Ανδρέας Ν. Λύτρας

 

1 Αντικείμενο της διαπραγμάτευσης

 

Το αντικείμενο της παρούσας παρέμβασης είναι η σύσταση μιας σύνθετης πρότασης
στο πλαίσιο της πολιτικής ανάλυσης, με διττό στόχο: τη γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη,
η οποία εκβάλλει στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου με έργα υποδομής, και την ταχεία
μείωση της ανεργίας, με τη στήριξη στη μόχλευση ιδιωτικών πόρων και δημοσίων δαπανών.
Η παράλληλη διαχείριση της ανάπτυξης και της καταπολέμησης της ανεργίας, επιτρέπει την
εφαρμογή του ανάλογου με το πιο αποδοτικό ιστορικά υπόδειγμα της απαγκίστρωσης από
την ύφεση ή έστω από την αναιμική ανάπτυξη και την υπό-απασχόληση του εργατικού
δυναμικού (εννούμε την Κεϋνσιανή θεραπευτική). Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη
διαπραγμάτευση, έχοντας κατά νου τις δεσμεύσεις από τη συμμετοχή στην ευρωζώνη
και την παρούσα οικονομική θέση της Ελλάδας, μετά οκτώ έτη δημοσιονομικής κρίσης,
ανασυνθέτει τις μεθόδους και τα εργαλεία χρηματοδότησης των δύο παράλληλων εγχειρημάτων.
Είναι σημαντικό, ότι η πρόταση αποθέτει την ελπίδα για την πραγματοποίηση των
αναγκαίων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στη συνεταιριστική ανάπτυξη, σε τοπικό επίπεδο.
Αναγνωρίζει τον απαιτητικό, αλλά εφικτό, χαρακτήρα του εγχειρήματος για τη συνεταιριστική
ανάπτυξη, με οικολογικό προσανατολισμό, και τη συμβολή της στους γρήγορους ρυθμούς
οικονομικής επέκτασης, χωρίς αυτή να προσδιορίζεται αποκλειστικά από την κερδοσκοπική απόδοση.
Συγχρόνως, η ανάλυση θεωρεί πως η συνεισφορά στις πάγιες επενδύσεις, αλλά και στην παραγωγή
ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, δεν θα έχει ισοδύναμη συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης
και πολύ περισσότερο στη δραστική μείωση του δείκτη της ανεργίας. Η τελευταία διαπίστωση
κάνει απαραίτητη την παρέμβαση στο πεδίο της δημιουργίας ενός αυτοτελούς υποδείγματος
ενίσχυσης της απασχόλησης, δίχως την επιχειρηματική ενεργοποίηση των κατόχων του κεφαλαίου
και την σκοπιμοθηρία τους για υψηλά κέρδη. Η πρόταση αυτή απορρέει από πρόσφατες αναλύσεις
και προτάσεις του γράφοντος. Το εγχείρημα, όπως αυτό που προλειάνθηκε σε αυτό το πρώϊμο
στάδιο της γραφής, είναι μια απαιτητική, αλλά και εφαρμόσιμη, πρόταση προκειμένου να
συνδυαστεί η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, με την δραματική απομείωση της ανεργίας.

 

 

2 Τα μείζονα προβλήματα της χώρας: μείωση του πλούτου και ανεργία

 

Η πρώτη αναφορά μας αφορά στην ιστορική εξέλιξη του ελληνικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ),
από το 1960. Η σταθερή πρόοδος, που διαπιστώνεται αδιάλειπτα κατά τη μεταπολεμική εποχή,
γίνεται εντυπωσιακή την μεταπολιτευτική περίοδο και κορυφώνεται από το 1991 μέχρι το 2008.

 

Διάγραμμα 1

Πηγή: World Bank.

 

Διάγραμμα 1.1

Πηγή: World Bank.

 

Η πρόοδος σταματά το 2008, κάτω από την επίδραση της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Από το 2009 η πτώση του ΑΕΠ είναι πολύ αισθητή και το 2016 η σχετική επίδοση είναι χαμηλότερη
ακόμη και από τη συγκεκριμένη μέτρηση του 2003. Στα επτά χρόνια της καταγεγραμμένης εξέλιξης,
η χώρα έχασε τα πλεονεκτήματα, τα οποία απέκτησε στο πλαίσιο μιας εξαετίας. Δηλαδή έχασε τον
πλούτο και τη δυναμική μιας υπέρ-δεκαετούς περιόδου.

Στην εξέλιξη της απασχόλησης, κάτω από την επίδραση της διεθνούς οικονομικής κρίσης
του 2007-8, τα πράγματα γίνονται πραγματικά δύσκολα, μπορεί και θλιβερά. Η ελληνική απασχόληση
χάνει περί το ένα εκατομμύριο εργαζόμενους όλων των καθεστώτων (μισθωτούς, εργοδότες,
αυτοαπασχολούμενους κ.ά.) και ο συνολικός αριθμός της περιορίζεται χαμηλότερα, από το επίπεδο του 1993.
Η συντριπτική πλειονότητα αυτής της μείωσης προέρχεται από τη χορεία των μισθωτών εργαζομένων.
Τα λοιπά καθεστώτα της απασχόλησης έχουν υποστεί αναμφίβολα ένα σφοδρό πλήγμα, αλλά η επίδραση
σε αυτές τις κατηγορίες είναι προφανώς μικρότερη. Είναι λογικό ότι η κατάσταση έχει άμεση εκβολή στη
διεύρυνση του δείκτη της ανεργίας.

Οι δανειστές και οι εμπειρογνώμονες, στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, παραγνώρισαν τη
σημασία της ευρύτατης ομάδας των αυτοαπασχολουμένων και των μικρών εργοδοτών, για την παραγωγή
και την απασχόληση στη χώρα. Η διανοητική εμμονή τους, λόγω των μοντελοποιημένων εμπειριών τους
από τα διαφορετικού τύπου υποδείγματα της απασχόλησης, δεν επέτρεψε να καταλάβουν ότι η
αυτοαπασχόληση και το φαινόμενο των μικρών εργοδοτών έχουν συγγένειες και μοιράζονται
μικροαστικά χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν στην αντοχή της μικρής ιδιοκτησίας και την ανάγκη
διατήρησης τουλάχιστον της εργασιακής αυτονομίας. Η στιγμή της απομείωσης του αριθμού των
απασχολουμένων και ιδίως των μισθωτών είναι η φάση της αξιοποίησης των τεχνικών, περί της
αποτελεσματικής εργασιακής και κοινωνικής άμυνας των προαναφερθέντων απασχολουμένων, με
μικροαστικό προσδιορισμό. Η δική τους αριθμητική μείωση είναι πιο συγκρατημένη και για αυτό το
λόγο η αναλογία τους, ως ποσοστό στη συνολική απασχόληση, φαίνεται κιόλας να ανακάμπτει
σημαντικά. Στην πραγματικότητα ένα μείζον μέρος των αυτοαπασχολούμενων και των εργοδοτών
παρέμεινε σταθερό, ενώ όσοι προστέθηκαν στην απασχόληση, κατά τις περιόδους της ανάπτυξης,
αλλά δεν είχαν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία ή επαγγελματικές πιστοποιήσεις, απεχώρησαν
από την άσκηση του επαγγέλματος.

