(Κείμενο του Βασίλη Τακτικού)

 Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΕΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ»

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η  ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ – ΘΕΣΜΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ – ΔΙΚΤΥΑ

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΚΑΙ Ο ΤΡΙΤΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

  • Συνέντευξη με τον Βασίλη Τακτικό Πρόεδρο της ΑΜΚΕ ΕΡΥΜΑΝΘΟΣ
  • Συνέντευξη του Ανδρέα Ν. Λύτρα Καθηγητή Κοινωνιολογίας

Ο ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ – ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ

Ο ΤΟΜΕΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ  ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ

Ο ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο ΤΟΜΕΑΣ  ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ  ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Πρόλογος

Η κοινωνική οικονομία στη προσφορά και ζήτηση εργασίας

Η μελέτη αυτή εξετάζει τη δυναμική της κοινωνικής Οικονομίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της ανεργίας και ειδικότερα της ανεργίας των νέων NEETS (Not in Education, Employment or Training)  στα πλαίσια του προγράμματος  SOCIALNEET.

Σκοπός της μελέτης είναι να διαμορφώσει έναν οδηγό θεωρίας και πράξης που θα αξιοποιήσει την εμπειρία του συγκεκριμένου προγράμματος στο φόντο της πανευρωπαϊκής εμπειρίας του τρίτου τομέα της οικονομίας. Για αυτό το σκοπό εξετάζει την ιδιαιτερότητα της προσφοράς και  ζήτησης θέσεων  εργασίας στον τομέα των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Προσδιορίζει το αντικείμενο και το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και τις θεσμικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες, για  ανάπτυξη του  τρίτου τομέα της οικονομίας, με τελικό σκοπό την δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος.

Η ανεργία των νέων είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα που έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τα άτομα, τις κοινότητες, τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η ουσιαστική λύση δεν μπορεί να προκύψει μόνο με παραδοσιακές πρακτικές κατάρτισης και επανακατάρτισης αλλά και με εναλλακτικές μορφές επιχειρηματικότητας που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας όπως είναι η αναδυόμενη κοινωνική οικονομία. Αυτό  είναι και το ζητούμενο  που πραγματεύεται και η παρούσα μελέτη.

Οι σχετικές  έρευνες εργατικού δυναμικού δείχνουν ότι η ανεργία των νέων έχει αυξηθεί σε όλες τις χώρες της ΕΕ από το 2008 και μετά. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας για τους νέους και ιδιαίτερα για τους NEETS  στις μεσογειακές χώρες φθάνει το 30% και θεωρείται πλέον  διαρθρωτικό   πρόβλημα στην οικονομία της αγοράς – της προσφοράς ζήτησης  θέσεων εργασίας.

Αντικειμενικά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της αυτορύθμισης της αγοράς εργασίας, της προσφοράς και της ζήτησης. Ούτε μόνο από τον κρατικό παρεμβατισμό, ούτε από προγράμματα κατάρτισης και της υπερεξειδίκευσης.

Αυτές οι προσεγγίσεις αφορούν το 35% των νέων που μπορούν να βρουν εργασία στις επιχειρήσεις προηγμένης τεχνολογίας, δεν αφορούν τους νέους με παραδοσιακές δεξιότητες που μπορούν να εργαστούν σε χειρωνακτικές και συμβατικές υπηρεσίες, όπως: εργάτες γης, δασεργάτες,  εργατοτεχνίτες, πωλητές, οδηγοί , φύλακες, βοηθητικό νοσηλευτικό προσωπικό και κοινωνικής μέριμνας, τους σερβιτόρους καμαριέρες στα ξενοδοχεία τους ντιληβεράδες, φροντιστές τρίτης ηλικίας, παιδικών σταθμών, οικιακών βοηθών,  μικροκαλλιεργητές, βιοτέχνες τους συλλέκτες ανακυκλώσιμου υλικού.

Σ΄ αυτά και άλλα παρόμοια επαγγέλματα έντασης εργασίας μπορούν  οι NEETS να βρουν εργασία. Επιπλέον ζήτηση υπάρχει για   διαχειριστές διαδικτύου και διαχειριστές ηλεκτρονικού εμπορίου, που να χρειάζονται κάποια κατάρτιση αλλά κυρίως δεξιότητες κοινωνικής οργάνωσης.

Το πρόβλημα για αυτό το επίπεδο προσόντων των νέων   προσφοράς εργασίας είναι ότι, παρά τις ανάγκες στην πραγματική οικονομία, που ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν, έχει ελαττωθεί το επιχειρηματικό ενδιαφέρον, η ιδιωτική επιχειρηματικότητα σε τομείς έντασης εργασίας.

Παράλληλα,  έχουν στενέψει  τα περιθώρια  κέρδους  για τον εργοδότη και δεν υπάρχουν οι απαραίτητες επενδύσεις για επαρκείς θέσεις εργασίας. Ακόμη και εκεί που υπάρχουν καταγεγραμμένες ανάγκες δεν υπάρχει η ανάλογη προσφορά για κοινωνικούς λόγους.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2008 και μετά το 1/3 των μικρομεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων για παράδειγμα στην Ελλάδα έχει κλείσει. Συνακόλουθα έχουν χαθεί και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας με  αποτέλεσμα να υπάρχουν αναξιοποίητοι φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι πόροι σε αντίθεση με τις  ανάγκες για εισόδημα και εργασία που δεν καλύπτονται.

Με αυτά τα δεδομένα η ενίσχυση της ζήτησης της αγοράς εργασίας για τους NEETS περνάει σε μεγάλο βαθμό μέσα από ένα πιο σύνθετο πεδίο που έχει να κάνει με την ανάδειξη του φυσικού αντικειμένου και του επιχειρηματικού υποκειμένου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι ανάγκη να αναλάβουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες οι ίδιοι οι υποψήφιοι για εργασία ως συνεταιριζόμενοι (συνέταιροι) ή αυτοαπασχολούμενοι. Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο ζήτημα της κοινωνικής καινοτομίας.

Έτσι, παράλληλα με την ανάγκη της ζήτησης εργασίας προκύπτει η ανάγκη για την προώθηση της Κοινωνικής επιχειρηματικότητας, που  προϋπόθεση για την  αξιοποίηση της είναι η αξιοποίηση και βελτιστοποίηση των ανενεργών φυσικών και ανθρώπινων πόρων.  Το παραγωγικό μοντέλο που  ενοποιεί και κινητοποιεί αυτούς τους πόρους προς χάριν των τοπικών κοινωνιών και των οικονομικά ευάλωτων ομάδων.

Η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι ο θεσμός που μπορεί να  αποκαταστήσει την συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κλείνουν λόγω ανταγωνιστικότητας και χαμηλής κερδοφορίας μειώνοντας δραστικά το κόστος για τον καταναλωτή.

Είναι χαρακτηριστικό σήμερα ότι το κενό που υπάρχει σε ορισμένα περιφρονημένα αλλά αναγκαία επαγγέλματα όπως εργάτες γης καλύπτεται εν μέρει από τους οικονομικούς μετανάστες και την άδηλη  οικονομία. Το  πρόβλημα αυτό θα  παραμένει όσο  η κοινωνική και οικονομική οργάνωση αγνοεί κομμάτια της πραγματικής οικονομίας και ως εκ τούτου υπάρχουν ανενεργοί ανθρώπινοι πόροι.

Χρειάζεται επομένως, ένα παραδειγματικό μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής επιχειρηματικότητας που Θα καλύψει αυτό το  έλλειμμα. Στόχος η εκπόνηση ενός στρατηγικού εγχειριδίου (αξιοποίηση της γνώσης από το έργο) που παρουσιάζει μια ολιστική προσέγγιση για τη δημιουργία απασχόλησης μέσω του τρίτου τομέα οικονομίας (Μοντέλο SOCIALNEET).

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η στρατηγική της κοινωνικής οικονομίας για την απασχόληση, διαφέρει ριζικά από την στρατηγική του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση (ΕΣΑ) έχει θέσει ως κατεύθυνση, ήδη από τη Συνθήκη της Ρώμης, την  πλήρη απασχόληση, η οποία αποτελούσε πάντα έναν από τους στόχους της κοινότητας (ή κοινωνίας)

Σε αυτό το πλαίσιο η  λειτουργία του,  Ευρωπαϊκού  Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) που είναι  όργανο βοήθειας για την προώθηση της απασχόλησης και της κινητικότητας των εργαζομένων διαθέτει ειδικούς πόρους γι΄ αυτό τον σκοπό. Είναι δηλωμένος ο στόχος άλλωστε, η καταπολέμηση της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων και ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Η στρατηγική αυτή προτείνει τη μείωση σε σημαντικό βαθμό του κόστους που προκύπτει από την πρόσληψη ενός πρόσθετου εργαζομένου, τη διευκόλυνση της μετάβασης στην ανεξάρτητη απασχόληση και τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων. Και επιδιώκει  την προσαρμοστικότητα: στον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης και της ευελιξίας της εργασίας και την εφαρμογή συμβάσεων προσαρμόσιμων σε διάφορους τύπους εργασίας, την υποστήριξη προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης εντός των επιχειρήσεων προβάλλοντας την  ισότητα των ευκαιριών.

Η στρατηγική αυτή όμως, παρόλο που αναγνωρίζει θεωρητικά τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και απασχόλησης, παραμένει εμμονικά συστηματικά και επαναλαμβανόμενα στον ίδιο τρόπο προσέγγισης. Ενώ στον πυρήνα της, κυριαρχεί το γνωστό δόγμα για το έλλειμμα δεξιοτήτων των εργαζομένων.

Για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα δεν χρειάζεται μόνο να γίνουν παρεμβάσεις στην παραγωγή αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους, οι οποίοι οφείλουν μέσω της κατάρτισης και της διά βίου μάθησης να γίνουν «απασχολήσιμοι». Αυτή η προσέγγιση ωστόσο δεν συλλαμβάνει την αντικειμενική συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που προκύπτει λόγω της εξέλιξης των τεχνολογιών και της απροθυμίας του ιδιωτικού κεφαλαίου να επενδύσει σε τομείς με χαμηλή κερδοφορία για τις  επιχειρήσεις. Το ίδιο  δεν προσλαμβάνει  την αδυναμία του Κράτους να επεκταθεί περεταίρω ως «επιχειρηματίας» σε κοινωνικά αναγκαίες θέσεις εργασίας.

Αναφερόμαστε σε τομείς που έχουν στόχο την άρση του οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού και  σε κάθε περίπτωση δημιουργούν απασχόληση για τις κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες. Σε αυτές τις ομάδες ανήκουν και οι NEETS Βέβαια, η παραδοχή ότι το Κράτος και η Ε.Ε  χρηματοδοτούν  πλείστα προγράμματα κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού, δείχνει ότι το δόγμα  της αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας δεν λειτουργεί τουλάχιστον στην έκταση που  επιχειρείται. Αντίθετα ο συνεχής ο κρατικός παρεμβατισμός  για τη δημιουργία θέσεων εργασίας με επιδοτούμενα προγράμματα, είναι μια σοβαρή ένδειξη της ανάγκης για  θεσμική παρέμβαση πέρα από την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα και του κράτους.

Σε αντίθεση με το κρατικό παρεμβατισμό η στρατηγική της Κοινωνικής Οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας διαφέρει ακριβώς στις κινητήριες δυνάμεις που εκκινούν την επιχειρηματικότητα. Διαφέρει στην  αλληλεξάρτηση της προσφοράς και ζήτησης Εργασίας, που υπάρχει στο αντικείμενο και στο συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας  που ας σημειώσουμε, δεν διαχωρίζεται σε εργοδότες και εργαζόμενους αλλά ταυτίζεται με κοινά συμφέροντα .

Επομένως, οι κοινωνικές επιχειρήσεις λειτουργούν με ένα ιδιαίτερο τρόπο στην προσφορά και ζήτηση εργασίας. Η αλληλεπίδραση σε αυτό το δίπολο δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από  την προσφορά και τη ζήτηση  εργασίας από τους εργαζόμενους αλλά και από τους εργοδότες. Και αυτό συμβαίνει απλούστατα ακριβώς  σε ένα συνεταιρισμό, γιατί  οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες ταυτίζονται και είναι τα ίδια πρόσωπα και έχουν αναγκαστικά τις ίδιες επιδιώξεις και οικονομικούς σκοπούς.

 Στο ερώτημα ποια είναι τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας έναντι της κερδοσκοπικής οικονομίας συνοπτικά μπορούμε να απαντήσουμε:

  1. η μείωση του κόστους των συναλλαγών
  2. η αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων
  • η αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου των συλλογικοτήτων ως υποκειμένου της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

 

Το μειωμένο κόστος παραγωγής και συναλλαγών εξασφαλίζει την βιωσιμότητα  των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκεί που η οικονομία του κέρδους και της αγοράς δεν έχει ενδιαφέρον για το επιχειρείν.

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις  συμβάλλουν ακριβώς  στην αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων,  με τη συνένωση των κατακερματισμένων πόρων μικροϊδιοκτητών και με θεσμικό εργαλείο  το συνεργατισμό.

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν να αξιοποιήσουν  τα  ανενεργά ακίνητα και γαίες του δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης παρέχοντας σε αυτούς τους  ανενεργούς πόρους προς εκμετάλλευση μέσω των Συνεταιρισμών. Υπάρχει, βέβαια, ακόμη το διττό ερώτημα αφενός πώς μειώνεται το κόστος με την κοινωνική επιχειρηματικότητα και αφετέρου πως αυτό γίνεται πλεονέκτημα σε αντίθεση με την οικονομία της αγοράς;

Η συμπεριληπτική απάντηση είναι ότι, στην κοινωνική επιχειρηματικότητα  δεν υπάρχουν μεσάζοντες, ο εργοδότης και  ο καταναλωτής είναι η ίδια η τοπική κοινότητα, και επομένως στην αλυσίδα κόστους   δεν προστίθεται  στη τιμή το κέρδος των διαμεσολαβήσεων   και των πρόσθετων φόρων της εφοδιαστικής αλυσίδας. Με αυτό τον τρόπο έχουμε το μειωμένο κόστος υπέρ της κοινότητας των καταναλωτών. Υπάρχει πλήθος επιτυχημένων παραδειγμάτων συνεταιρισμών και κοινωνικών επιχειρήσεων που επιβεβαιώνουν αυτή την παραδοχή.

Ένα κορυφαίο σύγχρονο παράδειγμα τα τελευταία χρόνια είναι  οι ενεργειακές κοινότητες ( ενεργειακοί συνεταιρισμοί)  όπου παραγωγός ενέργειας είναι ο ίδιος ο καταναλωτής, με αποτέλεσμα να παράγει μόνος του το ρεύμα που καταναλώνει  και  όταν πρόκειται για ενεργειακό συμψηφισμό  μειώνει το κόστος της ενέργειας τουλάχιστον κατά 70%. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζεται προοπτικά η ενεργειακή φτώχεια αλλά και εξασφαλίζεται η ανθεκτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε μια σειρά από τομείς.

Στη μελέτη αυτή, επισημαίνεται ότι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις της αγοράς, η Προσφορά και η Ζήτηση είναι δύο ξεχωριστές δυνάμεις που η καθεμιά τους προσδιορίζεται από διαφορετικούς παράγοντες. Από την μια μεριά είναι οι παραγωγικές επιχειρήσεις και οι έμποροι και από την άλλη οι καταναλωτές. Στη κοινωνική επιχειρηματικότητα οι μέτοχοι συνεταιριστές είναι ταυτόχρονα και καταναλωτές- ωφελούμενοι.

Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι  παγκοσμίως υπάρχει μειωμένη ζήτηση εργασίας από τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, σε τέτοια επίπεδα που δεν μπορεί να καλύψει ο κρατικός παρεμβατισμός για τη ζήτηση εργασίας.

Το γεγονός αυτό  της μειωμένης ζήτησης Εργασίας πιστοποιείται  από την γενική καθήλωση των μισθών  με εξαίρεση ένα πολύ μικρό ποσοστό το 1% που εργάζεται στην υψηλή τεχνολογία.  Εάν υπήρχε επαρκής  ζήτηση σύμφωνα με το νόμο προσφοράς και ζήτησης τότε οι μισθοί θα ήταν προς άνοδο  και όχι προς την κάθοδο που βρίσκονται σήμερα.

Αναζητώντας την τόνωση της ζήτησης, η κοινωνική οικονομία παρουσιάζει το  μοντέλο και  το  πλεονέκτημα του μειωμένου κόστους για τους καταναλωτές από τη στιγμή που οι ίδιοι οι καταναλωτές και χρήστες υπηρεσιών συμμετέχουν στην κοινωνική επιχειρηματικότητα  και σε συνεταιρισμούς Καταναλωτών.

Ο συνεργατισμός, έχει ευθύνες και δεν είναι μία εύκολη επιλογή για αυτόν που έχει μάθει να εργάζεται ως μισθωτός. Είναι αναγκαία όμως επιλογή και συνειδητή πράξη για τη βελτίωση του εισοδήματος των Καταναλωτών, προσφέροντας ταυτόχρονα και νέες θέσεις εργασίας.

