ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Α. Η εφαρμογή της Κοινωνικής Οικονομίας Παγκοσμίως

 Η Κοινωνική Οικονομία ως παγκόσμιο φαινόμενο και η Ελληνική
ιδιαιτερότητα
 Η Κοινωνική Οικονομία στην Ευρώπη
 Λατινική Αμερική
 Οικονομική κρίση και Κοινωνική Οικονομία
 Το πραγματιστικό φαινόμενο της Κοινωνικής Οικονομίας

B. Πώς εξελίχθηκε η Κοινωνική Οικονομία στο πέρασμα τωνχρόνων

Η εξελικτική διαδικασία στη θέσμιση της Κοινωνικής Οικονομίας
 Κοινωνικό κεφάλαιο
 Θεσμοί αλληλεγγύης
 Κοινωνική εμπιστοσύνη
 Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης του κοινωνικού
κεφαλαίου
 Τα Κοινωνικά Δίκτυα
 Μορφές κοινωνικών δικτύων
 Κοινωνικός ακτιβισμός
 Οι θεσμοί δια βίου μάθησης και διαχείρισης γνώσης
 Δια βίου μάθηση στην αγορά εργασίας

1. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ

Η κοινωνική οικονομία ως παγκόσμιο φαινόμενο και η Ελληνική ιδιαιτερότητα
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου,
απλώνεται μια σημαντική ανάπτυξη του ”κοινωνικού ακτιβισμού”, της ”αυτο-
οργάνωσης”, της κινητοποίησης και ενεργοποίησης πολιτών με κοινό παρανομαστή
την ανάπτυξη δράσεων, που διαμορφώνουν νέους θεσμούς αλληλεγγύης, που με τη
σειρά τους αυτοί οι θεσμοί οδηγούν στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.

Ο τομέας αυτός, με οποιοδήποτε όνομα κι αν αποκαλείται – τρίτος τομέας ή τομέας
αλληλέγγυας κοινωνικής οικονομίας ή μη κερδοσκοπικός τομέας – έχει το ίδιο
κοινωνικό αποτέλεσμα. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υλοποιούν την
αλληλέγγυα οικονομία 1 . Εργάζονται και καταναλώνουν για την ευημερία των ιδίων
και των συνανθρώπων τους και όχι για το κέρδος. Πραγματοποιούν, δηλαδή, αυτό
που έχει σημασία για την αλληλέγγυα οικονομία, τη δημιουργία ικανοποιητικών
οικονομικών συνθηκών για όλους τους ανθρώπους. Οι κυβερνήσεις και τα κράτη
παρακολουθούν αυτή τη διαδικασία, άλλοτε την εμποδίζουν θεσμικά και άλλοτε την
ενσωματώνουν στην πολιτική κοινωνικής πρόνοιας.
Τα τοπικά συστήματα ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων (Local Exchange
Trading Systems, LETS) είναι μια μορφή συναλλαγής τέτοια, κατά την οποία
ανταλλάσσονται προϊόντα χωρίς να παράγεται κέρδος, βοηθώντας έτσι τις τοπικές
κοινωνίες να αναπνεύσουν, να ζήσουν και να αναπτυχθούν μέσα σε δύσκολες
οικονομικά εποχές. Είναι με λίγα λόγια ένας τρόπος να ζεις και να εργάζεσαι χωρίς
χρήματα.
Τα συστήματα μη-χρηματικών ανταλλαγών απλώνονται σε όλο τον κόσμο. Η
ανταλλαγή των υπηρεσιών είναι ισότιμη. Το νόμισμα μπορεί π.χ. να είναι ο χρόνος. Η
μία ώρα νομικών συμβουλών ισούται με μία ώρα κηπουρικής. Όλες οι υπηρεσίες
″ξεπληρώνονται″. Υπάρχει μία κεντρική μονάδα που χρεώνει και πιστώνει το
λογαριασμό χρόνου κάθε μέλους, όπως μια τράπεζα κρατάει λογαριασμό των
αναλήψεων και καταθέσεων. Η ανταλλαγή δεν γίνεται πάντα μέσα στην εβδομάδα,
αλλά μέσα σε ένα εξάμηνο. Κάποια άτομα αποθηκεύουν χρόνο και για το μέλλον.
Τα προϊόντα που ανταλλάσσονται μέσω των Τοπικών Συστημάτων Ανταλλακτικού
Εμπορίου ποικίλλουν, ανάλογα με την περιοχή όπου λειτουργεί το σύστημα και τα
μέλη που συμμετέχουν. Βιολογικά προϊόντα από τις αυλές των σπιτιών, μαθήματα
ξένων γλωσσών ή μουσικής, συνεργεία αυτοκινήτων ή επιδιορθώσεις ηλεκτρικών
συσκευών, μεταποιήσεις ρούχων, ιατρικές ή οδοντιατρικές υπηρεσίες, οικιακές
εργασίες, φροντίδα παιδιών, αλλά και ερμηνεία αστρολογικού χάρτη ή μαθήματα
γιόγκα, είναι κάποιες από τις προσφορές που μπορεί να συναντήσει κανείς σε
καταλόγους προσφοράς των Συστημάτων αυτών.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η τάση και φορά των πραγμάτων δεν αφήνει πλέον
αδιάφορες τις κυβερνήσεις, καθώς η ανθρωπιστική κρίση σε πολλές χώρες κτυπάει
την πόρτα. Από την άλλη μεριά, οι δραστηριότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων,
που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, πολιτιστικών, πολιτισμικών και
ουμανιστικών αναγκών, προάσπισης ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων,
επεκτείνονται. Ο ρόλος αυτός πρέπει να αναγνωρισθεί από τις κυβερνήσεις και
υπερκυβερνητικούς οργανισμούς, καθώς και ο ρόλος των συνεταιρισμών και των
συνεταιριζομένων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σ’ αυτό το κλίμα έχει αναγνωρίσει
αυτό το ρόλο των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και τη σημασία της
κοινωνικής οικονομίας και την έχει ενσωματώσει στις πολιτικές της, ενώ ένα
σημαντικό μέρος του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου επενδύεται σ’ αυτό το σκοπό
με τα γνωστά προγράμματα κοινωφελούς εργασίας και καταπολέμησης της φτώχειας.
Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχει ακόμη περισσότερο αναδείξει τη
σημασία της κοινωνικής οικονομίας και όλα τα προγράμματα καταπολέμησης της
φτώχειας αντιμετωπίζονται πλέον με όρους οργάνωσης κοινωνικών επιχειρήσεων.
Οι θεσμοί ωστόσο για την ορθολογική και αποτελεσματική διάθεση αυτών των πόρων
δεν είναι πάντα αξιόπιστοι. Έτσι, μπροστά στην πρωτόγνωρη παγκόσμια απειλή της
διογκούμενης φτώχειας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, του κοινωνικού και
οικονομικού αποκλεισμού μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, πολλά προγράμματα,
ενώ περιέχουν δράσεις κοινωνικής οικονομίας, καταλήγουν να τα διαχειρίζονται, όχι
πάντα με διαφανή τρόπο, οι διευθυντικές και οικονομικές ελίτ.
Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες οι κοινωνίες, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν την
λεηλασία του μέλλοντος, ολόκληρη τη βιόσφαιρα που ″δυσφορεί″ από την κλιματική
αλλαγή και εκπέμπει σήματα κινδύνου προς όλους, συνειδητοποιούν βαθμιαία ότι το
μόνο αντίδοτο στην υπεράντληση φυσικών πόρων και την υποβάθμιση των
ανθρώπινων πόρων είναι η ανάπτυξη μορφών κοινωνικής επιχειρηματικότητας με
σεβασμό στο περιβάλλον, τον περιορισμό της αλόγιστης κατανάλωσης και την
συμμετοχική οικολογία.

