Πρόλογος στο βιβλίο του Ανδρέα Ν. Λύτρα
Από τον Βασίλη Τακτικό
Το βιβλίο του Ανδρέα Λύτρα «η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας» εξετάζει την
εξέλιξη στις τρείς βασικές αρχές, στις οποίες οικοδομήθηκε το όραμα της νεωτερικότητας,
δηλαδή την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα, ενώ θέτει το θεμελιακό ερώτημα: κατά
πόσο οι αρχές αυτές εκπληρώθηκαν ιστορικά ή παραμένουν ζητούμενο σε σχέση πάντα με την
πρόοδο της δημοκρατίας;
Σε μια πρώτη προσέγγιση, διακόσια τριάντα περίπου χρόνια μετά την γαλλική
επανάσταση που τέθηκαν για πρώτη φορά ξεκάθαρα αυτές οι αρχές, παρά τους κοινωνικούς
και πολλές φορές αιματηρούς ταξικούς αγώνες, οι ιδεολογικές και πολιτικές προσδοκίες,
παραμένουν εν πολλοίς ανεκπλήρωτες. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το αίτημα της ισότητας και
αδελφότητας τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντικό άνοιγμα και πισωγύρισμα, μολονότι
περιστασιακά οι ανισότητες, για μια τριαντακονταετία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,
είχαν μειωθεί.
Είναι αλήθεια ωστόσο, τα εισοδήματα πολλαπλασιάστηκαν συγκριτικά με τις
προβιομηχνικές κοινωνίες και η ζωή βελτιώθηκε στο γενικό πληθυσμό σε πολλά επίπεδα,
χάρις στις τεχνολογίες της Α΄και Β΄βιομηχνικής επανάστασης. Οι πολιτικοί θεσμοί όμως, εάν
εξαιρέσει κανείς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ψήφο των γυναικών, ελάχιστα
εξελίχθηκαν αντίστοιχα με τις τεχνολογικές δυνατότητες καθώς έχουμε εισέλθει στην
περίοδο της Γ΄, ίσως και της Δ΄, βιομηχανικής επανάστασης. Ιδιαίτερα εάν θέσουμε το
ερώτημα: κατά πόσο η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εγγυάται το ουσιαστικό περιεχόμενο για
την ελευθερία, ισότητα και την αδελφότητα;
Η ελευθερία, ως έννοια, στο δυτικό κυρίως κόσμο, περιορίστηκε στην ελεύθερη
επιλογή στην αγορά και στην τυπική ελευθερία της ψήφου. Η πολιτική ελευθερία
καθυστέρησε πολύ να γίνει πράξη, ενώ ταλαιπωρήθηκε, από εκτροπές, αυταρχισμούς,
φασιστικές παρεμβολές και δικτατορίες, μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού
αιώνα. Ακόμη συνυπάρχει με ένα σύστημα ποινών που παραβιάζει αντί να προασπίζεται το
νόημα και το περιεχόμενό της.
Η ισότητα, αναγνωρίστηκε μόνο ως ισότητα απέναντι στο νόμο. Αν και ήταν μια
θετική εξέλιξη, σε σχέση με το παλαιό καθεστώς, υπήρξε ανεπαρκής, καθώς παρέκαμψε την
πραγματική οικονομική και εκπαιδευτική ανισότητα, όπως και την ανισότητα των ευκαιριών.
Για όσο διάστημα ορισμένες μειονότητες είχαν αποκλειστικώς τα δικαιώματα του «εκλέγειν»
και του «εκλέγεσθαι», οι νόμοι ανταποκρινόντουσαν μόνον στα συμφέροντα των ολιγαρχιών
και επομένως η ισότητα έναντι του νόμου ήταν υποκριτική.