Ας λάβουμε υπόψη τα τρία βασικά αγαθά: ενέργεια,  διατροφή και υγεία. Σ΄ αυτούς τους τομείς υπάρχουν πετυχημένες εφαρμογές Κοινωνικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών που δίνουν λύσεις στο πρόβλημα και νέες θέσεις εργασίας.  Το ζήτημα είναι λοιπόν αυτές οι επιλογές  θεσμικά  να πολλαπλασιαστούν  και να αποτελέσουν τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.

 

Εισαγωγή

 Ο τρίτος πυλώνας της κοινωνικής οικονομίας δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας

 Η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη στην εποχή μας για δυο βασικούς λόγους πρώτον¨: για αντιμετώπιση του κοινωνικού οικονομικού αποκλεισμού και της φτώχειας και δεύτερον: για τη διεύρυνση της απασχόλησης σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας, οι οποίοι  παρόλο που είναι ζωτικής σημασίας εγκαταλείπονται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω έλλειψης κερδοφορίας. Αντίθετα στην κοινωνική οικονομία τα πράγματα που μπορούν να λειτουργούν χωρίς κέρδος, με  κοινωφελείς σκοπούς με τις  μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς και έτσι η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να διευρύνεται.

Ένας άλλος λόγος είναι η μετάβαση, που γίνεται με τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, το πέρασμα από τη 2η και 3η βιομηχανική επανάσταση στην 4η βιομηχανική  επανάσταση, που φέρνει μαζί με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας ως επακόλουθο, και τον εργασιακό μετασχηματισμό που συντελείται με τη συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες.

Τέτοιοι μεγάλοι εργασιακοί μετασχηματισμοί συνέβησαν ιστορικά με την μεγάλη γεωργική επανάσταση πριν 6.000 περίπου χρόνια, ανάλογοι  μετασχηματισμοί επίσης έγιναν  με την βιομηχανική επανάσταση τους τελευταίους τρεις αιώνες και ανάλογος είναι και σήμερα ο εργασιακός μετασχηματισμός περνώντας τη βιομηχανική εξειδίκευση στη ψηφιακή εποχή και τη τεχνητή νοημοσύνη.

Αυτός ο εργασιακός μετασχηματισμός είναι που συρρικνώνει τη μισθωτή εργασία  και δημιουργεί ταυτόχρονα τις αναγκαίες συνθήκες  ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας καθώς, υπάρχει πίεση για την αυταπασχόληση και τον συνεργατισμό που αποτελεί  τελικά προϋπόθεση για την κοινωνική οικονομία.

Η δύναμη της ανάγκης είναι ακατανίκητη και αυτό πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν προβάλλουμε την κοινωνική οικονομία ως εναλλακτική στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Γιατί μόνο η αδυναμία του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα να παρέχει όσες θέσεις εργασίας χρειάζονται ,  για την  αντιμετώπιση της ανεργίας και την  αντιμετώπιση του οικονομικού αποκλεισμού, αφήνει  ζωτικό  χώρο  για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας. Το 30% της ανεργίας των νέων στις μεσογειακές χώρες μαρτυρά την αδυναμία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας να καλύψουν αυτό το έλλειμμα.

Προφανώς, ο κρατικός  παρεμβατισμός έχει φτάσει στα όρια του σε σχέση με την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας και χρειάζεται τη συμπληρωματικότητα της κοινωνικής οικονομίας. Σχεδόν όλες οι πολιτικές και οι στρατηγικές  για την αντιμετώπιση της ανεργίας  βασίζονται στο μοντέλο ενίσχυσης  της μισθωτής εργασίας κυρίως με την διαδικασία της συνεχιζόμενης  επαγγελματικής κατάρτισης. Η αντιμετώπιση όμως της  ανεργίας μέσα  από το καθεστώς της μισθωτής εργασίας όπως αναφέραμε έχει τα όριά της και δεν μπορεί να αποτελεί  καθολική λύση.

Ας σκεφτούμε μόνο πως στην προβιομηχανική περίοδο οι μισθωτοί ήταν ένα περιορισμένο ποσοστό στο σύνολο   της προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Ενώ στη βιομηχανική περίοδο το ποσοστό αυτό απογειώθηκε και σε ορισμένες χώρες έφτασε το 90% των απασχολούμενων, ωστόσο τίποτε δεν μας εγγυάται ότι αυτό το σενάριο θα συνεχιστεί.

Στη μεταβιομηχανική εποχή  που ήδη διανύουμε, το υψηλό ποσοστό της μισθωτής εργασίας αποβαίνει  μειούμενο έναντι της συνολικού  όγκου της απασχόλησης για μία σειρά λόγους που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Στη πραγματικότητα έχουμε μια αντίστροφη μέτρηση υπέρ της αυτοαπασχόλησης που σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζει προβιομηχανική περίοδο.

Οι αντικειμενικές παραγωγικές συνθήκες δεν ευνοούν πλέον την μονομέρεια στις πολιτικές απασχόλησης του κράτους και της αγοράς. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει καθώς, υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικής οικονομίας που αναδύεται πέραν του κράτους και της αγοράς και το οποίο  αναφέρεται στο συνεργατικό μοντέλο των επιχειρήσεων.

Στη μετάβαση από την 3η στην 4η βιομηχανική επανάσταση, η εργασία αντιμετωπίζει  εκτός των άλλων την πρόκληση για βαθιά αναδιάρθρωση, η οποία  θεσμικά πρέπει να διευθετηθεί και να προσαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές.

Μέχρι τα τέλη περίπου του 20ου αιώνα γνωρίζαμε ότι οι νέες επενδύσεις και η ανάπτυξη δημιουργούσαν αυτομάτως και νέες θέσεις εργασίας. Τώρα όμως, που  στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός καταργεί σε μεγάλο βαθμό  τα εργατικά χέρια  χρειάζεται αναθεώρηση.

Ο κρατικός παρεμβατισμός υπέρ της ενεργούς ζήτησης έχει επίσης φτάσει στα όρια του. Οι συνέπειες της υπέρ-αυτοματοποίησης, της  ψηφιακής τεχνολογίας και της ρομποτικής περιορίζουν τις θέσεις εργασίας χωρίς αντίβαρο στην διεύρυνση της απασχόλησης.

Κάτω από αυτό  το ασφυκτικό κλίμα οι  μικρομεσαίες επιχειρήσεις «έντασης εργασίας» συμπιέζονται και δημιουργείται ένας κενός χώρος επιχειρηματικής δραστηριότης καθώς, δεν έχουν επαρκή κεφάλαια για να αντέξουν τον μεγάλο ανταγωνισμό. Για παράδειγμα το 1/3 περίπου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκλεισε στον Ευρωπαϊκό Νότο μετά το 2008.

Το  αποτέλεσμα είναι η στάσιμη  ανεργία  ενώ πολλοί εργαζόμενοι αναγκάζονται να γίνουν αυτοαπασχολούμενοι, ​​και εργαζόμενοι από το σπίτι.   Και αυτό φυσικά έρχεται σε αντίθεση με την καθιερωμένη αντίληψη πως κάθε τεχνολογική πρόοδος αναπτύσσει απεριόριστα τη προσφορά και τη ζήτηση εργασίας .

Το γεγονός ότι, με τη  βιομηχανική επανάσταση αναπτύχθηκε   σε υψηλό βαθμό το επίπεδο μισθωτής εργασίας, δεν σημαίνει ότι με την περαιτέρω αυτοματοποίηση, την  ρομποτική και την επιστήμη των υπολογιστών θα έχουμε την ίδια τάση.

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τη νέα τεχνολογική επανάσταση και το ψηφιακό κράτος και τις τράπεζες, ενώ αναμένεται πλήρης ανατροπή στη μονοδιάστατη μισθωτή εργασία. Ο περιορισμός είναι δεδομένος ότι και να λένε οι επί μέρους στατιστικές για τη μισθωτή εργασία.

Επίσης, είναι γνωστό πως ένα μεγάλο μέρος της συμβατικής  βιομηχανίας μετακινήθηκε στο τρίτο κόσμο. Στην Κίνα τις Ινδίες, το Βιετνάμ  στην Πολυνησία, δημιουργώντας μεγάλες πιέσεις ανεργίας στη Δύση.

Προβάλλοντας  τα στατιστικά στοιχεία εξέλιξης  της μισθωτής εργασίας στη Δύση, που αριθμεί 800 εκατομμύρια πολίτες, δεν είναι  αντικειμενικά σωστό να μην συνυπολογίζουμε στην εξίσωση τα άλλα πέντε (5) με έξι (6) δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού  και της προσφοράς εργασίας στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα.

Αυτό που επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι  νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης» στην εργασία, δεν αυτορρυθμίζεται τουλάχιστον όσο υπόσχονται οι κλασικές θεωρίες και οι κρατικές παρεμβάσεις δεν γίνεται πάντα με ορθολογικό τρόπο για τις  ανάγκες της κοινωνίας.

Μπορεί να ανταποκρίνονται βέβαια στις προϋποθέσεις της οικονομικής μεγέθυνσης και στη παραγωγή πλούτου, αγνοούν, ωστόσο,  το κομμάτι εκείνο που ζει μέσα στη φτώχεια. Παραδόξως εκείνο που βλέπουμε ως παρατηρητές είναι ότι η επιστήμη για την καταπολέμηση της φτώχειας βρίσκεται στο περιθώριο.

Η κλασική η εργασιακή θεωρία της αξίας, δεν λειτουργεί όπως πιστεύεται αποδοτικά και εξ αντικειμένου  χρειάζεται αναθεώρηση.  Σύμφωνα με  τη σκέψη τριών κλασικών οικονομολόγων, των Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και τ Καρλ Μαρξ, η Θεωρία της Αξίας  επικεντρώνεται  στην εργασία. Ο Σμιθ προτείνει την εργασία ως μέτρο της αξίας, με την έννοια ότι  είναι ένα μέσο για να εκφραστεί η αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος, όπως και το χρήμα για να εκφράσει την αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος στην τιμή του. Υπό αυτήν την έννοια, η εργασία είναι απλώς ένα μέτρο αξίας, ένα «πραγματικό πρότυπο» μέτρησης.

Ο Ρικάρντο υποστήριξε ότι όλη η παραγωγή προέρχεται τελικά από την απασχόληση εργασίας, το κεφάλαιο  και τη γη. Υποστήριξε δηλαδή ότι η αξία των αγαθών επηρεάζεται από την ποσότητα του κεφαλαίου σε μορφή εργαλείων που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους.

Ο Μαρξ υποστήριξε ότι, η εργασία ήταν η μόνη ουσία που δημιουργεί την αξία και ότι η συνολική εργάσιμη ημέρα χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα από τα οποία αναπαράγει την επιβίωση της εργασίας, το άλλο από την οποία παρέχει την υπεραξία του κεφαλαίου.

Ο Κέυνς  ο σπουδαίος οικονομολόγος του εικοστού αιώνα, παρατήρησε ότι, οι νέες τεχνολογίες προωθούσαν την παραγωγικότητα και μείωναν το κόστος εμπορευμάτων και υπηρεσιών με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Μείωναν επίσης δραστικά τις ανθρωποώρες που απαιτούντο για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι εισήγαγε τον όρο της “τεχνολογικής ανεργίας’.

Ο Κέυνς   έσπευσε να προσθέσει ότι η τεχνολογική ανεργία,  παρά το ότι βραχυπρόθεσμα είναι ενοχλητική μακροπρόθεσμα συνιστά μία μεγάλη   ευλογία καθώς σημαίνει ότι η ανθρωπότητα θα  περάσει στην  αφθονία  και θα εργάζεται λιγότερες ώρες.

Αν αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη παρά την τεράστια τεχνολογική ανάπτυξη οφείλεται στο γεγονός ότι,  τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές εταιρείες που ελέγχουν τα μεγάλα κεφάλαια και τους επενδυτικούς πόρους  τους κατευθύνουν αποκλειστικά σε τομείς υψηλής κερδοσκοπίας για τους οποίους δεν υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός και επομένως είναι μύθος η   έννοια  της ανταγωνιστικότητας. Όπως για παράδειγμα συμβαίνει τώρα με την ενεργειακή κρίση.

Ζούμε μια σειρά από αντινομίες  του συστήματος .  Από τη μία πλευρά, ο μεγάλος ανταγωνισμός στην αναζήτηση του κέρδους μειώνει το ποσοστό κέρδους, και  από την άλλη η τεχνολογική καινοτομία και η αυτοματοποίηση καθώς και η πνευματική ιδιοκτησία, εξασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία για το Κεφάλαιο που αγοράζει, επενδύει σε καινοτομίες και κατέχει δικαιώματα ιδιοκτησίας.

Δημιουργώντας  έτσι, νέους  προνομιούχους τομείς στη κερδοφορία με λιγότερους εργαζομένους. Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως καταστρέφονται τομείς έντασης εργασίας οι οποίοι δεν μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στο κερδοσκοπικό πλαίσιο χωρίς κρατικές επιδοτήσεις.

Σύμφωνα, με αυτές τις εξελίξεις η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη και για έναν ακόμη λόγο. Το κράτος, καθώς μειώνεται το εύρος  των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μειώνεται το εργατικό προσωπικό που απασχολείται είναι επόμενο να έχει  μειωμένη φορολογική βάση και περιορισμένα  έσοδα. Έτσι όχι μόνο δεν μπορεί να επεκτείνει τις προσλήψεις, αλλά, δεν μπορεί καν να τις διατηρήσει στο ίδιο επίπεδο, καθώς διαχειρίζεται απαραίτητα λιγότερους πόρους και πρέπει να καλύψει περισσότερες ανάγκες στην κοινωνική πολιτική και τα κοινωνικά οφέλη.

Η μισθωτή εργασία ήταν προϋπόθεση για τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα κέρδη προϋπόθεση για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τους εργοδότες. Όταν όμως με τη νέα τεχνολογική επανάσταση τα κέρδη δεν προέρχονται πλέον αποκλειστικά από αυτήν τη σχέση, αλλά  κυρίως από αυτοματοποιημένες βιομηχανίες, την ρομποτική, χρηματοπιστωτικές αγορές και τράπεζες, με λίγους υπαλλήλους και περιορισμένη γραφειοκρατία, τότε εργοδότες που επιχειρούν  σε παραδοσιακές αλλά αναγκαίες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται σε δυσμενή θέση και αναγκάζονται να  κλείσουν. Κι αυτό συμβαίνει καθώς εκλείπει  το κίνητρο να  διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους επιφέροντας ως τελικό αποτέλεσμα να χάνεται και ένα σημαντικό μέρος από θέσεις εργασίας.

Η καταστροφή της μεσαίας τάξης μειώνει το εύρος της επιχειρηματικότητας στα μικρομεσαία στρώματα (επαγγέλματα) όπου χάνονται επιπλέον θέσεις εργασίας και στο τέλος  όλα αυτά συντελούν στην πτώση του ιδεώδους του καταναλωτισμού.  Οι νέες συνθήκες αλλάζουν και τα καταναλωτικά πρότυπα  καθ’ όσο η κοινωνία αναγκαστικά συνηθίζει σιγά – σιγά να πορεύεται με ένα πιο λιτό βίο που εστιάζεται στις βασικές ανάγκες ενέργεια – τροφή , κατοικία και φροντίδα υγείας.

Η τάση αυτή έγινε εμφανής στις μεσογειακές χώρες και παράδειγμα στην Ελλάδα είχαμε μετά την κρίση  και το κλείσιμο παραπάνω από 100.000 επιχειρήσεων  από τις οποίες   χάθηκαν και αντίστοιχες 1.000.000 θέσεις εργασίας.

Το έλλειμμα αυτό δεν πρόκειται να αναπληρωθεί για τον απλούστατο λόγο,  ότι     δεν δύναται να υπάρξουν στο μέλλον βιώσιμες ιδιωτικές επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. Τα κέρδη υπάρχουν πλέον μόνο σε εκείνες τις μεγάλες επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται μαζικές αγορές, δημόσιες υποδομές και κατασκευές, διόδια, καύσιμα, ενέργεια, λιμάνια, μεταφορές χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

Πολλοί άλλωστε μικρομεσαίοι βρίσκονται παγιδευμένοι στα χρέη και συνεχίζουν μόνο και μόνο για να μη χάσουν  περιουσίες, τις οποίες  απόκτησαν πριν την κρίση. Άλλοι για να εξασφαλίσουν απλώς ένα μισθό, σαν κι αυτό που παίρνουν οι υπάλληλοι τους.

Δεν πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά  για κερδοσκοπικές επιχειρήσεις αλλά για νέες δυνάμει μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες εάν, θέλουν να επιβιώσουν στο νέο ασφυκτικό περιβάλλον του ανταγωνισμού πρέπει να στηριχθούν από το κοινωνικό περιβάλλον και τα κοινωνικά δίκτυα. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι έρχεται η άνοδος της εργασίας στο σπίτι και την προσαρμογή σε αυτές τις νέες συνθήκες.

Το ερώτημα εδώ είναι ποιες είναι οι εναλλακτικές του συστήματος, πέρα από την μισθωτή εργασία στο κράτος και στον ιδιωτικό τομέα. Τι θα γίνει με  το πλεονάζον εργατικό δυναμικό;

Αν ισχύει ότι  η εργασία που χάνεται ανακαλύπτεται εκ νέου με νέες οργανωτικές μορφές και σε πολλούς νέους τομείς κοινωνικών υπηρεσιών, τότε πρέπει να αναζητηθεί πέραν της αγοράς και του κράτους. Να αναζητηθεί στην κοινωνική οικονομία και κοινωνική επιχειρηματικότητα, καθώς ο ιδιωτικός τομέας πλέον δεν χρειάζεται για να λειτουργήσει όλο το όγκο της προσφοράς της μισθωτής εργασίας.

