Το Σοπωτό (ή Αροανία) είναι ένα από τα γραφικότερα χωριά του
Βρίσκεται Ν.∆. των Καλαβρύτων και συγκεκριµένα στο 32ο χιλιόµετρο του επαρχιακού
δρόµου Καλαβρύτων – Πύργου. Είναι χτισµένο στο άκρο µιας µακρόστενης κατάφυτης
κοιλάδας, στους δυτικούς πρόποδες του βουνού Τάρταρη (1209 µ.), που είναι η τελευταία
παραφυάδα του Ερυµάνθου. Το χωριό έχει υψόµετρο 930 µ. περίπου. Το κλίµα του είναι
υγιεινό και το καλοκαίρι ειδικότερα, η δροσιά που κατεβαίνει από τις πλαγιές του Τάρταρη
σµίγει µε τη µυρωδιά του γαύρου και του σφενδα- µιού, κάνοντας την ατµόσφαιρα ευώδη
και τον επισκέπτη να αισθάνεται µαγευτική ευφορία.
η άποψη ότι η ονοµασία του είναι αλβανικής
µ’αυτή δε τη γνώµη συµφωνούν και οι περισσότεροι. Είναι γεγονός ότι το έτος 1928 το χωριό
είχε ονοµαστεί Άγιος Παύλος, από το όνοµα του Οσιοµάρτυρα που γεννήθηκε εκεί. ∆ύο χρόνια
όµως αργότε- ρα, το 1930, µετονοµάστηκε σε Αροανία, για το λόγο ότι ήταν πρωτεύουσα του
άλλοτε ∆ήµου Αροανίας, αν και απέχει αρκετά από τα Αροάνια όρη ή απ’αυτή την αρχαία
Αροανία (εκ του αρόω-ω = αροτριάω – ω, οργώνω), που τοποθετείται στη σηµερινή Σέλιτσα,
κοντά στην Κοιλάδα του Ελουκού ποταµού. Επίσης , ο ποταµός αυτός στα χρόνια του
Παυσανία (γύρω στο 170 µ.Χ.) ονοµαζόταν Αροάνιος.
σαν ένας γεωργικός και ποιµενικός οικισµός. Μ’αυτή την άποψη συµφωνεί και ο Καµενιανίτης ερευνητής,
Μοναχός Μάξιµος Ιβηρίτης – Νικολόπουλος, που έκανε εκτεταµένη ιστορική έρευνα για το Σοπωτό και για
τον από εκεί καταγόµενο Νέο Οσιοµάρτυρα Παύλο. (Την οποία παρουσίασε στο βιβλίο του µε τίτλο:
“Ο Άγιος Νέος Οσιοµάρτυρας Παύλος και τα περί της αποτόκου Αροανίας ή Σοπωτού Καλαβρύτων”,
έκδοση 1998, Θεσσαλονίκη).
στο Σοπωτό υπήρχαν 109 οικογένειες µε πληθυσµό 417 άτοµα, 242 άνδρες και 229 γυναίκες.
Κατά δε την απογραφή του 1879 το Σοπωτό ήταν τρίτο σε πληθυσµό στην Επαρχία Καλαβρύτων,
µετά δηλ. τη (Στρέζοβα) ∆άφνη και την Κέρτεζη, και είχε 1101 κατοίκους. Στην τελευταία απογραφή
του 1991 η Αροανία είχε 159 κατοίκους. Το έ- τος 1833, µε την υποδιαίρεση του κράτους σε ∆ηµαρχίες,
το Σοπωτό ορίζεται έδρα του δήµου Αροανίας, που αποτελούνταν από τα χωριά Σοπωτό, Αγρίδι,
Αναστάσοβα, ∆εσινό, ∆ροβολοβό, Καµενιάνοι και Χόβολη. Πρώ- τος γνωστός ∆ήµαρχος Αροανίας ήταν
ο Ιωάννης Σακελλαριάδης το έτος 1837, και τελευταίος µέχρι το 1914 ο Θεµιστοκλής Στεφανόπουλος,
που είχε διαδεχτεί τον ∆ροβολοβίτη Χρήστο Βέρροιο. Σήµερα, µε το σχέδιο “Καποδίστριας”,
η Αροανία είναι ένα απο τα χωριά που συναπαρτίζουν τον οµώνυµο ∆ήµο.
