Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει θεσμικά τον εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας με τη συμμετοχική δημοκρατία, αλλά είναι φανερό ότι βρισκόμαστε
ακόμη στην αρχή καθώς υπάρχουν κάθε είδους αντιστάσεις από τις διευθύνουσες
ελίτ και τα λόμπυ συμφερόντων.
Το σύστημα απέχει ακόμη πολύ από την αναγνώριση της λήψης σημαντικών
πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων από σύγχρονες «εκκλησίες του Δήμου» σε
επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπου θα μπορούσαν να δοκιμαστούν αποδοτικά
μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας.
Τα κύρια ρεύματα πολιτικής σκέψης, η σοσιαλδημοκρατική και η φιλελεύθερη, δεν
θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες από τις εξελίξεις.
Η διαλεκτική σύνθεση ανάμεσα στο δημοκρατικό σοσιαλισμό και τον κλασικό
φιλελευθερισμό, η οποία προϋποθέτει την επαναβεβαίωση των αφετηριακών
παραδοχών και των ηθικών – αξιακών πλαισίων τους, είναι κάτι που συζητείται
πλέον σε ευρεία κλίμακα.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι αρχιτέκτονες της Ε.Ε. άρχισαν να κατανοούν ότι μπορούσαν
να βρουν ένα σύμμαχο μεταξύ των πολιτισμικών ομαδοποιήσεων και γι’ αυτό
άνοιξαν απευθείας διαύλους πολιτικής επικοινωνίας με τις τοπικές υποκουλτούρες,
αποκτώντας έτσι ένα μέσο για να αμβλύνουν την επιρροή των εθνών-κρατών.
Όσον αφορά στην εμπιστοσύνη, και πάλι οι ηγέτες της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης
παραδέχονται ότι εμπιστεύονται περισσότερο τις οργανώσεις της κοινωνίας των
πολιτών παρά τις επιχειρήσεις ή την κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, όμως, η Ε.Ε.
δεν υποδέχεται πάντα με ανοιχτές αγκάλες τη συμμετοχή των οργανώσεων της
κοινωνίας των πολιτών. Μονάχα η συνεχής δημόσια πίεση, συνδυασμένη με την
υποστήριξη των πολιτικών τους στόχων από το λαό, ανάγκασε τις κυβερνήσεις να
τις αναγνωρίσουν και εξασφάλισε μια θέση γι’ αυτές στην επίσημη συζήτηση για τη
δημόσια πολιτική.
Πολλοί τώρα μιλούν για συμμετοχική δημοκρατία από επίγνωση των εξελίξεων ή
από φόβο ανεξέλεγκτων καταστάσεων για την επιβίωση του συστήματος. Φυσικά,
είναι νωρίς ακόμη για μια ρητή αποκρυστάλλωση αυτού του προτάγματος, ωστόσο
υπάρχει μια νέα επικοινωνιακή πλημμυρίδα, μιας άλλης κοινωνικής
παγκοσμιοποίησης, που εμφανίζεται μέσα από την κατακερματισμένη κοινωνία της
ηγεμονίας της αγοράς και απαιτεί την αναδιάρθρωση των θεσμών υπέρ της
πολιτικής παγκοσμιοποίησης.
Η συνειδητοποίηση, λοιπόν, της νέας δυναμικής των οργανώσεων της κοινωνίας
των πολιτών είναι κοινή συνισταμένη ανάδυσης της νέας καθολικότητας και
ελπίδας του κόσμου για βελτίωση των συνθηκών ζωής. Κι αυτό συντελείται στην
υλική βάση της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας, τη θεσμική βάση της
εκρηκτικής πολλαπλασιαστικότητας των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών
και το πολιτικό φαντασιακό, που αναπτύσσεται μέσα από αυτά τα δεδομένα. Μια
θεωρία η οποία θα συνθέτει την υλική βάση των εξελίξεων στην κοινωνική
οικονομία και τις νέες τεχνολογίες με το μετασχηματισμό της δημοκρατίας, σε
θεσμικό αλλά και στο συλλογικό φαντασιακό, είναι ζητούμενο.