Αυτό συμβαίνει γιατί σε συνθήκες που καταστρέφεται ένα κομμάτι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι αναγκασμένοι  (και αυτό είναι εφικτό) να γίνουν «επιχειρηματίες οι συλλογικότητες,   οι ενωμένοι καταναλωτές, μέλη μιας ολόκληρης κοινότητας με βάση το συνεταιριστικό μοντέλο επιχειρηματικότητας. Υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν  επιχειρήσεις πολιτιστικά ιδρύματα και ανθρωπιστικές φιλανθρωπικές οργανώσεις.

Αυτές δύναται  να ενεργοποιήσουν ανενεργούς πόρους, κτίρια, εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις, γη, κοινόχρηστους χώρους, δάση κ.λπ. σε συνεργασία με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτές (οι συμπράξεις) μπορούν να οργανώσουν ανενεργούς ανθρώπινους πόρους προσφέροντας κοινωνικές υπηρεσίες στον τομέα της διατροφής, της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών. Επίσης, μπορούν να απασχολούν ανειδίκευτα άτομα για βοήθεια στο σπίτι. Σε αυτό το επίπεδο αναζήτησης εύρεσης εργασίας, μπορεί να αναπτυχθεί ένα νέο είδος οικιακής απασχόλησης  οικοτεχνίας και βιοτεχνίας.

Το ζήτημα αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό σε ότι αφορά τις ενεργειακές πηγές της γης. Από την μια μεριά  τα ορυκτά καύσιμα που διέπονται από το νόμο της σπανιότητας των πόρων, προκαλούν το πρόβλημα της ανισοκατανομής ενεργειακής φτώχειας.  Και από την άλλη έχουμε  τη δυνατότητα της διάδοσης  των εναλλακτικών πηγών ενέργειας που μπορούν , αναπτυχθούν στο μεγαλύτερο κομμάτι της γης.

Και εδώ η κοινωνική οικονομία μπορεί να συμβάλει καθοριστικά με τα ενεργειακές κοινότητες που είναι ένας νέος θεσμός στην Ευρώπη. Ο ΉΛΙΟΣ ως πηγή ενέργειας πέρα από το κόστος της αρχικής κατάστασης συλλογής ενέργειας  χαρακτηρίζεται από την  αφθονία και αποτελεί δωρεάν ενέργεια, χάρις τις νέες τεχνολογίες άντλησης ενέργειας απευθείας από το Ήλιο αλλά και το μετασχηματισμό αυτής της ενέργειας σε υδρογόνο.

Αυτή η προοπτική που μόλις τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται φέρνει τεράστιες ανακατατάξεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Μπορεί να μην αυξάνει αισθητά την απασχόληση αλλά απαλλάσσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από το δυσβάστακτο ενεργειακό κόστος συμβάλλοντας στη βιωσιμότητά τους και κατ΄επέκταση  στη βιωσιμότητα θέσεων εργασίας.

Η οικονομική ολιγαρχία ασφαλώς δεν ενδιαφέρεται για την κοινωνική οικονομία. Στην εποχή μας ο σχεδιασμός της διευκολύνεται καθώς,  η εργασία δεν είναι το απόλυτο μέτρο  συγκέντρωσης του πλούτου ενώ  το έλλειμμα  της  είναι η πηγή της φτώχειας. Επιπλέον παρεμβάλλονται κι άλλοι παράγοντες που υποκαθιστούν την πληρωμένη  εργασία, με απλήρωτη ψηφιακή εργασία των χρηστών και καταναλωτών και πέρα από την αξία της γης, η πνευματική ιδιοκτησία.

Συμπερασματικά, οι παλαιές «κλασικές  θεωρήσεις για την εργασία είναι μονοδιάστατες. Βλέπουν μόνο τη μία πλευρά του λόφου,  ενώ σήμερα η εργασία είναι μία πολυδιάστατη υπόθεση.  Υπάρχει  βεβαίως η πληρωμένη μισθωτή εργασία στη μεγάλη κλίμακα,  υπάρχει  η αυτοεξυπηρέτηση, η αυτοαπασχόληση και ο εθελοντισμός της εργασίας, που  συνεισφέρει στο συνολικό προϊόν της κοινωνίας. Το διαδίκτυο για παράδειγμα βρίθει από ψηφιακό περιεχόμενο και ελεύθερο λογισμικό προϊόν απλήρωτης εργασίας.

Υπάρχουν επομένως τομείς της οικονομίας που τείνουν στη μείωση του κόστους, υπέρ του καταναλωτή όπως οι τομείς της πληροφορικής και της ψηφιακής οικονομίας,  όπως και οι  ήπιες μορφές  ενέργειας  με πηγή τον ήλιο. Υπάρχουν και φυσικά μονοπώλια σε δημόσιες υποδομές που κατοχυρώθηκαν υπέρ ιδιωτών, από το ίδιο το κράτος τα  οποία αυξάνουν αυθαίρετα το κόστος βλέπε ορυκτά καύσιμα.

Υπάρχουν και τομείς όπως ο διατροφικός τομέας και ο τομέας υγείας που δεν υποκαθίσταται η ανθρώπινη εργασία από ρομπότ και έχουν αυξανόμενες ανάγκες στην απασχόληση ανθρώπινο δυναμικού. Τομείς στους οποίους θα παραμείνει η ένταση εργασίας καθώς, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις νέες τεχνολογίες. Όλα αυτά τα δεδομένα πρέπει να εξεταστούν και να συνυπολογιστούν πολύπλευρα.

Οι σχεδιαστές της εργασιακής πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους  αυτοαπασχόλησης  και  απλήρωτης  εργασίας και όχι μόνο την παράμετρο της μισθωτής εργασίας, την οποία  προσπαθούν να διατηρήσουν με συνεχόμενα προγράμματα κατάρτισης, ποντάροντας εκεί, που αντικειμενικά δεν μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια χρειάζεται μια νέα θεωρία ένα νέο “λογισμικό’ για την αξία της εργασίας και της απλήρωτης  ψηφιακής εργασίας  στο διαδίκτυο καθώς έχουμε και μια άλλη υπόσταση της εργασίας.

Ο μετασχηματισμός πού γίνεται τώρα στο επίπεδο της οικονομίας και της εργασίας, δεν είναι όπως εκείνος ο μετασχηματισμός της χειρωνακτικής εργασίας στο παρελθόν σε μηχανική εργασία,  που πάλι απαιτούσε εργατικά χέρια. Τώρα πρόκειται για πνευματική εργασία που μετασχηματίζεται σε τεχνητή νοημοσύνη που δεν υποκαθιστά μόνο τα εργατικά χέρια και την πνευματική εργασία περιορίζοντας τον ανθρώπινο παράγοντα μέσα στις επιχειρήσεις.

Το να βάζεις σήμερα μπροστά τη θεωρία του Adam Smith για να εξηγήσεις σύγχρονα φαινόμενα, είναι σαν να βάζεις τον Αριστοτέλη να μιλήσει για ένα άλλο σύστημα πέραν της δουλοκτησίας το οποίο γνώριζε.

Τα μεγάλα κέρδη σήμερα των μεγάλων επιχειρήσεων δεν βγαίνουν από την υπεραξία των πολύ καλά αμειβομένων υψηλόμισθων στελεχών τους, αλλά από την απλήρωτη εργασία αυτοεξυπηρέτησης πελατών μέσω του ψηφιακού κράτους των ψηφιακών τραπεζών των μεγάλων ψηφιακών επιχειρήσεων.

Έχουμε δηλαδή, μία αυτοδιαχείριση και αυτοεξυπηρέτηση πελατών και ένα  άυλο μηχανισμό κέρδους που εκμεταλλεύονται μεγάλες επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα.

Με άλλα λόγια υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σχηματικά και να το δούμε  ως σχετικότητα στις αξίες της εργασίας, μέσα σε ένα οικονομικό σύστημα  που δεν έχει ηθικές δεσμεύσεις για το είδος των δραστηριοτήτων που ασκεί ή που δεν ασκεί.

Το εκμεταλλευτικό σύστημα άνετα δύναται  να κατασκευάζει νέα τυχερά παιχνίδια  και τοξικά ομόλογα,  την ίδια στιγμή  που υπάρχουν τεράστιες κοινωνικές ανάγκες στο τομέα κοινωνικής πρόνοιας.

Η Google και η Facebook και άλλες πλατφόρμες στο διαδίκτυο δεν κερδίζουν τα τεράστια πράγματι μεγέθη κερδών, από την εργασία των υπαλλήλων τους, αλλά κυρίως από την απλήρωτη εργασία συσσώρευσης δεδομένων των ίδιων  των μελών και καταναλωτών τους που διαχειρίζονται.

Υπό αυτή την έννοια οι μεγάλες επιχειρήσεις της ψηφιακής τεχνολογίας δεν χρειάζονται μόνο μισθωτούς  αλλά, κυρίως καταναλωτές  και πελάτες πού αγοράζουν τις υπηρεσίες  τις οποίες οι ίδιοι κατέχουν και  διαχειρίζονται,  το  διαθέσιμο λογισμικό και τα ρομπότ.

Υπάρχουν και άλλες συμβολικές και διανοητικές αξίες που γίνονται εμπόρευμα  και προϋποθέσεις για συγκέντρωση πλούτου που δεν ορίζονται οριζόντια από τη μισθωτή εργασία.

Οι κάθε λογής αστέρες του αθλητισμού και της τέχνης που απολαμβάνουν τεράστιους μισθούς και οικονομικές απολαβές, δεν καθορίζονται από το ενιαίο σύστημα της μισθωτής εργασίας και  σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με τη λογική της μετατροπής της ακατέργαστης ύλης σε χρήσιμα υλικά προϊόντα.

Από την άλλη υπάρχει, η συγκεντρωμένη πολιτιστική κληρονομιά,  οι επενδύσεις της οικογένειας στην  παιδεία, ο εθελοντισμός και η απλήρωτη πνευματική εργασία στο διαδίκτυο, που εκμεταλλεύεται άλλοτε το κράτος και άλλοτε ιδιωτικός τομέας για τη συγκέντρωση πόρων και διαχείριση πλούτου. Η αυξημένη φορολογία επίσης χρηματοδοτεί δραστηριότητες με συμβολική αξία στο πολιτισμό.

Τέλος, υπάρχει η Θρησκευτική  πίστη, είτε απλά  αθλητικές ομάδες  που εκφράζουν χόμπι, και οπαδούς  που τροφοδοτούν έμμεσα  την οικονομική δραστηριότητα με μάζες πιστών και εθελοντών με ένα μεγάλο κύκλο κερδοσκοπίας.

Σ΄ αυτά τα πεδία  ο νόμος της  «προσφοράς και της ζήτησης» δεν  υποκύπτει στις  υλικές ανάγκες,  αλλά στο συλλογικό φαντασιακό που έχει σχέση με  τις ψυχαγωγικές ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί μέσα στην κοινωνία  και γίνονται «προϊόν» με την πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που λαμβάνει χώρα στη τηλεόραση και στο διαδίκτυο.

 

Για αυτούς τους λόγους  έχει τόσο μεγάλη σημασία η κουλτούρα και η προπαγάνδα που ασκείται κάθε φορά, προς τα που θα γίνουν οι επενδύσεις και που δημιουργούνται πράγματι οι  νέες θέσεις εργασίας.

 

Όταν το “προϊόν” είναι το θέαμα και   μέσω αυτού οι διαφημίσεις και  όχι ο “άρτος” η πρόνοια και η περίθαλψη των ανθρώπων, τότε οι θέσεις εργασίας συνεχώς θα περιορίζονται. Αντίθετα οι θέσεις εργασίας μπορούν να  αυξάνονται όσο αναπτύσσεται η κοινωνική οικονομία, με κοινωφελείς σκοπούς στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων.

 

Αυτό το νόημα στο μετασχηματισμό της εργασίας μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα τώρα με την παγκόσμια κρίση στη ενέργεια όπου το διακύβευμα είναι η σταδιακή κοινωνικοποίηση της ενέργειας μέσα από τις ενεργειακές κοινότητες.

Στη μελέτη αυτή,  χρειάζεται να προσδιορίσουμε ποιο είναι  το αντικείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας αλλά και το υποκείμενο που κινητοποιεί τις παραγωγικές διαδικασίες.

 

Το αντικείμενο είναι:

  • Ενεργειακός τομέας με στόχο την κοινωνικοποίηση της ενέργειας μέσα από τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς.
  • Ο διατροφικός τομέας με στόχο  την διατροφική αυτάρκεια με τη συμβολαιακή κοινωνική Γεωργία.
  • Ο τομέας υγείας με στόχο νέες συνεργατικές δομές κοινωνικοποίησης της  υγείας.
  • Ο τομέας της κοινωνικής κατοικίας
  • Ο τομέας περιβάλλοντος με στόχο τη συμμετοχική πράσινη – κοινωνική επιχειρηματικότητα.
  • Ο τομέας τοπικής Αυτοδιοίκησης με στόχο την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην τοπική αυτοδιοίκηση
  • Με την (Η) ψηφιακή κοινωνική επιχειρηματικότητα
  • Ο τομέας πολιτισμού με στόχο την κοινωνική πολιτιστική επιχειρηματικότητα.
  • Στις συνεταιριστικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.

 

Το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην προσφορά και ζήτηση εργασίας προσδιορίζεται από τις συλλογικές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και τους συνεταιρισμούς.

Ο συνεργατισμός και το κοινωνικό κεφάλαιο είναι  ο καθοριστικός παράγοντας κινητοποίησης των δυνάμεων της εργασίας, απέναντι στους  τους υλικούς και ανθρώπινους πόρους που παραμένουν ανενεργοί, στο πλαίσιο της προσφοράς και ζήτησης εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η προσέγγιση συνειδητότητας μπορεί να επιδράσει  καταλυτικά  στη δημιουργία θέσεων εργασίας, πέραν από την επιχειρηματικότητα του κράτους και της αγοράς.

Η  διαφοροποίηση της κοινωνικής οικονομίας σε σχέση με την οικονομία της αγοράς, δεν βρίσκεται τόσο στο αντικείμενο όσο στο υποκείμενο της επιχειρηματικότητας που είναι συλλογικό και κινητοποιεί πόρους.

 

Επομένως, όταν  εξετάζουμε τη δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της κοινωνικής οικονομίας θα πρέπει να αναδείξουμε όλο αυτό το πλέγμα προϋποθέσεων που κινούν τη θεσμική διαδικασία πρωτοβουλίας από τις τοπικές κοινότητες.

Στο χώρο των κοινωνικών επιχειρήσεων είθισται πολλοί να μιλούν  για το «οικοσύστημα» της κοινωνικής οικονομίας  υπονοώντας την ανάγκη ενός  σχετικού θεσμικού περιβάλλοντος. Εξετάζοντας, όμως,  τη θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, δεν βρήκαμε κάποια θεωρία που να αφορά τη λειτουργία της προσφοράς και της ζήτησης στην κοινωνική οικονομία.

Για την κοινωνική οικονομία δεν υπάρχει κάποια ολοκληρωμένη θεσμική προσέγγιση που να αντιμετωπίζεται ως ολότητα. Οι θεωρίες που υπάρχουν της προσφοράς και της ζήτησης αναφέρονται στη  νεοκλασική  οικονομική θεωρία,  και στην κεϋνσιανή  θεωρία της ενεργούς ζήτησης.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα θεωρητικό κενό  για την σύγχρονη πραγματικότητα ώστε να δημιουργηθεί πραγματικά ένα “οικοσύστημα” του τρίτου τομέα της οικονομίας. Είναι αναγκαίος λοιπόν,  ένας οδηγός θεωρίας και πράξης για τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας που δημιουργεί εκτός των άλλων νέες θέσεις εργασίας.

Εν τέλει έχοντας υπόψη την “τεχνολογική” ανεργία σε μία περίοδο μετάβασης προς την 4η βιομηχανική επανάσταση   που συρρικνώνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις  και μειώνει την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα.

Έχοντας υπόψη ότι ο κρατικός παρεμβατισμός δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες με επιδόματα και επιχορηγήσεις για την προσφορά εργασίας.

Έχοντας από την άλλη δείγματα γραφής σε  πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι η κοινωνική επιχειρηματικότητα αναπτύσσει προοδευτικά και σταθερά την απασχόληση αντιμετωπίζοντας τον οικονομικό  αποκλεισμό προτείνουμε :

Ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα κοινωνικής επιχειρηματικότητας και απασχόλησης.

Μέχρι τώρα η σχετική ανταπόκριση από το Υπουργείο Εργασίας και τις Περιφέρειες ήταν προσχηματική.

Αναγνώριζε μεν τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για την ενίσχυση της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα αλλά  κατεύθυνε τους σχετικούς πόρους αποκλειστικά προς Άλλους τομείς του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.

Έτσι, τα τελευταία 10 χρόνια, στην Ελλάδα, οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν ουσιαστικά αποκλειστεί από τους κοινοτικούς πόρους και χρηματοδοτήθηκαν ελάχιστα.

