Στον όμορφο τόπο που γεννηθήκαμε και κατοικούμε, με μια αδιάκοπη διεργασία αιώνων, έχει
διαμορφωθεί ένας ιδιαίτερος τρόπος ζωής και ένα θαυμάσιο ήθος ανθρώπων, που δικαιωματικά
μπορεί να χαρακτηριστούν ανώτατα ελληνικά. Αυτό το ήθος και αυτό το ύφος παραδίδονται από
γενιά σε γενιά από τους μεγαλύτερους και παλαιότερους και παραλαμβάνονται από τους
μικρότερους και νεότερους, ως πολύτιμη παρακαταθήκη του ελληνικού έθνους, συγκροτώντας
αυτό που λέμε ελληνικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις.
Όταν γυρίζουμε το βλέμμα μας στις συνήθειες και τις παραδόσεις των περασμένων χρόνων, σε
καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν παρελθοντολογία, στείρα και άγονη
ανακύκλωση ηθών και εθίμων και επιστροφή σε ξεπερασμένα πρότυπα ζωής. Αντίθετα οι
παραδόσεις αυτές συνιστούν μια αέναη ζωντανή παρουσία μέσα στη ζωή του έθνους μας, μια
δημιουργική και καρποφόρα αρχή για τη ζωή και το μέλλον μας. Γιατί όσο πιο βαθιές είναι οι
ρίζες ενός λαού, τόσο πιο μεγάλη είναι η δύναμη του, τόσο πιο μεγάλες και εντυπωσιακές οι
έκθεση του ιστορικού του βίου. Με αυτές πάντοτε τις βασικές σκέψεις και αλήθειες ξεκίνησαν εδώ
και πολλά χρόνια και συνεχίζεται αδιάκοπα μια μεγάλη και συστηματική προσπάθεια από τους
ακούραστους εραστές της Λαογραφίας μας να συγκεντρώσουμε τον λαϊκό μας θησαυρό, να
καταδείξουν την αξία της ελληνικής παράδοσης και να διατηρήσουν ζωντανή, γιατί μόνο με
αυτό τον τρόπο μπορούμε να γνωρίσουμε το αληθινό και γνήσιο πρόσωπο του τόπου μας, τον
χαρακτήρας της πατρίδας μας και τον ίδιο μας τον εαυτό. Έτσι σε δύσκολες ώρες για τον Έθνο μας,
σε μεγάλες εθνικές συμφορές και σε πολλές προσπάθειες ανατροπής και αμφισβήτησης για τα ίδια
τα θεμέλια της ζωής, ο ελληνικός λαός στηρίχτηκε και διατήρησε ακμαίο το αθάνατο και
απαραχάρακτο υψηλό ελληνικό φρόνημα και την ιστορική ελληνική γλώσσα του.
Και σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όλοι οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να
πλησιάσουν και να μελετήσουν ακόμα τα παραδοσιακά τους στοιχεία, για να βρουν στέρεο έδαφος
να πατήσουν και να σταθούν όρθιοι, γιατί ανακάλυψαν πως αν αποκοπούν ολότελα από τις ρίζες
τους και την πλούσια λαογραφική κληρονομιά τους, θα χάσουν σίγουρα την ταυτότητά τους και θα
χαθούν και εκείνοι μαζί της.
Ο σημερινός άνθρωπος είναι πολύ διαφορετικός από τον προπολεμικό άνθρωπο. Μοιάζει δυστυχώς
σαν αποκομμένος από το παρελθόν του και δεν ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι νιώθει πιο
καθώς είναι θωρακισμένος από τις συνεχείς εικόνες του και ιδιαίτερα από την
τεράστια, σχεδόν μονόπλευρη τεχνολογική εξέλιξη. Απέναντι λοιπόν σε αυτήν την τεχνολογική
επανάσταση και τη φύση φαινομενικά είναι παντοδύναμος. Απέναντι όμως στον εσώτερο εαυτό
του είναι το πιο αδύναμο δημιούργημα του πλανήτη μας.
Με την απομάκρυνσή του από τους παλιούς καλούς καιρούς βρέθηκε ξαφνικά σε ένα ασφυκτικό
περιβάλλον, όπου πνίγεται από την παντελή έλλειψη χρόνου. Κυνηγάει τον χρόνο στην κυριολεξία
και δεν τον προλαβαίνει. Η παλιά αμεριμνησία και ξεγνοιασιά χάθηκαν και αυτές. Γέμισε το
κεφάλι του με χίλιες δύο έγνοιες και προβλήματα και πολλές φορές τον παίρνει το παράπονό της
νοσταλγίας, το δάκρυ και ο μετανιωμός.
Από τη μια μεριά δεν έχει τη διάθεση να χάσει τις ώρες ανέσεις του νέου τρόπου ζωής και να
γυρίσει πίσω στα παλιά τα αξέχαστα. Του φαίνεται απροσπέλαστος αυτός ο δρόμος της
επιστροφές. Όμως τον καίει μέσα του το πικρό παράπονο του γυρισμού, που δεν φαίνεται πουθενά
όχι μόνο στον κοντινό, αλλά ούτε και στον μακρινό ορίζοντα.