Τα εμπόδια, όμως, για την ανάπτυξη της συμμετοχικής δημοκρατίας δεν
προέρχονται μόνο από τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα, προέρχονται και
από τον τρόπο που λειτουργούν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Πολλές
από αυτές, και ιδιαίτερα οι μεγάλες μονοθεματικές Μ.Κ.Ο., δεν λειτουργούν οι ίδιες
με δημοκρατικό τρόπο, αλλά ως ελίτ και ολιγαρχίες.
Έχοντας κατακτήσει ένα προνομιακό πεδίο δράσης, π.χ. στην οικολογία και τη
φιλανθρωπία, αρνούνται τη συμμετοχικότητα και τη συνεργασία με άλλες κινήσεις
πολιτών για το ίδιο θέμα, αλλά και την κοινή έκφραση σε θεσμικό επίπεδο.
Προτιμούν τις κατ’ ιδίαν επαφές με το κράτος και τις μεγάλες επιχειρήσεις, με
αντίτιμο την αποδοχή των μεγάλων χορηγιών. Αυτές οι σχέσεις είναι που
εμποδίζουν στην πράξη την ανάπτυξη της συμμετοχικής δημοκρατίας στο χώρο των
οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και η λύση πάντοτε παραμένει η δικτύωση
και κοινοπραξία των μικρομεσαίων Μ.Κ.Ο., που αναπτύσσονται τελευταία με
εντυπωσιακό τρόπο.
Προτάσσοντας τη συμμετοχική δημοκρατία, έχει ν’ αντιμετωπίσει τις «τρεις
αδερφές» του αυταρχισμού της εξουσίας και της διαφθοράς. Την κομματοκρατία,
την μιντιοκρατία και την οικονομική ολιγαρχία.
Άλλο λαϊκή συμμετοχή και άλλο η συμμετοχική δημοκρατία. Στην πρώτη περίπτωση
είναι λαϊκίστικη, επιδιώκεται η κοινωνική συναίνεση δια βοής. Στη δεύτερη
περίπτωση, η οποία και διεκδικείται, χρειάζονται θεσμοί διαλόγου και
συναποφάσεων. Χρειάζονται νέα βήματα διαλόγου και εγγυήσεις στον πολίτη ότι η
φωνή του θα ακουστεί.
Είναι γνωστό, πως η οικονομική ολιγαρχία αγοράζει πολιτικό και πολιτισμικό
κεφάλαιο, μέσω της μιντιοκρατίας και ιδίως μέσω της τηλεόρασης, χειραγωγώντας
την κοινή γνώμη. Είναι γνωστό, επίσης, πως το πολιτικό χρήμα συντηρεί την
κομματική γραφειοκρατία και το ολιγοπώλιο του πολιτικού λόγου μακριά από την
διαβούλευση με τον πολίτη μέσα από ένα φαύλο κύκλο αλληλεξάρτησης
διαφημιστικών πακέτων, μιντιοκρατίας και πολιτικής εξουσίας. Αυτός, ο φαύλος
κύκλος μπορεί να σπάσει, βέβαια, ως ένα βαθμό μόνον με τη συμμετοχική
δημοκρατία. Όταν υπάρχει βήμα πολιτικού διαλόγου για τους πολίτες. Όταν
υπάρχουν και μη κερδοσκοπικοί φορείς στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Είμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής της διεκδίκησης της κοινωνίας των πολιτών,
μια νέα ελπίδα γεννιέται αλλά τίποτε δεν έχουμε κερδίσει οριστικά κι ας μην
υπάρχουν συγχύσεις. Γι’ αυτό πρέπει να ανοίξουν θεσμικά οι πύλες του διαλόγου
στον πολίτη και πρώτα από όλα σε ζητήματα πολιτικής επικοινωνίας. Για την
αμφίδρομη χωρίς διαμεσολαβητές επικοινωνία.
