Το εγχείρημα καταγραφής της Τοπικής Ιστορίας από την εφημερίδα “ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ” είναι ασφαλώς εντελώς πρωτόλειο, αλλά θεωρείται προαπαιτούμενο για την ανάδειξη της σημερινής πραγματικότητας με αντικείμενο τα χωριά της περιοχής του Ερυμάνθου.
Είναι, πολλές φορές αναγκαίο να ξεκινάµε από τη συλλογική µνήµη, για να ερεθίσουµε τη σκέψη και τη συνείδηση στη σηµερινή πραγµατικότητα. Παράλληλα, είναι και ο µόνος τρόπος για να συγκροτήσουµε µια συλλογική ταυτότητα η οποία χρειάζεται για ν’αναπτυχθεί η τοπική κοινωνία.
∆εν µας ενδιαφέρει µόνον η τοπική ιστορία ως γόητρο, αλλά ως κοινωνικό µάθηµα αυτογνωσίας – οδηγός προς το µέλλον. Κι’αυτή η υπόθεση θέλει πολύ δουλειά και από πολλούς δηµιουργικούς ανθρώπους. Εµείς ξεκινούµε από την επαφή µε εκείνους που έχουν όρεξη, και µεράκι να προσφέρουν ευσυνείδητα στη συλλογική προσπάθεια. Τους αναζητούµε σε µια ευρύτερη έκταση από το “χωριό” και την “επαρχία” µας.
Ως γνωστόν, η ορεινή περιοχή του Ερυµάνθου, και η ιστορία της, απλώνεται σε τρεις νοµούς: Ηλείας, Αχαΐας, Αρκαδίας. Οι άνθρωποι της περιοχής αυτής πέραν των σηµερινών διοικητικών ορίων έχουν κοινές εκδηλώσεις, ήθη και έθιµα. Κοινή τοπική ιστορία, η οποία συνδέεται, βέβαια, µε την ιστορία ολόκληρης της Πελοποννήσου.

Σήµερα, προβάλλοντας, την τοπική ιστορία που είναι κοµµάτι της γενικότερης ιστορίας της
Πελοποννήσου, διεκδικούµε, όχι µόνον την αναγνώριση της σπουδαιότητας της περιοχής µας σ’ένα ευρύτερο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον, αλλά και πόρους για την ανάπτυξη που τους αναλογούν στην περιοχή µας. Κινητήρια δύναµη, ασφαλώς, οι δηµιουργικοί άνθρωποι που µένουν και κατάγονται από την περιοχή. Για µας σε πρώτη σειρά βρίσκονται οι πνευµατικοί εργάτες (διανοούµενοι) και επιχειρηµατίες. Αυτοί µπορεί να δώσουν την ισχυρή ώθηση µαζί µε την τοπική κοινωνία. Χρειάζεται όµως προς τούτο όραµα, οργάνωση, και στρατηγική της ανάπτυξης.
∆εν αρκεί, ασφαλώς, η φιλολογία της παραδοσιακής διανόησης και οι µυθολογίες του τύπου: σε ποιο µέρος ο Ηρακλής συνέλαβε τον Ερυµάνθιο Κάπρο. Εάν τον συνέλαβε για παράδειγµα στην Καπρίβαινα, στη ∆ίβρη, ή στον Ολενό. Και δεν αρκούν, βεβαίως, οι φιλολογίες τι
όµορφα γλεντήσαµε τον Αύγουστο στο χωριό µε τα παραδοσιακά µας τραγούδια και τις “βραστές γίδες”. Καλές αυτές οι ανθρώπινες συγκινήσεις και απολαύσεις, αλλά δεν συνθέτουν από µόνες τους το υποκείµενο της Περιφερειακής Ανάπτυξης. Η “ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ” καταγράφει όσα από τα λαϊκά δρώµενα µπορεί, αλλά και ενδιαφέρεται, για µια άλλη γραφή που κινεί και συνθέτει το νέο αναπτυξιακό υποκείµενο.
Αυτό το µήνυµα ας το έχουν υπόψη τους οι φίλοι µας αλλά και οι επικριτές µας. ∆εν περιφρονούµε την αξία των µύθων και των λαϊκών δοξασιών αλλά, µας ενδιαφέρει και η σηµερινή πραγµατικότητα διαχείρισης της ζωής, το όραµα µας ξεκινάει από την Αρχαία Πόλη – Κράτος που γέννησε το Πολιτισµό. Το θέατρο, την “εκκλησία του ∆ήµου”, και την αρχαία αγορά, ως τόπο ανταλλαγής υλικών και πνευµατικών αξιών.
Αναζητούµε, λοιπόν, δοµές και λειτουργίες από τις πολιτικές αξίες της αρχαίας Ελληνικής Πόλης. Την αρχιτεκτονική που βρίσκεται σε αρµονία µε το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Έτσι ένα σύγχρονο ηµιαστικό κέντρο στην περιοχή µας είναι ο µακροχρόνιος στρατηγικός στόχος. Γιατί, διαφορετικά µακριά από την πόλη, την δοµή της και την λειτουργία της υπάρχει µόνον το γνωστό πολιτιστικό έλλειµµα. Μήπως αυτό το έλλειµµα δεν είναι που διώχνει τους νέους από τα χωριά µας;
∆εν αρκεί λοιπόν να φτιάχνουµε µόνο υψηλά Καµπαναριά στα χωριά ή να αναµορφώνουν διάφορους δηµόσιους χώρους, έχουµε πολύ περισσότερο να κερδίσουµε εάν επενδύσουµε στον τόπο, ενισχύοντας την τοπική απασχόληση. Έτσι ίσως θα µπορέσουµε να συµβάλουµε στο να µείνουν κάποιοι νέοι και νέες στην ύπαιθρο οι οποίοι µπορούν να εκσυγχρονίσουν

την παραγωγή, αλλά και να κρατήσουν και τις παραδόσεις του τόπου. Ίσως, αυτό είναι το χρέος για να διεκδικήσει κανείς τον τίτλο του “Ευπατρίδη”.

Απόσπασμα από το βιβλίο ”Τα χωριά νοτίως του Ερυμάνθου” του Βασίλη Τακτικού