Η ∆άφνη είναι ένας από τους πιο παλιούς ∆ήμους της περιοχής, που μέχρι το1970περίπου
είχε σημαντικό πληθυσμό. Η τοποθεσία
που είναι κτισµένη και η ιστορική πορεία της µέσα στο χρόνο, συνδέ ονται άρρηκτα µε την Αρκαδία.
Ένα μεγάλο τμήμα της τέως Επαρχίας Καλαβρύτων και της τέως Επαρχίας Γορτυνίας, αποτελούσαν
τμήμα τα της αρχαίας Αρκαδίας που είχε το όνομα Αζανία. Η ∆άφνη ήταν α ναπόσπαστο τμήμα του
κράτους του αρχαίου Κλείτορα, και οι κάτοικοί της αποκαλούνταν Κλειτόριοι.
Τον 6ο π.Χ. αιώνα, η πόλη – κράτος Κλείτωρ,
γίνεται το πιο ισχυρό και κυρίαρχο κράτος της Αζανίας. Στην ευρύτερη περιοχή
της σημερινής ∆άφνης, σύμφωνα με διάφορες πιθανολογήσεις, τοποθετούνται οι αρχαίες
κώμες Αργεάθαι, Λυκούντες, Σοτάνη, Νασοί, Πάος, Όρυξ ή Αλούς και Θαλιάδες.
Αργότερα, (7ος-8ος αιώναςμ.Χ.) η ∆άφνη εποικίζεται από τους Σλάβους, κατά την κάθοδό τους στην Πελοπόννησο. Το όνομα Ζοστρέβα που αποδίδεται στη ∆άφνη ακόμη και σήμερα είναι Σλάβικο.
Εδώ στην περιοχή της ∆άφνης, πρέπει να έμειναν γύρω στα εκατόν πενήντα χρόνια και ζούσαν ειρηνικά με τους εναπομείναντες κατοίκους. Όμως, και στα κατοπινά χρόνια όταν κατακτούν την Ελλάδα οι Φράγκοι, εγκαθίστανται στην περιοχή ∆ρυμώνας της ∆άφνης και κτίζουν ένα κάστρο, το σημερινό “Παλιόκαστρο “. Κατά τον 11ο-13ο αιώνα μ.Χ. περίπου, κτίζεται κοντά στη Στρέζοβα το μοναστήρι της Ευαγγελιστρίας, το οποίο βρίσκεται πάνω από το λόφοΚοφίνια. Στη κυριαρχία των Τούρκων η ∆άφνη πέρασε το 1458, όπως όλη η επαρχία Καλαβρύτων. Αργότερα το έτος 1685-1715, η ∆άφνη περνά στη κυριαρχία των Ενετών. Στη μεγάλη απογραφή “Γριμάνη” που έγινε το έτος 1700 , είχε 58 οικογένειες και πληθυσμό 273 άτομα.
Γύρω στα 1767-70 έρχονται οι Αλβανοί στην Πελοπόννησο προς ενίσχυση των Τούρκων, οι οποίοι
λαφυραγωγούν το µοναστήρι της Ευαγγελιστρίας, όπως και άλλους ναούς της περιοχής. Στα 1770- 79, έρχεται
ο τούρκος πασάς Χασάν και στρατοπεδεύει στο πλησίον του µοναστηριού φράγκικο κάστρο. Ο πασάς Χασάν
λύτρωσε την πε- ριοχή από τους Αλβανούς, οι οποίοι συνέχιζαν να καταστρέφουν τα πάντα. Αλλά και αυτός πήρε
από το µοναστήρι ό,τι χρειαζόταν για να τροφοδοτήσει το στρατό του. Από το όνοµά του πήρε το όνοµα και η
βρύση που βρίσκεται στο φρούριο και µέχρι σήµερα λέγεται του Χασάνη η βρύση.
Για την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, έχουμε αναφορές σε γραπτά κείμενα του Κανέλλου ∆εληγιάννη και του Γενναίου Κολοκοτρώνη. Η ∆άφνη συμμετείχε με 92 παληκάρια υπό τον Οπλαρχηγό Πιτσουνά
στην πρώτη νικηφόρα μάχη του
Λεβιδίου.
Μετά την επανάσταση η ∆άφνη εξελίσσεται στο μεγαλύτερο κεφάλιχώρι της περιοχής, αναπτύσσοντας τη γεωργία και
τη κτηνοτροφία στη κοιλάδα του ποταμού Λάδωνα, όπου το σημαντικό τμήμα της ανήκει στο ∆ήμο ∆άφνης. Αργότερα, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και της έλλειψης πολιτικής για τη στήριξη της υπαίθρου,
επέρχεται κάποιος φυσικός μαρασμός
. Η ∆άφνη ως δήμος διατηρήθηκε μέχρι τη στιγμή της υλοποίησης
του θεσμού της συνενώσεως δήμων και κοινοτήτων, “Ι. Καποδίστριας”. Σήμερα η ∆άφνη αποτελεί έδρα του
∆ήμου Παΐων, και λόγω της θέσης της στο κέντρο της Πελοποννήσου, αποτελεί ένα “καταφύγιο” για όλες τις εποχές.
Η περιοχή διαθέτει φυσικά τοπία απεριόριστου κάλλους: Ποτάμι, Λίμνη, Μοναστήρι, πηγές, τρικάμαρο γεφύρι, εκκλησίες.
Αρκεί ‘αυτά να μπουν σε μία διαδικασία ανάπτυξης και προβολής. Μια διαδικασία που πρέπει ουσιαστικά να ακολουθηθεί
σε όλη σχεδόν την ευρύτερη περιοχή του Ερυμάνθου για να μπορέσει να υπάρξει αναζω- ογώνηση του ανθρώπινου δυναμικού.
Πηγή αποτέλεσε η ιστορική μελέτη του κ. Μπουσιώτη (∆αφναίου)
Απόσπασμα από το βιβλίο ”Τα χωριά νοτίως του Ερυμάνθου” του Βασίλη Τακτικού