Όταν ενισχύεται ο πλουραλισμός των μέσων και ιδίως των περιφερειακών μέσων
επικοινωνίας. Όταν ενισχυθούν τα δίκτυα πολιτών για το περιβάλλον και τον
πολιτισμό με τους απαραίτητους πόρους και προϋποθέσεις. Όταν το πολιτικό μας
σύστημα εντάξει τα δίκτυα πολιτών στην διαβούλευση για μια νέου τύπου
διακυβέρνηση.
Έτσι, μπορούμε να περάσουμε από την κοινωνία των συντεχνιών στην κοινωνία των
πολιτών. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για συμμετοχική δημοκρατία στην πράξη.
Ωστόσο μπορούμε να αισιοδοξούμε περισσότερο όταν υπάρχει μια θετική πίεση κι
από τις δύο πλευρές. Γιατί, οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πετυχαίνουν ταχύτερα
όταν και οι δυνάμεις της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης πιέζουν προς την ίδια
κατεύθυνση.
Η κρίση της αντιπροσώπευσης και Συμμετοχική Δημοκρατία
Η κρίση της αντιπροσώπευσης σχετίζεται σήμερα με την κατάρρευση του πολιτικού
συστήματος και την ανάγκη εκσυγχρονισμού της δημοκρατίας.
Η συμμετοχική Δημοκρατία δεν είναι μόνον ζήτημα σεβασμού στην βούληση όλων
των πολιτών αλλά και οικονομικής αποτελεσματικότητας ιδιαίτερα όταν πρόκειται
για μεγάλες οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Η συμμετοχική Δημοκρατία συνδέεται με την κοινωνική υπευθυνότητα και την
οικολογική ηθική για μια επιχειρηματικότητα προσαρμοσμένη στις ανάγκες της
πόλης και του πολίτη, την επιστήμη κατά της φτώχειας και όχι της αχαλίνωτης
κερδοσκοπίας.
Έχουμε την ιστορική εμπειρία ότι δεν αρκεί οι λαοί και οι πολίτες να ακολουθήσουν
τις ηγεσίες εκείνες επειδή αυτές υποσχέθηκαν ισότητα κοινωνική δικαιοσύνη και
αντιμετώπιση της φτώχειας. Πολλές φορές αυτές οι υποσχέσεις γυρνούν στο
αντίθετο τους εάν δεν συνοδεύονται από θεσμούς συμμετοχής των πολιτών στη
δημοκρατία και την συλλογική δημιουργία.
Μια τέτοια πρόκληση αντιμετωπίζουμε άμεσα από την κρίση. Οι πολίτες δεν
μπορούν να εμπιστευτούν καμιά ηγεσία αν δεν εμπιστευτούν πρώτα από όλα τον
εαυτό τους και το διπλανό τους. Εάν δεν καλλιεργήσουν την εμπιστοσύνη στους
συλλογικούς θεσμούς. Όσοι τα περιμένουν όλα από το κράτος ξεχνούν ότι το κράτος
είναι ένας τεράστιος μηχανισμός που διοικείται όχι μόνον από τους επιφανείς
πολιτικούς αλλά από μια εκτεταμένη προνομιούχα γραφειοκρατία πολιτών , και το
μόνον αντιστάθμισμα σε αυτή την εξουσία είναι οι οργανωμένοι πολίτες σε
συλλογικότητες, σε οργανώσεις πολιτικής αλληλεγγύης (καταναλωτικές
περιβαλλοντικές και πολιτιστικές οργανώσεις).
Διακήρυξη της κοινωνίας των πολιτών
Ένα νέο ελπιδοφόρο μήνυμα δικτύωσης και συνεργασίας έχει γεννηθεί και
απλώνεται σε όλη την χώρα με την ίδρυση Πανελλήνιου Παρατηρητήριου των
Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών. Ένα νέο μήνυμα που συνδέεται με το
κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης, οικολογίας οριζόντιας επικοινωνίας, με κινητήρια
δύναμη τους ενεργούς πολίτες και τα κοινωνικά δίκτυα δημιουργώντας ένα κοινό
όραμα.