Τοπικό Σύστημα Ανταλλαγής Υπηρεσιών και Προϊόντων (Local
Συστήματα συναλλαγών συναλλάγματος, LETS)
ποιοι ενδιαφέρονται για το LETS
Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις Κυβερνήσεις
Ευρωπαϊκή Ένωση
Κοινωνία- Πολίτες
Αυτή η συνειδητοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο των αρνητικών συνθηκών έφερε σε
επαφή αυθόρμητα κινήματα από όλο τον κόσμο και προσπάθειες για τη δημιουργία
μίας διαφορετικής οικονομίας. Υπάρχει κατεύθυνση ενός ευρύτερου οράματος για την
κοινωνία, που θα προωθεί την επέκταση της δυναμικής της αλληλεγγύης.
Αμφισβητείται, πλέον, το σύνολο του υφιστάμενου αναπτυξιακού μοντέλου, όταν το
80% των ανθρώπων, παγκοσμίως, ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, με λιγότερο
από 10$ την ημέρα 2 . Έτσι, η αντιμετώπιση της φτώχειας και η οικονομική
μεγέθυνση αποτελούν δύο έννοιες οι οποίες δε συμβαδίζουν πάντοτε. Ενδέχεται να
έχουμε ανάπτυξη σε κάποιους τομείς, ακόμη και υπερανάπτυξη και ταυτόχρονα να
έχουμε φτώχεια. Κι αυτό το μοντέλο πρέπει να διαφοροποιηθεί από τα κάτω και από
μέσα, αφού δεν το αντιλαμβάνονται οι κυβερνήσεις.
Άλλωστε, η μεγάλη ανάπτυξη των τελευταίων 30 ετών έφερε διόγκωση της
παγκόσμιας φτώχειας. Παρόλα τα τεχνολογικά μέσα τα οποία διευκολύνουν τον
άνθρωπο, μειώνοντας τον κόπο και πολλαπλασιάζοντας την παραγωγή, η
συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια περιόρισε την ανάπτυξη στο χαμηλό, πολλές
φορές, τοπικό επίπεδο, και την αλληλέγγυα οικονομία, που υπήρχε παραδοσιακά στις
τοπικές κοινωνίες. Εξαφάνισε τοπικούς πόρους και έσυρε μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού στη φτώχεια.
Παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Σήμερα, υπάρχουν
περιοχές όπου μετά από μία βίαιη εκβιομηχάνιση και στα πλαίσια του παγκόσμιου
ανταγωνισμού καταλήγουν στην ανεργία και έχουν χάσει τις πατρογονικές τους εστίες
των αγροτικών καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να έχουμε αυτή την τεράστια διόγκωση
των νεόπτωχων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Επομένως, ανάπτυξη δε σημαίνει
καταπολέμηση της φτώχειας.
Μέσα σ’ αυτές τις παγκόσμιες συνθήκες, στην Ελλάδα δεν είναι μόνον το
δημοσιοοικονομικό έλλειμμα της χώρας που μας πάει πίσω ως κοινωνία, αλλά τα
πολλά επιμέρους θεσμικά ελλείμματα, όπως το έλλειμμα κοινωνικής διαβούλευσης και
το οργανωτικό έλλειμμα. Οι άδειες "δεξαμενές σκέψεις" και γνώσης. Παρά τον
τεράστιο όγκο πληροφοριών, είναι φανερή η ένδεια συνθετικής σκέψης, που υπάρχει
από τον κατακερματισμό, τον ετεροπροσδιορισμό της πνευματικής ζωής.
Σε όλα αυτά, εάν προσθέσουμε και το οργανωτικό έλλειμμα συνεργασίας ως κοινωνία,
μπορούμε να αντιληφθούμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος της πτώσης του
βιοτικού επιπέδου.
Η κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη
Η κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη αντιπροσωπεύει ήδη το 10% των επιχειρήσεων
με περίπου 11 εκατομμύρια εργαζομένους 3 . Υπάρχουν εξαιρετικά επιτυχημένα
παραδείγματα σε πολλούς και διάφορους τομείς της οικονομίας, γεγονός που
αποδεικνύει τις μεγάλες δυνατότητες της κοινωνικής οικονομίας να αποτελέσει ένα
ουσιαστικό αντίβαρο ανάμεσα στις κλασικές επιλογές του κρατισμού και του ιδιωτικού
τομέα με μονοδιάστατο στόχο τη μεγιστοποίηση των εταιρικών κερδών και
ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας και της διάλυσης
της κοινωνικής συνοχής.
Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις των 800 εκατ. μελών παρέχουν πάνω από 100 εκατ.
θέσεις εργασίας, 20% περισσότερες θέσεις από αυτές που προσφέρουν οι πολυεθνικές
επιχειρήσεις. Ενδεικτικό είναι ότι το 2009, παρά την ύφεση, οι 300 μεγαλύτερες
συνεταιριστικές επιχειρήσεις στον κόσμο παρουσίασαν αύξηση στην ανάπτυξή τους
κατά 14%, με κύκλο εργασιών περίπου 1,1 τρις δολάρια, ενώ το 2011 οι επιχειρήσεις
αυτές παρουσίασαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους στα 1,6 τρις δολάρια,
ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τις κοινωνικές ανάγκες των μελών τους.
Χώρες με έντονη συνεταιριστική δράση, όπως η Φινλανδία (το 62% του πληθυσμού
είναι μέλη συνεταιρισμών), η Σουηδία, ο Καναδάς (40% του πληθυσμού είναι μέλη
συνεταιρισμών) και η Ισπανία που έχει μακρά παράδοση στο συνεταιρίζεσθαι (21,6%
των θέσεων εργασίας της χώρας προέρχεται από συνεταιριστικές επιχειρήσεις), εδώ
και κάποια χρόνια έχουν καθιερώσει το θεσμό των Κέντρων Υποστήριξης
Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, των οποίων η αποστολή είναι να ενημερώσουν, να
εκπαιδεύσουν και να βοηθήσουν τους υποψήφιους κοινωνικούς επιχειρηματίες στα
πρώτα τους βήματα.
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι οι πιο επιτυχημένες και σταθερές οικονομίες παγκοσμίως
συμβαίνει να είναι και οι περισσότερο αναπτυγμένες συνεταιριστικά οικονομίες στον
κόσμο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, σε χώρες
όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις
φαίνεται να έχουν σχετικά υψηλότερες επιδόσεις, ενώ είναι πιο ανθεκτικές και
σημαντικά σταθερότερες από άλλες μορφές επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης.
Στη Γερμανία, ο συνεταιριστικός τομέας επεκτείνεται, ιδιαίτερα στο χώρο της
υγειονομικής περίθαλψης. Τα τελευταία τρία χρόνια, μάλιστα, παρατηρείται μεγάλη
αύξηση του αριθμού των νέων συνεταιρισμών. Επιπλέον, το 2010, μόλις το 0,1% των
επιχειρήσεων, που αναγκάστηκαν να κηρύξουν στάση πληρωμών, αφορούσε
συνεταιριστικές επιχειρήσεις και αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό για όλα τα είδη
επιχειρήσεων. Επίσης, υπάρχουν δύο εκατομμύρια παραγωγοί ενέργειας από
Ανανεώσιμες Πηγές (μικροί παραγωγοί, κατοικίες, συνεταιρισμοί, συμμετοχικές
εταιρίες), όχι μόνο οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες. Σε πολλές περιπτώσεις, η
δημιουργία τους στηρίζεται στον ενθουσιασμό νέων ανθρώπων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι συνεταιρισμοί γνωρίζουν άνθηση σε όλους τους τομείς
και είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009 ο κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε κατά 10%,
όταν η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,9% 4 . Το 2010, ο συνεταιριστικός
τομέας συνέχισε να αναπτύσσεται κατά 4,4%, σε σύγκριση με το ρυθμό ανάπτυξης επί
του συνόλου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου, που κυμάνθηκε στο 1,9%.
Από την Αγγλία επίσης ξεκίνησε το σύστημα τοπικών μη χρηματικών ανταλλαγών
Local Exchange Trading Systems (LETS), που είναι μια μορφή συναλλαγής, που
δεν τοκίζεται, δεν παράγει κέρδος, αλλά βοηθάει τις τοπικές κοινωνίες να
αναπνεύσουν, να ζήσουν και να αναπτυχθούν μέσα σε δύσκολες οικονομικά εποχές.
Είναι, με λίγα λόγια, ένας τρόπος να ζεις και να εργάζεσαι χωρίς λεφτά. Το σύστημα
αυτό ξεκίνησε την εποχή της από-βιομηχανοποίησης της Θάτσερ.
Η μυθολογία θέλει αυτά τα συστήματα να έχουν πάρει το όνομά τους από τα πάρτι
που διοργάνωναν οι άνεργοι εκείνη την εποχή, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν
ψηλά το ηθικό τους. Το σύνθημα «let’s party», που χρησιμοποιούσαν για να αντέξουν
τα αδιέξοδα που είχαν εμφανιστεί στις πόλεις τους, αλλά και η προσπάθεια να
μαζέψουν κάποια χρήματα μέσα από αυτά τα πάρτι, έγιναν ο νονός αυτών των
συστημάτων.
Στην Ιταλία, η απασχόληση σε συνεταιρισμούς αυξήθηκε κατά 3% το 2010, ενώ η
συνολική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σημείωσε μείωση της τάξης του 1% 4 . Η
κρίση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό
του αριθμού των κοινωνικών συνεταιρισμών με γοργό ρυθμό. Οι συνεταιρισμοί έχουν
μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης. Ένας στους τρεις συνεταιρισμούς που συστάθηκαν
μεταξύ 1970 και 1989 εξακολουθούν να λειτουργούν, έναντι ενός στους τέσσερις
στην περίπτωση των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Στην Ισπανία, η οποία έχει πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση, η μείωση της
απασχόλησης το 2008 και το 2009 ήταν της τάξης του 4,5% στον τομέα των
συνεταιρισμών, έναντι 8% στις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Εντούτοις, το 2010, οι
συνεταιρισμοί εργαζομένων αύξησαν τον αριθμό των θέσεων εργασίας τους κατά
0,2%, ενώ η απασχόληση στις συμβατικές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 3,2% 4 .
Λατινική Αμερική
Στην Λατινική Αμερική, που γνώρισε πολλές οικονομικές κρίσεις και πτωχεύσεις τα
τελευταία 30 χρόνια, η αλληλέγγυα οικονομία βρήκε έδαφος μέσα στην οικονομική
κατάρρευση να δείξει τις αρετές της και, χάρη στη ροή της επικοινωνίας μεταξύ των
συνεργατικών δικτύων, μπόρεσε να αναπτυχθεί.
Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, μετά από μία αρχική έκρηξη στον αριθμό των
ομάδων που αντάλλασσαν προϊόντα και υπηρεσίες με δικά τους τοπικά νομίσματα –
οι οποίες σε κάποιο σημείο είχαν ξεπεράσει τους δύο εκατομμύρια συμμετέχοντες, με
ορισμένες έρευνες να μιλούν για τρία ή πέντε εκατομμύρια- αυτά τα δίκτυα μειώθηκαν
σε αριθμό. Η σοβαρότητα αυτού του αδιεξόδου οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου
εθνικού δικτύου αλληλέγγυας ανταλλαγής, το οποίο είχε βελτιωθεί ως προς την
οργάνωση και τη μεθοδολογία.
Στη Βραζιλία, τα μαθήματα από την Αργεντινή και τα άλλα μέρη οδήγησαν στη
δημιουργία κοινοτικών τραπεζών, που λειτουργούν με κοινωνικά νομίσματα που
εκδίδονται και κυκλοφορούν τοπικά, τα οποία είναι, σε αντίθεση με την περίπτωση της
Αργεντινής πριν το αδιέξοδο, εγγυημένα απέναντι σε αποθεματικά, που σχηματίζονται
με αλληλέγγυες μικροπιστώσεις. Το ηλεκτρονικό σύστημα που αναπτύχθηκε επιτρέπει
συναλλαγές και με μη εγγυημένα νομίσματα, τα οποία κυκλοφορούν μόνο σε μία
ομάδα χρηστών – εκδοτών και με εγγυημένα, ως μορφή πληρωμής μεταξύ
οποιωνδήποτε χρηστών του συστήματος, χωρίς την ανάγκη για «έξυπνες» κάρτες.
Στη Βενεζουέλα, η εμπειρία της Βραζιλίας ενέπνευσε την αυξανόμενη οργάνωση
ενός δικτύου κοινοτικών τραπεζών, όπου τα κοινωνικά νομίσματα δεν βασίζονται σε
χαρτί, αλλά καταγράφονται ως ηλεκτρονικές πιστωτικές μονάδες σε «έξυπνες»
κάρτες, που επιτρέπουν συναλλαγές μέσω δικτύων πληροφορικής.
Οικονομική κρίση και κοινωνική οικονομία
Η Ευρώπη βρίσκεται στα όρια της κοινωνικής διάλυσης και η Ελλάδα στα πρόθυρα
ανθρωπιστικής κρίσης. Η οικονομική και κοινωνική διάσταση της φτώχειας στην
Ελλάδα είναι δραματική, με περίπου το ένα τρίτο των Ελλήνων να ζουν σε συνθήκες
φτώχειας.
Ιδιαίτερα σε αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο, υπάρχει η ανάγκη κινητοποίησης των
ανθρώπινων πόρων για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα του κοινωνικού
αποκλεισμού και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Έτσι, τα ζητήματα των θεσμών
αλληλέγγυας και κοινωνικής οικονομίας έρχονται επιτακτικά στην επικαιρότητα.
Μπροστά σε όλα αυτά, οι πολυπληθείς υπηρεσίες των Δήμων και οι δομές τους
μοιάζουν ανήμπορες να ανταποκριθούν στα προβλήματα, μοιάζουν ανεπαρκείς να
περιορίσουν τη γενικότερη εξαθλίωση, προσφέροντας ταυτόχρονα και μία
γραφειοκρατία της παρακμής.
Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπου η ανθρωπιστική κρίση είναι πλέον δεδομένη, για
την αντιμετώπισή της λειτουργούν κοινωνικά ιατρεία και πολυϊατρεία, κοινωνικά
αγροκτήματα και λαχανόκηποι, κοινωνικοί ξενώνες, κέντρα υποδοχής, θεσμοί και
οίκοι αλληλεγγύης, κέντρα για τους αστέγους ημέρας (day centers), συσσίτια κ.ά.
Ωστόσο, το θεσμικό έλλειμμα συνεργασίας για την αντιμετώπιση των διευρυμένων
αναγκών είναι εμφανές. Το πρόβλημα αναδιάρθρωσης των κοινωνικών δομών
επιτακτικό, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και οι Δήμοι ψάχνουν το βηματισμό
τους στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Τα εμπόδια σε όλο τον κόσμο είναι πολιτισμικά. Η καταναλωτική κουλτούρα
αξιολογεί την ποσότητα, την υπερβολή, την ιδιοκτησία και τα απόβλητα υψηλότερα
από την ευημερία των ανθρώπων και των κοινοτήτων. Η αντικατάσταση του
καταναλωτικού μοντέλου με βιώσιμες μορφές παραγωγής, με την καθιέρωση νέων
τρόπων παραγωγής, κατανάλωσης και ζωής, που βασίζονται στην αλληλεγγύη, είναι
ένα σύστημα του καιρού μας.
Έτσι, εξελίσσονται οι οικονομικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις μιας μοριακής
επανάστασης, με τα δίκτυα αλληλεγγύης να προοδεύουν και στη σφαίρα της πολιτικής
να μετασχηματίζουν εκ των έσω τους θεσμούς, δημιουργώντας και ενισχύοντας
μηχανισμούς λαϊκής συμμετοχής. Δεν υπάρχει καμία γραμμικότητα σε αυτήν την
επανάσταση.
Οι πρωτοβουλίες είναι πλουραλιστικές και συνοδεύονται με αιτήματα συμμετοχικής
δημοκρατίας. Αυτό που είναι πλέον φανερό με τον καιρό, είναι ότι η λογική της
συγκέντρωσης πλούτου πάντοτε καταλήγει να εξασθενεί το δυναμισμό της τοπικής
οικονομίας. Από την άλλη, το γεγονός ότι η αλληλέγγυα οικονομία ενισχύει την
τοπική ανάπτυξη, της δίνει ένα ηθικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε τοπικό επίπεδο.
Έτσι, στο βαθμό που διαμορφώνονται συνθήκες να διανέμεται ο πλούτος μέσω της
πρακτικής των δίκαιων τιμών (τόσο στην εμπορευματοποίηση των αγαθών και
υπηρεσιών όσο και στην αμοιβή της αυτοδιαχειριζόμενης εργασίας), ολοένα
μεγαλώνει η τοπική ευημερία γενικότερα. Αυτές οι δίκαιες τιμές καθορίζονται από τους
ίδιους τους οικονομικούς δρώντες -επιχειρήσεις, παραγωγούς, καταναλωτές που
σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους σε κάθε συναλλαγή- βάσει μίας διαδικασίας που
συντονίζεται μεταξύ των δικτύων.
Οι διαδικασίες αυτές είναι πλέον ένα πραγματιστικό φαινόμενο στις παρυφές της
παγκόσμιας οικονομίας. Η οριζόντια αυτή διαδικασία ξεπήδησε από επιτυχημένες
πρακτικές-παραδείγματα δημιουργίας θέσεων εργασίας και εισοδήματος, δίκαιου
εμπορίου, ηθικής κατανάλωσης, αλληλέγγυας πίστωσης και τη διάχυση βιώσιμων
παραγωγικών τεχνολογιών. Οι προσπάθειες αυτές, όμως, ήταν απομονωμένες. Ήταν
απαραίτητο να εξελιχθούν σε συνεργατικά δίκτυα, που ενσωμάτωναν αυτές τις
ποικιλόμορφες πρακτικές σε στρατηγικές που αύξαναν το δυναμικό των οικονομικών
ροών και τις διασυνδέσεις μεταξύ τους. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να λύσουν ζητήματα
που θα επιτρέψουν την ανάδυση παραγωγικών επιχειρήσεων, όπως η αλληλέγγυα
πίστωση και χρηματοδότηση αναπτυξιακών πρωτοβουλιών και συνεταιρισμών.
Με αυτή την έννοια, η αλληλέγγυα οικονομία βασίζεται σε ένα σύνολο αξιών,
ταυτόχρονα ηθικών και οικονομικών, που υλοποιούνται σε συγκεκριμένες πρακτικές,
όπως η αυτοδιαχείριση, ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων για την οικονομική
δραστηριότητα και οικολογική επανοργάνωση των παραγωγικών αλυσίδων. Αν όλες οι
σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από συνελεύσεις, είναι ιδιαιτέρως απίθανο αυτή η
αυτοδιαχείριση να οδηγήσει στην απαξίωση της ίδιας της δημοκρατίας στην οποία
βασίζεται.