Αυτός ο φαύλος κύκλος θα σπάσει μόνο αν κινητοποιηθούν οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών που είναι και το υποκείμενο της κοινωνικής οικονομίας και  της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Τότε είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν και οι ανάλογες πολιτικές στις Κυβερνήσεις και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τι είναι η Κοινωνική Οικονομία

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η οικονομία της αλληλεγγύης και του συνεργατισμού, της ομαδικής, κοινοτικής και συλλογικής επιχειρηματικότητας. Η οικονομία που δεν αποσκοπεί στο κέρδος των κεφαλαιούχων αλλά στη δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος για όλους.

 

Κινείται πέρα από την αντίληψη της ανταγωνιστικότητας, υπερβαίνοντας τις αντινομίες του κράτους και της αγοράς, τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό των κοινωνικά αδυνάτων.

 

Δημιουργεί έτσι, συμπληρωματικά εναλλακτικό εισόδημα και ευκαιρίες απασχόλησης εκεί που σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει δυσπραγία, ανεργία και φτώχεια. Το συγκριτικό της πλεονέκτημα είναι το μειωμένο κόστος συναλλαγών. Η αξιοποίηση ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων. Η ανοικτή διάδοση της γνώσης και της οργανωτικής τεχνολογίας.

 

Οι ιστορικές ρίζες της Κοινωνικής Οικονομίας ανάγονται στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις του 19ου αιώνα με τη μορφή αλληλοβοηθητικών φορέων, μη κερδοσκοπικών ενώσεων, συνεταιρισμών και συλλογικών επιχειρήσεων που μέσα σε δύο αιώνες εξελίχθηκαν σε πολυποίκιλες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων.

 

Όσο «άνθιζε» ο κρατισμός στην οικονομία από τη μια μεριά, και ο μονεταρισμός από την άλλη, και μπορούσαν να ικανοποιήσουν το βασικό αίτημα ανάπτυξης και απασχόλησης για όλους, η Κοινωνική Οικονομία βρισκόταν υπό τον περιορισμό της απόλυτης κυριαρχίας του κράτους και της αγοράς.

 

Σήμερα, η παρατεταμένη κρίση του κράτους πρόνοιας και η αδυναμία της αγοράς να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, επέτρεψε την επάνοδο της χρησιμότητας των συνεταιρισμών και την άνοδο μιας νέας μορφής Κοινωνικής Οικονομίας, της επονομαζόμενης «οικονομίας της αλληλεγγύης». Έτσι, έχουμε την επέκταση των δραστηριοτήτων της, από την παραγωγή και τη διάθεση υλικών αγαθών σε ένα πλήθος από άυλα αγαθά, υπηρεσίες υγείας, παιδείας και πολιτισμού και διαχείρισης γνώσης.

 

Το βασικό εργαλείο πραγμάτωσης των σκοπών της Κοινωνικής Οικονομίας είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις και, δευτερευόντως, οι πράξεις της φιλανθρωπίας. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ως θεσμικό εργαλείο μπορούν να αξιοποιούν ανενεργούς – κατακερματισμένους υλικούς και ανθρώπινους πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κρατικών οργανισμών και ιδρυμάτων. Ανενεργές πάγιες κτιριακές εγκαταστάσεις και αγροτεμάχια, καθώς και χώρους εκθετηρίων για έκθεση προϊόντων σε δημοτικούς και δημόσιους χώρους, προσφέροντας θέσεις εργασίας και εισοδήματα σε ιδρύματα και κοινωνικούς συνεταιρισμούς.

 

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να παράγουν αγροτικά προϊόντα και προϊόντα μεταποίησης αλλά και υπηρεσίες με κοινωφελείς σκοπούς έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη διεύρυνση της απασχόλησης.

 

Η Κοινωνική Οικονομία, από άποψη οργάνωσης, βασίζεται στα κοινωνικά δίκτυα, τους θεσμούς αλληλεγγύης και τις συμπράξεις πολιτών. Στην αλληλέγγυα συνεργασία συγκροτείται το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο, βάσει του οποίου γίνονται εφικτές οι επενδύσεις σε τοπικό επίπεδο και σε περιφερειακό επίπεδο, μεταφέροντας πόρους από τα θεσμικά δίκτυα αλληλεγγύης προς τομείς της πραγματικής οικονομίας που είναι μεν αναγκαίοι τομείς, αλλά στους οποίους δεν επενδύουν οι αγορές λόγω χαμηλής κερδοφορίας.

 

Ο όρος Κοινωνική Οικονομία δεν αναφέρεται φυσικά στον κρατικό παρεμβατισμό και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας και δεν αφορά τις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο δεν ενσωματώνουν κοινωνικό κεφάλαιο και συνυπευθυνότητα αλλά ούτε επιτρέπουν την αυτοδιαχείριση των εργαζομένων.

 

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η αλληλέγγυα οικονομία που είτε αφορά μη χρηματικές ανταλλαγές, είτε αφορά κοινωνικές επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού σε όλους τους τομείς, όπως: ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία, οικοτεχνία και βιοτεχνία στη μεταποίηση, συνεταιριστικές υπηρεσίες υγείας και υπηρεσίες εκπαίδευσης μέσω μη κερδοσκοπικών φορέων.

 

Η διαφοροποίηση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό το κέρδος αλλά την κοινωνική ωφέλεια και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Δηλαδή, μπορούν να περιορίζονται στο κοινωνικό κέρδος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

 

Πολλές φορές οι ιδιώτες που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς ως επαγγελματίες ή επιχειρηματίες συστήνουν οι ίδιοι παράλληλα, κοινωνικούς, προμηθευτικούς, καταναλωτικούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς, για να διασφαλίσουν καλύτερα εισοδήματα, αγαθά και υπηρεσίες έχοντας διπλή οικονομική ιδιότητα, που κάνει ολοένα και πιο αποδεκτή την ιδέα της Κοινωνικής Οικονομίας σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού.

 

Αυτή η διεισδυτικότητα της Κοινωνικής Οικονομίας, της δίνει ένα ακόμη πρακτικό και ηθικό πλεονέκτημα: ότι μπορεί να αφορά και να εξυπηρετεί σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας.

 

Για την Κοινωνική Οικονομία σε σχέση με την τεράστια σημασία της στο σύγχρονο κόσμο έχουν γραφτεί πολύ λίγα και ακόμα λιγότερα έχουν κοινοποιηθεί από τα κυρίαρχα επικοινωνιακά συστήματα, μολονότι, η συμβολή της, λειτουργεί ως ασπίδα αντισωμάτων για το σύνολο της οικονομίας.

 

Στη σύγχρονη ιστορία της οικονομίας της αγοράς γινόμαστε μάρτυρες των καταστροφικών επιπτώσεων από τις «φούσκες» στις χρηματαγορές, τα τοξικά ομόλογα και τα τραπεζικά προϊόντα τα οποία οδηγούν στη φτώχεια και την ανεργία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η Κοινωνική Οικονομία έρχεται λοιπόν, να επουλώσει πληγές, να σταθεροποιήσει και να διασώσει τις τοπικές κοινωνίες από την παρακμή και τη διαφθορά.

 

Από μια άλλη άποψη, η Κοινωνική Οικονομία λειτουργεί όπως τα βιολογικά προϊόντα και η βιολογική διατροφή. Από ένα σεβαστό ποσοστό και πάνω, διασφαλίζει την υγεία του οικονομικού συστήματος, όπως η βιολογική διατροφή την υγεία των ανθρώπων και το κατορθώνει αυτό, γιατί με τη συνεταιριστική-συμμετοχική οργάνωση της παραγωγής συμμετέχει όλη η κοινωνία στο παραγόμενο προϊόν και απολαμβάνει τα οφέλη. Δεν υπάρχει βέβαια κερδοφορία με πλασματικό τρόπο, όπως οι χρηματαγορές, αλλά δεν εκθέτει και την οικονομία σε τοξικά προϊόντα.

 

Έτσι, η πρακτική της Κοινωνικής Οικονομίας βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούλησή της, στην ανοιχτή διαβούλευση στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης για την μείωση του κόστους των συναλλαγών, την αλληλέγγυα φροντίδα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων.

 

Με βάση τις συλλογικότητες που εκφράζουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, μπορούν να ληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τοπικού αλλά και εθνικού χαρακτήρα και με αυτό τον τρόπο να ενεργοποιηθεί το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο, το οποίο τελικά συντελεί καταλυτικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και αυτό είναι κάτι μετρήσιμο σήμερα ως πραγματιστικό φαινόμενο.

 

Στο πεδίο της δημιουργικής πολιτικής, η Κοινωνική Οικονομία είναι μια οριζόντια από τα κάτω θέσμιση της κοινωνίας που λειτουργεί παράλληλα με τη συμμετοχική δημοκρατία, με τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα από τους θεσμούς της αλληλεγγύης, του εθελοντισμού και κοινωνικού ακτιβισμού των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

 

Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει πλέον η επιστημονική τεκμηρίωση ότι ο δείκτης ανάπτυξης των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών έχει άμεση σχέση με την Κοινωνική Οικονομία και αυτός ο δείκτης, με τη σειρά του, έχει σχέση με την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της διαφθοράς. Η κοινωνία των πολιτών, στο βαθμό που είναι αναπτυγμένη, επιβάλλει από τα κάτω καθαρούς κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού και διαφάνεια, υποστηρίζοντας έτσι και τους οικονομικά ασθενέστερους.

Η άτυπη και συστηματική μορφή

Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παραδοσιακών μορφών Κοινωνικής Οικονομίας και σύγχρονων άτυπων και τυπικών μορφών συστηματικής Κοινωνικής Οικονομίας, προκειμένου να κατανοηθεί η ιστορική της εξελικτική διαδικασία.

 

Η άτυπη παραδοσιακή Κοινωνική Οικονομία είναι εκείνη της αλληλεγγύης, της φιλανθρωπίας, των μη χρηματικών ανταλλαγών, συστηματική είναι η οργάνωση μέσω κοινωνικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων.

 

Στις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες, υπήρχε πάντοτε μία άτυπη μορφή ανταλλαγών σε είδος, εργασία και μέσα παραγωγής, που διευκόλυνε τους χωρικούς στις ανταλλαγές τους, αφού είχαν αντικειμενικά πολύ περιορισμένα χρήματα. Αντάλλαζαν έτσι, όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρόνο εργασίας μεταξύ τους – «ξέλαση» είναι ο όρος που χρησιμοποιούταν στις αγροτικές κοινωνίες. Αυτή η διαδικασία στην ουσία, απέκλειε τους μεσάζοντες και λειτουργούσε υπέρ των παραγωγών.

 

Ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, συναντάμε αυτές τις μη χρηματικές ανταλλαγές με τη μορφή λέσχης, σ’ αυτούς που δυσκολεύονται να βρουν ικανοποιητική απασχόληση για να καλύψουν τις ανάγκες και ανταλλάσσουν μεταξύ τους χρόνο εργασίας για να εξασφαλίσουν κάποιες βασικές υπηρεσίες διαβίωσης. Ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να σημειώσουμε αναπτύσσονται από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών με τις λεγόμενες τράπεζες χρόνου.

 

Πέρα όμως από αυτές τις άτυπες μορφές (μη χρηματικές ανταλλαγές) υπάρχει η θεσμική οργάνωση της Κοινωνικής Οικονομίας αλληλεγγύης, που εξελίσσεται μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα, δημιουργώντας διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιρισμένους και εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, όφελος επίσης στους μικροπαραγωγούς και σε εκείνους που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες.

 

Μ’ αυτή την έννοια, η Κοινωνική Οικονομία είναι πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας και λειτουργεί ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των ανθρώπινων πόρων, απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό. Δημιουργεί εισοδήματα εκεί που δεν υπάρχει επαρκής συγκέντρωση κεφαλαίου αλλά υπάρχει αυξημένη διάθεση συνεργασίας ώστε να γίνουν τελικά επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους, ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.

 

Έτσι, οι «επενδύσεις» στις κοινωνικές επιχειρήσεις γίνονται στη βάση μιας συλλογικής συμφωνίας για ένα κοινωνικό συνεταιρισμό ή μια Σύμπραξη με συστατικό στοιχείο το κοινωνικό κεφάλαιο, κεφαλαιοποιώντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών ενός συνεταιρισμού αλλά και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές. Σε αυτές τις συμπράξεις ως εγγυητής, αλλά και ως συμβάλλων εταίρος, μπορεί να συμμετέχει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 

Αυτές οι σχέσεις εμπιστοσύνης μπορούν να εξασφαλίσουν δουλειές εκ των προτέρων και συμφωνίες που μπορούν να κάνουν μια επιχείρηση βιώσιμη. Με αυτό τον τρόπο, οι Συμπράξεις και οι κοινωνικές επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ.) προβάλλουν σήμερα ως η πλέον συμφέρουσα λύση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα λειτουργικά της κενά στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε συνεργασία με τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς.

 

Στόχος, λοιπόν, της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, αλλά καταρχήν η κάλυψη βασικών αναγκών, μέσω φιλοδίκαιης κατανομής των πόρων και των σχέσεων αλληλεγγύης.

 

Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον -υπό ευρεία έννοια- τρίτο τομέα της Οικονομίας, με τα όρια μεταξύ των τριών να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.

 

Ο τρίτος τομέας αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μία οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για μία πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των “πραγματικών” αναγκών».

Αναγνώριση και Αντιθέσεις

Σχετικά με το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η Κοινωνική Οικονομία από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, οι απαντήσεις διίστανται ανάμεσα στις προοδευτικές πολιτικές ελίτ και το συντηρητικό πολιτικό σύστημα. Οι προοδευτικές δυνάμεις επιδιώκουν την ενσωμάτωση και οι συντηρητικές την απώθηση από το οικονομικό σύστημα.

 

Από την «ομοσπονδιακή» Ευρώπη, η Κοινωνική Οικονομία αναγνωρίζεται ως μία πραγματικότητα και ενισχύεται οικονομικά για την ανάπτυξή της με συγκεκριμένα προγράμματα και επιδοτήσεις – όπως, βέβαια, γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, οι εθνικοκεντρικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος την αντιμετωπίζουν εχθρικά, ακριβώς επειδή ενισχύεται από την ΕΕ.

 

Οι πολιτικοί εχθροί συνήθως είναι οι λεγόμενοι κρατιστές και οι εθνικο-λαϊκιστές, οι οποίοι αντιστρατεύονται την Κοινωνική Οικονομία, διότι θεωρούν ότι υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας και ότι η ενίσχυσή της μειώνει το μέγεθος των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων και των προμηθευτών του δημοσίου.

 

Άλλοι πιο φιλελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα ωφελιμιστές, δέχονται θετικά την ενίσχυση της Κοινωνικής Οικονομίας, υπό τον έλεγχο όμως των ιδιωτικών επιχειρήσεων και πολλές φορές ως παρακλάδι μεγάλων επιχειρήσεων και προσπαθούν να την ενσωματώσουν στο «παιχνίδι» της αγοράς.

 

Αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα και για το λόγο ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις, που συνήθως είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, έχουν το προνόμιο των κοινοτικών επιχορηγήσεων ή το προνόμιο του αφορολόγητου κύκλου εργασιών, κάτι που δεν ισχύει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτό το προνόμιο προσπαθούν να το καρπωθούν και πολλοί ιδιώτες.

 

Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται η λαθροχειρία στο όνομα της Κοινωνικής Οικονομίας, με διασταλτικές ερμηνείες για τους σκοπούς της, από γραφειοκράτες σε θέσεις-κλειδιά και «επιχειρηματίες» που στήνουν επιχειρήσεις με σκοπό την υφαρπαγή των συγκεκριμένων κοινοτικών πόρων για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

 

Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και μέσα στην άγνοια και τη σύγχυση για το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Φυσικά, οι συνθήκες αυτές ευνοούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που θέλουν να ελέγχουν κι αυτό το χώρο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται ιδρύματα τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων.

Συντελεστές και φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας

Για να προσδιορίσουμε περισσότερο το χώρο δράσης που εξελίσσεται η Κοινωνική Οικονομία, το αντικείμενο και το υποκείμενο δραστηριότητας και, τελικά, τι είναι και τι δεν είναι Κοινωνική Οικονομία, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο σκοπός, ποιοι οι συντελεστές, ποιες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και ποιοι μπορεί να είναι οι συμπράττοντες.

 

Καταρχήν, συμπράττοντες εταίροι μπορεί να είναι όλοι. Το κράτος, οι δήμοι, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια και οι συνδικαλιστές. Δεν μπορεί να είναι όμως αυτοί οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας. Ξεκάθαροι φορείς κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι οι συνεταιρισμοί και τα ιδρύματα που παράγουν έργο κοινωνικών υπηρεσιών όπως π.χ. νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικές υπηρεσίες κ.λπ.

 

Οι δήμοι μπορεί να είναι πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν μπορούν όμως να είναι από μόνοι τους επιχειρηματίες, μπορούν να συνεργάζονται με τους συνεταιρισμούς και να συμπράττουν. Αυτό γίνεται και συντελείται σε πολλούς δήμους σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου αναπτύσσονται δράσεις Κοινωνικής Οικονομίας και κοινωνικών επιχειρήσεων, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, καθιστώντας τους πιο αποτελεσματικούς συγκριτικά με άλλους δήμους που δε συμπράττουν στις κοινωνικές επιχειρήσεις.