Η μισθωτή απασχόληση στην Ελλάδα εξαρτάται τελικά και από δύο ευαίσθητους παράγοντες.
Αφενός εξαρτάται από τη δυνατότητα του Δημοσίου να απασχολεί τις απαιτητικές ειδικότητες,
σε ικανές μάζες και αφετέρου από την ευελιξία των μικρών επιχειρήσεων να απορροφούν ιδίως την
ανειδίκευτη εργασία, η οποία αφορά σε εργαζόμενους με χαμηλότερο επίπεδο εκπαιδευτικής προετοιμασίας
και σχετικά χαμηλότερο κόστος. Όταν αμφότεροι οι προηγούμενοι παράγοντες δεν λειτουργούν ή
υποχωρούν τότε η ανεργία διευρύνεται με εκρηκτικό τρόπο (Διάγραμμα 2).

 

Διάγραμμα 2

Πηγή: ILO.

3 Οι περιορισμοί και οι δεσμεύσεις για την άσκηση πολιτικής

 

Στις συνθήκες του παροξυσμού της κρίσης, ακούγεται και διαδίδεται κάτι ιδιαίτερα ανακριβές,
δηλαδή ότι οι χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος είναι χώρες φτωχές και οικονομικά αδύναμες.
Τα δεδομένα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.) αποκαλύπτουν ότι, τουλάχιστον τα
τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, υψηλό δημόσιο χρέος έχουν οι πιο αναπτυγμένες και πλούσιες χώρες
του σύγχρονου κόσμου. Είναι κατά τη γνώμη μου και εύλογο να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς μόνον
οι πλούσιες χώρες έχουν υψηλή και βεβαιωμένη πιστοληπτική ικανότητα. Τα ιδιαίτερα προβλήματα ή
οι ειδικές εθνικές ανάγκες προσδιορίζουν το ακριβές ύψος και τη διάρκεια της διατήρησης του
δημόσιου χρέους σε υψηλά ποσοστά αναλογίας προς το ΑΕΠ, στο βαθμό βέβαια που είναι αυτό
εξυπηρετήσιμο. Είναι ενδεικτικό ότι η, τρίτη χώρα σε ετήσιο ΑΕΠ (και σήμερα), Ιαπωνία είχε δημόσιο
χρέος το 1980 ίσο με 51% περίπου, ενώ το 2010 φτάνει στο εντυπωσιακό 220% περίπου του ΑΕΠ.
Η πρώτη δύναμη του σημερινού οικονομικού κόσμου, δηλαδή οι ΗΠΑ, είχαν το 1980 δημόσιο χρέος
ίσο με το 42% περίπου του ΑΕΠ της, ενώ ένα χρόνο μετά την έκρηξη της ελληνικής κρίσης,
ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ της. Η Ιταλία, μία από τις μείζονες οικονομικές δυνάμεις του σημερινού
κόσμου και ιδίως της Ευρώπης, είχε το 2011 δημόσιο χρέος ίσο με 121% περίπου του ΑΕΠ, δηλαδή
μια αναλογία απολύτως συγκρίσιμη με αυτήν της Ελλάδας.

 

Διάγραμμα 3

Πηγή: IMF.

 

Πίνακας 1

Το Ελληνικό Δημόσιο Χρέος ως Αναλογία στο ΑΕΠ (%)

Έτος

2012

2013

2014

2015

Αναλογία στο ΑΕΠ (%)

 

159,6

 

177, 4

 

179,7

 

177,4

Πηγή: European Central Bank.

Πολλές από τις χώρες που περιλαμβάνονται στο προκείμενο διάγραμμα (3) αγγίζουν αναλογίες
του δημόσιου χρέους, οι οποίες πλησιάζουν τάχιστα το 100% του ΑΕΠ, τη στιγμή της εκδήλωσης
της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης. Είναι ενδιαφέρον ότι σχεδόν το σύνολο των αναπτυγμένων
χωρών διπλασίασαν ή πολλαπλασίασαν το δημόσιο χρέος τους στην περιγραφείσα περίοδο. Αν αυτό
το δεδομένο είναι ένδειξη ή αποτέλεσμα παθογενειών τότε αυτές είναι γενικές και ευρύτερες από τις
ευθύνες μιας εθνικής οικονομίας. Η Ελλάδα επαναλαμβάνει, απολύτως, τον διεθνή κανόνα, περί του
ύψους του δημόσιου χρέους.

Στην ίδια λογική της άδικης έγκλησης βρίσκεται και μια «απολαυστική» συζήτηση, περί
του μεγέθους του ελληνικού κράτους. Οι οπαδοί της κριτικής της δεκαετίας του ’60,  για τις ΗΠΑ,
και του τέλους της δεκαετίας του ’70, για τη Βρετανία, όπως και οι ιδεολογικοί διαβιβαστές τους,
διεθνώς,
ενώ τα διανοήματα τους είναι τα πραγματικά υπεύθυνα για την ουσία και την οξύτητα της
διεθνούς οικονομικής κρίσης, επιτίθενται στη μορφή και την έκταση του ελληνικού κρατικού
μηχανισμού, αλλά και το μέγεθος της απασχόλησης στο Δημόσιο (μαζί με τις δημόσιες επιχειρήσεις).

 

Διάγραμμα 4

Πηγή: OECD.

