Πώς είδε ένας ξένος περιηγητής την περιοχή
και τα χωριά του Ερυμάνθου κατά το 19ο αιώνα
Το ταξίδι του στην Πελοπόννησο αποτελεί μια σημαντική για μας
οικογένειες Αλβανών μωαμεθανών, εξομοιωμένων με τους Ραγιάδες
με τους συνοδιπόρους του, από τη Μοίρακα κατευθύνθηκαν προς τις Ράχες του
όρους Φολόη που ήταν κατάφυτες από πεύκα. Το δεύτερο οροπέδιο καταλήγει
στο χωριό Βινίτσα όπου κατοικού σαν τότε 25 Αλβανικές οικογένειες. Ενώ από την
τρίτη Ράχη μετρούμε, λέει ο ίδιος, έξι χωριά κατοικημένα όλα από Αλβανούς μωαμεθανούς.
Ενώ λίγο ψηλότερα από εκεί, πρόβαλε κάτω από το βλέμμα μας το λαγκάδι του Πύργου, η Κοίλη,
ο όρ μός του Κατάκωλου κι η απέραντη πεδιάδα της Ήλιδας. Βρισκόμασταν στο
ψηλότερο τμήμα του ανηφορικού δρόμου μεταξύ Ήλιδας και Ολυμπίας. Ακολουθώντας
βόρεια – βορειοανατολική κατεύθυνση αφήσαμε μισή λεύγα αριστερά μας το Χάνι του Πόθου,
ενώ δεξιά μας επισήμανα το ρεύμα-μα του Αλφειού στο σημείο συμβολής του με το Λάδωνα
στα Άσπρα Σπίτια . Έχοντας ολοκληρώσει αυτές τις αποτυπώσεις καθώς και πολλές άλλες που
μπορούν ν’αναγραφούν; μόνο σε πολύ λεπτομερειακούς χάρτες, φτά- σαμε στα πρώτα σπίτια
του Λάλα. Του Λάλα καταλαμβάνει μια επιφάνεια μεγαλύτερη των τριών μιλίων, ενώ το
πλάτος του είναι δύο μίλια. Ο αέρας του και τα νερά του είναι εκπληκτικής καθαρότητας ,
και το χωριό αριθμεί μεγάλο ποσοστό γερόντων. Σύμφωνα με τους υπολγισμούς μας,
απείχα με δυόμισι λεύγες από τη Μοίρακα. Μια λεύγα περίπου κι ένα τέταρτο στα δυτικά
διέκρινα το Χριστιανικό χω- ριό ∆ούκα, θεμελιωμένο το 14ο αιώνα από έποικους
προερχόμενους από τη ∆ουκάτη των Ακροκερδονίων.
Κατόπιν εισχωρήσαμε στα στενάτης Ρίζας Κουμανίου. Στο βάθος του ορίζοντα, το οροπέδιο στο οποίο θα καταλήγαμε ακουμπάει πάνω στο όρος Όλενος, κι υπάρχει ένας δρόμος που διασχίζει αυτό το βουνό
κι οδηγεί μετά από δεκαέξι ώρες πεζοπορίας, στην Πάτρα.
Καθώς προχωρούσαμε σταθήκαμε να ξαποστάσουμε στην πηγή, την επιλεγόμενη: στης ∆ίβρης τ’Αμπέλια.
∆εν είχαμε συναντήσει ούτε έν άνθρωπο αφότου ξεκινήσαμε από του Λάλα, και μάλιστα μερικοί χω ρικοί που όργωναν και στους οποίους προσπαθήσαμε να μιλήσουμε, δεν θέλησαν να μας πλησιάσουν αρκετά ώστε ν’ακούσουμε τι λένε.Στο σημεί ο αυτό, συνεχίσαμε επί μισή λεύγα την κατάβασή μας, αφήνοντας
αριστε ρά μας το χωριό ∆ίβρη, για να διαβούμε το ομώνυμο ρυάκι μέσα από
την κοίτη του. Μας χρειάστηκε κατόπιν πάνω από μια ώρα για να παρακάμψουμε
ένα ψηλό και δασωμένο βουνό, που καταλήγει απέναντι ακριβώς α πό το σημείο
συμβολής του Ποταμού ∆αγάνα με </b1528><b1529>το<B1531> με του , από του , με τις τα , , μ επιφάνεια , <b11207</b11207>> , , , του να Όταν απομακρυνθήκαμε από το κυπαρισσόφυτο λοφάκι,
αρχίσα με ν’ανεβαίνουμε από τηδεξιά όχθη του Λειβαρτζινού Ερύμανθου, και με τά από πορεία τριών τετάρτων της ώρας, συναντήσαμε τα αμπάριαστα οποία συγκεντρώνουν όλα τα προερχόμενα απ’αυτή την κοιλάδα προϊόντα της αυτοκρατορικής δεκάτης. Το χωριό Λειβάρτζι απείχε μισή λεύγα
αριστερά μας πάνω στο βουνό, και πιστεύω ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε
αυτό το συνοικισμό ως ορόσημο ανάμεσα στο όρος Ερύμανθος και στο ανατολικό
τμήμα του, το επονομαζόμενο στο ύψος</b1341<b1342> > η , ένα του του , του του ∆ και τους σεισμό μας της – εκείνοι τότε μόνο, όταν το μας
Πούκεβιλ Φραγκίσκος, Ταξίδι στο Μοριά
Εκδ.Αφών Τολίδη, Αθήνα 1980
Απόσπασμα από το βιβλίο “Τα χωριά νοτίως του Ερύμανθου” του Βασίλη Τακτικού