Σε όλη την Ελλάδα, συλλογικές οργανώσεις συμμετέχουν στο Πανελλήνιο
Παρατηρητήριο των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και ανατρέπουν την
αρνητική παράδοση που θέλει όλο αυτό το χώρο κατακερματισμένο και εξαρτημένο
από το σύστημα νομής της εξουσίας. Τα κοινωνικά δίκτυα συνεργάζονται, ενώνουν
και απελευθερώνουν δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας για να αντιμετωπίσουν
τον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό, με σκοπό να συνδέσουν κοινωνικές
δυνάμεις και ενεργούς πολίτες με τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά κινήματα και
οικουμενικά κοινωνικά δίκτυα.
Πρόκειται για ένα νέο κίνημα που ανταποκρίνεται στην ανάγκη υπέρβασης του
πολιτικού πελατειακού συστήματος, ενός συστήματος που συνθλίβει τις υγιείς
δυνάμεις της κοινωνίας με την πανουργία του κατακερματισμού των δυνάμεων, του
«διαίρει και βασίλευε». Ενός κατεστημένου που εκθειάζει το μερικό και
μονοδιάστατο και καταπνίγει το όλον και την συνολική ενότητα των οργανώσεων
της κοινωνίας πολιτών.
Πρόκειται για νέο εγχείρημα που ξεκίνησε ως θεσμική πρωτοβουλία απέναντι στην
υποβάθμιση του ρόλου των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και εξελίσσεται σε
κίνημα κάτω από την πίεση που δέχονται όλες οι οργανώσεις από την κρατική
γραφειοκρατία και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιληφθεί τα
μηνύματα των καιρών. Να αντιληφθεί τα αδιέξοδα της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας και του σφετερισμού της εκπροσώπησης που είναι βασική αιτία της
σημερινής κρίσης.
Το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο μπαίνει μπροστά από όλους αυτούς που Βλέπουν το
«δέντρο» των μεμονωμένων Μ.Κ.Ο και χάνουν το «δάσος» ενός τεράστιου
δυναμικού κοινωνικού κεφαλαίου των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Απέναντι σε αυτούς που θέλησαν να συνδέσουν και να ταυτίσουν τις γνήσιες
εθελοντικές ανθρωπιστικές οικολογικές και πολιτιστικές συλλογικότητες με τα
κατασκευάσματα του πελατειακού κράτους
Απέναντι σε εκείνους που έχουν την αδυναμία να κατανοήσουν ότι η μαζική
φτώχεια που απλώνεται και η οικολογική καταστροφή που είναι ο μόνιμος κίνδυνος
στις σύγχρονες κοινωνίες δεν αντιμετωπίζονται μόνο με τα «λόμπυ», την
αποσπασματική δράση και το συντεχνιασμό αλλά αντιμετωπίζεται από την ολότητα
της κοινωνίας, με θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης, τη συμμετοχική οικολογία και
τη συμμετοχική δημοκρατία.
Το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο έρχεται, να θέσει το ζήτημα για το μεγάλο θεσμικό
έλλειμμα της κοινωνικής οικονομίας στην χώρα μας. Ένα κρυφό έλλειμμα που
προκαλεί και την υστέρηση εναλλακτικών επιλογών για την καταπολέμηση της
ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της εξασφάλισης της κοινωνικής
συνοχής.
Μπροστά στο ζήτημα της αντιμετώπισης του χρέους και της ανάγκης για
«αναδιάρθρωση του κράτους» το οποίο συνεχώς διακηρύττεται, ο ρόλος των
οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών όχι μόνον δεν μπορεί να περιοριστεί, αλλά
αντιθέτως, χρειάζεται να ενισχυθεί για να εξασφαλίσει την προσφορά απαραίτητων
κοινωνικών υπηρεσιών μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας με την
συμβολή του εθελοντισμού.