Το πραγματιστικό φαινόμενο της Κοινωνικής 
Οικονομίας
Μόνη λύση αποτελεί η σύμπραξη με όλους εκείνους που θέλουν και μπορούν να
αγωνιστούν για ένα νέο καταναλωτικό πρότυπο. Για το λόγο αυτόν, η κινητοποίηση
των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, κατά της κρατικής γραφειοκρατίας και
υπαλληλοκρατίας αποκτάει ολοένα και πιο ζωτικό ενδιαφέρον.
Εκατοντάδες οργανώσεις προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια στους άστεγους, τους
ναρκομανείς, τους μετανάστες και σε όλες τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Αυτοί οι
κοινωνικοί ακτιβιστές λειτουργούν σε πολλές περιπτώσεις ως κίνημα για να αλλάξει η
ατζέντα, αλλά και οι προτεραιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να μειωθεί η
κατασπατάληση των ανθρώπινων πόρων. Η κρίση κάνει ρεαλιστικότερους αυτούς τους
στόχους, γιατί είναι ισχυρή η πίεση της ανάγκης και πολύς ο κόσμος που έχει
«ξεβολευτεί».
Η αποτελεσματική διαχείριση ανθρώπινων πόρων, στο επίπεδο της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης, μπορεί να επιτευχθεί με συνέργειες, καθώς και την οριζόντια
συνεργασία της με τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.
Επανερχόμενοι στην Ελληνική ιδιαιτερότητα, κοινή διαπίστωση είναι ότι οι
δραστηριότητες του τομέα της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα
ανεπτυγμένες, γίνεται πολύ φλύαρος λόγος και λιγότερες πράξεις. Οι ενέργειες που
γίνονται τα τελευταία χρόνια για τον συντονισμό προσπαθειών προσκρούουν, μεταξύ
άλλων, στην έλλειψη ενός κατάλληλου και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου και το
κυριότερο, στην αρνητικότητα της κρατικής γραφειοκρατίας, αλλά και στην
γενικότερη κατασυκοφάντηση του χώρου των οργανώσεων της κοινωνίας των
πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η ιδέα ότι οι διάφορες πρωτοβουλίες «μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα» (που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα)
συνιστούν ένα «διακριτό τομέα», δεν συναντιέται συχνά στην ελληνική σκέψη.
Γενικότερα, η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της εξακολουθεί να εντάσσει τέτοιου
τύπου πρωτοβουλίες σε μια «φιλανθρωπικού χαρακτήρα» προσέγγιση. Αυτό
επιβεβαιώνεται, επίσης, από το γεγονός ότι ο τομέας αυτός δεν εμφανίζεται σε καμία
από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία. Γεγονός, βέβαια, που δεν είναι
τυχαίο, αλλά προσκρούει στην άρνηση του Ελληνικού πολιτικού συστήματος, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, να δεχθεί τα μηνύματα των καιρών.

B. Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΜΙΣΗ ΤΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας, στο βαθμό που έχουν αναπτυχθεί, όπως
περιγράψαμε, μέχρι σήμερα, δεν προέκυψαν από μια μεγάλη θεωρία, ούτε
επιβλήθηκαν από κάποια πολιτική εξουσία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Γεννήθηκαν υπό την πίεση της ανάγκης για συνεργατισμό στην οικονομία από τα
κάτω, καθώς δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης.
Έτσι, έχουμε μια διαρκή εξέλιξη οδηγούμενη από τις ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες
εν μέρει ενσωματώνονται στο σύστημα μέσα από μια πραγματιστική διαδικασία, που
προσφέρει λύσεις στην ανεργία, καλύπτοντας παράλληλα τα κενά που αφήνει το
κράτος πρόνοιας. Έτσι, η πολιτική εξουσία αναφορικά με την Κοινωνική Οικονομία, εκ
των πραγμάτων, φαίνεται ότι δεν προπορεύεται, αλλά ακολουθεί τη θέσμιση της
κοινωνίας.
Πρόκειται περισσότερο για μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που αναπτύσσεται
οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η συνείδηση στην ολότητα ενός προγράμματος
κοινωνικής οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά, από τη συμμετοχή
ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ’ όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, ο κοινωνικός ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων, που κινεί σε μεγάλο
βαθμό και τους ιμάντες της Κ.Ο., δεν συνιστά ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα. Δεν συνιστά
ένα ενιαίο πολιτικό θεσμό, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προπομπός των
εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία.
Οι όποιες νομοθετικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται μέχρι σήμερα είναι
αποσπασματικές, ακόμη και από εκείνες τις διακρατικές οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή
Ένωση, οι οποίες αναγνωρίζουν μεν την υψηλή σημασία της κοινωνικής οικονομίας,
διστάζουν δε να περιορίσουν την οικονομική εξουσία των κρατών, που δυσφορούν
όταν πρόκειται να αυτοπεριοριστούν υπέρ των αξιώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
Ο λόγος προφανώς είναι γιατί οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας αμφισβητούν με
την πρακτική τους εφαρμογή την έλλειψη ορθολογισμού στην σπατάλη υλικών και
ανθρώπινων πόρων από τα κράτη και τις χρηματαγορές. Ενώ οι θεσμοί της κοινωνικής
οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την πολιτική εξουσία, προβάλλοντας
μια άλλη εξουσία όπως κάνουν τα κόμματα, εντούτοις φοβίζει τον ανορθολογισμό του
συστήματος και την ψευδοεπιστημονική του υπόσταση, που είναι απόλυτη πίστη στις
αγορές, τον εκχρηματισμό των πάντων στις ανθρώπινες σχέσεις, στα αγαθά και τις
υπηρεσίες.
Είναι φανερό ότι η κρατούσα πολιτική συνήθως υπηρετεί, μέσα από αυτή την
ψευδοεπιστήμη της οικονομίας, την αυταπάτη της αυτορρύθμισης των αγορών, ενώ
παράλληλα αποφεύγει να υιοθετήσει την ‘‘επιστήμη κατά της φτώχειας’’ με βάση την
οργανωτική τεχνολογία της κοινωνικής οικονομίας, που κατά τεκμήριο υπηρετεί το
σύνολο της κοινωνίας.
Δεν σκοπεύουμε εδώ να υποβαθμίσουμε την τεράστια σημασία του εκχρηματισμού της
οικονομίας στην εξέλιξη της ιστορίας τα τελευταία τρείς χιλιάδες χρόνια και την
πρόοδο που οφείλεται σε μια από τις σημαντικότερες επινοήσεις του ανθρώπου, που
είναι το νόμισμα.
Θέλουμε να επισημάνουμε απλώς, όπως πολλοί άλλοι, την υπερβολή, την αλαζονεία,
την ύβρη κατά της ανθρωπότητας που κρύβεται πίσω από το μετασχηματισμό της
ανταλλακτικής αξίας, που είναι το χρήμα, σε προϊόν με απόλυτη αξία και εξουσία. Μια
στρέβλωση αξιών που δημιουργεί αχαλίνωτη κερδοσκοπία και καταδικάζει στην
απόλυτη φτώχεια μεγάλα τμήματα πληθυσμού, ενώ στις κρίσεις χάνονται οι κόποι μιας
ζωής. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το χρήμα από μόνο του ‘‘γεννά’’ χρήμα για τις
τράπεζες, μέσα από τις κεφαλαιαγορές, τα χρηματιστήρια και όπως συμβαίνει πολλές
φορές, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Το αντίδοτο λοιπόν στην απολυταρχία του χρήματος δεν είναι κάτι άλλο από τους
θεσμούς της κοινωνικής οικονομίας, που αφενός μπορούν να αναχαιτίσουν την
ανεργία και φτώχεια και αφετέρου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα της ζωής με
λιγότερα χρήματα, με τη μείωση του κόστους των συναλλαγών.
Πώς γίνεται όμως όλη αυτή η διαδικασία όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν
πέρα από τους επιφανειακούς θεσμούς εξουσίας;
Ακριβώς με τη συνειδητοποίηση των βαθύτερων θεσμών της κοινωνίας, που δεν
αποτυπώνονται κατ’ ανάγκη σε νόμους, όπως οι όροι ‘κοινωνικό κεφάλαιο’,
’εθελοντισμός’, ‘κοινωνικά δίκτυα’, ‘οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών’, ‘κοινωνικός
ακτιβισμός’, ‘δια βίου μάθηση’, ‘Συμμετοχική Δημοκρατία’.
Αυτές οι έννοιες είναι τελικά που συντελούν στη θέσμιση της Κοινωνικής Οικονομίας.