Η αδελφότητα, αντιμετωπίζεται ακόμη ως ζήτημα αλληλεγγύης με τη μορφή της
περιστασιακής φιλανθρωπίας. Η αδελφότητα υπήρξε από την πρώτη στιγμή ανυπόστατη και
παραπεταμένη από τη νεωτερική πολιτεία. Το υποκατάστατό της, δηλαδή η κοινωνική
αλληλεγγύη, ήταν μια καταφυγή των ισχνών μειονοτήτων των ισχυρών, για να αποφύγουν
την αναίρεση των προνομίων τους, σε πολύ δύσκολες εποχές για την οικονομική και
κοινωνική οργάνωση. Με παροχές και δοσίματα, τα οποία μπορούσαν και να αναιρεθούν,
κατεύνασαν την κοινωνική ορμή για ουσιαστικούς μετασχηματισμούς και παρείχαν
δυνατότητες στους ταπεινούς, που προσομοίαζαν με την αξιοπρεπή επιβίωση και αρκετές
φορές συγχέονται με τα κοινωνικά δικαιώματα. Στο τέλος αυτού του κύκλου, οι πολιτικοί και
ιδεολογικοί εκπρόσωποι των ισχνών μειονοτήτων ισχυρίστηκαν, ότι οι ωφελούμενοι από τις
παροχές της «κοινωνικής αλληλεγγύης» ήταν παρασιτικοί για την κοινωνία και η «ευφορία
τους επιβαρυντική για την εφορία». Η αδελφότητα είναι ακόμη απούσα, ενώ οφείλουμε να
τήν κάνουμε για πρώτη φορά πραγματικότητα.
Το τρίπτυχο ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, εξ αρχής διαχωρίστηκε επί της ουσίας
από δυο κύρια ιδεολογικά ρεύματα τους φιλελεύθερους και τους σοσιαλιστές, με διάφορες
αποχρώσεις.
Οι φιλελεύθεροι έκτοτε μιλούν για την ελευθερία έκφρασης, την ισότητα απέναντι
στον νόμο και την ελεύθερη επιλογή στη αγορά, ενώ οι σοσιαλιστές μιλούν αντίστοιχα για
την ισότητα και την αλληλεγγύη, μέσω της αναδιανομής, χωρίς όμως να μπορούν να
τιθασεύσουν το κεφάλαιο και το συγκεντρωτικό κράτος που διαιωνίζουν τις ανισότητες.
Αντίθετα με τις επιδιώξεις τους το κράτος πρόνοιας περιορίζεται τα τελευταία χρόνια.
Ποιες είναι οι αιτίες που καθηλώνουν πράγματι την κοινωνική και θεσμική εξέλιξη,
αλλά και την πρόοδο στο μέλλον της δημοκρατίας; Ο συγγραφέας συνδέει το έλλειμμα της
ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας με το εγγενές πρόβλημα του συγκεντρωτισμού και της
αντιπροσωπευτικής της δημοκρατίας, σε μια εποχή που το συγκεντρωτικό μοντέλο δεν είναι
ευνοϊκό για την ανάπτυξη της παραγωγής και της οικονομίας, ούτε βέβαια για την ανάπτυξη
της απασχόλησης και της παιδείας.
Για το ξεπέρασμα αυτών των ελλειμμάτων θέτει αναλυτικές προϋποθέσεις: α) Τον
μετασχηματισμό της πολιτικής δημοκρατίας προς την συμμετοχική δημοκρατία και την
μετάβαση από την άσκηση της δύναμης στη συλλογική έκφραση και απόφαση. β) Τον
εκδημοκρατισμό της απασχόλησης και την αυτονομία στην εργασία. γ) Την ελεύθερη
πρόσβαση στη γνώση, την παιδεία και την κουλτούρα του 21ου αιώνα. δ) Την βιώσιμη
ανάπτυξη στο γαλάζιο πλανήτη και την πράσινη «αναθέρμανση». Όλες αυτές οι
προϋποθέσεις συμβάλλουν στην κοινωνική δημοκρατία του μέλλοντός μας.