 

Κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» με εταίρους τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, τοπικές επαγγελματικές ενώσεις και σωματεία.

 

Οι συντελεστές ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας είναι ενδεικτικά οι εξής:

  • Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και όλοι οι Μη Κερδοσκοπικοί Φορείς
  • Οι συνεταιρισμοί
  • Η Τοπική Αυτοδιοίκηση
  • Οι χορηγοί
  • Η εκκλησία και διάφορες κοινότητες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κοινωνική οικονομία &

«Ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης»

 

 

 

Σε όλο τον κόσμο η κοινωνική οικονομία προβάλλεται ως αναγκαία συνθήκη από τους διεθνείς οργανισμούς, για την αντιμετώπιση της φτώχειας, την κινητοποίηση πόρων την ανάπτυξη της απασχόλησης, το μειωμένο κόστος των ανταλλαγών για την ανάπτυξη αγαθών κοινωνικών υπηρεσιών δίδοντας έμφαση  στην πραγματική οικονομία και στην οικονομία της κοινωνικής φροντίδας. Ταυτόχρονα,  η κοινωνική οικονομία θεωρείται σημαντικός τομέας για την  ψηφιακή και Πράσινη μετάβαση στη νέα εποχή.

Στην Ευρώπη, όπως αναφέρεται στο σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία της Επιτροπής, υπάρχουν περίπου 2,8 εκατομμύρια φορείς της κοινωνικής οικονομίας που προσφέρουν απτές και καινοτόμες λύσεις  στη δημιουργία θέσεων εργασίας και κοινωνικές υπηρεσίες σε μια σειρά από βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη οικονομία με στόχο την οικοδόμηση μιας οικονομίας στην υπηρεσία των ανθρώπων.

Οι φορείς κοινωνικής οικονομίας  συμβάλλουν, στην κοινωνική και εργασιακή ένταξη των μειονεκτουσών ομάδων και στην ισότητα ευκαιριών για όλους, προωθούν τη βιώσιμη οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, προωθούν την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στις κοινωνίες μας, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας της Ευρώπης και αναζωογονούν τις αγροτικές και εγκαταλελειμμένες περιοχές  της Ευρώπης.

Τμήματα της κοινωνικής οικονομίας συμβάλλουν επίσης στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, παρέχοντας βιώσιμα αγαθά και υπηρεσίες και γεφυρώνοντας το ψηφιακό χάσμα.

Έτσι,  οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας,  για οικονομικά προσιτές κατοικίες  με ενεργειακούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς. Κατά αυτό τον τρόπο η Ευρώπη  αναγνωρίζει την υψηλή σημασία του τομέα της κοινωνικής οικονομίας και πρόσφατα εξέδωσε ένα σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία «Βρυξέλλες, και Πρόσφατες εξελίξεις της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Πρόσφατες εξελίξεις της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Publications Office of the EU (europa.eu)

Συνολικά  η κοινωνική οικονομία συμβάλλει σημαντικά στο ΑΕΠ των χωρών που ορισμένες από αυτές είναι περισσότερο  ανεπτυγμένες, π.χ. όπως στη Γαλλία, που φθάνει 10 % αυξάνοντας ταυτόχρονα,  τις επιλογές των καταναλωτών και την ποιότητα των προϊόντων/υπηρεσιών.

Ωστόσο, η  κοινωνική οικονομία  παρά τη σημασία της στην πραγματική οικονομία και την άνοδο στην κλίμακα αναγκών σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ένα υποτιμημένο πολιτικό ζητούμενο των καιρών μας τουλάχιστον στην Ελλάδα. Τα κόμματα και όλο το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα την αγνοούν ή την αποστρέφονται προφανώς γιατί δεν συνδέεται άμεσα με τα λόμπι του δημοσίου και της αγοράς που  κυριαρχούν ως ομάδες πίεσης προς την εξουσία.

 

Έτσι παρατηρείται το παράδοξο ενώ η Ε.Ε ως διακρατική οντότητα να προωθεί την πολιτική της κοινωνικής οικονομίας τα εθνικά κράτη και οι αγορές δύσκολα  παραχωρούν έδαφος για την ανάπτυξή της αλλά και για την δράση της της  κοινωνία πολιτών.

 

Έχουμε μάλιστα ως τεκμήριο την περίπτωση της Ελλάδας που όχι μόνο δεν έχει αναπτύξει την πολιτική της κοινωνικής οικονομίας με τους αναγκαίους πόρους, αλλά να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και το κράτος  υφαρπάζει τους πόρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού ταμείου που προορίζονται για τους φορείς της και να τους κατευθύνει για ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης κι αυτό συμβαίνει ειδικότερα στην Ελλάδα τη τελευταία δεκαετία.

 

Αυτό, δείχνει όχι μόνο μια απαράδεκτη πολιτική πρακτική στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που βαρύνει όλους τους βουλευτές που αγνοούν το ζήτημα αλλά και το θεσμικό έλλειμμα καθώς και τη  σημασία της κοινωνικής οικονομίας σε μια περίοδο, που είναι αναγκαίος όρος για την ανάπτυξη της απασχόλησης και της αξιοποίησης ανενεργών ανθρώπινων πόρων και των κοινωνικών υπηρεσιών.

 

Είναι αναγκαία λοιπόν, μια σύντομη αναδρομή στην ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας και σημερινής σημασίας στην συμπληρωματικότητα και  στην ευρωστία των οικονομιών.

 

Σε όλη τη θαυμαστή Βιομηχανική περίοδο των δύο-τριών τελευταίων αιώνων, η οικονομική μεγέθυνση η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, ασφαλώς οφείλεται στην πολιτική που ασκείται αναμφίβολα με όρους κράτους και  αγοράς. Χωρίς την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου θα ήταν αδύνατο να κατασκευαστούν οι μεγάλες υποδομές.

 

Σ΄ αυτή την περίοδο  συγκεντρωτισμού της εξουσίας και συγκεντρωτισμού του κεφαλαίου από το κράτος και την αγορά γίνονται άλματα. Η παραγωγή αυξάνεται,  η απασχόληση επεκτείνεται, ο καταναλωτισμός στο δυτικό κόσμο εκτινάσσεται στα ύψη, μέχρι την έκρηξη της τρίτης και τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης όπου παρουσιάζεται μια νέα καμπή με οικονομικές κρίσεις.

 

Οι νέες τεχνολογίες όμως  μαζί με τα υπερκέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις για μια σειρά από λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, φέρνουν τον μαρασμό στις μικρές επιχειρήσεις έντασης εργασίας και πρόσθετη ανεργία.

 

Σ΄ αυτές τις συνθήκες η πολιτική  φαίνεται  ότι δεν προπορεύεται αλλά ακολουθεί αυτές τις τάσεις ισχύος αφήνει να καταστραφούν εκατομμύρια εργαζόμενοι και μικροϊδιοκτήτες στο βωμό μιας υπέρτατης αρχής  για το σύστημα που είναι η συσσώρευση κεφαλαίου.

 

Στην πορεία όμως, η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου από παράγοντας ανάπτυξης γίνεται παράγοντας στασιμότητας.  Ακολούθως, η τεχνολογική αυτοματοποίηση της παραγωγής δεν αφορά όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας. Υπάρχουν τομείς έντασης γνώσης και έντασης εργασίας όπως ο  τομέας υγείας, και κοινωνικής μέριμνας και φροντίδας, που απαιτούν διαρκώς επέκταση της εργασίας καθώς, η Ευρώπη και ειδικότερα η Ελλάδα έχει αύξηση στο  γηρασμένο πληθυσμό.

 

Στο συρρικνωμένο  χώρο εγκατάλειψης της παραγωγής από τις ιδιωτικές μικρές επιχειρήσεις εμφανίζονται πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις για να καλύψουν το  κενό για εισόδημα και κοινωνικές υπηρεσίες στους πιο φτωχούς, με πλεονέκτημα το μειωμένο λειτουργικό κόστος που επιτυγχάνουν με το μη κερδοσκοπικό τους χαρακτήρα. Με πλεονέκτημα επίσης το κοινωνικό κεφάλαιο των δικτύων και των θεσμών αλληλεγγύης της κοινωνίας πολιτών, που καθιστά βιώσιμες τις κοινωνικές επιχειρήσεις εκεί που αποσύρονται οι μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις.

 

Προφανώς, αυτός ο τομέας  της κοινωνικής οικονομίας δεν μπορεί να καλυφθεί από τις οικονομικές και πολιτικές Ελίτ, με διάφορα υποκατάστατα φιλανθρωπίας και τη λεγόμενη «κοινωνική εταιρική ευθύνη» γι΄ αυτό και προκύπτει ως εναλλακτική ο συνεργατικός τομέας.

 

Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ « η  κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει ένα φάσμα φορέων με διαφορετικά επιχειρηματικά και οργανωτικά μοντέλα που  δραστηριοποιούνται σε ποικίλους οικονομικούς τομείς: γεωργία, δασοκομία και αλιεία, κατασκευές, επαναχρησιμοποίηση και επισκευή, διαχείριση αποβλήτων, χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενέργεια και κλίμα, πληροφόρηση και επικοινωνία, χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, κτηματομεσιτικές δραστηριότητες, επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνική πρόνοια, τέχνες, πολιτισμός και μέσα ενημέρωσης’».

 

Το αντικείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας εκτείνεται σε όλο το φάσμα της οικονομίας παρά το γεγονός ότι  Παραδοσιακά, ο όρος «κοινωνική οικονομία» αναφέρεται σε τέσσερις βασικούς τύπους φορέων που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες στα μέλη τους ή στην κοινωνία γενικότερα: συνεταιρισμούς, εταιρείες αλληλασφάλισης, ενώσεις (συμπεριλαμβανομένων των φιλανθρωπικών οργανώσεων) και ιδρύματα.

Το σχέδιο δράσης αναφέρεται στο γεγονός της περιορισμένης χρηματοδότησης στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας και προβλέπει την ενίσχυση των θεσμών  στον τομέα  των αλληλοασφαλιστικών ταμείων,  στις συνεταιριστικές και ηθικές τράπεζες, τις τοπικές κοινωνικές συμπράξεις σε χρηματοδοτικά προγράμματα απευθείας από την Ε.Ε. ενώ προσβλέπει επίσης στις θετικές αλληλεπιδράσεις με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

 

Στους στόχους του σχεδίου δράσης είναι η προώθηση της κοινωνικής οικονομίας σε διεθνές επίπεδο. Η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι δημογραφικές αλλαγές και οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες αποτελούν παγκόσμιες προκλήσεις. Η ΕΕ και τρίτες χώρες έχουν θέσει κοινούς στόχους, οι οποίοι ενσωματώνονται στην Ατζέντα του 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Η κοινωνική οικονομία μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη αυτών των στόχων τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ.

Η ΔΟΕ εξέδωσε ενημερωτικό οδηγό για τη σύσταση αριθ. 193 της ΔΟΕ σχετικά με την «Προώθηση των συνεταιρισμών» και θα αφιερώσει την έκδοση της Διεθνούς Συνδιάσκεψης Εργασίας (ILC) του 2022 στην «Κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (SSE) για ένα ανθρωποκεντρικό μέλλον της εργασίας». Βλέπε για παράδειγμα: https://www.leagueofintrapreneurs.com/.

Η Επιτροπή θα αξιοποιήσει τις εν λόγω πρωτοβουλίες και θα προωθήσει περαιτέρω την κοινωνική οικονομία στη διεθνή σκηνή.

Ειδικότερα, η Επιτροπή: – θα προωθήσει τη στόχευση στην κοινωνική οικονομία και στην κοινωνική επιχειρηματικότητα στα προγράμματα του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας και του Μηχανισμού Γειτονίας, Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας, για παράδειγμα μέσω της συνεργασίας με αντιπροσωπείες της ΕΕ και δημόσιες αρχές σε τρίτες χώρες,

Στο πλαίσιο της γήρανσης του εργατικού δυναμικού και της αυξανόμενης διαρροής εγκεφάλων, η μεταφορά γνώσεων από γενιά σε γενιά και η επιχειρηματικότητα της τρίτης ηλικίας μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Τα επιχειρηματικά μοντέλα της κοινωνικής οικονομίας μπορούν να επηρεάσουν και να δημιουργήσουν δευτερογενείς συνέπειες στις συμβατικές επιχειρήσεις. Όλο και περισσότερες συμβατικές επιχειρήσεις πλησιάζουν στην επίτευξη των στόχων της κοινωνικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, αναδύονται νέα ψηφιακά επιχειρηματικά μοντέλα, για παράδειγμα στη συνεργατική οικονομία και την οικονομία των πλατφορμών.

Ευρωπαϊκή πλατφόρμα συνεργασίας συνεργατικών σχηματισμών θα δημιουργήσει μια νέα ενιαία πύλη για την κοινωνική οικονομία της ΕΕ το 2023, με σκοπό την παροχή ενός σαφούς σημείου και θα ενισχύσει την ευαισθητοποίηση σχετικά με τις δράσεις της ΕΕ στον τομέα αυτόν. Επίσης, η πύλη θα διευκολύνει την πρόσβαση σε σχετικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης ικανοτήτων και θα παρέχει ειδική καθοδήγηση σχετικά με τις ευκαιρίες χρηματοδότησης από την ΕΕ (κατάρτιση, εργαστήρια, διαδικτυακά σεμινάρια, πρακτικούς οδηγούς και εργαλεία).

Η Επιτροπή: – θα δημιουργήσει μια νέα Ακαδημία Πολιτικής για την Επιχειρηματικότητα των Νέων το 2022 στο πλαίσιο του ΕΚΤ+. Θα προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων, μεταξύ άλλων για γυναίκες και κοινωνικούς επιχειρηματίες, μέσω της συνεργασίας με εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής και δίκτυα επιχειρηματικότητας των νέων·  https://www.fi-compass.eu/ 54 https://betterincubation.eu/ 55 ΟΟΣΑ,

Άλλα προγράμματα της ΕΕ θα προσφέρουν ειδική ή έμμεση στήριξη στην κοινωνική οικονομία· σε αυτά περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, το σκέλος «Απασχόληση και Κοινωνική Καινοτομία» του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου+, το πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη», το πρόγραμμα για την ενιαία αγορά, το Erasmus+, το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» και το πρόγραμμα LIFE.

Σε εθνικό επίπεδο, προβλέπεται  η χρηματοδότηση από την ΕΕ . Στόχος η μεγιστοποίηση της συμβολής της κοινωνικής οικονομίας στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση Η Ευρωπαϊκή Ένωση φιλοδοξεί να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, χωρίς να αφήνει κανέναν στο περιθώριο. Πρόκειται για  μια ολοκληρωμένη δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πρόσβασης των κοινωνικών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση δρομολογήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος EaSI κατά την περίοδο 2014-2020.

Προωθούνται παράλληλα, οι συνεταιρισμοί πλατφορμών που αποτελούν παράδειγμα συμμετοχικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες για να διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών και την πώληση τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο την επίτευξη καλύτερων συνθηκών εργασίας για τα μέλη τους.

Γενικότερα, οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός, διευκολύνοντας την αναπαραγωγή και τη μεγέθυνση επιτυχημένων πρωτοβουλιών κοινωνικής οικονομίας στα διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ. Δεδομένου ότι η κοινωνική οικονομία έχει ισχυρές τοπικές ρίζες, οι δημόσιες αρχές, η κοινωνία των πολιτών, τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνικής οικονομίας και οι συμβατικές επιχειρήσεις έχουν το περιθώριο να αναπτύξουν τοπικές πράσινες συμφωνίες και να συγκεντρώσουν πόρους για επενδύσεις και καινοτομία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη μετάβαση με οφέλη σε τοπικό επίπεδο.

Η Επιτροπή: – θα ενισχύσει την κοινωνική καινοτομία μέσω μιας νέας προσέγγισης διακρατικής συνεργασίας στο πλαίσιο του ΕΚΤ+. Το 2022 θα συσταθεί ένα νέο «Ευρωπαϊκό Κέντρο Ικανοτήτων για την Κοινωνική Καινοτομία».

Θα οργανώνει την αμοιβαία μάθηση και την ανάπτυξη ικανοτήτων για τις αρμόδιες αρχές και τις υποστηρικτικές δομές. Επίσης, θα δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα επιχορηγήσεων που θα διευκολύνει τη μεταφορά και/ή τη μεγέθυνση της κοινωνικής καινοτομίας· – θα προτείνει το 2022 ένα Ευρωπαϊκό Καταλυτικό Ταμείο Κοινωνικής Καινοτομίας

Η Επιτροπή ενθαρρύνει επίσης τη διοργάνωση τακτικών συνόδων κορυφής για την κοινωνική οικονομία από τα κράτη μέλη και άλλους φορείς

Η Επιτροπή θα επισημάνει τις δυνατότητες της κοινωνικής οικονομίας να δημιουργεί θέσεις εργασίας και να προωθεί την κοινωνική συνοχή στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και της εφαρμογής από τα κράτη μέλη των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Το σχέδιο δράσης αναπτύχθηκε σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνικής οικονομίας και για την εφαρμογή του θα απαιτηθούν εξίσου η δέσμευση και η συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα —ενωσιακό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό, καθώς και διεθνές.