Κοινωνικό κεφάλαιο
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης,
οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής
θεσμικής λειτουργίας και αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες 5 . Τα κοινωνικά δίκτυα και
ο εθελοντισμός είναι οι βασικοί συντελεστές για την συγκρότησή του.
Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπληρώνει και υποκαθιστά, σε μεγάλο βαθμό, το οικονομικό
κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις, δημιουργώντας εμπιστοσύνη στις
συναλλαγές και μείωση του κόστους, καθώς και πιστοληπτική ικανότητα. Σύμφωνα με
αντίστοιχες μελέτες, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική
δομή, διευκολύνει την ατομική δράση και νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις
Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις.
Η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν, κατ'
αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, έχει φέρει στο προσκήνιο
την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική
σφαίρα.
Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια
αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον
περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες.
Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις
αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση βασίζεται σε αυτήν ακριβώς
την αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών. Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση
των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών»
γίνεται με αναφορά κυρίως στο Τοκβιλιανό παράδειγμα 6 , σύμφωνα με το οποίο η
«κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν
την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως
δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο
παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές δράσεις που
συμβάλλουν στο «κοινό καλό».

Θεσμοί αλληλεγγύης
Πιο απλά, η διαρκής αναβάθμιση σε συνάρτηση με την προσφορά υπηρεσιών από την
πλευρά των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών διαμορφώνει, συγκεντρώνει και
αναπτύσσει το «κοινωνικό κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό, τον
εθελοντισμό και τους θεσμούς αλληλεγγύης που ενώ δεν αποσκοπούν στο κέρδος,
συμβάλλουν στο κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος κι
απασχόληση, ενσωματώνοντας την κοινωνική εταιρική ευθύνη. Υπό αυτό το πρίσμα,
το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης,
οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής
θεσμικής λειτουργίας και αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες.
Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό
κεφάλαιο στις επενδύσεις, δημιουργώντας εμπιστοσύνη και πιστοληπτική ικανότητα.
Αποτελεί θεμελιώδη αξία η οποία διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της
κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης.
Συμβάλλει αποφασιστικά στην πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα, αλλά και
στην κοινωνική αλληλεγγύη. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της
κοινωνικής οικονομίας και διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές
κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό προκειμένου να αποκομίσει
οφέλη αργότερα.
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της
αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του.
Είναι μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής
καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και
ενώσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό της «Παγκόσμιας Τράπεζας», το κοινωνικό κεφάλαιο
είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα
κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, αλλά και
ικανότητα για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία
μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που
διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών και
έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο, σε ένα
κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση.
Επίσης, το κοινωνικό κεφάλαιο ενώ ανήκει στην μικροοικονομία, επηρεάζει ακόμη και
μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να
μετρηθεί, και παράλληλα μπορούν να υπολογιστούν τα οφέλη που συνεπάγεται.
Μπορεί να θεωρηθεί ως μια έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, που διευκολύνει
την ατομική δράση και τη νοηματοδοτεί στο κοινωνικό πλαίσιο. Παράλληλα, το
κοινωνικό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία
διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κριτήρια αποφάσεων.

Κοινωνική εμπιστοσύνη
Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κεφαλαίου και της
οργανωμένης κοινωνίας πολιτών, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κριτήριο της
εμπιστοσύνης είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι κοινοτήτων χωρίς συνοχή. Σε
δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας
και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι
συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι
οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης.
Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίες μεγιστοποιούν το
κοινωνικό κεφαλαίο:
Η εμπιστοσύνη, η οποία οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και
διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των μελών θα διεκπεραιωθούν
ομαλά.
Η πληροφορία, η οποία διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τις
κανονιστικές ρυθμίσεις και κυρώσεις που επιβάλλονται στα μέλη των δικτύων.
Η συνεργασία, την οποία εξασφαλίζουν οι ανθρώπινες κοινότητες.
Παρόλο που το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες
μορφές κεφαλαίου, είναι ριζικά διαφορετικό, κατά την άποψη ότι η δημιουργία του
προϋποθέτει αλληλοεπίδραση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Η σχετική
βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία που
επηρεάζεται από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες,
καθώς και από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Το Κοινωνικό Κεφάλαιο
αυξάνει, όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται σε εθελοντικές οργανώσεις και όταν
επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό επιτυγχάνεται με:
Εθελοντική συμμετοχή σε δίκτυα, ατόμων ή ομάδων, στη βάση της ισότητας
των μελών. Το κοινωνικό κεφάλαιο αφορά οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των μελών
της κοινότητας και της οικογένειας, αλλά και κάθετες μεταξύ των κοινοτήτων και
των διαφόρων θεσμών και φορέων και κυβερνητικών. Έχει άλλωστε αναπτυχθεί
και σχετική θεωρία, γνωστή ως «Θεωρία των Δικτύων».
Αμοιβαιότητα: Τα άτομα παρέχουν υπηρεσίες στους άλλους ή ενεργούν προς
όφελος άλλων με προσωπικό κόστος, προσδοκώντας, γενικώς και αορίστως, ότι
θα υπάρξει ανταπόδοση σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον, όταν οι ίδιοι
θα το χρειάζονται. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός βραχυπρόθεσμου
αλτρουισμού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος.
Εμπιστοσύνη: Η εμπιστοσύνη επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, όταν υπάρχει η
πεποίθηση ότι οι άλλοι θα αντιδράσουν θετικά και υποστηρικτικά ή τουλάχιστον
δεν θα υπονομεύσουν την πρωτοβουλία. Η εμπιστοσύνη είναι εξαιρετικά
σημαντική ακόμη και στο επίπεδο του κράτους, όπου όσο μεγαλύτερη κοινωνική
συναίνεση υπάρχει, δηλαδή μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών
εταίρων, τόσο μεγαλύτερη η πρόοδος της χώρας.
Κανόνες (νόρμες): Συνήθως είναι άγραφοι αλλά κατανοητοί κοινωνικοί κανόνες
και αρχές που παρέχουν το πλαίσιο για ανεπίσημο κοινωνικό έλεγχο, χωρίς την
προσφυγή σε θεσμικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι,
όπου υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο, εκεί η εγκληματικότητα καθώς και η
ανάγκη για αστυνόμευση είναι χαμηλή.
Κοινότητα: Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης, των δικτύων, των
κανόνων και της αμοιβαιότητας δημιουργεί μια ισχυρή κοινότητα, ικανή να
απομακρύνει τον κίνδυνο οποιουδήποτε επίδοξου οπορτουνιστή, που θα
επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινότητας, χωρίς ο ίδιος
να έχει προσφέρει. Η κοινότητα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, αλλά αξιοποιείται
από όλους. Μόνο όπου υπάρχει ένα ισχυρό έθος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και
αποτελεσματικών κοινωνικών κυρώσεων εναντίον των παραβατών και των
«εισβολέων», η κοινότητα μπορεί να διατηρηθεί στο διηνεκές προς όφελος όλων.
Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο: Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το
ανθρώπινο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει πολύτιμους πόρους, όπως είναι η γνώση κι
οι δεξιότητες, που εκπορεύονται από την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την
εμπειρία. Μερικά είδη ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η ομαδική εργασία και η
ικανότητα επικοινωνίας λειτουργούν υποστηρικτικά προς το κοινωνικό κεφάλαιο.
Επομένως, επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλλουν στην ανάπτυξη και
των δύο τύπων κεφαλαίου.
Στην εξέταση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη
τους τρεις βασικούς τύπους του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως προσδιορίζονται από
τους ειδικούς:
Bonding: Οι δεσμοί μεταξύ μελών της οικογένειας, μελών ίδιας ομάδας, ή φίλων
(Οι οικείοι).
Brinding: Η γεφύρωση των διαφορών και η διάδραση μεταξύ διαφορετικών
εθνοτικών ομάδων, ηλικιών, συνεργατών ή και κρατών. (Διαπολιτισμική
συνεργασία).
Linking: Η σύνδεση κι η κάθετη επικοινωνία μεταξύ διαφόρων και διαφορετικών
κοινωνικών ή/και πολιτικών επιπέδων. (Πελατειακές σχέσεις).
Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και την θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο
εντοπισμός και η ανάδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους
μπορούν να αξιοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του και ταυτόχρονα
να περιορισθούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές, που άλλωστε είναι σημαντικά
λιγότερες.

Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης του
κοινωνικού κεφαλαίου
Ο εθελοντισμός στην εποχή μας, ως βασικός συντελεστής δημιουργίας κοινωνικού
κεφαλαίου, αποτελεί κλειδί της εναλλακτικής ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας
και της απασχόλησης, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στην οικονομία.
Από τον πατριωτικό, φιλανθρωπικό και τοπικό εθελοντισμό, με τις μη χρηματικές
ανταλλαγές, που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές, έχουμε περάσει σε ένα
πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και οικολογικό εθελοντισμό, με αυτονομία
δράσης από την αγορά και κράτος, που ωστόσο λειτουργεί συμπληρωματικά και
καλύπτει τα κενά της οικονομίας.
Ο εθελοντισμός σήμερα δεν είναι μόνον συναίσθημα αλληλεγγύης, αλλά λογική
διαδικασία με ανταποδοτικότητα, στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας.
Δεν αναγνωρίζεται πλέον μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης σε
εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως κυρίως συνέβαινε σε κοινωνίες του
παρελθόντος, αλλά και ως θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει διαρκή
αγαθά στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και στην κοινωνική μέριμνα, ως χώρος που
αναπτύσσει τους ανθρώπινους πόρους και συνθέτει και εμπλουτίζει το κοινωνικό
κεφάλαιο.

Τα Κοινωνικά Δίκτυα
Συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η έννοια των κοινωνικών
δικτύων. Ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα πολυδιάστατα συστήματα
επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της κοινωνικής
ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται άλλωστε και ως άθροισμα των
προσωπικών επαφών, μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την κοινωνική του
ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις
υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες, δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές,
αναπτύσσεται.
Οι εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, όσο μεγαλύτερο είναι ένα δίκτυο και όσο
συχνότερη η επαφή των μελών του, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η βοήθεια που
προσφέρουν, για παράδειγμα στην εξασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών και
απασχόλησης στα μέλη τους, όταν το χρειάζονται.
Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες τόσο
στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας την παραγωγικότητα.
Σημαντική, λοιπόν, επίδραση στην εξεύρεση εργασίας σε μια περιοχή παίζει το
κοινωνικό κεφάλαιο, εφόσον αλληλεπιδρά με τα κοινωνικά δίκτυα.
Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή στα κοινά
και τα κοινωνικά δίκτυα είναι οι νέες μορφές οργάνωσης, που εξασφαλίζουν
ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλά και στις παραγωγικές και
οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας.
Τα δίκτυα με κοινωνική αποστολή έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες:
 Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.
 Λειτουργούν ως ταμιευτήρες κοινωνικού κεφαλαίου.
 Λειτουργούν ως προπομπός της κοινωνικής και πράσινης
επιχειρηματικότητας.
 Τα οριζόντια δίκτυα λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της
γνώσης και της τεχνογνωσίας.
 Συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και της
ενέργειας.
 Κατευθύνουν τις επενδύσεις προς την περιφέρεια και τους
κοινωνικά αναγκαίους σκοπούς.
 Συγκροτούν Κοινωνικό Κεφάλαιο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

Μορφές κοινωνικών δικτύων
Καθώς η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά
κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή, καθώς
αποτελούν μια ευρύτατη πλατφόρμα επικοινωνίας. Ήδη τον τελευταίο καιρό, τα
κοινωνικά δίκτυα Facebook, Twitter κ.ά. αναπτύσσονται ταχέως και όχι μόνο από
ανθρώπους που αναζητούν την κοινωνικοποίηση, αλλά από όλους, ανεβάζοντας
διαρκώς τον μέσο όρο ηλικίας των χρηστών. Όμως, η κοινωνικοποίηση σε τοπικό
επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με πιο παραδοσιακά μέσα, όπως είναι τα καταστήματα
της γειτονιάς ή τα στέκια της παρέας. Όμως, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα,
προϋπήρξαν των τεχνολογικών δικτύων, έστω και αν ιστορικά δεν τα ονομάζαμε με
τον παραπάνω όρο και σε κάθε περίπτωση, λειτουργούσαν ενοποιητικά και
συντονιστικά για κοινές διεκδικήσεις και όραμα.
Τα κοινωνικά δίκτυα με τη μορφή που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα αποτελούν μια
online – διαδικτυακή συζήτηση, η οποία τρέφει τη σχέση, τη συμμετοχή και τη
δικτύωση μεταξύ ατόμων. Τα κοινωνικά δίκτυα συνδέουν ομάδες ατόμων όχι μόνο
κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά. Χάριν σ’ αυτά, είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις
ιδέες του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια
οικεία ομάδα ατόμων. Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές
και να γίνει μέλος μιας κοινότητας. Επομένως, τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν στα άτομα
κάτι που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, την
ευκαιρία της δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους. Σήμερα, τα
κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί σημαντικά για την επικοινωνία και δεν μπορούν με
κανέναν τρόπο να αγνοηθούν, αφού αποτελούν αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της
καθημερινότητας σχεδόν όλων των οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις
πειραματίζονται καθημερινά με τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή τη
διάχυση ενημέρωσης, την προσέλκυση μελών κ.τ.λ. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να
παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στο έργο μιας οργάνωσης κι έχει αποδειχτεί ότι
αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς.
Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι τα δίκτυα γενικά ως έννοια δεν είναι κάτι
καινούργιο. Ακόμα κι η οικογένεια, δεν είναι τίποτα διαφορετικό από ένα δίκτυο με
περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς δεσμούς, που κρατά τα μέλη της συσπειρωμένα σε
έναν κοινό σκοπό και μια κοινή ιδεολογία. Υπήρχαν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε
δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά, ακόμη
και απελευθερωτικά ή θρησκευτικά δίκτυα.
Εδώ, όμως, δεν αναφερόμαστε στα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και μια άλλη
μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική είτε για την κρατική
εξουσία είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα που κατέχουν και
διεκδικούν άμεσα εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα
δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας, με κίνητρο τον εθελοντισμό, το περιβάλλον και την
κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή τους είναι φαινόμενο αρκετά πρόσφατο στην
ιστορία. Ένα φαινόμενο που συνδιαμορφώνεται από την απελευθέρωση ανθρώπινης
ενέργειας, που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες διαδραστικής επικοινωνίας, όπως είναι το
διαδίκτυο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προσεγγίζουμε, λοιπόν, τα δίκτυα και
την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του
κοινωνικού κεφαλαίου.
Η κρίση εμπιστοσύνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης,
αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην
αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα μέσω της κοινωνικής
οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης. Σαν επακόλουθο, τα
κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην
κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και πρόνοια. Κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση
κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε για καταναλωτικά δίκτυα είτε για δίκτυα
επικοινωνίας είτε ακόμη για δίκτυα διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού παίζουν
αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας μεταξύ κράτους και
αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη κερδοσκοπική επιχειρηματική
δραστηριότητα.
Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η συμβολή των
κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, σύμφωνα με
πρόσφατες μελέτες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα ονομάζουμε κοινωνικό
δίκτυο εκείνο που παλιά ονομάζαμε απλά «γνωριμίες». Αν λοιπόν σε κάποιους από
τους παλαιότερους ακούγεται ξένος ή εξωτικός ο όρος «κοινωνικό δίκτυο» ας
αναλογιστούν ότι πάντα την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη
αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν
εκείνοι που είχαν τις καλύτερες «γνωριμίες». Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι
ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και
οικονομικής κάστας, σήμερα η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοικτή σε
όλους κι εξαρτάται μάλλον από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός, παρά από
το κληρονομικό δικαίωμα.
Η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων είναι η
μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας της κοινωνίας
των πολιτών απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να εγγυηθεί και να
προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.
Η μεγάλη σημασία της οριζόντιας επικοινωνίας, συνεργασίας και δικτύωσης των
χιλιάδων εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που μόλις
πρόσφατα έχει αρχίσει ν’ αναδεικνύεται στο δημόσιο διάλογο.