Με την προσέγγιση αυτή αναδεικνύει μια σειρά από τις αιτίες που προκαλούν την
υστέρηση της προόδου και ταυτόχρονα θέτει τη μεγάλη πρόκληση στην εποχή μας, που είναι
η μετατροπή της υπέρ-επάρκειας των οικονομικών πόρων, από προνόμια μιας απίστευτα
μικρής μειονότητας, σε συστατικά της ευημερίας της μεγάλης πλειονότητας των παγκόσμιων
πληθυσμών. Πρόκειται για οικονομικούς πόρους, που απορρέουν από την απαιτητική γνώση
και τη δυναμική των μεγάλων σημερινών τεχνολογικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα
μπορούσαν να προσφέρουν αγαθά υπέρ του συνόλου της ανθρωπότητας.
Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι πολίτες, νιώθουν ότι έχει χαθεί η πολιτικο-
ιδεολογική πυξίδα που υπήρχε στο παρελθόν και δεν βρίσκουν το λόγο να συμμετέχουν
ενεργά σε κόμματα, τα οποία στην ουσία δεν υπαγορεύουν αυτόνομη πολιτική, αλλά κάνουν
απλώς διαχείριση της εξουσίας. Η εναλλακτική πρόταση του συγγραφέα είναι ότι, η πολιτική
υφίσταται και πέραν των κομμάτων, στην τοπική αυτοδιοίκηση, την κοινωνία πολιτών, τους
χώρους των συνδικάτων της εργασίας και τις οργανώσεις του συνεργατισμού, στους οποίους
μπορεί αποτελεσματικά να συμμετέχει ο πολίτης. Άρα, η εφαρμογή της αυθεντικής
δημοκρατίας, σε αντίθεση με την συγκεντροποίηση της εξουσίας και του πλούτου που
επιβάλλει το παρόν σύστημα, είναι ο στόχος της έρευνας.
Διαπιστώνεται ότι η δημοκρατία ακυρώνεται εν πολλοίς από την επιβολή των
εκπροσώπων του πλούτου και των συνακόλουθων προνομίων τους στην οργάνωση και τη
λειτουργία της πολιτείας. Η δημοκρατία πάσχει βαριά, όταν το σύνταγμα γράφει ότι όλες οι
εξουσίες απορρέουν από το λαό (ή το έθνος) και ασκούνται διά των εκπροσώπων του, υπέρ
του λαού, ενώ στην πράξη ένα μέρος των λειτουργιών της εξουσίας ασκούνται από φορείς
ρόλων που προσιδιάζουν στην απολυταρχία. Η δημοκρατία παραβιάζεται, όταν, ουσιαστικά,
η εκτελεστική λειτουργία της εξουσίας επιβάλλει, με άμεσες και έμμεσες παρεμβάσεις (π.χ.
κομματική πειθαρχία), τους κανόνες της πολιτείας, συμπιέζοντας τις αρμοδιότητες των
νομοθετικών σωμάτων. Η δημοκρατία καταπονείται από την ουσιώδη αδυναμία της
πλειονότητας των πολιτών να έχει πρόσβαση για την ανάδειξή τους στα δημόσια αξιώματα
και τα σώματα αντιπροσώπευσης. Η δημοκρατία απουσιάζει από την καθημερινή ζωή των
πολιτών, όταν δεν αναπτύσσεται μια κοινωνικά ελεγχόμενη τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία
συνδυάζει την αυθεντική εκπροσώπηση με τις θεσμικές συνέργειες της άμεσης δημοκρατίας,
και βέβαια χωρίς σημαντικές αρμοδιότητες και πόρους.