αποτέλεσε η ίδρυση του Ελληνικού Σχολείου Σοπωτού, που οικοδοµήθηκε από κληροδότηµα
του Σοπωτινού Αθανασίου Τζίπηρα γύρω στα 1796. Ενώ ο ίδιος είχε πεθάνει µεταξύ των
ετών 1770 -1780, είχε ορίσει ως επιτρόπους για να ολοκληρώσουν τη διαθήκη του, τους
προκρίτους του χωριού, Χαράλαµπο Λουτοτζακίρη και Γ. Γιαννακόπουλο. Όταν κηρύχτηκε
η Επανάσταση του 1821 το σχολείο Σοπωτού διήνυε τα 25 χρόνια λειτουργίας του (1796 – 1821),
µε δύο µόνο ολιγόχρονες διακοπές, λόγω διαφόρων περιστάσεων. Στα δύσκολα χρόνια της
τουρκικής σκλαβιάς, η προσφορά του Σχολείου στον τόπο ήταν πολύ µεγάλη. Αποτελούσε
πραγµατικά έναν µορφωτικό πυρήνα για όλη την περιοχή. Πολλοί και αξιόλογοι δάσκαλοι
δίδαξαν σ’αυτό, και εξαιτίας αυτού, το πνευµατικό επίπεδο των Σοπωτινών ήταν αρκετά
αξιόλογο πριν την Επανάσταση του 1821, αλλά και µετέπειτα. Έτσι, µετά την απελευθέρωση
δηµιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε οι Σοπωτινοί να µπορέσουν να εξελιχθούν
στον πνευµατικό τοµέα και να καταλάβουν αξιόλογες θέσεις.
ο Άγιος Παύλος . Ο Νέος Οσιοµάρτυς Παύλος γεννήθηκε το έτος 1790 στο όµορφο Σοπωτό της τέως
Επαρχίας Καλαβρύτων, από φτωχούς αλλά ενάρετους γονείς και το κατά κό- σµον όνοµα του ήταν
Παναγιώτης. Μετά από µια πορεία ζωής δύσκολη και ταλαιπωρηµένη, καθότι ο ζυγός της τουρκοκρατίας ήταν βαρύς
για τους Έλληνες, έφθασε η ώρα του µαρτυρίου για τον Σοπωτινό Οσιοµάρ- τυρα Παύλο. Ο Άγιος Νέος Οσιοµάρτυς
Παύλος µαρτύρησε στην Τρίπο- λη στις 22 Μαΐου 1818 σε ηλικία, όπως προκύπτει από τις ηµεροµηνίες, 28 ετών.
Με το ένδοξο µαρτύριο του λάµπρυνε τη γενέτειρα του και άφησε µεγάλη παρακαταθήκη για το µέλλον της.
Σοπωτό γεννήθηκαν και ανα- τράφηκαν και πολλές άλλες προσωπικότητες, που στη συνέχεια έδρασαν στην
Ελληνική κοινωνία και τον απανταχού Ελληνισµό:
Γαστούνη, την ίδια εποχή.
Ελληνικά και Λατινικά, καθότι είχε λάβει σπουδαία µόρφωση στην Βενετία.
του Αγίου Όρους του ΙΗ΄ αι., µε µεγάλη προσφορά στο γένος µας.
Εταιρίας. Στην γενέτειρά του επέ- στρεψε τρεις µήνες πριν την επανάσταση και συγκεκριµένα ήλθε στη Μονή της
µετανοίας του, δηλ. τους Αγίους Θεοδώρους του Βουνού Ζέµπι, ό- που πρωτοείχε γίνει µοναχός. Εκτός από την
προσωπική του προσφορά έστελνε και απ’το εξωτερικό αφιερώµατα σε Ι. Ναούς και χρήµατα σ’όσους είχαν ανάγκη.
περίθαλψης τότε ήταν λιγοστά. Αδελ- φός του γιατρού ήταν ο Νικολέτος Σοφιανόπουλος αγωνιστής του ’21,
ο οποίος δυστυχώς κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου µετά την Επανάσταση συνέλαβε κατ’εντολή του
Κωλέτη τον Παλαιών Πατρών Γερµανό στη Μονή Χρυσοποδαρίτισσας Νεζερών και τον Ιανουάριο του 1825
κάτω από άθλιες συνθήκες (µέσω ∆ροβολοβού) τον οδήγησε στη Γαστούνη, και τον παρέδωσε στον Στρατηγό Γκούρα.
Μάλιστα χαρακτηρίζεται σαν “θεµελιωτής της εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης”. Εκλέχτηκε επίσης Βουλευτής
Επικρατείας στην πρώτη µετάδικτατορική Βουλή.
µνηµεία, τη γνωστή Ι. Μονή Φανερωµένης και την Ι. Μονή Αγίων Θεοδώρων (Καλογραιών) που βρίσκονταν
στο µέσον της βόρειας πλευράς του βουνού Τάρταρης. Ακόµη, στις δύο συνοικίες του Σοπωτού δεσπόζουν
δύο παλαιοί ναοί. Ο Ναός της Ευαγγελίστριας (Ευαγγελισµού της Θεοτόκου) και ο Ναός του Αγ. Γεωργίου.