Έτσι ο άνθρωπος του καιρού μας για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αναζητάει σήματα
ευκαιρίας, κυνηγάει τις περιστάσεις που του προσφέρουν την ευτυχία μιας στιγμής και τρέχει εκεί
που κάποτε ανέμελος ξεκίνησε, για να σκοτώσει με τις εμφανίσεις του την όμορφη φυσική και
ξέγνοιαστη ζωή του.
Το φρενάρισμα αυτού του επικίνδυνου κατρακυλήματος ήρθε να αναπληρώσει κατά έναν τρόπο ο
τουρισμός, είτε εσωτερικός είτε εξωτερικός είναι αυτός, εξαιτίας του οποίου βλέπουμε μια
στιγμιαία και συγκρατημένη αλλαγή στο μακρινό όνειρο της επιστροφής.
Καταφεύγει λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος στις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα) και στα
λαϊκά πανηγύρια, κατά τα οποία ευτυχώς παρ’ όλη την αιμορραγία της ερήμωσης και της
εγκατάλειψης που υπέστη η ύπαιθρος χώρα μας, οι λίγοι που έμειναν κρατούν με θρησκευτική
ευλάβεια αναμμένη την λαμπάδα της πλούσιας παράδοσης και των συνηθειών του τόπου μας.
Τρέχει στη Μακεδονία, στον Λαγκαδά, να συναντήσει και να τους θαυμάσει τους «Αναστενάρηδες».
Τρέχει στην Ήπειρο να απολαύσει τον «παραδοσιακό βλάχικο γάμο». Ταξιδεύει στην Πάτρα να
ψυχαγωγηθεί και να γελάσει με τον «Καρνάβαλο». Γυρίζει κάποτε στο φτωχικό χωριουδάκι του να
ζήσει και να γευθεί τη χαρά, να γνωρίσει λίγες στιγμές ευτυχίας κοντά στους δικούς του, να
αναπολήσει τα παλιά και ακόμα να ξεκουραστεί και να περάσει λίγες στιγμές ευτυχίας μακριά από
τον καθημερινό βασανιστικό και αγχώδη βίο.
Ο άνθρωπος της εποχής των ανέσεων των φρικτών πόλεων, όταν βρεθεί κοντά στους ανθρώπους
του τόπου, από τον οποίο ξεκίνησε, νιώθει να αγγίζει την αγνή ψυχή του μεγάλου λαού μας. Το
χθες, στιγμιαία, του φαίνεται σαν ένα κοντινό παρελθόν. Φωτίζει άραγε το μέλλον; Έτσι
λυτρωμένος από το φοβερό άγχος της πόλης, του δίνεται η ψευδαίσθηση ότι ξαναβρίσκει τον εαυτό του
του και την ταυτότητά του. Ξαναζεί για λίγο την παραδοσιακή και ξένοιαστη ζωή, που σε
καμιά περίπτωση δεν του προσφέρει η άνεση και η πολυτέλεια των πόλεων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί και πάλι ότι ο άνθρωπος βοηθάει από τον
τουρισμό, ο οποίος καθημερινά διογκώνεται, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της προσέγγισης του
ψυχικού και κοινωνικού βίου του ελληνικού λαού και μας παροτρύνει να γνωρίσουμε τα διαμάντια
του λαϊκού μας πολιτισμού και να διατηρήσει την ταυτότητά του.

ΓΕΝΝΗΣΗ – ΠΑΙΔΟΚΟΜΙΣΜΑ – ΒΑΦΤΙΣΗ

Ευτυχισμένο γεγονός η γέννηση ενός παιδιού. Το παιδί, αυτό το αίνιγμα της ζωής, είναι άλλωστε ο
πλουσιότερος καρπός του γάμου. Η χαρά άρχιζε και στις παλαιότερες εποχές από την ημέρα που η
μητέρα ένιωθε ότι ήταν «γκαστρωμένη». Όλοι χαίρονταν. Ο πατέρας και η μάνα χαίρονταν για τις
ικανές τους, ο παππούς και η γιαγιά για το εγγονάκι τους, τα αδέρφια για το ανιψάκι τους και
λοιπά. Η μάνα πλημμύριζε υπερηφάνεια και όλοι την σέβονταν και την πρόσεχαν. Όσο πλησίαζε ο
καιρός της γέννας, η μάνα αποκτούσε μεγαλύτερη εκτίμηση. Όλοι της εύχονταν «καλή
ξελευτεριά», «η ώρα η καλή» κ.λπ.
Η γέννα γινόταν στο σπίτι με τη βοήθεια των κοντινών προσώπων της μητέρας της και της μαμής.