Δημιουργία νέας ενιαίας πύλης για την κοινωνική οικονομία της ΕΕ, με σκοπό την παροχή ενός σαφούς σημείου επαφής για τα ενδιαφερόμενα μέρη της κοινωνικής οικονομίας, άλλους σχετικούς φορείς και άτομα που αναζητούν πληροφορίες όσον αφορά τη σχετική χρηματοδότηση, τις πολιτικές και τις πρωτοβουλίες της ΕΕ. (βλ. τμήμα 4.1) 2023

Δημιουργία μιας νέας Ακαδημίας Πολιτικής για την Επιχειρηματικότητα των Νέων, η οποία θα προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων, μεταξύ άλλων για γυναίκες και κοινωνικούς επιχειρηματίες, μέσω της συνεργασίας με εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής και δίκτυα επιχειρηματικότητας των νέων.

Η Επιτροπή θα συνεργαστεί επίσης στενά με άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, και, συγκεκριμένα, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και με τον Όμιλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης για την κοινωνική οικονομία, διαπιστώνουμε για μία ακόμη φορά την απόσταση που χωρίζει την πολιτική της κοινωνικής οικονομίας της Ε.Ε από την Ελληνική πραγματικότητα και ενδεχομένως και από άλλες εθνικές πολιτικές.

 

Ενώ κατά καιρούς οι ελληνικές κυβερνήσεις συνυπογράφουν τις Ευρωπαϊκές πολιτικές στην πράξη σχεδόν τίποτε δεν υλοποιούν από αυτές τις πολιτικές. Αυτή η αρνητική κατάσταση αποτυπώνεται και στον ετήσιο προϋπολογισμό όπου  η κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα είναι περίπου το 2% ενώ  οι Δημόσιες επενδύσεις για αυτό το σκοπό δεν υπερβαίνουν το 2% τις 1000%.

 

Η κατάσταση αυτή και ανισορροπία  φαίνεται δεν απασχολεί ούτε το κοινοβούλιο ούτε τα κόμματα. Ούτε η πολιτική από τα κάτω, της κοινωνίας πολιτών, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα όταν δεν έχει αντανάκλαση στους κεντρικούς πολιτικούς θεσμούς, για να ενισχυθεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω η κοινωνική οικονομία.

 

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι το κράτος ως θεσμός δεν διαχειρίζεται μόνο τα δημόσια οικονομικά και τις δημόσιες επενδύσεις αλλά ολόκληρο το φάσμα της οικονομίας. {}Το ίδιο το κράτος έχοντας το μονοπώλιο από τα φορολογικά έσοδα έχει και την αποκλειστικότητα στην ενίσχυση των επενδύσεων και στην ιδιωτική οικονομία μέσω του εκάστοτε αναπτυξιακού νόμου, αλλά και το πως αξιοποιεί τη δημόσια περιουσία.

 

Ο αποκλεισμός της κοινωνικής οικονομίας από αυτό τον προγραμματισμό της διακυβέρνησης την καταδικάζει στην υπανάπτυξη. Από αυτό το Πλαίσιο κρατικής πολιτικής διαφεύγει ίσως η οικολογία και  ο κοινωνικός ακτιβισμός για το περιβάλλον, που είναι πλέον μία υπολογίσιμη πολιτική δύναμη όχι βέβαια στην Ελλάδα αλλά στο πλαίσιο της Ευρώπης..

 

Η κοινωνική οικονομία παρόλο που εδράζεται με μια παράδοση  στους συνεταιρισμούς και στην μη κερδοσκοπική οικονομία και ενισχύει  το εισόδημα και τις κοινωνικές υπηρεσίες στους οικονομικά αδύναμους και στην αντιμετώπιση της φτώχειας εν τούτοις δεν αποτελεί πεδίο ομότιμης  πολιτικής για το  κυρίαρχο σύστημα.

 

Ολόκληρη η πολιτική ιστορία άλλωστε αγνοεί τη σημασία της και οι επαγγελματίες πολιτικοί με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν αναφέρονται σε αυτή.

Αυτό βέβαια έχει ως συνέπεια ότι,, η διαχείριση των επενδυτικών πόρων από το κράτος  αποκλείει από τον προγραμματισμό  τη χρηματοδότηση και το σχεδιασμό της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.

 

Ακόμη και στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ένα κομμάτι χρηματοδοτήσεων του ευρωπαϊκού κοινωνικού ταμείου προς τις κοινωνικές επιχειρήσεις, ορισμένες εθνικές κυβερνήσεις όπως οι Ελληνικές Κυβερνήσεις υφαρπάζουν τους πόρους για άλλους σκοπούς ή για να κάνει κοινωνική πολιτική απευθείας το κράτος  ακόμα και η τοπική αυτοδιοίκηση πάντοτε με μεγαλύτερο κόστος διαχείρισης.

 

Το ίδιο συμβαίνει και τις πολιτικές ενίσχυσης της εργασίας που επωφελείται ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις εξαιρούνται οι κοινωνικές επιχειρήσεις.

 

Επί της ουσίας οι Κυβερνήσεις δεν εμπιστεύονται τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας κι  αυτό καθώς υποκύπτουν και στις πιέσεις των οργανωμένων συμφερόντων του δημόσιου τομέα καθώς  θεωρούν ότι  όλοι οι διαθέσιμοι πόροι για κοινωνική πολιτική είναι προνόμιο του Κράτους.

 

Στη δημόσια διαβούλευση δεν έχει τεθεί το θέμα της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των πόρων, όπου οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας αποδεδειγμένα έχουν διπλάσια αποτελεσματικότητα καθώς ενσωματώνουν εθελοντισμό και κοινωνικό κεφάλαιο.

 

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση τίθεται και το ερώτημα εάν, το πρόβλημα είναι η έλλειψη πολιτικής για την κοινωνική οικονομία ή απλά  Κοινωνικής πίεσης των φορέων της κοινωνικής επιχειρηματικότητας ώστε να υπολογίζεται ο τομέας αυτός πολιτικά.

 

Με βάση την εμπειρία των τελευταίων τουλάχιστον είκοσι (20) ετών μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το πρόβλημα αυτό  έχει και τις δύο όψεις αφενός, δεν υπάρχει αντίστοιχη πολιτική στα κόμματα και στο κοινοβούλιο και αφετέρου, οι φορείς είναι τόσο ασυντόνιστοι και αδύναμοι που δεν μπορούν να πιέσουν αποτελεσματικά την πολιτική της αντιπροσώπευσης για να αναδειχθεί το ζήτημα. Αυτό το θεσμικό έλλειμμα καθιστά επείγουσα και αναγκαία την εισαγωγή της κοινωνικής οικονομίας στο πολιτικό προσκήνιο ως τρίτο πόλο ανάπτυξης της οικονομίας.

 

Η  συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου –

θεσμοί αλληλεγγύης – δίκτυα

 

Οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας, στο βαθμό που έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα, δεν προέκυψαν, όπως επισημάναμε ήδη, ούτε από μια μεγάλη θεωρία, ούτε επιβλήθηκαν εξωτερικά από κάποια πολιτική εξουσία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

 

Γεννήθηκαν υπό την πίεση της ανάγκης για συνεργατισμό στην οικονομία από τα κάτω και από τη συνεταιριστική πρακτική, καθώς δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Έτσι, έχουμε μια διαρκή εξέλιξη οδηγούμενη από τις ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες εν μέρει ενσωματώνονται στο σύστημα μέσα από μια πραγματιστική διαδικασία, που προσφέρει λύσεις στην ανεργία, καλύπτοντας παράλληλα τα κενά που αφήνει το κράτος πρόνοιας. Εκ των πραγμάτων κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πολιτική εξουσία αναφορικά με την Κοινωνική Οικονομία δεν προπορεύεται αλλά ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας και τις θεσμοθετεί.

 

Πρόκειται περισσότερο για μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία που αναπτύσσεται οριζόντια και λιγότερο μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας. Γι’ αυτό και στην ανάλυση δεν εξετάζουμε την πολιτική βούληση μόνο των κυβερνήσεων, αλλά τη συνειδητοποίηση που αναπτύσσεται από τα κάτω στην κοινωνία και αναδεικνύει τάσεις και θεσμούς.

 

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η συνείδηση στην ολότητα ενός προγράμματος Κοινωνικής Οικονομίας έρχεται εκ των υστέρων εμπειρικά, από τη συμμετοχή ακτιβιστών σε πλήθος από καλές πρακτικές απ’ όλο τον κόσμο. Οργανωτικά, αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί μόνο η βιωματική εμπειρία δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογών βιωσιμότητας στην Κοινωνική Οικονομία.

 

Ωστόσο, ο κοινωνικός ακτιβισμός των κοινωνικών κινημάτων, που κινεί σε μεγάλο βαθμό και τους ιμάντες της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν συνιστά ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα. Δεν συνιστά ένα ενιαίο πολιτικό θεσμό, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προπομπός των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία.

 

Οι όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται μέχρι σήμερα είναι αποσπασματικές, ακόμη και από εκείνες τις διακρατικές οντότητες, όπως η Ε.Ε., οι οποίες αναγνωρίζουν μεν την υψηλή σημασία της Κοινωνικής Οικονομίας, διστάζουν δε, να περιορίσουν την οικονομική εξουσία των κρατών, που δυσφορούν όταν πρόκειται να αυτοπεριορισθούν υπέρ των αξιώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

 

Ο λόγος προφανώς είναι, το γεγονός ότι οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας αμφισβητούν με την πρακτική τους εφαρμογή την έλλειψη ορθολογισμού στη διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων από τα κράτη και τις χρηματαγορές. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας δεν βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την πολιτική εξουσία, προβάλλοντας μια άλλη εξουσία όπως κάνουν τα κόμματα.

 

Ωστόσο, παρατηρείται ότι φοβίζουν τον ανορθολογισμό του συστήματος και την ψευδοεπιστημονική του υπόσταση, την απόλυτη πίστη στις αγορές, τον εκχρηματισμό των πάντων στις ανθρώπινες σχέσεις, στα αγαθά και τις υπηρεσίες. Ο φόβος αυτός εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε στη συνέχεια και πρώτα από όλα με τη δυσφήμιση των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

 

Η κρατούσα πολιτική συντηρεί τις αυταπάτες της αυτορύθμισης των αγορών, επικαλούμενη την ψευδοεπιστήμη της οικονομίας. Παράλληλα αποφεύγει να υιοθετήσει την «επιστήμη κατά της φτώχειας» με βάση την οργανωτική τεχνολογία της Κοινωνικής Οικονομίας, που κατά τεκμήριο εξασφαλίζει πόρους για το σύνολο της κοινωνίας.

 

Δεν σκοπεύουμε, εδώ, να υποβαθμίσουμε την τεράστια σημασία του εκχρηματισμού της οικονομίας στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως συμβαίνει τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια. Ούτε να εκμηδενίσουμε την πρόοδο που οφείλεται σ’ αυτή τη διαδικασία σε μια από τις σημαντικότερες επινοήσεις του ανθρώπου όπως είναι το νόμισμα.

 

Θέλουμε να επισημάνουμε απλώς, όπως πολλοί άλλοι άλλωστε, την υπερβολή, την αλαζονεία, την ύβρη κατά της ανθρωπότητας που κρύβεται πίσω από το μετασχηματισμό της ανταλλακτικής αξίας, που είναι το χρήμα, σε προϊόν με απόλυτη αξία και εξουσία. Μια στρέβλωση αξιών που δημιουργεί αχαλίνωτη κερδοσκοπία και καταδικάζει στην απόλυτη φτώχεια μεγάλα τμήματα πληθυσμού, ενώ στις κρίσεις χάνονται οι κόποι μιας ζωής.

 

Είναι γνωστό άλλωστε ότι το χρήμα από μόνο του «γεννά» χρήμα μέσα στις τράπεζες, μέσα από τις κεφαλαιαγορές, τα χρηματιστήρια και όπως συμβαίνει πολλές φορές, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Αυτή είναι η διαπίστωση και από την πρόσφατη οικονομική κρίση.

 

Το αντίδοτο λοιπόν στην απολυταρχία του χρήματος δεν είναι κάτι άλλο από τους θεσμούς της Κοινωνικής Οικονομίας, που αφενός μπορούν να αναχαιτίσουν την ανεργία και τη φτώχεια και αφετέρου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα αγαθά της ζωής με λιγότερα χρήματα, ελαχιστοποιώντας το κόστος των συναλλαγών.

 

Πώς γίνεται όμως όλη αυτή η διαδικασία στην πράξη, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν πέρα από τους επιφανειακούς θεσμούς εξουσίας άλλους δρόμους;

 

Ακριβώς με τη συνειδητοποίηση των βαθύτερων θεσμών της κοινωνίας, που δεν αποτυπώνονται κατ’ ανάγκη σε νόμους, αλλά λειτουργούν όπως οι όροι «κοινωνικό κεφάλαιο», «εθελοντισμός», «κοινωνικά δίκτυα», «Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών», «κοινωνικός ακτιβισμός», «δια βίου μάθηση», «Συμμετοχική Δημοκρατία».

 

Αυτές οι έννοιες είναι τελικά που συντελούν στη θέσμιση της Κοινωνικής Οικονομίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κοινωνικό κεφάλαιο

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης, οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας. Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός είναι οι βασικοί συντελεστές για τη συγκρότησή του.

 

Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπυκνώνει το συνεργατισμό και το αλληλέγγυο πνεύμα. Ακόμα, συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό, το οικονομικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις δημιουργώντας εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και μείωση του κόστους, καθώς ενισχύει την πιστοληπτική ικανότητα.

 

Σύμφωνα με αντίστοιχες μελέτες, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική και συλλογική δράση και νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις.

 

Η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν, κατ’ αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, έχει φέρει στο προσκήνιο την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα.

 

Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες.

 

Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση, βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση με την Κοινωνία των Πολιτών.

 

Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο Τοκβιλιανό παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές δράσεις που συμβάλλουν στο «κοινό καλό».

Οι θεσμοί αλληλεγγύης

Οι σύγχρονοι θεσμοί αλληλεγγύης έχουν μακρά ιστορία προέλευσης στο ανθρωπιστικό κίνημα. Ωστόσο, η διαρκής αναβάθμιση τους σε συνάρτηση με την προσφορά υπηρεσιών από την πλευρά των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών τις τελευταίες δεκαετίες αποκρυσταλλώνεται σε θεσμούς και επιχειρήσεις αναπαραγωγής της αλληλέγγυας οικονομίας.

 

Οι θεσμοί αλληλεγγύης είναι εκείνοι που αναπτύσσουν το «κοινωνικό κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό και τον εθελοντισμό. Θεσμοί δηλαδή που ενώ δεν αποσκοπούν στο κέρδος, συμβάλλουν στο κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος και απασχόληση, ενσωματώνοντας παράλληλα την κοινωνική εταιρική ευθύνη.

 

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο αποτελεί θεμελιώδη αξία, η οποία διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης. Συμβάλλει αποφασιστικά στην κοινωνική, την πράσινη και την πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας ενώ διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη αργότερα στον τομέα της απασχόλησης του.

 

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο έχει το χαρακτηριστικό ότι ανήκει σε πολλούς, δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και ενώσεις.

 

Σύμφωνα με τον ορισμό της «Παγκόσμιας Τράπεζας», το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, αλλά και ικανότητας για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών. Σημειωτέον ότι έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή το ανθρώπινο κεφάλαιο, σε ένα κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση.

 

Επίσης, το κοινωνικό κεφάλαιο ενώ ανήκει στην μικροοικονομία, επηρεάζει ακόμη και μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να μετρηθεί, και παράλληλα μπορούν να υπολογιστούν τα οφέλη τα οποία προκύπτουν από αυτό για τις τοπικές κοινωνίες.

 

Παράλληλα, το κοινωνικό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κριτήρια αποφάσεων που διευκολύνουν περαιτέρω το συνεργατισμό στη πράξη.

 

Κοινωνική εμπιστοσύνη

Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κεφαλαίου και της οργανωμένης Κοινωνίας Πολιτών, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κριτήριο της εμπιστοσύνης είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι κοινοτήτων χωρίς συνοχή.

 

Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης.

 

Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίες μεγιστοποιούν το κοινωνικό κεφαλαίο:

 

  • Η εμπιστοσύνη, η οποία οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των μελών θα διεκπεραιωθούν ομαλά.
  • Η πληροφορία, η οποία διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τις κανονιστικές ρυθμίσεις και κυρώσεις που επιβάλλονται στα μέλη των δικτύων.
  • Η συνεργασία, την οποία εξασφαλίζουν οι ανθρώπινες κοινότητες με συνοχή.

 

Παρόλο που το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες μορφές κεφαλαίου, είναι ριζικά διαφορετικό, κατά την άποψη ότι η δημιουργία του προϋποθέτει αλληλοεπίδραση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων.