 

Οι τοποθετήσεις, οι οποίες επικεντρώνουν στο μέγεθος της απασχόλησης στο Δημόσιο,
είναι πρόχειρες και ανεδαφικές, ενώ αγνοούν ή θέλουν σκόπιμα να αγνοούν την κατάσταση στις
αναπτυγμένες χώρες. Τα στοιχεία που προέρχονται από τον ΟΟΣΑ μάς βεβαιώνουν ότι το «μεγάλο»
κράτος, με την ευρεία απασχόληση, είναι μια σημαντική όψη της ύπαρξης των πλούσιων χωρών.
Η Ελλάδα δεν αποκλίνει και από αυτόν τον κανόνα της ανάπτυξης και της ευημερίας, ο οποίος
υπονοεί την ύπαρξη των δημόσιων υπηρεσιών πρόνοιας και κοινωνικής υποστήριξης. Οι αισθητές
διαφορές είναι, παρά το σχετικά πιο περιορισμένο συνολικό μέγεθος σε σχέση με τους έχοντες την
πρωτοπορία, η μικρότερη απασχόληση στη Γενική Κυβέρνηση (το Νομικό Πρόσωπο του Δημοσίου
και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου-ΝΠΔΔ) και η μεγαλύτερη απασχόληση στις δημόσιες
επιχειρήσεις (Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου-ΝΠΙΔ και Ανώνυμες Εταιρίες-ΑΕ). Μεταξύ του
2000 και του 2008 η συνολική απασχόληση αυτής της κατηγορίας αυξήθηκε ελαφρά, αλλά αυτή η
αύξηση επικοινωνεί σίγουρα με την ισχυρή βελτίωση του ΑΕΠ και επομένως τη διαθεσιμότητα των
πόρων. Είναι, οπωσδήποτε, ένα θέμα κριτικής αντιμετώπισης η στάση της ελληνικής κυβέρνησης
εκείνη την περίοδο, να είναι δηλαδή αρκετά ευρύχωρη στην ανοδική αναδιάταξη των μεγεθών της
απασχόλησης στο Δημόσιο. Μεταξύ 2008 και 2013 η φαινομενική (ποσοστιαία) αύξηση της
απασχόλησης στο Δημόσιο οφείλεται στην μείωση της συνολικής απασχόλησης.

 

Διάγραμμα 5

Πηγή: OECD.

 

Πίνακας 2

Η απασχόληση στο ελληνικό Δημόσιο, το 2008 και το 2013

Αναλογία στην Απασχόληση (%)

Χώρα/ Έτος

2008

2013

Ελλάδα

20,7

22,6

Μέσος όρος ΟΟΣΑ

21,1 (2009)

21,3

Πηγή: ΟΟΣΑ.

 

Λίγο πριν την εκδήλωση της κρίσης, το 2006, η σύγκριση της κατανομής των δημοσίων
δαπανών υποδεικνύει τις μικρές αποκλίσεις της Ελλάδας, οι οποίες θα πρέπει να αποδοθούν στο υψηλό
κόστος της Άμυνας και της Δημόσιας Τάξης-Ασφάλειας. Τα ίδια ακριβώς αντικείμενα δημόσιας δράσης
(άμυνα και δημόσια τάξη) φαίνεται να ευθύνονται και για τη σχετικά μεγαλύτερη αναλογία του κόστους
στις Γενικές Δημόσιες Υπηρεσίες. Οι προηγούμενες επιβαρύνσεις επηρεάζουν τη μικρότερη συγκέντρωση
πόρων για την Υγεία, την Εκπαίδευση και την Κοινωνική Προστασία. Οι μικρότερες δαπάνες της
χώρας μας κατευθύνονται στην Προστασία του Περιβάλλοντος, την Κατοικία και τις Συνθήκες
Διαβίωσης, όπως και στην ενότητα της Αναψυχής, της Κουλτούρας και της Θρησκείας. Το σύνολο
των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά των πρωτοπόρων, αλλά είναι απολύτως
συγκρίσιμο με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, το 2006. Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα διέθετε, πριν
την κρίση, μια διαφορετική συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού από όσα επισημαίνουν οι
παραδόσεις και οι σημερινές δομές των αναπτυγμένων χωρών είναι, δίχως άλλο, αιωρούμενο και για
αυτό ανυπόστατο.

Στη φιλολογία, περί των συστατικών της ελληνικής κρίσης, μετά από τις προαναφερθείσες
και ανυπόστατες ή υπερβολικές διαπιστώσεις, συχνάζουν τα επιχειρήματα, πως η Ελλάδα έχει
πάψει να παραγάγει (εννοούν στο πλαίσιο της υλικής παραγωγής) και είναι έκθετη στην παθητική
κατανάλωση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Μεταξύ των ζητημάτων που επικρατούν σε αυτά τα
επιχειρήματα είναι πως έχει μειωθεί πολύ η αγροτική παραγωγή, έχει συρρικνωθεί η ήδη περιορισμένη
βιομηχανική παραγωγή και επικρατούν αποκλειστικά οι υπηρεσίες, σε μια οικονομία που μοιάζει με
«άϋλη» φούσκα.

Η πρώτη παρατήρηση για αυτά τα επιχειρήματα είναι ότι οι διαβιβαστές τους έχουν εντελέστατα εσφαλμένη
αντίληψη, για το περιεχόμενο, τους συντελεστές και τους σκοπούς της «παραγωγής», στο πλαίσιο του
καπιταλισμού,
στο οποίο αναμφισβήτητα συμμετέχει και η Ελλάδα. Πέραν της έλλειψης της θεωρητικής
ευστάθειας των διακινητών των απόψεων, περί της σημασίας της υλικής παραγωγής για την ανάπτυξη,
τα δεδομένα από την Παγκόσμια Τράπεζα είναι διαφωτιστικά για τον τρόπο που κλιμακώνεται η
κατανομή των τομέων παραγωγής στις αναπτυγμένες (και ισχυρές «βιομηχανικές») χώρες. Από τη
δεύτερη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου, η πρωτογενής παραγωγή υποχωρεί σταθερά σε
αναλογίες και αυτό το γεγονός είναι ανεξαίρετο. Η βιομηχανική παραγωγή δεν δείχνει, να έχει το
προβάδισμα, σε οποιαδήποτε χώρα από τις προηγμένες. Η μόνη χώρα που παρουσιάζει έναν
πραγματικό και αξιόλογο σπασμό του βιομηχανικού δυναμισμού είναι η πετρελαιοπαραγωγός
Νορβηγία, μετά την αξιοποίηση των διαθέσιμων κοιτασμάτων της, αλλά η δευτερογενής παραγωγή
ουδέποτε απέκτησε το προβάδισμα και εκεί, έναντι των ισχυρότερων οικονομικά υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες
είναι ο πιο δυναμικός και ο σταθερότερα αναπτυσσόμενος τομέας παραγωγής, σε όλες τις χώρες με
αναπτυγμένες οικονομίες, και επομένως συνοδεύει τον πλούτο τους. Το Διάγραμμα 6 είναι
αποκαλυπτικό της προχειρότητας (καθώς τα στοιχεία είναι διαθέσιμα για όποιον επιθυμεί να τά συμβουλευτεί)
των εχόντων άποψη για την κατάσταση των συγκρινόμενων χωρών, σχετικά με τη δόκιμη αντιμετώπιση
του ζητήματος των χαρακτηριστικών της «επιτυχημένης οικονομίας».