Η δημοκρατία επίσης βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το κυρίαρχο μοντέλο της
απασχόλησης. Η μισθωτή εργασία είναι η κυρίαρχη και ολοκληρωτική σχέση που συνδέει το
κεφάλαιο με την εργασία. Το μείζον μέρος των ανεπτυγμένων οικονομιών χαρακτηρίζονται
από αυτή την σχέση. Έτσι η απασχόληση και η επιχειρηματικότητα είναι τα πεδία, στα
οποία είναι πλήρως απούσα η δημοκρατία. Συμβολικά μπορούμε να πούμε ότι για τις
μεγάλες μάζες των παγκόσμιων πληθυσμών, μόλις εντάσσονται στους οικονομικούς θεσμούς
και την επαγγελματική ενασχόληση, χάνουν σχεδόν αυτομάτως τα περισσότερα
χαρκτηριστικά του ελεύθερου πολίτη, στο βαθμό που είναι μισθωτοί, πράγμα που σημαίνει
υπάλληλοι των εργοδοτών τους.
Οι επιχειρηματίες, που είναι εργοδότες, στις αναπτυγμένες χώρες, είναι λιγότεροι από
το 5% των εργαζομένων και απασχολούν γιγάντιες ομάδες των μισθωτών, δηλαδή κοντά στο
80% με 90% των απασχολουμένων (στις ΗΠΑ κοντά στο 95%). Το κέρδος, οι φόροι, οι
ασφαλιστικές εισφορές και όλο το ασφαλιστικό σύστημα εξαρτώνται, κατά κύριο λόγο, από
τη μισθωτή εργασία. Χωρίς τη μισθωτή εργασία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οι παρούσες
ανισότητες, αλλά και η ανελευθερία, ο συγκεντρωτισμός, όπως και το έλλειμμα δημοκρατίας.
Το παράδοξο είναι ότι το δόγμα της μισθωτής εργασίας, που ενισχύει την ανισότητα,
δεν τό ξεπέρασαν στην βιομηχανική εποχή ούτε τα λεγόμενα προοδευτικά και αριστερά
κόμματα. Το δημοκρατικό μοντέλο του συνεργατισμού και των συνεταιρισμών περιορίστηκε
σε μικρή κλίμακα. Τα φιλοεργατικά κόμματα που επένδυσαν πολιτικά στο συνδικαλισμό της
αύξησης της τιμής του εμπορεύματος, που λέγεται εργασία, δεν κατόρθωσαν να βελτιώσουν,
παρά μόνο περιστασιακά, τις σχέσεις εργασίας. Αποτέλεσμα είναι ότι το μερίδιο της εργασίας
σε σχέση με το κέρδος του κεφαλαίου μειώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια, όταν δηλαδή οι νέες
τεχνολογίες ισχυροποίησαν τις μεγάλες εργοδοσίες. Είναι προφανές ότι η προνομιακή
κατάσταση των εργοδοτών- επιχειρηματιών βασίζεται στην περιχαράκωση της ιδιοκτησίας
τους και σε ορισμένες λεόντιες θεσμικές ρυθμίσεις που ωφελούν αποκλειστικώς τους
οικονομικά ισχυρούς.
Παράλληλα, εμφανίστηκε πιο έντονα το φαινόμενο της εργατικής αριστοκρατίας σε
στελέχη μεγάλων εταιρειών, τις τράπεζες, αλλά ακόμη και στο δημόσιο, δημιουργώντας άλλη
μία βασική αιτία της ανισότητας. Οι εργαζόμενοι ως διευθυντικά στελέχη στην κορυφή της
ιεραρχίας απολαμβάνουν μισθούς δεκάδες και εκατοντάδες φορές υψηλότερους από την
βάση της πυραμίδας της μισθωτής εργασίας.