Σπανίως παρίστατο γιατρός και αυτό γινόταν μόνο όταν η γέννα ήταν δύσκολη. Όχι σπάνια
συνέβαινε να χαθούν και μάνα και παιδί. Τότε ο θρήνος και η θλίψη ήταν απέριγραπτοι. Πριν
παιδοκομήσει η μάνα, την πρόσεχαν προπαντός από τις μυρουδιές. Πολλές φορές έκαναν και κάνουν
τάματα για να ελευθερωθούν καλά. Προστάτης των εγκύων γυναικών είναι ο Άγιος Ελευθέριος,.
Σαν γεννιόταν το παιδί, το έπαιρνε η μαμά, το έπλενε με χλιαρό νερό αλατισμένο για να σφίξει, να
μην ιδρώνει και να μη μυρίζει σαν μεγαλώσει, του έδενε τον αφαλό και το αφαλόκοβε προσεχτικά.
Ύστερα το τοποθετούσε κοντά στη μανούλα του και περίμεναν να ‘ρθουν τα μεσάνυχτα οι μοίρες.
να το μοιρούν. Η επιθυμία των γονιών ήταν να είναι αγόρι το πρώτο παιδί. Πάνω σε αυτό το στήριζαν
Όλες τους τις ελπίδες, αφού θα γινόταν ο προστάτης της οικογένειας σαν μεγάλωνε. Η γέννηση δεν
γιορταζόταν και μάλλον περνούσε απαρατήρητη σαν γιορτή.
Για τρεις ημέρες η λεχώνα έμενε στο κρεβάτι ακίνητη. Οι επισκέψεις τις πρώτες μέρες της γέννας
ήταν περιορισμένες και αραιές για λόγους υγείας της λεχώνας, ώσπου να γίνουν τελείως καλά και
μητέρα και παιδί. Την άλλη μέρα καλούνταν ο παπάς να διαβάσει τις καθιερωμένες ευχές. Για να
κάμει γάλα η λεχώνα, της έδιναν να πιει θερμαντικά, χυλοπίτες με κρασί ή κοτόζουμο.
Σαράντα μέρες πρόσεχαν μάνα και παιδί. Η μάνα δεχόταν λίγες επισκέψεις και δεν επισκεπτόταν
κανένα σπίτι. Στις σαράντα έκανε την πρώτη έξοδό της στην εκκλησιά, για να πάρει τις ευχές από
τον παπά. Για κρεβατάκι του μωρού χρησιμοποιούσαν το «μπεσίκι» στο σπίτι και τη «νάκα» για τις
εξωτερικές δουλειές.
Πότε θα βάφτιζαν το μωρό, το κανόνιζαν μετά το εξάμηνο, συνήθως στον χρόνο. Μερικά μωρά,
που γεννιούνταν άρρωστα, τα βάφτιζαν αμέσως, γιατί αν πέθαιναν, ήταν αμαρτία να πάνε.
αβάφτιστα. Νονός κατά κανόνα για το πρώτο παιδί ήταν ο κουμπάρος που το είχε στεφανώσει
αντρόγυνο, ενώ για τα άλλα, όποιος το ζητούσε και το ασήμανε, δηλαδή έδινε λεφτά στο παιδί. Οι
γονείς πάντα φρόντιζαν να πιάσουν έναν καλό κουμπάρο. Η ημέρα για την βάφτιση οριζόταν από
κοινού με τον κουμπάρο.
Τα βαφτίσια γίνονταν παλιά στο σπίτι και σπάνια στην εκκλησία. Σαν ερχόταν ο κουμπάρος,
ερχόταν και ο παπάς και δύο παιδιά έφερναν την κολυμπήθρα με κρύο νερό από την βρύση. Στο
σπίτι έβραζαν και άλλο νερό, που το έσμιγαν για να γίνει ζεστό. Το μυστήριο γινόταν χωρίς την
παρουσία των γονέων, οι οποίοι δεν έπρεπε να ακούσουν τα γράμματα που διάβαζε ο παπάς. Η
μαμή αναλάμβανε όλη σχεδόν την διεξαγωγή του μυστηρίου. Μόλις ο νονός έλεγε το όνομα, οι
πιτσιρίκοι έτρεχαν ποιος θα προλάβει πρώτος να ανακοινώσει το όνομα και να πάρει τα
«συχαρίκια». Το όνομα ήταν γνωστό εκ των προτέρων. Όχι σπάνια εμφανίστηκαν δυσαρέσκειες
και μικροπαρεξηγήσεις, που οδηγούσαν ακόμα και στον χωρισμό. Μετά το μυστήριο παρέδιδε ο
κουμπάρος το παιδί στη μάνα. Ο κουμπάρος έπειτα μοίραζε λεφτά σε όλους τους
παρευρισκομένους στο μυστήριο. Ξεχωριστά καλοπλήρωνε τον παπά, τους ψάλτες, την μαμή και
τα παιδιά που έφερναν την κολυμπήθρα. Ο βαφτιστικός λεγόταν νεοφώτιστος και φιότσος. Μετά τα
βαφτίσια ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι. Γινόταν σωστό πανηγύρι. Ο κουμπάρος έφερνε δώρα
στο βαφτιστικό και την κουμπάρα. Η κουμπάρα ανταπέδιδε τα ίσα.