Κοινωνικός ακτιβισμός
Πάντοτε στην ιστορία ο εθελοντισμός και ο ακτιβισμός, η έμπρακτη, δηλαδή,
συμμετοχή στην άρση ή τη βελτίωση μιας κατάστασης ήταν η κινητήρια δύναμη
αλλαγών και ριζικών ανατροπών. Διότι «κοινωνικός ακτιβισμός» σημαίνει, πρώτα
απ’ όλα, συνειδητοποίηση του αγώνα και της προσφοράς, ώστε να αλλάξει μια μη
επιθυμητή κατάσταση. Σημαίνει ότι κάποιος είναι διατεθειμένος να επωμιστεί το
κόστος αυτής της διαδικασίας, προσφέροντας είτε ελεύθερο χρόνο είτε χρήμα είτε
τεχνογνωσία.
Σημαίνει, επίσης, εξειδικευμένη γνώση και βούληση για το πώς αλλάζουν τα
πράγματα. Και είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει μία κοινωνία τις
κατεστημένες νοοτροπίες και τη διαφθορά της γραφειοκρατίας. Σημαίνει, ακόμα,
ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιώματα του πολίτη, αλλά και πάλη για να εκφραστούν.
Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να γίνει κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων για τις
καλές πρακτικές και να επιτευχθεί η βέλτιστη αξιοποίησή τους κάτω από τον αυστηρό
κοινωνικό έλεγχο. Διότι μόνο ένας έλεγχος μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός. Κι
αυτός δεν είναι ούτε ο αστυνομικός, ούτε ο νομικίστικος έλεγχος των δημοσίων
υπαλλήλων. Ο πιο ουσιαστικός έλεγχος είναι ο ηθικός και κοινωνικός έλεγχος των
πολιτών, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής σε παρακμιακές λειτουργίες.
Ο εθελοντικός και ο κοινωνικός ακτιβισμός σε αυτή την περίπτωση μπορούν να
προκαλέσουν την αντιστροφή της φθίνουσας πορείας των δημόσιων πραγμάτων.
Μπορούν να αφυπνίσουν και να ενεργοποιήσουν την κοινωνία δημιουργικά. Ιστορικά
αυτό έχει αποδειχθεί. Μετά από περιόδους μεγάλης παρακμής και κρίσης, η
κινητοποίηση της κοινωνίας και ο εθελοντισμός, με την μορφή του πατριωτισμού ή
άλλων μορφών, προκάλεσε μία νέα δημιουργική περίοδο. Στη σημερινή συγκυρία, δε
λείπουν οι πόροι – φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι. Λείπει η δημιουργική τους
αξιοποίηση.
Είναι προφανές ότι ο κοινωνικός ακτιβισμός, που γίνεται με πρωτοβουλία των ίδιων
των πολιτών, προϋποθέτει την ανοιχτή κοινωνία και όχι τα κλειστά, ολιγαρχικά
πολιτικά συστήματα, που απαγορεύουν τις πρωτοβουλίες των πολιτών. Και η ανοιχτή
κοινωνία κατακτιέται, διευρύνεται και γίνεται πιο ανεκτική και αλληλέγγυα μέσα από
την ελεύθερη δράση των κοινωνικών ακτιβιστών. Μέσα από τη δυνατότητα οριζόντιας
οργάνωσης και επικοινωνίας, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διακρατικό επίπεδο. Και
θα πρέπει να παραδεχτούμε είτε το έχουμε συνειδητοποιήσει είτε όχι ότι λειτουργούμε
μέσα στους θεσμούς μιας διακρατικής οντότητας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα κινήματα και οι εκστρατείες αλληλεγγύης δε γίνεται να έχουν εθνικά σύνορα.
Μπορεί να εστιάζονται εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά η αλληλεγγύη
μεταξύ των πολιτών διαφορετικών χωρών είναι κίνηση προς τα εμπρός. Κι εδώ πρέπει
να θυμίσουμε ότι τα μεγαλύτερα κινήματα αλληλεγγύης είχαν κάποτε διεθνή
χαρακτήρα.
Ο κοινωνικός ακτιβισμός είναι μεταξύ άλλων και μια βασική παράμετρος της
συμμετοχικής δημοκρατίας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Η αλληλεπίδραση του κοινωνικού ακτιβισμού με την κοινωνική οικονομία και τη
μέγιστη αξιοποίηση της δημιουργικότητας των πολιτών, δημιουργεί νέες ευκαιρίες για
κοινωνικές επιχειρήσεις, αυτοαπασχόληση, αλληλέγγυο εμπόριο και επομένως
συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας.
Οι ιδεολογίες μπορούν να «σπρώξουν» τα πράγματα μπροστά, να βελτιώσουν τις
συνθήκες ή να οδηγήσουν στην οπισθοδρόμηση. Οι ιδεολογίες επιδρούν, θα λέγαμε
καταλυτικά, όπως και οι τεχνολογίες, στην εξέλιξη μιας κοινωνίας. Η ιδεολογική
προσέγγιση έχει σχέση με την οργανωτική κουλτούρα μιας Πολιτείας. Και η
οργανωτική κουλτούρα έχει σχέση με τη βέλτιστη ή μη αξιοποίηση των ανθρώπινων
πόρων. Μία παρακμιακή καταναλωτική κουλτούρα οδηγεί αναπόφευκτα στην
υποβάθμιση των ανθρώπινων πόρων και αυτό ακριβώς υφιστάμεθα σήμερα. Μία
οργανωτική κουλτούρα με παραγωγικές και δημιουργικές αξίες είναι το ζητούμενο για
την επανεκκίνηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτά
τα ζητήματα τα θέτει επί τάπητος ο κοινωνικός ακτιβισμός.
Ο κοινωνικός ακτιβισμός που γίνεται με πρωτοβουλία των ίδιων των πολιτών
προϋποθέτει την ανοιχτή κοινωνία και όχι τα κλειστά, ολιγαρχικά πολιτικά συστήματα,
που απαγορεύουν τις πρωτοβουλίες των πολιτών. Και η ανοιχτή κοινωνία κατακτιέται,
διευρύνεται και γίνεται πιο ανεκτική και αλληλέγγυα μέσα από την ελεύθερη δράση
των κοινωνικών ακτιβιστών. Μέσα από τη δυνατότητα οριζόντιας οργάνωσης και
επικοινωνίας όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διακρατικό επίπεδο.
Οι θεσμοί δια βίου μάθησης και διαχείρισης γνώσης
Η δια βίου μάθηση συνδέεται με την Κ.Ο. από την άποψη ότι η πολυπλοκότητα του
αντικειμένου απαιτεί διαρκή επιμόρφωση και συνειδητοποίηση των θεσμικών κανόνων
μέσα στους οποίους λειτουργεί.
Καταρχάς, θα πρέπει να ορίσουμε ότι η «δια βίου μάθηση» είναι μία μακροχρόνια
διαδικασία, που ξεκινάει από τη γέννηση του ανθρώπου και συνεχίζει σε όλη τη
διάρκεια της ζωής του. Υπό αυτή την έννοια, δια βίου μάθηση δεν είναι ούτε τα
Ι.Ε.Κ. ούτε τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Δεν ταυτίζεται με την σχολική μάθηση,
αλλά είναι μια ξεχωριστή διαδικασία, που συνδυάζεται περισσότερο με τη μάθηση
μέσα από την εργασία ή και τον εθελοντισμό. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι
μια διαστροφή του όρου και της πρακτικής της διεργασίας σχετικά με τη δια βίου
μάθηση.
Ο επίσημος ορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δια βίου μάθηση αναφέρεται σε:
«Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της
ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο
πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την
απασχόληση» (European Commission, Com (2001) 678).
Από φιλοσοφική άποψη, ο όρος “δια βίου μάθηση” αναφέρεται σε μια φιλοσοφική
αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θεωρείται ως το πιο κατάλληλο και
αστείρευτο μέσο για διαρκή προσωπική βελτίωση και επαγγελματική εξέλιξη. Ο όρος
αυτός καλύπτει κυρίως τη βιωματική μάθηση στην εργασία, τον πολιτισμό, καθώς και
τη συμμετοχή στη συλλογική δημιουργία στα κοινά, στην εφαρμογή νέων
τεχνολογιών αλλά και την άσκηση στην τέχνη και τον εθελοντισμό.
Στη σύγχρονη πρακτική, ενώ η δια βίου μάθηση εκθειάζεται, στην ουσία ακυρώνεται
από ένα γραφειοκρατικό σύστημα με «κούφια» πτυχία. Επιπροσθέτως, ενώ
εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια στη χώρα μας, δεν έχει τα επιθυμητά
αποτελέσματα διότι εκτρέπεται από τον πραγματικό της στόχο που είναι η δια βίου
μάθηση μέσα από την εργασία και όχι σε κάποιο σχολείο αποκομμένο από την
παραγωγή. Η διαστροφή βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η δια βίου μάθηση γίνεται
στα δημόσια σχολεία, ενώ θα έπρεπε ρητά να απαγορεύεται να γίνεται σε αυτά. Η
εκτροπή είναι προκλητική και σκόπιμη για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα
συμφέροντα από τη διάθεση των πόρων. Αυτή η γενιά προείσπραξε τα χρήματα της
επόμενης γενιάς, κάτι που είναι μια πρωτοφανής ιστορική απάτη. Οι πόροι για τη δια
βίου μάθηση, λοιπόν, «πετιούνται» στη μαύρη τρύπα ενός αδηφάγου δημόσιου
εκπαιδευτικού συστήματος που, στους τομείς τουλάχιστον των οικονομικών και της
διοίκησης, κατασκευάζει πτυχία χωρίς αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία.
Αντίθετα, η δια βίου μάθηση δύναται να εφαρμοστεί σε πολυπληθείς τομείς: π.χ. ως
μάθηση στην επιχειρηματικότητα, στην συνεργατική οργάνωση, σε νέα προϊόντα και
υπηρεσίες όπου πραγματικά υπάρχει ανάγκη, στην παραγωγικότητα, στη δικτύωση,
στην υγιεινή διατροφή, στα ζητήματα της πόλης και το περιβάλλον, στην
κηποτεχνική, στη μαγειρική, στη διαδικασία e-learning, στη δημοσιογραφία πολιτών,
καθώς και σε πολλούς άλλους τομείς.
Η δια βίου μάθηση μπορεί να προσφέρει βιωματική μάθηση στο χώρο της δράσης και
της δουλειάς και σε σχέση με την παραγωγή αγαθών. Δηλαδή, μαθαίνω παράγοντας
κάτι χειροπιαστά και όχι αποκτώντας θεωρητικές, ακαδημαϊκές και μόνον γνώσεις, οι
οποίες ασφαλώς έχουν την αξία τους, αλλά δεν είναι δυνατόν να εμπεδωθούν χωρίς
την πρακτική εφαρμογή. Πολλά Πανεπιστήμια στο εξωτερικό αναγνωρίζουν αυτή την
ανάγκη και απαιτούν από τους φοιτητές την παράλληλη πρακτική άσκηση. Αυτό όμως
δεν υποκαθιστά την ανάγκη της δια βίου μάθησης, που όπως είπαμε, είναι μια
μακροχρόνια διαδικασία εφόρου ζωής, με πρακτική εμπειρία. Σε ότι αφορά μάλιστα
την πόλη και τον Δήμο, οι αρχαίοι έλεγαν: Η πόλις είναι το σχολείο. Ακόμη και οι
τοίχοι της πόλης διδάσκουν. Δηλαδή, η δια βίου μάθηση γίνεται μέσα στην πόλη, στις
λειτουργίες της πόλης, στις διαβουλεύσεις και την συμμετοχή στα κοινά. Η τεχνική
κατάρτιση γίνεται στα εργαστήρια παραγωγής και τα εργοτάξια και η άσκηση
επιτηδευμάτων στις επιχειρήσεις που παράγουν και αναπαράγουν προϊόντα.
Δια βίου μάθηση στην αγορά εργασίας
Στο σύγχρονο κόσμο, δεν υπάρχουν απεριόριστες προσφερόμενες θέσεις εργασίας,
ούτε αυτές προκύπτουν αυθόρμητα, ούτε μπορεί να τις δημιουργήσει απεριόριστα το
κράτος. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζεται η διόγκωση του φαινομένου της ανεργίας,
που λογικά προκύπτει από τον περιορισμό της προσφοράς εργασίας και την
ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης. Έτσι, είναι προφανές ότι οι θέσεις εργασίας
δημιουργούνται από τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, την οποία ούτε το
κράτος μπορεί να επεκτείνει, αλλά ούτε και ο ιδιωτικός τομέας, πέραν των ορίων
εκείνων που επιτρέπουν σε μια επιχείρηση τη βιωσιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, η
βιωσιμότητα μιας επιχείρησης προϋποθέτει ένα ποσοστό κέρδους, ενώ για το κράτος
προϋπόθεση της βιωσιμότητας είναι να μην υπάρχει ζημία. Πώς μπορούν να
δημιουργηθούν όμως θέσεις εργασίας πέραν αυτών των ορίων;
Αν συγκρίνουμε τι είχε η Αρχαία Αθήνα και τι έχουμε σήμερα, από την πλευρά της
λειτουργίας και κουλτούρας του τότε με τις τεχνολογίες του σήμερα, θα
διαπιστώσουμε το εξής παράδοξο: να θαυμάζουμε την ποιότητα των έργων και την
ποιότητα ζωής στην αρχαία Αθήνα, χωρίς τα εξελιγμένα τεχνολογικά και μηχανικά
μέσα που διαθέτουμε σήμερα. Αυτό και μόνο θα πρέπει να μας προβληματίσει για την
σχέση της επιστήμης με την φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής. Πολύ απλά, θα λέγαμε ότι
στην εποχή μας έχουμε εξελιγμένη επιστήμη και στην Αρχαία Αθήνα μοναδικά
ανεπτυγμένη φιλοσοφία, που καθόριζε και τους θεσμούς της πόλης.
Αν συνδυάσουμε λοιπόν τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα με την έξυπνη διαχείριση
των ανθρωπίνων πόρων και μια πιο φιλοσοφημένη στάση ζωής σε σχέση με την
κατανάλωση, τις αξίες ζωής και την αντίθεση πλούτος- φτώχεια, σίγουρα μπορούμε
να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής σε επάρκεια, μέσα από την κατανομή
του παραγόμενου πλούτου, δίνοντας περισσότερη σημασία στο πνευματικό πλούτο
της πόλης, που εξίσου καθορίζει την ποιότητα ζωής σε όλα τα επίπεδα. Εδώ θα πρέπει
να τονίσουμε την ουσιαστική συσχέτιση της αξιοποίησης των ανθρωπίνων πόρων με
τη διαχείριση της γνώσης, που δεν είναι μόνο η επιστήμη και η τεχνολογία, αλλά και η
φιλοσοφική στάση ζωής των πολιτών σε προτεραιότητες και αξίες και η συμμετοχή
τους για τα κοινά αγαθά της πόλης.
Η αποτελεσματικότητα προϋποθέτει οργανωμένη έκφραση μέσα από τις οργανώσεις
της κοινωνίας πολιτών, συμβούλια της γειτονιάς, κοινωνικές δομές του Δήμου και, αν
θέλουμε να πάμε λίγο πιο μακριά, μπορούμε να μιλάμε για τις σύγχρονες «εκκλησίες
του Δήμου». Δηλαδή, τοπικές συνελεύσεις διαβούλευσης, στο πλαίσιο της
συμμετοχικής δημοκρατίας, που μπορούν να επισημαίνουν προβλήματα και να
αναλαμβάνουν ευθύνες για την επίλυσή τους. Επίσης, μια άλλη μορφή έξυπνης
διαχείρισης της γνώσης είναι η δημιουργία και η εξέλιξη των «θεσμών αλληλεγγύης»
και η αξιοποίησή τους στην προώθηση της κοινωνικής οικονομίας και
επιχειρηματικότητας. Δηλαδή, δημιουργία επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση
κοινωνικών προβλημάτων.
Ο υπεύθυνος και οργανωμένος πολίτης στη πόλη του καλείται να γίνει συν-
δημιουργός με την Τοπική Αυτοδιοίκηση τοπικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Όχι
με αποκλειστικό κίνητρο το κέρδος, αλλά την διεκδίκηση της ποιότητας ζωής και την
αντιμετώπιση της φτώχειας. Και σε αυτό το επίπεδο υπάρχουν πολύ καλύτερες
τεχνολογικές και υλικές προϋποθέσεις από ότι υπήρχαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου οι
πολίτες ήταν συν-δημιουργοί της πόλης τους.