Αυτές οι ανισότητες, είτε προκαλούνται από τον εντεινόμενο συγκεντρωτισμό του
κεφαλαίου σε μια πολύ μικρή μερίδα του πληθυσμού είτε δευτερευόντως ενισχύονται από
την «αριστοκρατία» της εργασίας, δημιουργούν τελικά εμπλοκές στο σύστημα είτε με την
κρίση των αγορών είτε με την υψηλή ανεργία. Μια ανεργία της τάξης του 20% του εργατικού
δυναμικού, που έχουμε στην Ελλάδα, δηλώνει έναν καπιταλισμό σε πλήρη εμπλοκή. Στην
ουσία δεν λειτουργεί. Μια από τις αιτίες της μεγάλης ανεργίας είναι η μίζερη αντιμετώπιση
της οικονομίας από την κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα, η οποία εκτιμά ότι τα μελλοντικά
κέρδη θα είναι μικρότερα από τις προσδοκίες της. Η ανάγκη της για περιορισμένες
διακινδυνεύσεις μεταβάλλουν την ανενέργεια στη μόνη δράση της.
Το κράτος, ιδίως σε περιβάλλον ολοκληρώσεων και κοινού νομίσματος, είναι
αδύνατον να ενεργοποιήσει τις γνωστές από το παρελθόν μεθόδους ενίσχυσης της
απασχόλησης. Σε αυτές τις στιγμές απαιτούνται συνθετικές καινοτομίες με τη
συμπληρωματική χρηματοδότηση, μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των προγραμμάτων
καταπολέμησης της ανεργίας, την αξιοποίηση μοντέλων απασχόλησης που μπορούν να
λειτουργήσουν ταχέως και αποτελεσματικά, όπως η αυτόνομη εργασία, και τον κατάλληλο
επιταχυντή, δηλαδή τον συνεργατισμό, ο οποίος δεν εμπεριέχει στα συστατικά του την
απαίτηση για την πραγματοποίηση κερδών.
Η βελτίωση της διανομής επιτεύχθηκε, σε ορισμένες μικρότερες ή ευρύτερες
ιστορικές συγκυρίες, αλλά αυτή ήταν ασταθής και γνώρισε συνεχείς παλινωδίες. Η
δημοκρατική κατανομή, όμως, ουδέποτε επιτεύχθηκε σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Το
αίτημα για τον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης υπερβαίνει την απλή και συγκυριακή
βελτίωση του εισοδήματος και σκοπεύει στη σταδιακή απόσπαση μεγάλων μαζών από το
καθεστώς της μισθωτής εργασίας, μέσω της ενίσχυσης της εργασιακής αυτονομίας.
Επομένως, η εργασιακή αυτονομία ανταποκρίνεται στην επιτυχημένη εργασιακή
οργάνωση και εκβάλλει με τρεις βασικά τρόπους και στην οικονομική δημοκρατία (στη
δημοκρατία της κατανομής του πλούτου). Ο πρώτος τρόπος είναι ότι οι αυτόνομοι
εργαζόμενοι είναι συνεργάτες και όχι υπάλληλοι και επομένως περιορίζουν τις, ασύμπτωτες
με την οικονομική ελευθερία, όψεις του γραφειοκρατικού αυταρχισμού, ο οποίος συνήθως
ονομάζεται διευθυντικό δικαίωμα. Ο δεύτερος τρόπος είναι πως οι αυτόνομοι εργαζόμενοι
έχουν οικονομικές διεξόδους είτε στην παράλληλη ανταγωνιστική αγορά είτε στον δυνητικά
ισχυρότερο συνεργατισμό μεταξύ των αυτόνομων εργαζομένων. Ο τρίτος τρόπος απορρέει
από το νέο ποσοτικό συσχετισμό των δυνάμεων της απασχόλησης. Όσο περιορίζεται ο
αριθμός των διαθέσιμων μισθωτών, με την αύξηση των αυτόνομων εργαζομένων, τόσο η
τάση αύξησης των μισθών θα γίνεται πιο αισθητή. Εκείνη την επιθυμητή στιγμή ένα
μεγαλύτερο μέρος των ανέργων θα απασχολείται και μάλιστα με σχετικά υψηλότερο
εισόδημα.
