στο σύστημα μέσα από μια πραγματιστική διαδικασία, που προσφέρει λύσεις στην ανεργία, καλύπτοντας παράλληλα τα κενά που αφήνει το κράτος πρόνοιας. Εκ των πραγμάτων κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πολιτική εξουσία αναφορικά με την Κοινωνική Οικονομία δεν προπορεύεται αλλά ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας και τις θεσμοθετεί.

Πρόκειται περισσότερο για μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που αναπτύσσεται οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας. Γι’ αυτό και στην ανάλυση δεν εξετάζουμε την πολιτική βούληση μόνο των κυβερνήσεων, αλλά τη συνειδητοποίηση που αναπτύσσεται από τα κάτω στην κοινωνία και αναδεικνύει τάσεις και θεσμούς.

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η συνείδηση στην ολότητα ενός προγράμματος Κοινωνικής Οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά, από τη συμμετοχή ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ’ όλο τον κόσμο. Οργανωτικά, αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μόνο η βιωματική εμπειρία δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογών βιωσιμότητας στην Κοινωνική Οικονομία.

Ωστόσο, ο κοινωνικός ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων, που κινεί σε μεγάλο βαθμό και τους ιμάντες της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν συνιστά ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα. Δεν συνιστά ένα ενιαίο πολιτικό θεσμό, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προπομπός των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία.

Οι όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται μέχρι σήμερα είναι αποσπασματικές, ακόμη και από εκείνες τις διακρατικές οντότητες, όπως η Ε.Ε., οι οποίες αναγνωρίζουν μεν την υψηλή σημασία της Κοινωνικής Οικονομίας, διστάζουν δε, να περιορίσουν την οικονομική εξουσία των κρατών, που δυσφορούν όταν πρόκειται να αυτοπεριοριστούν υπέρ των αξιώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

Ο λόγος προφανώς είναι, το γεγονός ότι οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας αμφισβητούν με την πρακτική τους εφαρμογή την έλλειψη ορθολογισμού στη διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων από τα κράτη και τις χρηματαγορές. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την πολιτική εξουσία, προβάλλοντας μια άλλη εξουσία όπως κάνουν τα κόμματα.

Ωστόσο, παρατηρείται ότι φοβίζουν τον ανορθολογισμό του συστήματος και την ψευδοεπιστημονική του υπόσταση, την απόλυτη πίστη στις αγορές, τον εκχρηματισμό των πάντων στις ανθρώπινες σχέσεις, στα αγαθά και τις υπηρεσίες. Ο φόβος αυτός εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε στη συνέχεια και πρώτα από όλα με τη δυσφήμιση των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

Η κρατούσα πολιτική συντηρεί τις αυταπάτες της αυτορρύθμισης των αγορών, επικαλούμενη την ψευδοεπιστήμη της οικονομίας. Παράλληλα αποφεύγει να υιοθετήσει την «επιστήμη κατά της φτώχειας» με βάση την οργανωτική τεχνολογία της Κοινωνικής Οικονομίας, που κατά τεκμήριο εξασφαλίζει πόρους για το σύνολο της κοινωνίας.

Δεν σκοπεύουμε, εδώ, να υποβαθμίσουμε την τεράστια σημασία του εκχρηματισμού της οικονομίας στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως συμβαίνει τα τελευταία τρείς χιλιάδες χρόνια. Ούτε να εκμηδενίσουμε την πρόοδο που οφείλεται σ’ αυτή τη διαδικασία σε μια από τις σημαντικότερες επινοήσεις του ανθρώπου όπως είναι το νόμισμα.

Θέλουμε να επισημάνουμε απλώς, όπως πολλοί άλλοι άλλωστε, την υπερβολή, την αλαζονεία, την ύβρη κατά της ανθρωπότητας που κρύβεται πίσω από το μετασχηματισμό της ανταλλακτικής αξίας, που είναι το χρήμα, σε προϊόν με απόλυτη αξία και εξουσία. Μια στρέβλωση αξιών που δημιουργεί αχαλίνωτη κερδοσκοπία και καταδικάζει στην απόλυτη φτώχεια μεγάλα τμήματα πληθυσμού, ενώ στις κρίσεις χάνονται οι κόποι μιας ζωής.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι το χρήμα από μόνο του «γεννά» χρήμα μέσα στις τράπεζες, μέσα από τις κεφαλαιαγορές, τα χρηματιστήρια και όπως συμβαίνει πολλές φορές, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Αυτή είναι η διαπίστωση και από την πρόσφατη οικονομική κρίση.

Το αντίδοτο λοιπόν στην απολυταρχία του χρήματος δεν είναι κάτι άλλο από τους θεσμούς της Κοινωνικής Οικονομίας, που αφενός μπορούν να αναχαιτίσουν την ανεργία και τη φτώχεια και αφετέρου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα αγαθά της ζωής με λιγότερα χρήματα, ελαχιστοποιώντας το κόστος των συναλλαγών.

Πώς γίνεται όμως όλη αυτή η διαδικασία στην πράξη, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν πέρα από τους επιφανειακούς θεσμούς εξουσίας άλλους δρόμους;

Ακριβώς με τη συνειδητοποίηση των βαθύτερων θεσμών της κοινωνίας, που δεν αποτυπώνονται κατ’ ανάγκη σε νόμους, αλλά λειτουργούν όπως οι όροι «κοινωνικό κεφάλαιο», «εθελοντισμός», «κοινωνικά δίκτυα», «Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών», «κοινωνικός ακτιβισμός», «δια βίου μάθηση», «Συμμετοχική Δημοκρατία».

Αυτές οι έννοιες είναι τελικά που συντελούν στη θέσμιση της Κοινωνικής Οικονομίας.