Σε μια εποχή που η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας είναι παράλληλη αναγκαία
συνθήκη τουλάχιστον με τα ευρωπαϊκά πρότυπα για την αντιμετώπιση της κρίσης,
είναι πολιτικό έγκλημα το κράτος να στερεί τους πόρους που προορίζει η ΕΕ για την
κοινωνική οικονομία και να καλύπτει ανάγκες της διογκωμένης κρατικής
γραφειοκρατίας.
Σε μια εποχή που ακούμε πολλά για την κοινωνική οικονομία, τον εθελοντισμό και
την θεσμική ανασυγκρότηση του χώρου με νομοθετικές πρωτοβουλίες της
κυβέρνησης και της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας της Βουλής, είναι
απαράδεκτο και πολιτική υποκρισία να ταυτίζεται ο χώρος του εθελοντισμού και
της κοινωνικής αλληλεγγύης με τα κατασκευάσματα του πελατειακού συστήματος
και ενός μικρού αριθμού προνομιούχων ΜΚΟ που κατασκεύασαν διαπλεκόμενοι
παράγοντες με το πολιτικό πελατειακό σύστημα.
Και δεν μπορεί αυτό να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την αφαίμαξη εκ μέρους
της πολιτείας των ελάχιστων πόρων που προορίζονται για τις Ο.Κ.Π. από το
ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο και άλλα κοινοτικά κονδύλια με την ίδια λογική που τα
προηγούμενα χρόνια λειτούργησαν τα stage στο δημόσιο και άλλες διαχειριστικές
αλχημείες.
Μπροστά, σε αυτό το φαινόμενο της συνεχιζόμενης στρέβλωσης των κοινοτικών
οδηγιών, ολοένα και περισσότερες οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών
αφυπνίζονται σε όλη τη χώρα. Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε το κατασκευασμένο
κλίμα και από μερίδα των ΜΜΕ, όπως και την σπουδή της απαξίωσης των Ο.Κ.Π.
όπως παρουσιάστηκε στη διαβούλευση όπου επιχειρείται μεταξύ άλλων να
βαφτίσουν ως κοινωνικές επιχειρήσεις και οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και μια
σειρά από νέους «εργολάβους» των κοινοτικών πόρων εξοβελίζοντας επί της
ουσίας τον μη κερδοσκοπικούς φορείς (εταιρίες, ιδρύματα, συλλόγους).
Θεωρούμε σημαντικό ότι τουλάχιστον το Υπουργείο εργασίας αναγνωρίζει τον ρόλο
των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών ως κοινωνικό κεφάλαιο και
αντιλαμβάνεται την σημασία του Παρατηρητηρίου στην συγκρότησή του. Και
δηλώνουμε εδώ το προφανές και αυτονόητο.
Τα νομοσχέδια που αφορούν στον εθελοντισμό και στην κοινωνική οικονομία
αφορούν πρώτα απ’ όλα στην ίδια την Κοινωνία των Πολιτών. Ζητάμε έτσι άμεσα τη
γνήσια καθολική, αντιπροσωπευτική διαβούλευση, όπως επιτάσσουν οι Κανονισμοί
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ουσιαστικό συμφέρον της κυβέρνησης και της χώρας είναι να αναδείξει και να
ενθαρρύνει τις δυνάμεις αλληλεγγύης και κοινωνικής προσφοράς και όχι να τις
περιορίσει. Γιατί μόνον με μια ισχυρή κοινωνία πολιτών μπορεί να εξασφαλιστεί η
διαφάνεια και η αντιμετώπιση της διαφθοράς, όταν οι πολίτες συμμετέχουν στη
διαβούλευση και στον έλεγχο της διοίκησης και αυτό το κάνουν πριν από όλους οι
ενεργοί πολίτες μέσα από τις συλλογικές τους οργανώσεις.