Σε μια δημοκρατία βιώσιμη για το μέλλον, υποστηρίζει ο συγγραφέας, ο
συνεργατισμός δύναται και οφείλει να διαδραματίσει πιο ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη,
την κατανομή της δύναμης στους τομείς παραγωγής και τη δημιουργική απασχόληση με
αξιοπρεπή εισοδήματα. Η κρίσιμη διαδικασία, για την αλλαγή του συσχετισμού της
οικονομικής δύναμης ανάμεσα στο κράτος, την κερδοσκοπία και το συνεργατισμό, είναι η
δημοκρατική πολιτική. Η ενίσχυση του ρόλου του συνεργατισμού είναι ο βασικός
επιταχυντής της δημοκρατίας στην επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα η προσδοκία για την
πλήρη απασχόληση, στην εποχή μας, συνδέεται, αποκλειστικώς, με τον συνεργατισμό και την
ενεργοποίηση της δημιουργικότητας του. Η μόνη απαίτηση, από τους θεσμούς και τους
διαχειριστές της πολιτικής δύναμης, είναι η άρση των διαδικαστικών εμποδίων.
Η μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών συμβάλλει στην απόφαση, να μεταθέσει το
κράτος στο συνεργατισμό σημαντικά αντικείμενα της κοινωνικής πολιτικής, που
χρηματοδοτούνται κυρίως από τους εργαζόμενους. Βασικό παράδειγμα στην παρούσα
πρόταση είναι η μετατροπή των ταμείων της κοινωνικής ασφάλισης σε συνεργατικά
αλληλασφαλιστικά ταμεία, με αυτοδιοίκηση από τα μέλη τους. Η ενσωμάτωση της
ασφάλισης στο συνεργατισμό, ως πρώτο βήμα, μπορεί να δημιουργήσει μια τάση για τη
γρήγορη κατάκτηση, από τον συνεργατισμό, του 20% του εθνικού πλούτου στις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόσθετη δυναμική θα εκφραστεί από τη διεύρυνση του χώρου των
(και σήμερα) αξιόπιστων συνεργατικών τραπεζών, με τη μαγιά από τα διαθέσιμα των
αλληλασφαλιστικών ταμείων.
Από αυτήν την αφετηρία η προοπτική της αύξησης της συνεισφοράς του
συνεργατισμού, στο ένα τρίτο του εθνικού πλούτου, στο ίδιο περιφερειακό πλαίσιο, είναι
απολύτως εφικτή. Η αισιοδοξία αυτή συγχνωτίζεται με τη βεβαιότητα, ότι η αύξηση θα
προέρχεται και από την παράλληλη επέκταση του πλούτου, σε μια εύλογη χρονική περίοδο
(ίσως συντομότερα από 25 χρόνια). Στο νέο πλαίσιο της οικονομικής συμπληρωματικότητας,
ο συνεργατισμός θα εκφράζει, και στην παραγωγή, τη δημοκρατική οργάνωση, την ευρεία
κοινωνική συμμετοχή και την αξιοπρεπή εισοδηματική απόδοση της επαγγελματικής
δημιουργικότητας.
Η ανοικτή πρόσβαση στην γνώση ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για το
ξεπέρασμα της ιστορικής αγκύλωσης τόσο της ίδιας της δημοκρατίας όσο και του
διανοητικού κεφαλαίου. Η παιδεία στον εικοστό αιώνα ήταν επιλεκτική, κατά την
υποχρεωτική διαβίβαση της γνώσης, και απόμακρη από την κουλτούρα. Η γνώση παρέμεινε
διά μακρόν ένας προνομιακός χώρος, για μικρές μειονότητες. Η γνώση που υποχρεωτικά
λάμβανε ο μέσος άνθρωπος είχε στόχο την επιβεβαίωση της μαζικής υποταγής στις
ολιγάριθμες εξουσιαστικές δυνάμεις και τον μαζικό εθισμό των εργαζομένων στην
αδιαμαρτύρητη προσαρμογή στην ιεραρχία και την παραγωγική επαναληπτικότητα, δηλαδή
τις κρίσιμες όψεις του φορντισμού. Τον εικοστό πρώτο αιώνα, η γνώση μεταβάλλεται σε
αναπόσπαστο συστατικό μιας νέας γενιάς εμπορευμάτων, τα οποία τείνουν να αποκτήσουν
τεράστιο μερίδιο στη δημιουργία του παγκόσμιου πλούτου και τη διεθνή ανάπτυξη.