 

Η σχετική βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, καθώς και από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Με λίγα λόγια το κοινωνικό κεφάλαιο αυξάνει, όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται σε εθελοντικές οργανώσεις και όταν επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό επιτυγχάνεται με:

 

  • Εθελοντική συμμετοχή: Συμμετοχή σε δίκτυα, ατόμων ή ομάδων, στη βάση της ισότητας των μελών. Το κοινωνικό κεφάλαιο αφορά οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας και της οικογένειας, αλλά και κάθετες μεταξύ των κοινοτήτων και των διαφόρων θεσμών και φορέων και κυβερνητικών. Έχει άλλωστε αναπτυχθεί και σχετική θεωρία, γνωστή ως «Θεωρία των Δικτύων».

 

  • Αμοιβαιότητα: Τα άτομα παρέχουν υπηρεσίες στους άλλους ή ενεργούν προς όφελος άλλων με προσωπικό κόστος, προσδοκώντας, γενικώς και αορίστως, ότι θα υπάρξει ανταπόδοση σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον, όταν οι ίδιοι θα το χρειάζονται. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός βραχυπρόθεσμου αλτρουισμού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος.

 

  • Εμπιστοσύνη: Η εμπιστοσύνη επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, όταν υπάρχει η πεποίθηση ότι οι άλλοι θα αντιδράσουν θετικά και υποστηρικτικά ή τουλάχιστον δεν θα υπονομεύσουν την εκάστοτε πρωτοβουλία. Η εμπιστοσύνη είναι εξαιρετικά σημαντική ακόμη και στο επίπεδο του κράτους, όπου όσο μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση υπάρχει, δηλαδή μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τόσο μεγαλύτερη η πρόοδος της χώρας.

 

  • Κανόνες (νόρμες): Συνήθως είναι άγραφοι αλλά κατανοητοί κοινωνικοί κανόνες και αρχές που παρέχουν το πλαίσιο για ανεπίσημο κοινωνικό έλεγχο, χωρίς την προσφυγή σε θεσμικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, όπου υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο, εκεί η εγκληματικότητα καθώς και η ανάγκη για αστυνόμευση είναι χαμηλή.

 

  • Κοινότητα: Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης, των δικτύων, των κανόνων και της αμοιβαιότητας δημιουργεί μια ισχυρή κοινότητα, ικανή να απομακρύνει τον κίνδυνο οποιουδήποτε επίδοξου οπορτουνιστή, που θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινότητας, χωρίς ο ίδιος να έχει προσφέρει. Η κοινότητα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, αλλά αξιοποιείται από όλους. Μόνο όπου υπάρχει ένα ισχυρό ήθος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και αποτελεσματικών κοινωνικών κυρώσεων εναντίον των παραβατών και των «εισβολέων», η κοινότητα μπορεί να διατηρηθεί στο διηνεκές προς όφελος όλων.

 

  • Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο: Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το ανθρώπινο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει πολύτιμους πόρους, όπως είναι η γνώση και οι δεξιότητες, που εκπορεύονται από την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την εμπειρία. Μερικά είδη ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η ομαδική εργασία και η ικανότητα επικοινωνίας λειτουργούν υποστηρικτικά προς το κοινωνικό κεφάλαιο. Επομένως, επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο τύπων κεφαλαίου.

 

Στην εξέταση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τους τρεις βασικούς τύπους του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως προσδιορίζονται από τους ειδικούς:

 

  • Bonding: Οι δεσμοί μεταξύ μελών της οικογένειας, μελών ίδιας ομάδας, ή φίλων (Οι οικείοι).
  • Brinding: Η γεφύρωση των διαφορών και η διάδραση μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, ηλικιών, συνεργατών ή και κρατών. (Διαπολιτισμική συνεργασία).
  • Linking: Η σύνδεση κι η κάθετη επικοινωνία μεταξύ διαφόρων και διαφορετικών κοινωνικών ή/και πολιτικών επιπέδων. (Πελατειακές σχέσεις).

 

Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και τη θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τους οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του και ταυτόχρονα να περιορισθούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές, που άλλωστε είναι σημαντικά λιγότερες.

 

 

Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης

του κοινωνικού κεφαλαίου

 

Ο εθελοντισμός στην εποχή μας, είναι ο βασικός συντελεστής δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου. Αποτελεί κλειδί της εναλλακτικής ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας και της απασχόλησης, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στην οικονομία.

 

Από τον πατριωτικό, φιλανθρωπικό και τοπικό εθελοντισμό, με τις μη χρηματικές ανταλλαγές, που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές, έχουμε περάσει πλέον σε έναν πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και οικολογικό εθελοντισμό, με αυτονομία δράσης από την αγορά και το κράτος, που ωστόσο λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτούς τους θεσμούς και καλύπτει τα κενά της μικτής και κατά τα άλλα οικονομίας.

 

Ο εθελοντισμός σήμερα δεν είναι μόνον το συναίσθημα αλληλεγγύης, αλλά λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα, δημιουργίας πρόσθετων πόρων στα πλαίσια της Κοινωνικής Οικονομίας.

 

Δεν αναγνωρίζεται πλέον μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης σε εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως κυρίως συνέβαινε σε κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά και ως θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει διαρκή αγαθά στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και στην κοινωνική μέριμνα, ως ιδιότητα που αναπτύσσει τους ανθρώπινους πόρους. Πρόκειται, επομένως, για μια διαδικασία που συνθέτει και εμπλουτίζει το κοινωνικό κεφάλαιο.

Τα Κοινωνικά Δίκτυα

Συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η έννοια των κοινωνικών δικτύων. Ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα πολυδιάστατα συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται άλλωστε και ως άθροισμα των προσωπικών επαφών, μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες, δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές και αναπτύσσεται.

 

Οι εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, όσο μεγαλύτερο είναι ένα δίκτυο και όσο συχνότερη η επαφή των μελών του, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η βοήθεια που προσφέρουν, για παράδειγμα στην εξασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών και απασχόλησης στα μέλη τους, όταν το χρειάζονται.

 

Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας την παραγωγικότητα. Σημαντική, λοιπόν, επίδραση στην εξεύρεση εργασίας σε μια περιοχή παίζει το κοινωνικό κεφάλαιο, εφόσον αλληλεπιδρά με τα κοινωνικά δίκτυα.

 

Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή στα κοινά και τα κοινωνικά δίκτυα που είναι οι νέες μορφές οργάνωσης, που εξασφαλίζουν ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλά και στις παραγωγικές και οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας.

 

Τα δίκτυα με κοινωνική αποστολή έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες:

 

  • Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.
  • Λειτουργούν ως ταμιευτήρες κοινωνικού κεφαλαίου.
  • Λειτουργούν ως προπομπός της κοινωνικής και πράσινης επιχειρηματικότητας.
  • Τα οριζόντια δίκτυα λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της τεχνογνωσίας.
  • Συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και της ενέργειας.
  • Κατευθύνουν τις επενδύσεις προς την περιφέρεια και τους κοινωνικά αναγκαίους σκοπούς.
  • Συγκροτούν Κοινωνικό Κεφάλαιο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ

Καθώς η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή, καθώς αποτελούν μια ευρύτατη πλατφόρμα επικοινωνίας. Ήδη τον τελευταίο καιρό, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter, Instagram κ.ά.) αναπτύσσονται ταχέως και όχι μόνο από ανθρώπους που αναζητούν την κοινωνικοποίηση, αλλά από όλους, ανεβάζοντας διαρκώς τον μέσο όρο ηλικίας των χρηστών.

 

Αντίστοιχα, η κοινωνικοποίηση σε τοπικό επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με πιο παραδοσιακά μέσα, όπως είναι τα καταστήματα της γειτονιάς ή τα στέκια της παρέας. Καθώς, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα, προϋπήρξαν των τεχνολογικών δικτύων. Η διαφορά σήμερα είναι ότι τα δίκτυα αυτά μπορεί να είναι ενοποιητικά οριζόντια σε πολύ μεγάλη κλίμακα ενώ η ταχύτητα διασύνδεσης των μελών τους έχει ελαχιστοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι η διασύνδεση πλέον έχει απαγκιστρωθεί από τα δεσμά του χωροχρόνου.

 

Έτσι, τα κοινωνικά δίκτυα με τη μορφή που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα αποτελούν μορφές online – διαδικτυακών κοινοτήτων, οι οποίες τρέφουν τη σχέση, τη συμμετοχή και τη δικτύωση μεταξύ ατόμων. Συνδέουν ομάδες ατόμων όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά.

 

Χάριν σ’ αυτά, είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις ιδέες του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια οικεία ομάδα ατόμων. Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές και να γίνει μέλος μιας κοινότητας.

 

Επομένως, τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν στα άτομα κάτι που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, δηλαδή την ευκαιρία της δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους.

 

Σήμερα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί σημαντικά για την επικοινωνία και δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να αγνοηθούν, αφού αποτελούν αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της καθημερινότητας σχεδόν όλων των οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις πειραματίζονται καθημερινά με τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή τη διάχυση ενημέρωσης, την προσέλκυση μελών κ.τ.λ. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στο έργο μιας οργάνωσης κι έχει αποδειχτεί ότι αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς.

 

Δεν θα πρέπει όμως, να ξεχνάμε ότι υπήρχαν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά, ακόμη και απελευθερωτικά ή θρησκευτικά δίκτυα.

 

Εδώ, όμως, δεν αναφερόμαστε στα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και μια άλλη μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική είτε για την κρατική εξουσία, είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα που κατέχουν και διεκδικούν άμεσα εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας, με κίνητρο τον εθελοντισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή τους είναι φαινόμενο αρκετά πρόσφατο στην ιστορία.

 

Ένα φαινόμενο που συνδιαμορφώνεται από την απελευθέρωση ανθρώπινης ενέργειας, που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες διαδραστικής επικοινωνίας, όπως είναι το διαδίκτυο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προσεγγίζουμε, λοιπόν, τα δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου.

 

Η κρίση εμπιστοσύνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας, ιδιαίτερα μέσω της Κοινωνικής Οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης.

 

Σαν επακόλουθο, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και πρόνοια. Κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε για καταναλωτικά δίκτυα, είτε για δίκτυα επικοινωνίας, είτε ακόμη για δίκτυα διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της πληροφορίας και την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας μεταξύ κράτους και αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα.

 

Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η συμβολή των κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα ονομάζουμε κοινωνικό δίκτυο εκείνο που παλιά ονομάζαμε απλά «γνωριμίες». Αν λοιπόν σε κάποιους από τους παλαιότερους ακούγεται ξένος ή εξωτικός ο όρος «κοινωνικό δίκτυο» ας αναλογιστούν ότι πάντα την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν εκείνοι που είχαν τις καλύτερες «γνωριμίες».

 

Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής κάστας, σήμερα η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοικτή σε όλους κι εξαρτάται μάλλον από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός, παρά από το κληρονομικό δικαίωμα.

 

Η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα, που αδυνατεί να εγγυηθεί και να προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.

 

Η μεγάλη σημασία της οριζόντιας επικοινωνίας, συνεργασίας και δικτύωσης των χιλιάδων εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να αναδεικνύεται στο δημόσιο διάλογο.

 

 

 

 

 

Οι αιτιώδεις σχέσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας

 

 

  • Συνέντευξη με τον Βασίλη Τακτικό Πρόεδρο της ΑΜΚΕ ΕΡΥΜΑΝΘΟΣ

 

 

 

Για το θέμα της κοινωνικής οικονομίας, και το πρόγραμμα της καταπολέμησης της ανεργίας μας μιλάει ο Βασίλης Τακτικός,` αναλύει μια σειρά από παράγοντες που πρέπει να ακολουθήσουν οι θεσμοί ώστε τα οφέλη να είναι πολλαπλά. Μιλάει για τα χαρακτηριστικά και τις αιτιάσεις που καθιστούν την κοινωνική οικονομία ως άξονα καταπολέμησης της ανεργίας. Και το σημαντικότερο όλων που μας επισημαίνει είναι ότι το πρόβλημα της ανεργίας των νέων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με στερεότυπα.

 

 

 

Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Προγράμματος Καταπολέμησης της ανεργίας των νέων και αντιμετώπισης των αναγκών των NEET, μέσα από τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών στην Κοινωνική Επιχειρηματικότητα;

Η κοινωνική οικονομία ως τομέας δημιουργίας θέσεων εργασίας δεν είναι απλά ένας συμπληρωματικός τομέας ιδιωτικής οικονομικής αλλά, απαντά  σε ένα δομικό πρόβλημα της οικονομίας που έχει σχέση με τα επαγγέλματα έντασης εργασίας που απαξιώνονται  και  εκτοπίζονται από την αγορά στον ανεπτυγμένο κόσμο από τις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου.

 

Η κοινωνική οικονομία εξελίσσεται σε επαγγέλματα που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες και στη πραγματική οικονομία. Επαγγέλματα που μολονότι έχουν ζήτηση δεν είναι δελεαστικά και τα αποφεύγουν   οι νέοι καθώς παρουσιάζονται  κακοπληρωμένα και απωθούνται για κοινωνικούς λόγους του φαίνεσθαι.

 

Πρόκειται για επαγγέλματα όπως: εργάτες γης, Πωλητές, φύλακες, οδηγοί, κηπουροί,  σερβιτόροι, καμαριέρες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, ανειδίκευτοι εργάτες στις κατασκευές,  γηροκόμοι,  οικιακοί βοηθοί,  baby sitter, μάγειρες -μαγείρισσες, αποκλειστικές νοσοκόμες, λογιστές  κλπ.

 

Ποιες είναι οι ιδιαίτερες αιτιώδεις σχέσεις που καθιστούν την κοινωνική οικονομία ως σημαντικό άξονα καταπολέμησης της ανεργίας;

Στην απέναντι όχθη από αυτά τα παραδοσιακά επαγγέλματα, δεν βρίσκονται μόνο επαγγέλματα της υψηλής εξειδίκευσης της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά τα επαγγέλματα  της νέας οικονομίας του διαδικτύου τα οποία είναι επίσης έντασης εργασίας όπως: διαχειριστές διαδικτύου, διαχειριστές ιστοσελίδων, γραφίστες, Διαφημιστές και διαχειριστές   ηλεκτρονικών καταστημάτων. Άρα η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι αναγκαία οικονομική δραστηριότητα εκεί που δεν επιχειρεί πλέον ο κερδοσκοπικός τομέας.

 

Το  επιμορφωτικό πρόγραμμα socialneet εστιάζει σε αυτού  του είδους επιχειρηματικότητα  και απευθύνεται σε νέους μέχρι 29 ετών, αποσκοπεί στον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων,  μέσα από δομές της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας όπου δραστηριοποιείται η κοινωνική οικονομία.

 

Δεν στοχεύει απλά στις επαγγελματικές δεξιότητες αλλά κυρίως τις οργανωτικές ικανότητες και στη δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων. Ας σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα η απασχόληση στον τρίτο τομέα της οικονομίας είναι μόλις το 3,3%,  την ίδια στιγμή πού στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται στο 8 με 10%. αυτό το γεγονός σημαίνει μία γενικότερη υστέρηση στην βιοποικιλότητα της απασχόλησης.

 

Ποια είναι η εικόνα της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας στην Ελλάδα πέρα από αυτούς τους γενικούς δείκτες;

Σχετικά με τη διάγνωση Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, όπως είπαμε βλέπουμε στις  αγγελίες κυρίως να ζητούνται : υπάλληλοι γραφείου, ανειδίκευτοι εργάτες, πωλητές και  οδηγοί, μάγειρες, σερβιτόροι, εργάτες αποθήκης, εργατοτεχνίτες, τεχνίτες στις κατασκευές επίσης, είναι τα δυναμικότερα επαγγέλματα από πλευράς δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Μεγάλη έλλειψη υπάρχει στην κάλυψη θέσεων εργασίας στα εποχιακά επαγγέλματα τουρισμού, ενώ ελλείψεις υπάρχουν και στο  κλάδο του λιανικού εμπορίου τροφίμων, ποτών, και στην τρίτη θέση βρίσκεται ο κλάδος των νοσοκομειακών δραστηριοτήτων με νέες θέσεις εργασίας. Αλλά υπάρχουν και τομείς δραστηριότητας που έχουν εντελώς εγκαταλειφθεί όπως αγροτικές καλλιέργειες, σχολάζουσες γαίες, κτίρια από υποδομές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν κλείσει, Δημοτικές και δημόσιες εκτάσεις που δεν αξιοποιούνται κι όλα αυτά γιατί  αδυνατούν να είναι κερδοφόρες διάφορες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συνεχώς συρρικνώνονται.

Σε αυτό το πεδίο των υφιστάμενων ανενεργών  υλικών και ανθρώπινων πόρων είναι που μπορεί να αναπτυχθεί ο μη κερδοσκοπικός τομέας οικονομίας και να δώσει περισσότερες θέσεις εργασίας. Στις αιτιώδεις σχέσεις  υψηλής ανεργίας των νέων βλέπουμε  ένα αντιφατικό φαινόμενο από τη μία μεριά ζήτηση χαμηλής εξειδίκευσης εργαζομένων και από την άλλη έλλειψη προσφοράς και άρνηση  να καλύψουν αυτές τις χαμηλόμισθες  θέσεις εργασίας. Πρακτικά αυτά τα επαγγέλματα καλύπτονται ως ένα βαθμό  από τους οικονομικούς μετανάστες άλλων χωρών που δέχονται να εργαστούν με μικρούς μισθούς και πολλές φορές ανασφάλιστοι. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ανεργία βρίσκεται πάνω από το 15% τη στιγμή που υπάρχουν  κοινωνικές ανάγκες που δεν εξυπηρετούνται.