 

Διάγραμμα 6

Πηγή: World Bank.

 

Διάγραμμα 7

Πηγή: World Bank.

 

Η πρόσφατη ελληνική τροχιά των τομέων παραγωγής δείχνει να είναι απολύτως όμοια με τις διαμορφώσεις
των μεγεθών στις αναπτυγμένες χώρες. Τόσο η αναμφισβήτητη υπεροχή των υπηρεσιών όσο και η
συνεισφορά της υλικής παραγωγής (πρωτογενής και δευτερογενής τομέας) είναι από συγκρίσιμες μέχρι
και ταυτόσημες σε σχέση με τους πρωτοπόρους. Είναι πασιφανές, ότι, για ιστορικούς, οικονομικούς και
πολιτικούς λόγους, η συμβολή του ελληνικού πρωτογενούς τομέα στην παραγωγή του πλούτου είναι
σταθερότερη και ευρύτερη από τις αναπτυγμένες χώρες. Πάντως και παρά την πολλαπλάσια αναλογία
του σε σχέση με την αντίστοιχη σε αρκετές χώρες, η πραγματική συνεισφορά του ήταν για χρόνια κάτω
από το 10%. Για τους ίδιους ιστορικούς λόγους, η βιομηχανική ανάπτυξη στην ελληνική περίπτωση ήταν
πιο αναιμική από την διεθνή τροχιά της δευτερογενούς παραγωγής, αν και σε κάθε περίπτωση τα
ποσοστά της συμμετοχής της στη διαμόρφωση του πλούτου συναντώνται με την αντίστοιχη των
πρωτοπόρων σε κοινό επίπεδο, κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα.

Οι περισσότερες από τις αιτιάσεις, για τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτείας,
είναι προβληματικές ή ανυπόστατες. Ορισμένες, μάλιστα, δεν είναι τίποτε παραπάνω από φληναφήματα.
Στις πλείστες των περιπτώσεων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή οι ιδιότητες του ελληνικού καπιταλισμού
ταυτίζονται ή αναλογούν με τις βασικές όψεις του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Είναι, ταυτόχρονα, σαφές
ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί η μακρά και άδικη ταλαιπωρία της κοινωνίας, οι περιορισμοί που απορρέουν
από τις πραγματικότητες και διεθνείς συμβάσεις, όπως και οι αναληφθείσες δεσμεύσεις της
ελληνικής πολιτείας.

4 Η ιδιοκτησία ως πλεονέκτημα της ελληνικής κοινωνικής συγκρότησης

 

Μία από τις πιο θετικές όψεις του ελληνικού καπιταλισμού, με εκβολή στην ανάπτυξη, αλλά και με
διαρκή επίδραση στην περιουσιακή κατάσταση των νοικοκυριών, των οικογενειακών δικτύων και
βεβαίως (ατομικά) των πολιτών είναι το μεγάλο ποσοστό της ιδιοκτησίας στις κατοικίες και εν γένει
στα ακίνητα. Η ύπαρξη των ιδιόκτητων κατοικιών ανάγεται βασικά στην κληρονομική διαδοχή.
Επομένως δεν χρειάστηκαν την καταβολή της αξίας των ακινήτων για την απόκτησή τους.

Μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, από την Ελλάδα, έχει η Ισπανία, η Κύπρος και η Σλοβενία.
Υψηλά ποσοστά (πάνω από το 70%) παρουσιάζουν η Μάλτα, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο,
η Πορτογαλία και το Βέλγιο. Οριακά κάτω από 70% εμφανίζει, στην αναλογία της ιδιοκατοίκησης,
η Ιταλία. Κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης βρίσκεται η ιδιοκατοίκηση στη Φιλανδία. Η Αυστρία
έχει αναλογία 58%, ενώ η Γαλλία και η Ολλανδία παρουσιάζουν ποσοστά γύρω από το 57%.
Πολύ χαμηλό ποσοστό εμφανίζει η Γερμανία (43%).

 

Διάγραμμα 8

Πηγή:  European Central Bank.

 

Οι ελληνικές κατοικίες είναι πολύ λιγότερο εκτεθειμένες σε ιδιωτικά χρέη των νοικοκυριών,
σε σχέση με άλλες χώρες.
Μικρότερα ποσοστά σε ιδιωτικά δάνεια για αγορά κατοικιών έχει
η Σλοβενία (7,7% του ΑΕΠ), η Ιταλία (21,8% του ΑΕΠ) και η Αυστρία (24,9% του ΑΕΠ).
Περί τη μέση αναλογία της Ευρωζώνης βρίσκεται η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος.
Σε πάρα πολύ υψηλά ποσοστά είναι το χρέος των κατοικιών στην Ολλανδία (89,4% του ΑΕΠ),
την Ιρλανδία (73,9% του ΑΕΠ), την Πορτογαλία (69,4% του ΑΕΠ) και την Ισπανία (61,5% του ΑΕΠ).
Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στις χαμηλά χρεωμένες χώρες, από την άποψη των δανείων για τις
κατοικίες (30,3% του ΑΕΠ). Είναι και αυτή η καταγραφή, ένα από τα στοιχεία της υπεροχής του
ελληνικού καπιταλισμού, σε σχέση με τη διάχυση της προσωπικής περιουσίας και τη μεγαλύτερη
ατομική ευημερία των πολιτών.

 

Διάγραμμα 9

Πηγή:  European Central Bank.