Η οικονομική επιβίωση, αλλά και η ανταγωνιστικότητα, θα κριθεί από την ικανότητα
των σύγχρονων ανθρώπων να προσλαμβάνουν και να γονιμοποιούν την καινοτόμο
συστηματική γνώση, όπως και τις ανεπεξέργαστες πληροφορίες, που είναι δυνητικά
συστατικά της μελλοντικής δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιβεβλημένη εγκύκλια
εκπαίδευση, μετά τα πρώϊμα στάδια, είναι πρακτικώς μια εξόδευση άνευ σημασίας και μαζί
της χάνουν την αξίας τους τα παραδοσιακά και μαζικά υποδείγματα διδασκαλίας και
εκμάθησης. Οι καινοτόμες, ευέλικτες ή και ήδη γνωστές μέθοδοι της ανοικτής εκπαίδευσης
οφείλουν να αποτελέσουν αντικείμενα μιας νέας σύνθεσης, με έναν ευρύ κοινωνικό διάλογο
που προσδιορίζει τους στόχους, τις δυνατότητες και τις τεχνικές, οι οποίες αξιοποιούν την
πληροφορική τεχνολογία, για την ατομική και συλλογική καλλιέργεια.
Όταν συμβεί η προκείμενη διαδικασία, η γνώση θα είναι η γέφυρα ανάμεσα στην
κυκλοφορία και τον επιτηδευμένο χειρισμό των πληροφοριών, όπως και για την επινοητική
δημιουργικότητα στην παραγωγή. Από την μια πλευρά η κουλτούρα θα συναντιέται
συστηματικά, έγκαιρα και έγκυρα με τους εκπαιδευόμενους πολίτες και από την άλλη η
υψηλή ποιότητα του μεταβολισμού τους από τα πολιτιστικά αγαθά, θα ενδυναμώνει την
παραγωγική χρησιμότητά τους. Σε εκείνη τη στιγμή. ο εκπαιδευόμενος μπορεί να ισορροπεί
με το ουσιώδες περιεχόμενο της μόρφωσης, ενώ καλύπτει τις αξιώσεις της πιστοποίησης των
προσόντων τους και δημιουργεί τις υποδοχές της διά-βίου μάθησης.
Η πράσινη τεχνολογία και οικονομία σηματοδοτεί επίσης την ενίσχυση των
δημοκρατικών θεσμών. Το πράσινο κίνημα και η πολιτική οικολογία είναι οι πηγές της
κοινωνικής, αλλά και πολιτικής, ευαισθητοποίησης για τα υπαρκτά, αβάσταχτα και αδιέξοδα
περιβαλλοντικά ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Οι ίδιες παρεμβατικές και
πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν τους όρους για τη συμπερίληψη στην πολιτική και θεσμική
ατζέντα, των κρίσιμων επιλύσεων στα μεγάλα προβλήματα του περιβάλλοντος. Μεταξύ των
θεαματικών επιτευγμάτων του πράσινου κινήματος είναι η ανάπτυξη των οικολογικών
πολιτικών στα προγράμματα των παρατάξεων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.