Ο ΓΑΜΟΣ Ή ΠΑΝΤΡΕΙΑ

«Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα»
Μια από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη εορταστική εκδήλωση ψυχαγωγίας στο χωριό,
είναι ο γάμος. Είναι μια ευκαιρία για ένα ξεφάντωμα, για να δεις τη λεβεντιά τους οι χωρικοί
μας και οι ξωμάχοι μας. Μια Κυριακή, μια γιορτή, ένα πανηγύρι το χρόνο, έναν γάμο, το Πάσχα,
τις αποκριές και κάτι τέτοια περιμένουν οι απλοί και λεβέντες χωρικοί μας να γιορτάσουν.
Η παντρειά είναι αναμφίβολα το πρώτο βήμα της ζωής, η πηγή της ζωής και της ευτυχίας. Ο Θεός
η ευλόγησε με την παρουσία του και είναι επόμενο κοντά στην σοβαρότητά του να είναι και
το πιο γραφικό έθιμο στον τόπο. Μια παντρειά ή ένας γάμος γίνεται από έρωτα που με την
συγκατάθεση των γονιών γίνεται πραγματικότητα και ευτυχές γεγονός, από έρωτα πάλι, στον οποίο
όμως οι γονείς ή τουλάχιστον οι γονείς ενός αρνούνται να δώσουν τη συγκατάθεσή τους,
οπότε οι ερωτευμένοι κλέβονται και με συνοικέσιο, που είναι και ο συνηθέστερος τρόπος. Οι νέοι
και οι νέες δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους όταν πρόκειται για το ίδιο χωριό. Διαφέρει κάπως αν οι
Μελλόνυμφοι είναι από διαφορετικό χωριό. Στην περίπτωση του συνοικεσίου μεσολαβεί κάποιο
πρόσωπο, ο συμπεθεροκόπος ή προξενητής ή προξενήτρα, πρόσωπο δηλαδή φιλικό και στις δύο
πλευρές.
Ένας άνδρας για να αποφασίσει να παντρευτεί, πρέπει να έχει εκπληρώσει τις
στρατιωτικές του υπαλλήλους και να είναι σε θέση να νοικοκυρευτεί, γι’ αυτό οι περισσότεροι
παντρεύονται ανάμεσα στα είκοσι πέντε με τριάντα τους χρόνια, οι δε κοπέλες μετά τα είκοσι ή και
αργότερα.
Ο συμπεθεροκόπος ή η προξενήτρα ύστερα από συνεννόηση ή από μόνοι τους έρχονται σε
επαφή με τη μια μεριά, δηλαδή του νέου ή της νέας. Αν βρουν ανταπόκριση, επικοινωνούν και με
το άλλο μέρος και εφ’ όσον και τα δύο μέρη συμφωνούν, έρχονται σε επαφή για να συζητήσουν τις
λεπτομέρειες και τα δοσίματα. Ο πατέρας της νύφης υποβάλλει έγγραφη δήλωση με το ύψος της
προίκας, το «προικοσύμφωνο», γίνονται αντιπροτάσεις από την πλευρά του γαμπρού και αν
συμφωνήσουν, δίνουν τα χέρια και τα τελειώνουν.
Η επισημοποίηση γίνεται με ένα καλό τραπέζι και πλούσιο φαγοπότι στη νύφη και στου γαμπρού
το σπίτι και με ένα γλέντι γερό. Μετά τη συμφωνία ανακοινώνεται ο αρραβώνας και οι νέοι και οι
γονείς τους δέχονται συγχαρητήρια και ευχές: «Καλά στέφανα», «καλά στερεωμένα», «να ζήσουν»
κ.λπ. Οι αρραβώνες δεν κρατούν πολύ καιρό. Στο διάστημα που μεσολαβεί, ανταλλάσσουν οι
μελλόνυμφοι αραιές επισκέψεις και μικροδώρα. Παράλληλα αρχίζουν πυρετώδεις ετοιμασίες για το
γάμο, ιδιαίτερα από την πλευρά της νύφης, η οποία πρέπει να συμπληρώσει τις ελλείψεις της
προίκας της.
Κατόπιν κοινής συμφωνίας ορίζεται η Κυριακή του γάμου. Οι γάμοι αποφεύγονται το μήνα Μάιο,
το Δεκαπενταύγουστο, το Δωδεκαήμερο, τη Μ. Σαρακοστή, την Κυριακή της Τυροφάγου και κατά
τα δίσεκτα χρόνια και γίνονται πάντοτε ημέρα Κυριακή.
Η προ του γάμου Κυριακή είναι της νύφης, καθώς και όλη η βδομάδα μέχρι το Σάββατο το βράδυ.
Οι δουλειές είναι πολλές, γι’ αυτό βοηθάνε οι κοπέλες του χωριού, συγγενείς και φίλες της νύφης.
Την Πέμπτη γίνονται τα αναπιάσματα και τα προζύμια για τα ψωμιά και τα γλυκίσματα του γάμου.