Παρόλα αυτά το «Παρατηρητήριο» δεν εκφράζει άρνηση συνεργασίας αλλά θέσεις
για αντιμετώπιση του θεσμικού ελλείμματος και είναι έτοιμο για έναν ειλικρινή, και
ουσιαστικό διάλογο με τους θεσμούς της Πολιτείας με γόνιμες προτάσεις, αρκεί
αυτός ο διάλογος είναι ουσιαστικός.
Το «Παρατηρητήριο» συγκροτείται οργανωτικά με τον πιο δημοκρατικό τρόπο με
θεματικές και περιφερειακές επιτροπές που εκλέγουν αποκεντρωμένα τους
συντονιστές τους και αυτοί με την σειρά τους αποτελούν την Πανελλήνια
συντονιστική γραμματεία του παρατηρητηρίου.
Αυτό που συνειδητοποιούμε όλοι σήμερα είναι ότι, το Παρατηρητήριο λειτουργεί
ως οριζόντιο επικοινωνιακό σύστημα και δικτύωσης των οργανώσεων της κοινωνίας
πολιτών, Ως οριζόντιο επικοινωνιακό σύστημα που αλλάζει τα δεδομένα
αντιμετωπίζοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό σ τον δημόσιο διάλογο. Και αλλάζει τα
δεδομένα, κάνοντας κοινό κτήμα την γνώση και τη πληροφορία για όλους μέσα από
την οριζόντια δικτύωση και διακίνηση της πληροφορίας με στόχο την ανάπτυξη της
κοινωνικής αλληλεγγύης, του συνεργατισμού της συμμετοχικής οικολογίας, και της
συμμετοχικής δημοκρατίας. Διότι είναι σαφές ότι ένα ανθρωπιστικό και οικολογικό
περιεχόμενο της πληροφορίας δεν έχει σχέση με τη κουλτούρα του
υπερκαταναλωτισμού που διακρίνει το κατεστημένο σύστημα.
Το «Παρατηρητήριο» δεν έχει σχέση με την αποκλειστικότητα της είδησης που
διακρίνει τα μαζικά μέσα επικοινωνίας ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Δεν έχει
σχέση με το επαγγελματικό μυστικό και τα κλειστά επαγγέλματα που διακρίνουν τις
κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Έχει όμως το μεγάλο ηθικό πλεονέκτημα της
κοινωνικής προσφοράς και της πολλαπλασιαστικότητας στην διάδοση της χρηστικής
και ωφέλιμης κοινωνικά γνώσης.
Το κίνητρο εδώ της αποτελεσματικότητας δεν είναι το κέρδος αλλά, ο ίδιος ο
εθελοντισμός και αλληλεγγύη που προσβλέπει μόνον στην κοινωνική αμοιβή της
αναγνώρισης και στο υπερβατικό κέρδος της ευημερίας στο όλον της κοινωνίας.
Αυτά τα πραγματιστικά δεδομένα καμιά δημοκρατική πολιτεία δεν μπορεί να
αγνοήσει από την στιγμή που προβάλλονται συντεταγμένα και αίσθημα συνολικής
κοινωνικής ευθύνης.
Αυτές τις ανθρωπιστικές και οικολογικές αξίες που διακρίνουν το χώρο μας εμείς
θέλουμε να τις υπερασπίσουμε να τις διαφυλάξουμε και να τις πολλαπλασιάσουμε
μέσα από την οριζόντια δικτύωση και αυτοοργάνωση των οργανώσεων της
κοινωνίας πολιτών. Πιστεύοντας βαθιά σε αυτές τις αξίες, μπορούμε να
επικοινωνούμε όχι με δεκάδες χιλιάδες ενεργούς πολίτες όπως συμβαίνει σήμερα,
αλλά με εκατοντάδες χιλιάδες μέσα από την πλήρη αξιοποίηση του διαδικτύου και
της κοινωνικής δικτύωσης, διαδίδοντας το μήνυμα της κοινωνικής αλληλεγγύης, της
οικολογίας του πολιτισμού και της διαρκούς δια βίου μάθησης των καλών
πρακτικών.
ΙΝΜΕΚΟ : συντάκτης Β. Τακτικός