Του Βασίλη Τακτικού Μέρος Α
Η υγειονομική κρίση και η οικονομική κρίση που ακολούθησε λόγω πανδημίας ανέδειξε νέες προτεραιότητες στην οικονομία όπως είναι η οικονομία της κοινωνικής φροντίδας δίνοντας προτεραιότητα στη πραγματική οικονομία.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν μετατόπισε το κέντρο βάρους από το περιττό του καταναλωτισμού προς το αναγκαίο της πραγματικής οικονομίας, που δεν είναι κάτι άλλο από τη διατροφή, τις ανάγκες υγείας και κοινωνικής μέριμνας, τα επιδόματα για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Μετά από πολλά χρόνια, η ενίσχυση από το κράτος όλων των πληγέντων, όχι μόνο των εργαζομένων αλλά και των επιχειρήσεων καταρρίπτει το δόγμα της αυτορρύθμισης της αγοράς. Παράλληλα το κράτος καλείται να σώσει την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Τα 2 τρις από το Αμερικάνικο κράτος για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και το 1 περίπου τρις από την Ε.Ε και το ταμείο ανάπτυξης δείχνουν το μέγεθος του κρατικού παρεμβατισμού που είναι αναγκαίος για να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία.
Εδώ υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά. Την αποστολή αυτή δεν μπορεί φυσικά να την αναλάβει η οικονομία της αγοράς. Μόνο το κράτος μπορεί να κάνει αναδιανομή. Οι πόροι που χρειάζονται εξ ανάγκης δεν θα πάνε να ενισχύσουν τις μεγάλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, αλλά την οικονομία της κοινωνικής μέριμνας, των δημόσιων συστημάτων υγείας, τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Εξαίρεση ίσως αποτελεί η κερδοσκοπία που θα προκύψει από τις πατέντες των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γενικότερο κοινωνικό χαρακτήρα του κρατικού παρεμβατισμού που είναι κάτι διαφορετικό από γραφειοκρατικό αρνητικό κρατισμό.
Το ουσιώδες στον κρατικό παρεμβατισμό είναι ότι αλλάζει ο προσανατολισμός.
Δεν έχουμε στην προκειμένη την εξίσωση της αγοράς Κεφάλαιο –εργασία= κερδοσκοπία. Αλλά την εξίσωση Κεφάλαιο εργασία = κοινωνικό όφελος, έστω ως μια προσωρινή μεταβατική κατάσταση. Το κράτος παίρνει το πρωτείο από την ιδιωτική οικονομική και τις τράπεζες. Συνακόλουθα η πολιτική παίρνει ξανά το πρωτείο. Πολλοί μιλούν για ένα νέο σχέδιο τύπου Μάρσαλ. Οι κυβερνήσεις που έδιναν γη και ύδωρ στις δυνάμεις της αγοράς είναι τώρα υποχρεωμένες ν΄αναλαμβάνουν ανορθωτικό ρόλο μέσα στο στρόβιλο μιας αδήριτης ιστορικής αναγκαιότητας. Ο νεοφιλελευθερισμός χάνει έτσι ιδεολογική ηγεμονία σαράντα χρόνια μετά από την επέλαση της μονεταριστικής πολιτικής του Ρέηγκαν της Θάτσερ και της περιώνυμης σχολής του Σικάγου. Δεν τη χάνει βέβαια από τον σοσιαλισμό και την αριστερά, αλλά από κρατικό καπιταλισμό όπως είχε συμβεί ιστορικά με διάφορες αποχρώσεις στα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και την τριακονταετία μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνος ο κρατικός καπιταλισμός προπολεμικά είχε πρόσημο τον ολοκληρωτισμό. Σήμερα όμως η Κίνα και το δυναμικό της παράδειγμα κρατικού καπιταλισμού έχει άλλο χαρακτήρα δεν επενδύει στο πόλεμο και κλονίζει τα οικονομικά δόγματα της δύσης. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτύσσεται και χωρίς δημοκρατία αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ισχυρό κράτος. Το κράτος ως θεσμός λογοδοτεί κατά κάποιο τρόπο στο λαό και τις ανάγκες του οι αγορές όχι. Ο πολυδάπανος κρατισμός, η γραφειοκρατία και παρασιτισμός αντιμετωπίζονται σήμερα από το ψηφιακό κράτος και τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα παρά την οικονομική κρίση ενισχύονται.
Έτσι προσφάτως οι G7 αποφάσισαν να περιορίσουν τους φορολογικούς παραδείσους προκειμένου ν΄ανταποκριθούν στις αυξημένες κρατικές δαπάνες που αυξήθηκαν προφανώς και λόγω πανδημίας. Αυτό είναι ένα πρώτο θετικό βήμα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση ως αντίβαρο στην υφιστάμενη οικονομική παγκοσμιοποίηση.
Η Μαριάνα Ματσουκάτο Ιταλοαμερικανή οικονομολόγος λέει η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία για να επανεφεύρουμε την οικοκονομία μας. «Το κράτος δεν πρέπει να περιορίζεται στη διόρθωση όταν οι αγορές αποτυγχάνουν αλλά να σκέφτεται δημιουργικά και να επενδύει σε ολόκληρη την αλυσίδα της καινοτομίας κινητοποιώντας τον ιδιωτικό τομέα» Το σχετικό βιβλίο της για το «Επιχειρηματικό Κράτος» κέρδισε διεθνή αναγνώριση για την επιχειρηματολογία αποδόμησης του στερεοτύπου του αθεράπευτα γραφειοκρατικού κράτους σε αντίθεση με τον δυναμικό και καινοτόμο ιδιωτικό τομέα.
Χρειαζόμαστε όπως λέει απεγνωσμένα επιχειρησιακά κράτη, που θα επενδύσουν περισσότερο στην καινοτομία- την τεχνητή νοημοσύνη στη δημόσια υγεία έως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Διαφορετικά, θα συμβαίνει αυτό που συνέβη με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καλούνται να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία σε αντίθεση με εκείνους που «πλημμύρισαν» τον κόσμο με ρευστότητα χωρίς να την κατευθύνουν προς τις καλές επενδυτικές ευκαιρίες. Το αποτέλεσμα εκείνης της διαχείρισης ήταν, τα χρήματα επιστρέψουν σε έναν χρηματοπιστωτικό τομέα ο οποίος ήταν (και παραμένει) ακατάλληλος για τον σκοπό του
Αποτέλεσμα ήταν επίσης την τελευταία 10ετία, πολλές χώρες να έχουν επιδιώξει τη λιτότητα, σαν να ήταν το δημόσιο χρέος το πρόβλημα. Αυτό επέφερε τη διάβρωση των δημόσιων οργανισμών που χρειαζόμαστε για να ξεπεράσουμε κρίσεις όπως η πανδημία του κορoνοϊού. Από το 2015 το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μειώσει τους προϋπολογισμούς της δημόσιας υγείας κατά 1 δισ. λίρες στερλίνες (1,2 δισ. δολάρια), μεγαλώνοντας την οικονομική επιβάρυνση για τους εκπαιδευόμενους ιατρούς (πολλοί εκ των οποίων έχουν εγκαταλείψει εντελώς την Εθνική Υπηρεσία Υγείας) και μειώνοντας τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις που απαιτούνται για να διασφαλίσουν ότι οι ασθενείς περιθάλπονται σε ασφαλείς, ενημερωμένες και πλήρως εξοπλισμένες εγκαταστάσεις.