Την Πέμπτη γίνεται επίσης και το κάλεσμα με εγχώριες μπουμπουνιέρες, κουφέτα διπλωμένα σε
λευκό χαρτί ή σε ροζ τούλι για τη νύφη, λευκά για το γαμπρό. Ένα παιδί με ένα καλαματιανό
μαντίλι στο λαιμό γυρίζει τα σπίτια και δίνει από μια μπουμπουνιέρα. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το
ίδιο χωριό, τα καλέσματα γαμπρού και νύφης τα μοιράζει το ίδιο παιδί.
Την Παρασκευή συγκεντρώνονται πάλι οι κοπέλες στο σπίτι της νύφης και τεγκιάζουν τα προικιά,
δηλαδή τα κάνουν δέματα για να φορτωθούν την άλλη μέρα στα άλογα και να μεταφερθούν στο
σπίτι του γαμπρού. Τα δέματα περιέχουν μαντανίες, κουβέρτες, απλά, απλά, σαΐσματα,
ματαράτσια, πάντες κ.λπ. Τα ασπρόρουχα τοποθετούνται σε δύο μπαούλα, χρειάζονται σε κάθε
νύφη. Ιδιαίτερα περιποιούνται το στρώμα. Το τοποθετούν πάνω σε ένα κρεβάτι, το στολίζουν,
βάζουν πάνω και ένα μικρό παιδάκι και αρχίζουν να τραγουδούν, να χορεύουν και να το κάνουν
ασημώνουν με λεφτά. Την Παρασκευή είναι σχεδόν όλα έτοιμα. Το βράδυ γίνεται το πρώτο
τραπέζι της νύφης, στο οποίο λαμβάνουν μέρος στενοί συγγενείς και στενοί φίλοι.
Το Σάββατο στέλνει ο γαμπρός το κάλεσμα της νύφης, δηλαδή το νυφικό, ένα σφαχτό, μια τσίτσα.
κρασί και άλλα μικροδώρα. Με τον ίδιο καλεστή η νύφη στέλνει το πουκάμισο, τη γραβάτα του
γαμπρού και άλλα μικροδώρα. Σε πολλές περιπτώσεις το Σάββατο μεταφέρονται στο σπίτι του
γαμπρού και τα προικιά της νύφης, για να μην έχουν εμπόδιο την Κυριακή.
Το βράδυ του Σαββάτου είναι το βράδυ της νύφης, το αποχαιρετιστήριο βράδυ της νύφης προς
όλοι τους χωριανούς, γι’ αυτό παίρνουν μέρος στο μεγάλο τραπέζι που γίνεται για χάρη της όλοι
σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού. Στο τραπέζι προσφέρονται πλούσια φαγητά και άφθονο κρασί.
Μετά το φαγητό το στρώνουν στο τραγούδι. Τραγουδούν πρώτα τραγούδια της τάβλας ή του
τραπεζιού και ύστερα του χορού. Αν δεν έχουν βιολιά ή ταβούλια, τραγουδάνε με το στόμα. Το
Το τραγούδι με το στόμα είναι πιο λαγαρό και συμπαθητικό και το προτιμάει. Οι τραγουδιστές
χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία αρχίζει το τραγούδι στίχο – στίχο και η άλλη το επαναλαμβάνει.
Στο τέλος η νύφη θα τραγουδήσει το δικό της το αποχαιρετιστήριο:
«Μια Παρασκευή, ένα Σάββατο βράδυ
μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μας
κι ο πατέρας μου κι αυτός να φύγω θέλει.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σ’ ένα ρημοκκλησάκι
Βρίσκω ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο
-Να οι ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου
να ο ίσκιος μου πέσε κι αποκοιμήσου
να κι οι κλώνοι μου και κρέμασ’ τ’ άρματά σου.»
Η Κυριακή είναι η ημέρα του γαμπρού. Πρωι συγκεντρώνονται οι συγγενείς και οι φίλοι για να τον
ξυρίσουν. Κατά τις οχτώ ο γαμπρός με τη συνοδεία φίλων του και συγγενών του και κάτω από τον
ήχο των οργάνων πηγαίνουν στο σπίτι του κουμπάρου που θα τους στεφανώσουν. Μετά τα
κεράσματα και τα γλυκά, ξαναγυρίζουν στο σπίτι του γαμπρού και η γαμήλια πομπή ξεκινάει για το
άλλο χωριό της νύφης. Η πομπή αποτελείται από είκοσι μέχρι και ογδόντα καβαλάρηδες, όλοι ένας
και ένας διαλεχτοί και μαζί τους και γυναίκες που λέγονται «τάγιες». Ο αριθμός των γυναικών
πρέπει να είναι μόνος, για να γυρίσουν ζυγές. Η πομπή του γάμου με τους καβαλάρηδες
συμπεθέρους είναι μια μεγαλοπρεπής βυζαντινή παρέλαση που πλέει μέσα στο λευκό. Η πομπή του
γάμου φεύγει πολύ γρήγορα και με το τραγούδι τους αντιλαλούν οι ρεματιές και τα καταράχια.