 

Είναι ενδιαφέρον ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό διαθέτει πάνω από ένα σπίτι στην κατοχή του.
Η ελληνική κοινωνία έχει μεγαλύτερο δείκτη κατοχής πρόσθετων κατοικιών από όλες τις κοινωνίες
της ευρωζώνης, με μόνη εξαίρεση (την ελάχιστη διαφορά από) την Ισπανία. Οι άλλες χώρες
υποδεικνύουν πολύ μικρότερη κατοχή πρόσθετων κατοικιών ανά νοικοκυριό. Ο δείκτης αυτός
δηλώνει κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα είχε πριν το 2010 μια εξαιρετική διάχυση των ατομικών
περιουσιών σε ακίνητα, τα οποία είναι υπέρ-επαρκή για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών
της χώρας και λιγότερο χρεωμένα (σε τραπεζικά δάνεια), από τις περισσότερες πλούσιες
χώρες της Ευρωζώνης.

 

Διάγραμμα 9.1

Πηγή:  European Central Bank.

5 Η συνεταιριστική επιλογή, ως συστατική για την οικολογική ανάπτυξη

Υπάρχει κάποια δυνατότητα μιας ταχείας, αξιοσημείωτης και βιώσιμης ανάπτυξης, με δυνατότητα
σταθερής βελτίωσης της απασχόλησης και με παράλληλο αποτέλεσμα τη δραστική μείωση της ανεργίας;
Αναμφισβήτητα αυτή η δυνατότητα είναι παρούσα και πιθανή. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ενδεχόμενο,
η ρεαλιστική αντιμετώπιση της πολύ δύσκολης κατάστασης να οδηγήσει σε ανασυγκρότηση την ελληνική
οικονομία, σε γρήγορη ανάκαμψη την απασχόληση και σε δραστικό περιορισμό το δείκτη της ανεργίας,
με σοβαρή την προοπτική της ταυτόχρονης βελτίωσης των εισοδημάτων.

Η λύση στο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα της χώρας δεν μπορεί να προέλθει από την προσδοκία της
ταχείας διαδικασίας σχηματισμού νέων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων επιχειρήσεων ή αντίστοιχων με
τις ανάγκες νέων θέσεων εργασίας, προκειμένου να απασχολήσουν τις μάζες που συμπεριλαμβάνονται
σήμερα στους ανέργους. Αν περιμέναμε μια τέτοια άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες, για την αύξηση
της απασχόλησης, θα έπρεπε να δημιουργηθούν περί τις 120 χιλιάδες επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι
σήμερα η μέση ελληνική επιχείρηση έχει μέσο μέγεθος με βάση τον αριθμό των εργαζομένων, περί
τα εννέα με δέκα άτομα ανά κατάστημα. Αυτό το ενδεχόμενο είναι πολύ μακρινό και ακόμη και μετά
την κατάκτηση συνεχώς υψηλών ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης μπορεί να εκπληρωθεί σε περίοδο επτά
με δέκα ετών. Επισημαίνουμε, ότι οι περιγραφόμενοι αριθμοί αφορούν σε μια ιδανική κατάσταση και
εξαιρετικώς αισιόδοξη, καθώς μεταξύ των εργοδοτών αυτής της σύγκρισης περιλαμβάνεται και το κράτος
ως ενιαίος εργοδότης. Αν αφαιρεθεί το κράτος, τότε το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων περιορίζεται
στα τέσσερα με πέντε άτομα και επομένως ο αριθμός των αναγκαίων επιχειρήσεων διπλασιάζεται, ενώ
ο προσδοκώμενος χρόνος υλοποίησης των διαδικασιών μακραίνει απαγορευτικά.

Δεν είναι αντίστοιχα πιθανή η σοβαρή επέκταση της απασχόλησης στο Δημόσιο και τις δημόσιες
επιχειρήσεις (εκτός της αναπλήρωσης του υπάρχοντος προσωπικού). Στο επίπεδο αυτό, με βάση την
εφαρμοζόμενη πολιτική στην ΕΕ και ιδίως στην Ευρωζώνη, η αύξηση της απασχόλησης στο Δημόσιο,
λόγω των γνωστών επιβαρύνσεων στις δημόσιες δαπάνες και του κινδύνου αύξησης
του ελλείμματος του προϋπολογισμού πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια (από τις συμβάσεις), δεν έχει
πολλές πιθανότητες πραγματοποίησης στο ορατό μέλλον. Είναι, λοιπόν, σχεδόν
αδύνατο η κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα και το κράτος να προσδιορίσουν,
με την απασχόληση στους κόλπους τους, την επιθυμητή και ταχεία
ανάπτυξη ή την αντίστοιχη δραστική μείωση της ανεργίας.

Η αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών εκτός του πλαισίου των συμβατικών λύσεων, οφείλει
να προσδιορίσει μεθόδους εφαρμοστέες αμέσως και με ρεαλιστική τροποποίηση
των δεδομένων και των πλεονεκτημάτων ή των θετικών ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής κοινωνίας.
Η πιο εφικτή επιλογή μπορεί να προέλθει από την  ενίσχυση του συνεργατισμού.

 

Διάγραμμα 10

Πηγή: European Commission.

 

Οι υποχρεωτικές εισφορές προς το ασφαλιστικό σύστημα (σήμερα είναι βασικά δημόσια έσοδα)
κυμαίνονται από την ένταξη στην ευρωζώνη και ακολούθως, μεταξύ 10,2% και 11% του ΑΕΠ.
Στην παρούσα συγκυρία αντιπροσωπεύει έσοδα περί τα 21 δισ. δολάρια το χρόνο. Εφόσον τα ασφαλιστικά
ταμεία μετατεθούν από το δημόσιο στο συνεργατισμό μπορούν αφενός να περιορίσουν το μέγεθος του
Δημοσίου και αφετέρου να ανασυγκροτήσουν σε δημοκρατική βάση το ασφαλιστικό σύστημα. Υπάρχει,
προς ενίσχυση αυτής της επιλογής, η ενεργής αμφιβολία των πολιτών περί της καλής διαχείρισης των
πόρων του ασφαλιστικού συστήματος, στη μακρά διάρκεια, και για αυτό η δυσθυμία τους για τις ποσοτικές
επιστροφές προς τους ασφαλισμένους και την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα είναι δυνατή η οικονομική ανασυγκρότηση, εν συνόλω, του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η αντίστοιχη συγκρότηση του τομέα των συνεργατικών τραπεζών προσφέρει τη δυναμική για την
ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και την εν μέρει ή εν όλω κατεύθυνση των πόρων
του ασφαλιστικού συστήματος προς τις συνεργατικές τράπεζες. Η διεύρυνση της διαθέσιμης
ρευστότητας στον συνεργατικό τομέα της οικονομίας εμπεριέχει τη δυναμική της ανάπτυξης
των συνεργατικών επιχειρήσεων, σε πολλές εναλλακτικές δραστηριότητες, με συνεισφορά στις
κοινωνικές ωφέλειες, την κατανάλωση και
στην υλική δραστηριότητα, με εκβολή στην αειφόρο ανάπτυξη, την οικολογική ενεργειακή ασφάλεια,
στην αντίστοιχη απασχόληση, αλλά και σε διάφορες πολύ χρήσιμες υπηρεσίες.