Βιβλιογραφία – Πηγές:

Αδάμου A. & Μεταξάς Θ. (2003), Δημιουργώντας την ελκυστική εικόνα ενός τόπου
μέσα από τη διαδικασία του Μάρκετινγκ του τόπου: Η περίπτωση της Αλοννήσου
Στακραέλι, Δίκτυο Αχαϊκής Αλληλέγγυας Οικονομίας
www.socialactivism.gr
www.ctp.gr – Πολιτιστικό Τρίγωνο Πρεσπών
oikopress.gr
www.visitcyprus.biz -Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού
partetavouna.blogspot.gr
www.uth.gr – Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
ec.europa.eu – strategic framework for European cooperation in education and training
("ET 2020")
www.pess.gr – Πανελλήνια Ένωση Σχολικών Συμβούλων
www.sciencenews.gr – Περιβαλλοντικό γλωσσάρι
www.biodiversity.gr
Center for Regional Social and Cultural Entrepreneurship in Tourism – Μελέτη για την
καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας και της
κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην περιφέρεια Πελοποννήσου (2006)
Κοινωνική οικονομία και κοινωνική επιχειρηματικότητα – Οδηγός για την Κοινωνική
Ευρώπη – Τεύχος 4 (2013)
ΑΣ Κοινωνική Αμφικτιονία, Μεθοδολογία Παρατηρητηρίου Απασχόλησης και
Επιχειρηματικότητας (equal)
el.wikipedia.org/wiki
koinoniki-georgia.blogspot.gr
Τουριστικό προϊόν: Αυθεντικές τοπικές εμπειρίες και νέες νοοτροπίες
10/06/2013
Άρθρο του Κωνσταντίνου Αλεξόπουλου, CEO, Domotel A.E. , στην έντυπη έκδοση του
ka-business.gr «ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ & ΑΝΑΠΤΥΞΗ»