Παρά τις διαφοροποιήσεις και τις παλινωδίες, είναι ένα εξαιρετικό γεγονός η
επιτυχής κινητοποίηση των διεθνών θεσμών για την αντιμετώπιση της ανθρωπογενούς
υπερθέρμανσης της γης. Το κίνημα αυτό, ωστόσο, είναι υπόφορο της αντίφασης ανάμεσα στο
μαχητικό κίνημα διαμαρτυρίας και στον πολιτικό μηχανισμό που επιδιώκει την επίλυση των
ζητημάτων με απαγορεύσεις και κανονισμούς. Η γόνιμη τακτική για την ανάπτυξη των
οικολογικών πολιτικών είναι η σύνταξη ενός προγραμματικού σχεδίου, το οποίο διευκολύνει
την ανάπτυξη, ευνοεί την ισότιμη διανομή του πλούτου και ανταποκρίνεται στην ανάγκη του
εκδημοκρατισμού της οικονομίας. Σε αυτό το σχέδιο, ο συνεργατισμός είναι καταλύτης και
κρίσιμος συντελεστής. Η συμμαχία του πράσινου κινήματος με το συνεργατισμό συμβάλλει
στην πραγματοποίηση των οικολογικών πολιτικών, με οικονομική αποδοτικότητα,
κοινωνικές ωφέλειες και ουσιαστική υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέσω της
αδελφότητας.
Συμπερασματικά για να ενισχυθεί η οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας
χρειάζεται ένα πολιτικό σχέδιο για την δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας που
ταυτόχρονα θα λειτουργήσει, ως αφετηρία, και πλατφόρμα της στρατηγικής
διαπραγμάτευσης της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, για την επιθυμητή διοργάνωση της
κοινωνίας και της πολιτείας, στην εποχή μας. Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας,
υλοποιεί τις θεμελιακές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας, οι οποίες
στην εξέλιξη της νεωτερικής εποχής είτε υποστηρίχθηκαν ελλειπτικά είτε περιορίστηκαν
απαράδεκτα είτε προκλητικά παραμερίστηκαν, κατά τη διασκευή της νεωτερικής πολιτείας.
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας, ως πρόταγμα, ενισχύει τα ατομικά δικαιώματα
και διευρύνει τις πολιτικές ελευθερίες, με εκβολές τόσο στην αυθεντική αντιπροσώπευση των
πολιτών σε όλα τα δημόσια αξιώματα όσο και στον διαρκή κοινωνικό έλεγχο, με θεσμούς
άμεσης συμμετοχής στις αποφάσεις, ιδίως στην ενισχυμένη τοπική αυτοδιοίκηση.
Στη δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας είναι μια οφειλή ο εκδημοκρατισμός
της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, ως προϋπόθεση της συστολής των
οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με σημαντικές ενισχύσεις από τον συνεργατισμό
και τους αυτόνομους εργαζόμενους. Ο σκοπός είναι η ανασύνθεση και η εξισορρόπηση της
δύναμης του κράτους, της κερδοσκοπίας και του συνεργατισμού, με τον περιορισμό τόσο της
εξουσιαστικής όσο και της επιχειρηματικής αυθαιρεσίας στην οικονομία.
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας αποτελεί την εναλλακτική βάση για
την επανεργοποίηση των συλλογικών οργανώσεων και των άτυπων συσσωματώσεων των
πολιτών, φτάνει να υπερβούν δημιουργικά τους αυτοπαθείς προσδιορισμούς τους και την
τάση να πραγματοποιούν «μικροπολέμους» για τα στενά συμφέροντα των μικρών ομάδων.
Για το ξεπέρασμα των παθογενειών της κατάτμησης και της αναποτελεσματικότητας της
συλλογικής δράσης, αναγκαίος όρος είναι να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις της κοινωνικής
πρωτοβουλίας σε ενιαία σύνολα της κοινωνίας πολιτών, μαζί με τις συλλογικές εκφράσεις
των ανέργων και των περιθωριοποιημένων πολιτών. Η νέα και ανοικτή σύνθεση της
συλλογικότητας είναι προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική διεκδίκηση των κοινών
στόχων και την προώθηση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας, με αφετηρία την Τοπική
Αυτοδιοίκηση.
Αθήνα 17-4-2018
Βασίλης Τακτικός