Δεν είναι δυνατόν να διεξέλθουμε στο πλαίσιο αυτού του κειμένου πολύ εκτενείς λεπτομέρειες
για την εναλλακτική δράση των συνεργατικών οργανώσεων. Μπορούμε, ωστόσο, να αναφερθούμε σε
ορισμένες πολύ αδρές περιγραφές υλοποιήσιμων έργων, σχετικά με την μαζική εγκατάσταση οικιακών
συστημάτων παραγωγής ηλιακής ενέργειας, με χρηματοδότηση από συνεργατικές τράπεζες και ανάληψη
της υλοποίησης των έργων από συνεταιρισμούς.

 

Διάγραμμα 11

Στο διάγραμμα που προηγείται εκτίθενται τρία σενάρια, τα οποία είναι δυνατόν να υλοποιηθούν,
με έναν καλό προγραμματισμό, καθολοκληρίαν ή μερικώς και πάντως ανάλογα με την προετοιμασία
και τη διαθεσιμότητα των απαραίτητων πόρων, σε εύλογο χρόνο (ενδεχομένως από μια τριετία έως
μια πενταετία). Η συγκεκριμένη επιλογή επιταχύνει ισοδύναμα το ρυθμό ανάπτυξης για την
περίοδο εφαρμογής, βελτιώνοντας θεαματικά τις επιδόσεις της εθνικής μας οικονομίας, και με
μέτριων προσδοκιών συνεισφορά στην απασχόληση. Η κλιμάκωση των πληρωμών των ιδιωτών,
με βάση τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις (από συνεταιριστικές τράπεζες) και την ωρίμανσή τους
σε μακρύ χρόνο, κάνει εύκολα εξυπηρετήσιμο το ατομικό χρέος των ιδιοκτητών των κατοικιών.
Η ωφέλεια από την εξοικονόμηση του κόστους της ενέργειας είναι, στο πεδίο του ατομικού νοικοκυριού
και αυτονοήτως, πολύ ευρεία, ενώ η εξοικονόμηση για την εθνική οικονομία, από τη μείωση της
ανάγκης προμήθειας υδρογονανθράκων, είναι στρατηγικής σημασίας (με σταδιακά θετική επίδραση
και στο ισοζύγιο πληρωμών). Η εκβολή της ενεργειακής ανασυγκρότησης είναι σίγουρα σημαντική,
στο πεδίο της εκπομπής των αερίων του θερμοκηπίου.

Η πραγματική συνεισφορά του Δημοσίου σε αυτή τη μαζική και παραγωγική ανασυγκρότηση
είναι βασικά θεσμική και συντονιστική. Από τη μια πλευρά οφείλει να άρει τα εμπόδια για τη σύσταση
και τη λειτουργία των συνεταιριστικών οργανώσεων όλων των μορφών και των δραστηριοτήτων, ενώ
από την άλλη να επιτρέψει να εκφράζεται η απασχόληση των μελών των συνεργατικών οργανώσεων,
όπως και οποιουδήποτε συνεργαζόμενου με αυτές, με τον τύπο των αυτόνομων εργαζομένων.
Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ILO, τα μέλη των συνεργατικών οργανώσεων είναι και
νοούνται ως αυτοαπασχολούμενοι και, υπό αυτήν την έννοια και για λόγους ισότητας, οι συνεργαζόμενοι
(μη-μέλη) με τις οργανώσεις πρέπει να έχουν ανάλογο καθεστώς εργασίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση
οφείλει να ρυθμίσει και να διευκολύνει, με ειδικό τρόπο, την μέθοδο απόδειξης της αμοιβής (με τις
σχετικές παρακρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) και της εργασιακής δέσμευσης.
Ο τρόπος αυτός μπορεί να αφορά στη γενίκευση του υπαρκτού σήμερα «εργόσημου» (με ενσωμάτωση
του φόρου και των ασφαλιστικών εισφορών).

Στην περίπτωση υλοποίησης της συγκεκριμένης επιλογής συγκροτείται αμέσως ένας ζωτικός τρίτος
τομέας της οικονομίας, δίπλα στο κράτος και την κερδοσκοπία. Η κίνηση αυτή μειώνει το μέγεθος της
συνεισφοράς του κράτους σε ποσοστό περί το 40%  του ΑΕΠ, αμέσως. Δημιουργεί ένα συνεταιριστικό
τομέα, με αναλογία στο ΑΕΠ, περί το 12%, και μια δυνατότητα για τη γρήγορη κίνησή του προς το
είκοσι τοις εκατόν, με ευθεία επίδραση στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και χωρίς η τελευταία
να εξαρτάται από τις ροπές και τις επιλογές διακινδύνευσης της κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας.

 

6 Η ταχεία καταπολέμηση της ανεργίας

 

Το προαναφερθέν πρόγραμμα, το οποίο ανταποκρίνεται στην ανάγκη για την ανασυγκρότηση του
ενεργειακού προτύπου της χώρας, συνεισφέρει στην ενίσχυση της ανάπτυξης και των ιδιωτικών
επενδύσεων. Μετάβάλλει με θετικό τρόπο το
Ισοζύγιο Πληρωμών, (ίσως και βραχυπρόθεσμα)
μεσοπρόθεσμα (κυρίως). Δεν διαθέτει, ωστόσο, το δυναμισμό για την, αντίστοιχη με το εύρος
των επενδύσεων, αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων. Για την πλήρη απασχόληση
απαιτείται η ταχεία μείωση του δείκτη ανεργίας, με στόχο να φτάσει στο ιδανικό επίπεδο του 3%
του εργατικού δυναμικού. Η ταχεία μείωση της ανεργίας, μπορεί να συνεισφέρει στην αύξηση της
απασχόλησης και στη δραστική μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων (και μεταξύ
εργαζομένων και ανέργων). Η εφαρμογή αυτού του προγράμματος οφείλει στη διαδικασία προσέγγισης
του στόχου, να επιβραδυνθεί ή και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αναιρεθεί αποφασιστικά. Όταν
η ανεργία θα κινείται σε αναλογίες κάτω από 8% του εργατικού δυναμικού, θα πιέζεται ο πληθωρισμός
σε ποσοστό άνω του 3%.