ορισµένα ερείπια περιτοιχίσµατος,
οστεοφυλάκιο, που ήταν στον πρόναο µε τα οστά µοναχών. Για το χρόνο ανέγερσης της Μονής,
οι πηγές προέρχονται από αναφορές του Γ. Παπανδρέου στην επετηρίδα των Καλαβρύτων και
αναφέρει τα εξής: “Ανηγέρθη εκ βάθρων γης και ιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος ναός αυτός της
υπερευλογήµενης ∆εσποινίς ηµών Θεοτόκου και αειπάρθενου Μαρίας της επονοµαζόµενης
Φανερωµένης δια συνδροµής και κόπου πολλού και εξόδου των πανασιωτάτων ιεροµόναχων
και πνευµατικών κυρού Τιµοθέου καθηγουµένου και κυρού Θεωνά εις ψυχικήν σωτηρίαν,
ηγουµένοντος του Παναγιότατου ηµών αυθεντός και δεσπότου οικουµενικού κυρού Τιµοθέου
Επισκόπου Ωλένης κυρού Θεοφάνους, 10 Μαΐου 1616.
Στα 1805 ο Άγγλος περιηγητής W.
. Στη Μονή άνηκε µια µεγάλη έκταση, µέχρι και την περιοχή Αλέσταινα, ενώ διέθετε και µετόχια στο Τσαρούχλι (Πεύκο),
στην Κάπελη Σκουπίου και καταστήµατα στη Κωνσταντινούπολη. Λέγεται επίσης, ότι η Μονή των Αγίων Θεοδώρων
στην Ανάσταση ήταν µετόχι της Μονής Φανερωµένης και χτίστηκε από το µοναχό της Φανερωµένης Συµεών.
Η Μονή πρέπει να έχασε τη δύναµή της, γύρω στα 1834 επειδή είχε µικρό αριθµό µοναχών, αλλά µέχρι το 1870
µόναζε εκεί ο Σοπωτινός Σαµουήλ. Από το µοναχό αυτό και µετά η Μονή διαλύεται λόγω της
κακοδιαχείρισης των επερχόµενων καλόγερων.
ονοµάστηκε Μονή Καλογραιών, επειδή µόναζαν σ’αυτήν Καλόγριες. Η χρονολογία ανέγερσης
της Μονής είναι άγνωστη. Σήµερα, διατηρείται µόνο η εκκλησία, καθώς επίσης οι αγιογραφίες
στο τέµπλεον και το ιερό. Αυτές οι αγιογραφίες είναι παρόµοιες µε αυτές του προφήτη Ηλία και απ’αυτό συµπεραίνεται πως ανήκουν στον ίδιο καλλιτέχνη. Η Μονή παρακµάζει το 1834 (την ίδια ακριβώς χρονιά µε τη Μονή Φανερωµένης), αλλά διατηρείται µε δύο καλόγριες µέχρι το 1900. Στη Μονή αυτή αποσύρθηκε το έτος 1800 ο επίσκοπος Ανθούσης Κωνσταντίνος, όπου παρέµεινε µέχρι το θάνατο του. Σήµερα στο εκκλησάκι που έχει αποµείνει, γίνεται λειτουργία την ηµέρα της Αναλήψεως, λόγω του ότι πίσω από την κορυφή του Τάρταρη υπήρχε εκκλησιά της Αναλήψεως.
αγιογραφίες. Για το χρόνο ανέγερσης του µας πληροφορεί η σωζόµενη επιγραφή που έχει ως
εξής: “Ανηγέρθη εκ βάθρων και ανιστορήθη ο Θείος και πάνσεπτος ούτος Ναός του Ευαγγελισµού
της Υπεραγίας Θκου δια συνδροµής κόπου και εξόδου του Θεοφιλέστατου επισκόπου Ωλένης Κύριου
Ιωαννίκιου του επικλίνον Νίρου και πατρίδος εκ χωρίου Σωποτού + ΑΓΨ (1703), Οκτωβρίου ΚΘ΄,
Η∆, ΑΥ κόπου πολλού Ευσταθίου Αλύπου του εξ Ιωαννίνων” (βλ. σχ. ∆ηµητράκη Κίτσου, ό.π, σελ. 17).
Επίσης άλλη χρονολογία βρίσκεται γύρω από τον Παντοκράτορα και αναφέρει το έτος 1700, προφανώς
τότε άρχισε η αγιογράφηση του Ναού. Η Ευαγγελίστρια ανακαινίστηκε το 1938 µε δωρεά των
αδελφών Σπήλ. Σοφιανόπουλου.