Σαν πλησιάζουν στο χωριό της νύφης, δυο τρεις νέοι λεβέντες και με λεβέντικα άλογα από την
πομπή του συμπεθεριού προσπερνούσε τους άλλους και τρέχουν καλπάζοντας, ποιος θα φτάσει
πρώτος στο σπίτι της νύφης να δώσει τα συχαρίκια, ότι δηλαδή έρχεται ο γαμπρός να πάρει τη
νύφη. Στο σπίτι της νύφης είναι μαζεμένοι πολλοί και περιμένουν, όλοι πετάνε ρύζι και κουφέτα.
στον συχαρικιάρη και τον καλωσορίζουν. Η νύφη κατεβαίνει στην αυλή να τον προϋπαντήσει
συχαρικιάρη, να του δέσει κόκκινο καλαματιανό μαντίλι στο λαιμό και στο λόγο του και να του.
δώσει και την τσίτσα με το κρασί. Μόλις πάρει τα δώρα του, αυτός ξαναγυρίζει στο συμπεθεριό και
έπειτα πάλι στη νύφης το σπίτι. Πολλοί συχαριάρηδες μπαίνουν μέσα στο σπίτι της νύφης και
χόρευαν μαζί με το λόγο τους, που ήταν γυμνασμένο για το νούμερο τούτο. Σε λίγο φτάνει και το
συμπεθεριό. Οι κοπέλες πετάνε ρύζι και κουφέτα και τους καλωσορίζουν. Σε όλους, καθώς και στα
άλογά τους δένουν από ένα μαντίλι στο λαιμό. Προσφέρονται επίσης γλυκά, μεζέδες και κρασί. Στο
μεταξύ ντύνουν τη νύφη, για να είναι έτοιμη για την εκκλησία
Σαν έρθει η ώρα, νέα πομπή ξεκινάει για την εκκλησιά. Μπροστά πηγαίνουν τα στέφανα που τα
κρατάει ένα παιδάκι αμφιθαλές, δηλαδή αγόρι ή κορίτσι που να έχει και τους δυο γονείς του.
Ακολουθεί η νύφη ντυμένη στα ολόλευκα και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τη μάνα της
ή και τον αδερφό της και πίσω από αυτήν ο γαμπρός, που τον κρατάει ο πατέρας του και ο
κουμπάρος του. Αν οι μελλόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, συναντώνται στην εκκλησία, αλλά και
πάλι κατά την ίδια διάταξη.
Η διαδικασία του γάμου είναι σχετικά σύντομη. Πριν αρχίσει το μυστήριο, ο παπάς μεταλαμβάνει
το αντρόγυνο. Το κρασί που θα μείνει στο ποτήρι υποχρεούται να το πιει ο κουμπάρος, ο
που πετάει το ποτήρι και το σπάζει. Όταν ο παπάς φτάσει στο «Ησαΐα χόρευε», χαλάει ο κόσμος
από τα κουφέτα και το ρύζι. Πολλοί σκορπούσαν και κέρματα. Όταν ο παπάς λέει «η δε γυνή να
φοβείται τον άνδρα», ο γαμπρός πατάει το πόδι της νύφης σαν σημάδι υποταγής. Σαν τελειώνει το
μυστήριο, οι νεόνυμφοι, ο κουμπάρος και οι συγγενείς δέχονται τα συγχαρητήρια και ασπάζονται.
τα στέφανα. Μερικοί δίνουν και κανένα μπατσάκι του γαμπρού και ο κουμπάρος είναι
υποχρεωμένος να προστατέψει τον γαμπρό.
Όταν ο γάμος τελειώνει, το συμπεθεριό πρέπει να φύγει για το χωριό του γαμπρού,
γιατί ο γάμος έχει και συνέχεια. Η νύφη ανεβαίνει σε λευκό άλογο και η πομπή παίρνει το δρόμο
της επιστροφής. Το χωριό είναι συγκεντρωμένο στο σπίτι του γαμπρού, τους καλοδέχονται και τους
καλωσορίζουν. Ο γαμπρός βοηθάει τη νύφη να κατέβει από το άλλο και την οδηγεί στην πόρτα
του σπιτιού, όπου την περιμένει η πεθερά της, η οποία της προσφέρει χρυσό νόμισμα η δε νύφη
ζώνεται με μεταξωτό μαντίλι, κατόπιν μελώνει το κατώφλι της πόρτας και μπαίνει στο σπίτι. Το
ζεύγος δέχεται τα συγχαρητήρια των χωριανών. Έξω οι κοπέλες προσφέρουν γλυκά σε όλους
ανεξαιρέτως τους παρευρισκομένους, που κατά κανόνα είναι όλο το χωριό. Άλλοι πάλι το έχουν
ήδη στήσει στο χορό και το γλέντι έχει ανάψει.