Το προτεινόμενο σχέδιο έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά: Η αρχική χρηματοδότηση εξασφαλίζεται,
με τη μορφή της κοινής προθεσμιακής κατάθεσης για δώδεκα μήνες, από ιδιώτες, μετά από σχετικές
προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Οι φορείς του κεφαλαίου λαμβάνουν εισόδημα από τους
τόκους και τις αποδόσεις του κεφαλαίου.  Οι συγκεκριμένοι επενδυτές δεν έχουν οποιαδήποτε άλλη
υποχρέωση ή διακινδύνευση. Από την εκταμίευση του συγκεκριμένου κεφαλαίου χρηματοδοτείται
η έκδοση των αξιόγραφων των αυτόνομων εργαζομένων.  Το κράτος αντικαθιστά το κεφάλαιο, που
εκταμιεύεται (τη στιγμή της εκταμίευσης).  Το μείζον μέρος των κρατικών πιστώσεων επιστρέφει
αμέσως στα δημόσια ταμεία, καθώς αντιπροσωπεύει τον αναλογούντα φόρο και τις εισφορές προς το
ασφαλιστικό σύστημα. Οι ατομικοί καταναλωτές, οι ενδιαφερόμενοι συνεταιρισμοί ή οι
αυτοαπασχολούμενοι συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης και απολαύουν
των απαραίτητων  υπηρεσιών,
σε συμφέρουσες τιμές. Οι καταναλωτές εκφράζουν την κοινωνική αλληλεγγύη προς τους ανέργους στο
τοπικό επίπεδο.  Η έκφραση της αλληλεγγύης δεν απαιτεί να παραμερίσουν τα εισοδηματικά τους
συμφέροντα και τη συναλλακτική τους συμπεριφορά.

Οι συμμετέχοντες ωφελούμενοι στο πρόγραμμα εργάζονται ως αυτόνομοι εργαζόμενοι και προέρχονται,
από τη χορεία των καταγεγραμμένων ανέργων. Εργάζονται για δέκα μήνες, όλες τις ημέρες του μήνα.
Τροφοδοτούνται με δύο τύπους αξιόγραφων. Τα αξιόγραφα αφορούν σε κάθε μέρα του μήνα. Στη μία
περίπτωση το αξιόγραφο περιλαμβάνει την  ισοδύναμη αξία της συνεισφοράς των καταθετών και των
καταναλωτών. Στην άλλη περίπτωση περιλαμβάνεται μόνον η συνεισφορά των καταναλωτών. Και στις
δύο περιπτώσεις περιλαμβάνεται ο αναλογών φόρος (20%) και η ασφαλιστική εισφορά (10%).
Η αμοιβή τους καταβάλλεται απολογιστικά στη διάρκεια των δέκα μηνών. Στο τέλος της διαδικασίας
καταβάλλεται μια επιπλέον (ενδέκατη αμοιβή), με βάση την απόδοση του προγράμματος. Κατά την
εκκαθάριση του φόρου της επόμενης χρονιάς καταβάλλεται, σε όσους έχουν τις προϋποθέσεις, επιστροφή
φόρου, σαν να πρόκειται για δωδέκατη αμοιβή. Το πρόγραμμα οργανώνεται σε περιφερειακή βάση και
συντονίζεται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Οι φορείς της αυτοδιοίκησης φροντίζουν για την ικανοποιητική
ενημέρωση και επικοινωνία μεταξύ των αυτόνομων εργαζομένων και των καταναλωτών (Βλ, Παράρτημα).

Το προτεινόμενο πρόγραμμα παρεμβαίνει με τη δημιουργία απασχόλησης και εισοδημάτων, στη
λειτουργία της οικονομίας. Δεν συμβάλλει, καθόλου, στις πάγιες επενδύσεις. Η αύξηση των εισοδημάτων
εκβάλλει παράλληλα στην αύξηση της ζήτησης από τους ωφελούμενους του προγράμματος. Είναι
προβλεπτό ότι θα αυξάνονται και τα εισοδήματα των ήδη εργαζομένων (και επομένως η ζήτηση), λόγω
της μείωσης του ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων της εργασίας. Ταυτόχρονη θα είναι και η αύξηση
του γενικού επιπέδου των τιμών καταναλωτή. Από τη γενική διαδικασία τροφοδοτείται με διαθέσιμα
το τραπεζικό σύστημα και παρωθείται στην παροχή τραπεζικών προϊόντων στην αγορά. Η πλήρης
εφαρμογή του προγράμματος μπορεί να συνεπάγεται μια αύξηση του ΑΕΠ, κατά 3,03% ετησίως.
Η μερική (για τους μισούς ανέργους) εφαρμογή του προγράμματος σημαίνει μια ανάπτυξη,  με ετήσιο
ρυθμό: περίπου 1,52%. Εφόσον τα δύο προγράμματα που αναφέρθηκαν εφαρμοστούν ταυτόχρονα,
τότε η πλήρης εφαρμογή τους, θα προσδιόριζε μια θεαματική ετήσια ανάπτυξη, για αρκετά έτη. Με τη
μερική εφαρμογή αμφοτέρων, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να είναι  περί το 5,14%.  Με την εφαρμογή
του ενός ογδόου του ενεργειακού προγράμματος κάθε χρόνο και της μερικής εφαρμογής του
προγράμματος για την ανεργία (για τους μισούς ανέργους), ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης  μπορεί
να διαμορφωθεί, πιθανώς, περί το (0,91%+1,52%) 2,43% του ΑΕΠ (με βάση τα δεδομένα του 2016).