Ο πρόναος και τα δύο πλάγια µάλλον κατασκευάστηκαν µεταγενέστερα. Αυτή η προσθήκη πρέπει να έγινε
γύρω στα 1834, όπως αναφέρει η σχετική επιγραφή: “Ανεκαινίσθη ο Πανς(επτος) κ(αι) Ι(ερος ) ούτος Ναός
το 1834- Κατ(ά) Μ(ήνα) + Ιούν(ιον)-Συνδροµή των Κυρ(ίων) + Οικ(ονοµόπουλου)
ι το 1800 δύο µαρµάρινα µανουάλια ο Ασηµάκης Kαρόπουλος.
Μεταµορφώσεως, το ναό των Αγίων Αναργύρων, το ναό του Αγίου Παύλου του Νέου που χτίστηκε το 1956 µε
δωρεά των αδελφών Σοφιανόπουλων, το ναό των Ταξιαρχών, το ναός του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Βαρβάρας,
του Αγίου Αθανασίου, της Αγίας Παρασκευής, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Ιωάννου, του Αγίου Νικολάου,
και του Αγίου Παντελεήµονα. Κάθ’ένας απ’αυτούς έχει µια δική του ιστορία.
των Σοφιανόπουλων, ο οποίος βρίσκεται στη συνοικία της Ευαγγελίστριας. Ήταν ένας πύργος µε περιτοιχισµένο
προαύλιο, µε ισόγειο χτιστό µε θόλο και λέγεται ότι ήταν τόσο ψηλός ώστε από την κορυφή του φαινόταν το
κυπαρίσσι του Αγίου Γεωργίου, είχε επίσης πολεµίστρες και εσωτερικό υδραγωγείο. Ο πύργος άνηκε στο Βασιλικό
Σοφιανόπουλο που είχε λάβει ενεργό µέρος στην επανάσταση του 1770. Παλαιό, επίσης προ της Επανάστασης,
είναι και το αρχοντικό των Σοφιανόπουλων ή Ζουλουµέων, καθώς και το σπίτι του
λίγο πρίν την Επανάσταση του 1821, στην Τρίπολη. Σήµερα, απ’αυτόν τον πύργο σώζονται µόνο τα θεµέλια.
Άλλο κτίσµα είναι το κεντρικό καφενείο στην πλατεία της Ευαγγελίστριας και ένα οίκηµα του Αγίου Γεωργίου, όπου
παλαιότερα στεγαζόταν το σχολείο. Επίσης ένα πολυσή- µαντο δηµιουργικό έργο ολοκληρώθηκε πρόσφατα (2000)
στην όµορφη Αροανία. Είναι ο περικαλλέστατος Να ός του Αγίου Νέου Οσιοµάρτυρος Παύλου που µαζί µε το υπόλοιπο
τιριακό συγκρότηµα (πνευµατικό κέντρο, δανειστική βιβλιοθήκη κ.λπ.), και µε την οµορφιά του τοπίου της Αροανίας
θ’αποτελέσουν πόλο έλξης για το ∆ήµο µας. Η κατάσκευή και η περάτωση του ναόυ ανήκει κυρίως στους κτήτορες
κ.κ. Ιωάννη και Αικατερίνη Αναγνωστοπούλου και στους: Σεβασµιώ τατο Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας
κ.κ. Αµβρόσιο, τον Καµε- νιανίτη µοναχό της Ι. Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, Μάξιµο Νικολό- πουλο, που
στήριξαν παντοιοτρόπως αυτή τη προσπάθεια, καθώς και σ’όλους τους ανώνυµους και επώνυµους, στα µέλη
του Ιδρύµατος Προασπίσεως Ηθικών και Πνευµατικών Αξιών κ.α.
έχει να δείξει σπουδαίους ανθρώπους που πλαισιώνουν διάφορους τοµείς της κοινωνίας µας. ∆ικηγόροι, ιερωµένοι,
έµποροι, ανώτεροι υπάλληλοι κ.ά. καταξιώνουν την όµορφη γενέτειρά τους. Πιστεύουµε πως το γραφικό Σοπωτό (ή Αροανία)
θ’αρχίσει σύντοµα ν’ανακτά την παλιά του αίγλη, εάν αξιοποιηθεί ως θέρετρο ορεινού τουρισµού, καθώς διαθέτει όλες τις
προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό. Η σπουδαία αγορά που διέθετε παλαιότερα το Σοπωτό, καθώς και οι διάφορες υπηρεσίες
που έδρευαν κι εδρεύουν σ’αυτό, το είχαν καταστήσει ένα απο τα σηµαντικότερα κεφαλοχώρια της περιοχής.
ή Σοπωτού Καλαβρύτων, ιστορικά. Θεσσαλονίκη 1998.
Απόσπασμα από το βιβλίο ”Τα χωριά νοτίως του Ερυμάνθου” του Βασίλη Τακτικού