Η βραδιά της Κυριακής ήταν βραδιά του γαμπρού. Στρώνεται τραπέζι και παρίσταται όλο σχεδόν
το χωριό. Ο κουμπάρος, που λέγεται και αρχινονός, έχει το γενικό πρόσταγμα και κάθεται κοντά
στους νεόνυμφους, που είναι τα τιμούμενα πρόσωπα. Σαν φάνε γερά, αρχίζουν το τραγούδι. Πρώτος
τραγουδάει ο κουμπάρος το τραγούδι της τάβλας. Στο τέλος του τραγουδιού κάνει πρόταση,
υψώνοντας το ποτήρι του και έχει ευτυχισμένο βίο, «να μας ζήσουν», «καλή τύχη» στους
ανύπαντρους, «στ’ αρχοντοπουλά σας» σε όσους έχουν παιδιά για παντρειά και τέλος «καλώς να σ’
εύρω κ.τάδε» και δίνει τον λόγο στον σεβαστότερο της παρέα. Και αυτός με τη σειρά του θα πει το
Το τραγούδι του και θα κάμει την ίδια πρόταση και το γλέντι συνεχίζεται.
Ο γαμπρός και η νύφη αποσύρονται μετά το φαγητό. Είναι κουρασμένοι και πρέπει να κοιμηθούν
και να μείνουν μόνοι να περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου. Κατά τα ξημερώματα οι γλεντζέδες
που ξενύχτησαν πάνε κάτω από τα παράθυρα του γαμπρού και της νύφης και τραγουδούσαν το
τραγούδι:
«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
την αυγή ξυπνούνε και γλυκοτραγουδούνε
τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:
-Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη (γλυκιά μ’ αγάπη)
ξύπνα, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο
κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια δίχως γάλα.»
Η Δευτέρα είναι ημέρα της νύφης. Στο σπίτι του γαμπρού παραμένουν μόνο οι συγγενείς και η
νύφη στρώνει τα δικά της προικιά και στολίζει το σπίτι σύμφωνα με το δικό της γούστο. Επίσης τη
Δευτέρα η νύφη κάνει τον περίπατο της ως τη βρύση, την ασημώνει με λεφτά και φέρνει.
συμβολικά νερό. Όλη την εβδομάδα η νύφη κάθεται στο σπίτι, ασχολείται με μικροσυγυρίσματα
και δέχεται επισκέψεις και συγχαρητήρια. Την Τρίτη ο γαμπρός κάνει την επίσκεψη στα πεθερικά
του, για να τους ανακοινώσει ότι η κόρη τους «ήταν εντάξει».
Στις δέκα πέντε μέρες γαμπρός και νύφη πάνε στα «πιστρόφια» μαζί με άλλα τρία συγγενικά
πρόσωπα και έτσι ανοίγει ο δρόμος για ελεύθερες επισκέψεις. Στις εικοσι δύο μέρες έρχονται οι
γονείς της νύφης για ανταπόδοση. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, τα πιστόφια γίνονται
την ίδια μέρα.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΙΑ

Νταν….νταν…νταν χτυπάει ιδιόρρυθμα και λυπητερά η καμπάνα του χωριού, για να το αναγγείλει.
θάνατο σε ολόκληρο το χωριό. Στο άκουσμα του θλιβερού ήχου της καμπάνας του χωριού, που
επαναλαμβάνεται πέντε ή έξι φορές και η ηχώ της λαγκαδιάς τον μεταφέρει σε όλο το χωριό και
στα γύρω καταράχια, όλοι ξαφνιάζονται και βγαίνουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και ρωτάνε
να μάθουν «ποιος πέθανε;». Και τότε από το παιδί που χτύπησε την καμπάνα μαθαίνουν ποιον
χτύπησε ο θάνατος. Από σπίτι σε σπίτι, από γειτονιά σε γειτονιά, από κορυφή σε κορυφή και από
καταράχι σε καταράχι γίνεται γνωστό το όνομα του αποθανόντος. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά
κατευθύνονται προς το σπίτι του πεθαμένου. Λίγα λεπτά αργότερα το χωριό ολόκληρο βρίσκεται
στο πλευρό του πεθαμένου. Οι γυναίκες παίρνουν θέση γύρω από το φέρετρο και οι πιο
χαροκαμένες και λυπημένες αρχίζουν τα μακρόσυρτα μοιρολόγια που ραγίζουν και τις πέτρες
ακόμα. Όλες σχεδόν οι παλιές γυναίκες του χωριού, αλλά και οι άνδρες είναι καλλίφωνοι και
υπέροχοι μοιρολογιστές. Χωρίζονται σε δύο ομάδες και η μια αρχίζει τον ένα στίχο και τον
επαναλαμβάνει η άλλη.
Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού και όχι από την πόρτα.
Πρόκειται για τους δύο Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί με το οποίο
παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό, για να μη νιώσει
πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μόλις διαπιστωθεί ο θάνατος, πρώτη δουλειά των
οικείων του νεκρού είναι να πλύνουν το σώμα του, να φορέσουν τα καινούργια του ρούχα, να
του κλείσουν τα μάτια, να του σταυρώσουν τα χέρια και να τον ευπρεπίσουν. Μετά τον ξαπλώνουν
σε ένα κρεβάτι στη μέση του σπιτιού και με την καμπάνα το ανακοινώνουν για να μαθευτεί.