7 Συμπυκνώσεις και πορίσματα

 

Η ανάλυση που προηγήθηκε είναι στην ουσία μια πνευματική δοκιμή στο πλαίσιο της πολιτικής ανάλυσης.
Κάνει στην ουσία δύο εγχειρήματα, που ενυπάρχουν στις θεωρητικές προτάσεις του J.M. Keynes
και
του W. Beveridge.
Ο J.M. Keynes αξίωνε το συνδυασμό επενδύσεων σε υποδομές και την ενίσχυση των
εισοδημάτων, προκειμένου να κινητοποιηθεί, εκ νέου, η αγορά και να αναζωογονηθεί ο καπιταλισμός,
μετά από την κρίση του 1929-30. Ο W. Beveridge θεωρούσε ότι η πλήρης απασχόληση αντιπροσωπεύει
την κατάσταση, κατά την οποία το 97% εργάζεται σε κανονική βάση, ενώ μόλις το 3% του εργατικού
δυναμικού διέρχεται από την κατάσταση της ανεργίας, σε κάποιες περιόδους του εργασιακού βίου.
Στο εγχείρημα, το οποίο περιγράψαμε σε αδρές γραμμές, η παρέμβαση για την ενίσχυση της παραγωγής
ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές υποκαθιστά το πρότυπο των δημοσίων επενδύσεων του J.M. Keynes,
με μοχλό τη μετάθεση των πόρων των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων στο συνεργατισμό και την
τροφοδότηση των χρηματικών διαθεσίμων των συνεργατικών τραπεζών. Το αποκεντρωμένο και
περιφερειακό υπόδειγμα των συντονισμένων ενεργειακών συνεταιρισμών στηρίζεται στον μακροχρόνιο
δανεισμό, από τις συνεταιριστικές τράπεζες, και αναλαμβάνει την εγκατάσταση των απαραίτητων
συστημάτων σε ιδιωτικές κατοικίες στη χώρα, με ορίζοντα μια οκταετία (πιθανώς και μια δεκαετία).
Τόσο η εγκατάσταση συστημάτων όσο η παραγωγή ενέργειας ενισχύουν τη δευτερογενή παραγωγή,
ενώ ο συνεργατισμός ενισχύει τη θέση του στην παραγωγή του εθνικού πλούτου, με περισσότερο
από 12% του ΑΕΠ.

Παρά τον απαιτητικό, σε κεφάλαια, χαρακτήρα η προηγούμενη δράση δεν συμβάλλει,
παρά περιορισμένα, στην απασχόληση. Για να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση σε σύντομο χρονικό
διάστημα (περί το επίπεδο του 92-97% του εργατικού δυναμικού) χρειάζεται η «επιθετική»
αντιμετώπιση της ανεργίας, με ένα αντισυμβατικό πρόγραμμα δημιουργίας ιδιαίτερων συνθηκών,
ιδιαιτέρως στις υπηρεσίες. Η χρηματοδότηση σε αυτό το υπόδειγμα παρέμβασης βασίζεται βασικά
σε ιδιωτικούς πόρους. Το κράτος σε αυτό το εγχείρημα λειτουργεί θεσμικά και χρηματοδοτεί
επικουρικά τη διαδικασία (με πόρους που επιστρέφονται σχεδόν αμέσως και στην πλειονότητα τους
στα δημόσια ταμεία). Το συντονισμό αναλαμβάνει η τοπική αυτοδιοίκηση. Οι ωφελούμενοι από τη
συγκεκριμένη δράση (από τη χορεία των καταγεγραμμένων ανέργων) εργάζονται ως αυτόνομοι
εργαζόμενοι (δεν υπάρχει εργοδότης), εξοπλισμένοι με αξιόγραφα, τα οποία αποτελούν τα αποδεικτικά
της πληρωμής τους, της ασφάλισης και της φορολογίας τους. Η συγκεκριμένη μέθοδος δημιουργεί
απασχόληση και εισοδήματα για μια μεγάλη μάζα ανέργων, ενώ, ταυτόχρονα, έχει τη δυναμική
για την αύξηση των εισοδημάτων των κανονικώς εργαζομένων (όσων δεν είναι ωφελούμενοι) στη
διάρκεια λειτουργίας του σχετικού προγράμματος, καθώς μειώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ
εργαζομένων και ανέργων. Έχει σημασία, ότι οι αναγκαίες δημόσιες δαπάνες είναι ιδιαιτέρως
περιορισμένες και επιστρέφονται, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στα δημόσια ταμεία.

Αμφότερες οι δράσεις, εφόσον συνεργήσουν δημιουργούν μείζονες δυνατότητες για
ταχεία αύξηση του ρυθμού επέκτασης του εθνικού πλούτου. Έχουν τη δυναμική για τη θεαματική
αύξηση των δημοσίων εσόδων, ενώ εξυγιαίνουν το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, διευρύνοντας
τη βάση των εργαζομένων στη μικρή χρονική διάρκεια.

Βιβλιογραφία

 

W. Beveridge, Full Employment in a Free Society. A Summary, London, The New Statesman and Nation-Reynolds News, 1944.

E. Butler, Public Choice-A Primer, London, The Institute of Economic Affairs (ΙΕΑ), 2012.

European Central Bank, “Housing Finance in Euro Area”, Occasional Working Paper Series, No. 101, 2009 (March).

European Central Bank, Annual Report 2016, 2017.

European Commission, Taxation Trends in the European Union Data for the EU Member States, Iceland and Norway, Luxembourg: Publications Office of the European Union, 2017.

ILO, ILOSTAT (Database), Unemployment (general level), (www.ilo.org).

International Monetary Fund (IMF), “Nominal GDP list of countries. Data for the year 2012”, World Economic Outlook Database, 2012 (April).

P. Kalka, “The EU in the Face of the Sovereign-Debt Crisis”, Journal of the Institute for Western Affairs in Poznan, No. I, 2013, σσ. 145-168.

J.M. Keynes, The General Theory of Employment, Interest and Money, London, Macmillan, 2007 (1936).

A.N. Lytras, “An Alternative for Combating Unemployment”,
Journal of Sociology and Social Work, December 2016, Vol. 4, No. 2, σσ. 59-71.

A.N. Lytras, A Radical Policy for Combating Unemployment, Athens, Papazissis, 2017 (eBook).

Α.Ν. Λύτρας, «Προλεγόμενα», Α.Ν. Λύτρας (επιμ.), «Η καταπολέμηση της ανεργίας στην εποχή της κρίσης», Τα Κοινωνικά. Επιλογές από την Ελληνική Κοινωνιολογία, τ. IV, Αθήνα, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 2017.

OECD, Government at a Glance, OECD, 2009.

OECD, Government at a Glance, OECD, 2011.

OECD, Government at a Glance, OECD, 2015.

A. Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, London, G. Bell and Sons, 1887, Vol. I.

World Bank, Agriculture, Industry, Services, etc (https://data.worldbank.org/).

Παράρτημα

 

Στοιχεία του προγράμματος για την καταπολέμηση της ανεργίας

Box 7

Box 8