Τοποθετούν στο στήθος του το εικόνισμα του σπιτιού, ανάβουν μια λαμπάδα και τον γεμίζουν
λουλούδια .
Στη θέση αυτή ο νεκρός θα μείνει περίπου ένα εικοσιτετράωρο. Γυναίκες εναλλασσόμενες τον
φυλάνε μέρα και νύχτα και τον προσέχουν να μην περάσει τίποτε από πάνω του, γιατί
βρικολακιάζει, σηκώνεται δηλαδή τις νύχτες και περπατάει και δεν βρίσκει την ψυχή του ανάπαυσης.
Παράλληλα γίνονται διάφορες ενέργειες για την προετοιμασία της ταφής. Σηκώνουν τα ρούχα που
πέθανε ο νεκρός, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή. Αυτά θα πλυθούν την
τρίτη ημέρα στο λαγκάδι. Βάζουν στη συνέχεια να βράσει λίγο σιτάρι για σπερνά (κόλλυβα).
Άλλοι φτιάχνουν την κάσα (φέρετρο) και άλλοι αναλαμβάνουν να βγάλουν τον τάφο. Καλούν
επίσης αμέσως τον παπά, για να διαβάσει τον πεθαμένο. Μια – δυο ώρες προ της κηδείας αρχίζει να
χτυπάει συνέχεια και λυπητερά η καμπάνα, για να συγκεντρωθείς ο κόσμος και να το βγάλεις
λείψανο. Στην ώρα έρχονται οι παπάδες, οι ψάλτες και τα εξαπτέρυγα. Προηγούνται κατά την
πομπή τα εξαπτέρυγα, ακολουθεί το φέρετρο του νεκρού, που το βαστάζουν τέσσερις και πίσω οι
παπάδες, οι συγγενείς του πεθαμένου και όλος ο κόσμος του χωριού. Τον περιφέρουν έναν γύρο
στο χωριό και καταλήγουν στην κεντρική εκκλησία. Εκεί ψάλλουν την ακολουθία της κηδείας,
μοιράζουν κεριά για την ψυχή του πεθαμένου, εκφωνούνται επικάδειοι και ύστερα η σορός.
μεταφέρεται στο νεκροταφείο για την ταφή. Συγκινητική είναι η στιγμή που ο παπάς λέει το «Δεύτε
τελευταίον ασπασμόν», καθώς και τη στιγμή που το φέρετρο κατεβαίνει στον τάφο. Μετά την
ταφή γυρίζουν στο σπίτι του πεθαμένου να συλλυπηθούν τους οικείους του, στους οποίους
προσφέρεται καφές και ούζο. Το βράδυ γίνεται και το τραπέζι της παρηγοριάς.
Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του
αφανούς τα διαδραματιζόμενα. Μετά την τρίτη ημέρα και επί σαράντα μέρες επισκέπτονται όλα τα
μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στις τρεις ημέρες κάνουν το
μικρό μνημόσυνο του νεκρού, τα τρίτα, και στις εννιά τα εννιάμερα, συνήθως με κόλλυβα και
λειτουργίες. Στις σαράντα μέρες γίνεται το σαρανταλείτουργο με τρεις δίσκους με σπερνά και
ωραία άσπρα ψωμιά κομμένα σε τετράγωνες «κομμάτες». Προσφέρουν επίσης ψωμιά, κρασί και
συγχωράνε. Το μεσημέρι κάνουν μεγάλο τραπέζι με πολλά κρέατα σε αρκετούς προσκεκλημένους
για την ψυχή του πεθαμένου. Μνημόσυνα γίνονται τα ψυχοσάββατα, στον χρόνο, στα τρία χρόνια
και ευκαιριακά.
Διάφορες δοξασίες σχετικές με τον θάνατο είναι οι εξής:
Πολλοί γέροι έχουν αργό θάνατο. Χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες. Δεν βγαίνει η ψυχή τους και
τυραννιούνται. Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με
κανέναν συγχωριανό του, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούν και κατ’ αυτόν τον τρόπο
επιταχύνεται ο θάνατος.
Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνούν για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί
δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.
Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το
συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.
Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα
πεθάνει. Αν επίσης ο νεκρός είναι γελαστός, θα πάρει σύντομα κοντά του κάποιου αγαπημένου
πρόσωπο. Κάτι παρόμοιο πιστεύουν αν ο νεκρός τύχει να γυαλιστεί σε καθρέφτη. Οι γυναίκες
προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν. Επίσης
αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.
Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα, ποτήρια
κ.λπ.
Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία,
γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο. Το ίδιο γίνεται και με τους νιόπαντρους. Τα αδέρφια όταν
είναι «μονομηνέικα» δεν κάνει το ζωντανό να ασπασθεί το νεκρό αδερφό του, ούτε και να
παρακολουθήσει την εκφορά του. Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για
να μην μπει ο χάρος στα σπίτια.

Απόσπασμα από το βιβλίο << ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ>> του Νώντα Σακελαρόπουλου