 

Γνωρίζουμε ότι το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο των ιδιωτικών και Δημοσίων επιχειρήσεων τους δύο τελευταίους αιώνες στηρίχθηκε  στην διαρκή ανάπτυξη, στην επαγγελματική κατάρτιση,  και στις επιδοτήσεις σε ορισμένους τομείς της οικονομίας όπως παραδείγματος χάρη στον αγροτικό τομέα για την ενίσχυση της εργασίας. Τι αλλάζει με την κοινωνική επιχειρηματικότητα σε σχέση  με αυτές τις αρχές;

 

Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι  ανάπτυξη- μεγέθυνση ως αποκλειστικός στόχος με όρους έντασης κεφαλαίου δεν φέρνει κατά ανάγκη και περισσότερες  θέσεις εργασίας. Η επαγγελματική κατάρτιση στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας δεν προσφέρει λύσεις καθώς  δεν λείπουν οι απαραίτητες δεξιότητες των εργαζομένων, αυτό που λείπει είναι η  προσαρμογή στις ανάγκες για προϊόντα και υπηρεσίες.

Στο θεσμικό πλαίσιο, οι επιδοτήσεις της ανεργίας και  της απασχόλησης ευνοούν συνήθως τις μεγάλες επιχειρήσεις και ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις, δεν προσφέρουν ουσιαστικές νέες ευκαιρίες απασχόλησης  στις μικρές επιχειρήσεις έντασης εργασίας που έχουν ζωτικές ανάγκες επιβίωσης στον ανταγωνισμό.

Έτσι  στο θέμα της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας υπάρχει δομικό πρόβλημα στα ίδια τα θεσμικά εργαλεία της επιχειρηματικότητας. Αυτό που θα βάζαμε ως τίτλο της νέας προσέγγισης είναι ότι, ο  σημερινός καταναλωτής σε πολλά προϊόντα και υπηρεσίες πρέπει να γίνει ο ίδιος  παραγωγός προϊόντων και υπηρεσιών μέσα από συνεταιριστικές κοινωνικές επιχειρήσεις. Με μια Φράση  να γίνει παραγωκαταναλωτής.

Είναι μία προσέγγιση,  που είναι γνωστή μέσα από τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς στην Ευρώπη και τα άλληλοασφαλιστικά ταμεία, η οποία θα πρέπει να επεκταθεί τώρα  στην ενέργεια που είναι το καυτό ζήτημα,  στην κοινωνική πρόνοια και φροντίδα υγείας, τις ενεργειακές κοινότητες , αλλά ακόμα και στην αναπτυσσόμενη οικονομία του διαδικτύου, αν πράγματι επιδιώκουμε νέες δυνατότητες εργασίας και αυτοαπασχόλησης.

Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ανεργία των νέων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί  με στερεότυπα της πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, που σήμερα δεν λειτουργούν. Σε εκείνες τις περιόδους, η προσφορά εργασίας η οποία  χανόταν με την εκβιομηχάνιση στον πρωτογενή τομέα,  την  αντικαθιστούσε  και προσέφερε νέες θέσεις ο δευτερογενής τομέας και ακολούθως όταν, με την αυτοματοποίηση της βιομηχανίας περιορίστηκαν οι   θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, ο τομέας των υπηρεσιών δημιούργησε  νέες θέσεις εργασίας .

Τώρα,  στις αρχές του 21ου αιώνα με την  ψηφιοποίηση  του κράτους και των υπηρεσιών, η μεταφορά των απασχολουμένων από τον ένα κλάδο στον άλλο φθάνει  σε αδιέξοδο καθώς, από  την αυτοεξυπηρέτηση των πολιτών προκύπτει  περιορισμός της γραφειοκρατίας, και κατά ανάγκη  περιορισμός των θέσεων εργασίας. Με αυτό τον τρόπο,   οι δημιουργούμενες θέσεις από  τις νέες τεχνολογίες δεν καλύπτουν όλες τις απώλειες. Αυτό σημαίνει  ότι κι αν  ακόμη αποκτήσουν υψηλότερη εκπαίδευση οι νέοι, πάλι άνεργοι θα μείνουν,  προφανώς επειδή  οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης είναι για λίγους, δεν  αφορούν  τους πολλούς. Ας σημειώσουμε  άλλωστε ότι είναι υψηλό   το ποσοστό των νέων πτυχιούχων στη Ελλάδα. Έτσι δεν δυσκολεύονται μόνο να βρουν εργασία  οι Neets αλλά γενικότερα  όλες οι κατηγορίες.

Η οικονομική μεγέθυνση, η ανταγωνιστικότητα, η υψηλή εξειδίκευση και η επαγγελματική κατάρτιση δεν καλύπτουν όλες τις ανθρώπινες ανάγκες προσωποιημένων υπηρεσιών. Έτσι προκύπτει η ανάγκη να επενδύσουμε περισσότερο στο συνεργατικό τομέα της οικονομίας. Ο τομέας που έχει ως χαρακτηριστικό ότι δεν εκτοπίζει από την παραγωγή τις μικρές εκμεταλεύσεις.

 

Το  αίτημα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που είναι ανάγκη να υιοθετήσουν και οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι: «Να επιδοτηθεί η εργασία» : Να δοθεί δηλαδή επίδομα εργασίας και όχι επίδομα ανεργίας. Στις περιπτώσεις εκείνες που  υπάρχει ανεργία και ο άλλος δεν πάει να δουλέψει, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα με το μεροκάματο που  είναι φτηνό. Άρα, η λύση είναι να ενισχυθεί το εργατικό κόστος στις κοινωνικές επιχειρήσεις.

 

 Σύμφωνα με  έρευνα που έχετε κάνει τι πρέπει να αλλάξει  στις επιλογές της πραγματικής  οικονομίας με στόχο την πλήρη απασχόληση;

 

Στο συλλογικό φαντασιακό, αυτό που λέγεται απλά κοινή γνώμη  επικρατεί ακόμη η  λογική ότι η οικονομική ανάπτυξη σε επίπεδο ΑΕΠ θα ανεβάσει και το επίπεδο της απασχόλησης, κάτι  όμως που δεν συμβαίνει πλέον  με την ζήτηση της εργασίας .

Ούτε συμπίπτει, με την αρχή,   ότι η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων θα ανεβάσει την κερδοφορία και κερδοφορία με τη σειρά της θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.

Η αντίληψη αυτή είναι αρκετά ξεπερασμένη με δεδομένο ότι  ψηφιοποίηση, η αυτοματοποίηση και η ρομποτοποίηση της παραγωγής μπορεί να ανεβάζει την κερδοφορία σε πολλούς τομείς και ταυτόχρονα να περιορίζει  τα εργατικά χέρια.

Το επιχείρημα, ότι η προσαρμογή των σπουδών στις ανάγκες της «αγοράς» θα εξασφαλίσει άμεσα μια επικερδή εργασία στους αποφοίτους, είναι, εκτός των άλλων, ολοκληρωτικά αβάσιμο και παραπλανητικό. Ούτε η υψηλή εξειδίκευση στους προηγμένους τομείς τεχνολογίας συνδέεται με την ανάπτυξη της απασχόλησης. Ούτε η υψηλή κατάρτιση θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας.

Αν τα πράγματα ήταν έτσι δεν θα είχαμε αντίστοιχα υψηλή  ανεργία  πτυχιούχων που σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν οφείλεται στην έλλειψη των κατάλληλων ειδικοτήτων και δεξιοτήτων των εργαζομένων αλλά στην εναρμόνηση της προσφοράς και ζήτησης εργασίας.  Η ανεργία των νέων παραμένει πολύ υψηλότερη, ανεξαρτήτως βαθμίδας εκπαίδευσης, σε σύγκριση με τα προ της κρίσης επίπεδα και καλύπτει όλους τους επαγγελματικούς κλάδους.

Η υψηλή εξειδίκευση αφορά ένα μικρό κλάσμα της ζήτησης, δεν ισχύει το ίδιο με τους ανειδίκευτους  νέους με χαμηλά προσόντα  όπως είναι οι προσωποποιημένες υπηρεσίες στη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων και τη βοήθεια στο σπίτι, στη φροντίδα υγείας και εν γένει στην κοινωνική πρόνοια. Όπως και στις  παραδοσιακές ασχολίες  για την παραγωγή, της τροφής το μαγείρεμα, το νοικοκυριό τη φροντίδα  και τη φύλαξη των παιδιών και των ηλικιωμένων,   η φροντίδα υγείας, δεν αλλάζει ριζικά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας.

Υπάρχει επίσης το δεδομένο της  ζήτησης εργατών γης  για τη συγκομιδή των καρπών της ελιάς,  ένα προϊόν που είναι υψηλής διατροφικής αξίας,  που ωστόσο τα μεροκάματα στοιχίζουν περισσότερο από την οικονομική απόδοση του  προϊόντος   και αυτό είναι ασύμφορο  για την παραγωγή του προϊόντος. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις δεντροκαλλιέργειες και με τη συγκομιδή ξηρών καρπών.

Το ζήτημα λοιπόν που έχουμε εδώ να εξετάσουμε στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, είναι πώς θα ικανοποιηθούν βιώσιμες πρακτικές ανάγκες της κοινωνίας με βιώσιμες θέσεις εργασίας ώστε να εξασφαλίζουν  απασχόληση άτομα στον αγροτικό τομέα κι αυτό μπορεί να γίνει με τη μείωση του κόστους διαμεσολάβησης και την κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία.

 

Έχω την εντύπωση ότι οι  Ισχυρισμοί αυτοί έχουν να κάνουν με το αίτημα της τοπικής «αυτάρκειας» και της τοπικής απασχόλησης, το ερώτημα είναι αν  η κοινωνική οικονομία έρχεται σε αντίθεση με την τάση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας;

 

Σε ότι αφορά την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σε αντίθεση με  την ανάγκη για «τοπική αυτάρκεια» νομίζω κατά πρώτον ότι, η παγκοσμιοποίηση βάλλεται σήμερα από εκείνες τις δυνάμεις που ιστορικά την προώθησαν και θέλουν τώρα να την περιορίσουν. Αυτό δηλώνει άλλωστε η ενεργειακή και η επισιτιστική κρίση που έχει ξεσπάσει από τους περιορισμούς της ελεύθερης αγοράς.

Εάν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί  ο προστατευτισμός, και οι πολιτικές κυρώσεις δεν θα είχαμε ενεργειακή κρίση. Οι συνέπειες δείχνουν την ανάγκη και για την τοπική διατροφική αυτάρκεια. Κατά τα άλλα δεν τίθεται θέμα με την ρεαλιστική εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης που έχει στα θετικά της να ανεβάζει σε υψηλά επίπεδα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Υπάρχουν όμως και τα  κενά που αφήνει  σε σχέση με την «τοπική αυτάρκεια» και την τοπική απασχόληση που είναι απώλεια για το τοπικό εισόδημα και η λύση πρέπει να αναζητηθεί μέσα από την εναλλακτική  συλλογική επιχειρηματικότητα.

Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Κίνα και η Ινδία που εξισορρόπησαν το άνοιγμα στην παγκοσμιοποίηση με τους μαζικούς συνεταιρισμούς για να στηρίξουν τις τοπικές διατροφικές ανάγκες.

Η επιδίωξη στη συγκεκριμένη περίπτωση της  τοπικής αυτάρκειας σημαίνει την απαίτηση της αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων μαζί με  ανενεργούς φυσικούς υλικούς πόρους που είναι  διαθέσιμοι καθώς, ορισμένες από τις υποδομές  της χώρας, σε διαφορετική περίπτωση θα αχρηστεύονταν.

 

Έχετε επισημάνει λοιπόν την ενεργοποίηση τον τοπικών ανενεργών πόρων, την ανάγκη για την τοπική αυτάρκεια που ενισχύει και την τοπική απασχόληση, Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να αξιοποιηθούν αυτοί οι ανενεργοί διαθέσιμοι πόροι Όπως τους λέτε;

 

 Πρώτον θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ποιο είναι το αντικείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και σε ποιους τομείς μπορεί να  εστιαστεί, και  δεύτερον, να καταδείξουμε το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και  την   ιδιαιτερότητα  του, αναφορικά με το συνεργατικό  επιχειρείν.

Το αντικείμενό της επιχειρηματικότητας μπορούμε να το επικεντρώσουμε στους ακόλουθους τομείς:

  • H κοινωνικοποίηση της ενέργειας μέσα από τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς
  • H διατροφική αυτάρκεια με τη συμβολαιακή κοινωνική Γεωργία
  •  OI  νέες συνεργατικές δομές κοινωνικοποίησης της  υγείας
  • Η  πολιτική Συνεργατισμού της κοινωνικής κατοικίας
  • Συμμετοχική πράσινη – κοινωνική επιχειρηματικότητα
  • Την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην τοπική αυτοδιοίκηση
  • Η  ψηφιακή κοινωνική επιχειρηματικότητα
  • Η  κοινωνική πολιτιστική επιχειρηματικότητα
  • με την διεκδίκηση θεσμικής συγκρότησης και Οικονομικών πόρων τόσο από εθνικούς όσο και από ευρωπαϊκούς πόρους.

 

 Το υποκείμενο  της κοινωνικής επιχειρηματικότητας θα πρέπει να το οριοθετήσουμε ως συλλογική επιχειρηματικότητα, ένα μηχανισμό δικτύωσης και οργάνωσης μεταξύ καταναλωτών  και παραγωγικού φορέα χωρίς διαμεσολάβηση και μεσάζοντες.

Η Κοινωνική επιχείρηση οφείλει να εξυπηρετεί το σύνθετο έργο της κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της δικτύωσης των κοινωνικών επιχειρήσεων από όλες τις πλευρές,  πολίτες, καταναλωτές, επαγγελματίες, παραγωγούς, κοινωνικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

 

Παράλληλα, η κινητικότητα όλων των συντελεστών της κοινωνικής οικονομίας συντελεί στη συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου, στη συγκέντρωση επενδυτικού κεφαλαίου και στη διάχυση γνώσης, με τελικό στόχο την ενδυνάμωση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Τέτοιοι φορείς είναι οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί, οικιστικοί  συνεταιρισμοί, δασικοί,  ανακύκλωσης, κοινωνικοί συνεταιρισμοί, κοινωφελείς επιχειρήσεις, για παιδικούς σταθμούς και φροντίδας  ατόμων με ειδικές ανάγκες και ηλικιωμένων, και εκτείνονται στον τομέα των αλλιώς ασφαλισιικών ταμείων και συνεταιριστικών τραπεζών.

Το πλεονέκτημα στην κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι η κοινωνική  υποστήριξη και η συμμετοχικότητα των ίδιων των καταναλωτών. Το μειονέκτημα είναι στην ευελιξία της διοίκησης αυτών των επιχειρήσεων. Οι δυσκολίες πάντως προκύπτουν από το έλλειμα θεσμών και οργανωτικής κουλτούρας στη διαχείριση των κοινωνικών επιχειρήσεων.

 

 

 

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

και ο τρίτος τομέας της οικονομίας

 

 

Συνέντευξη του Ανδρέα Ν. Λύτρα Καθηγητή Κοινωνιολογίας

στο Βασίλη Τακτικό στο πλαίσιο της έρευνας του Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικής Οικονομίας για το μέλλον της μισθωτής εργασίας.

 

 

Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας. Διδάσκει από το 1990 στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και διοικητής στο ΓΝΑ “Κοργιαλένειο – Μπενάκειο, ΕΕΣ”. Βιβλία του έχουν ενταχθεί σε βιβλιοθήκες ξένων πανεπιστημίων. Επιπλέον, έχει εκπονήσει και δημοσιεύσει άρθρα, συμμετοχές σε συλλογικά έργα και ανακοινώσεις σε συνέδρια. Ως Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικής Οικονομίας ζητήσαμε την επιστημονική του άποψη για θέματα που σχετίζονται  με  το μέλλον της μισθωτής εργασίας σε σχέση με τις επιδράσεις των νέων  τεχνολογιών στη παραγωγή και την επιχειρηματικότητα .

 

 

 

  1. Ποιο είναι το μέλλον της μισθωτής εργασίας σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες και την προσφορά εργασίας. Θα είναι επαρκής η ζήτηση στο άμεσο μέλλον από το κράτος και την αγορά ή βρισκόμαστε αντικειμενικά σε μια φθίνουσα πορεία και πρέπει να αναζητηθούν άλλες μορφές εργασίας;

 

Α.Ν. Λύτρας: Η σύντομη και ασφαλής απάντηση θα μοιάζει μάλλον με τα γνωμικά του μάντη Κάλχα, παρά με μια έγκυρη επιστημονική προσέγγιση. Διαλέγω, λοιπόν, μια πιο σύνθετη, αλλά και όσο γίνεται πιο συνεκτική εκτίμηση.

 

  • Από θεωρητικής άποψης, όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο, υπάρχει απόλυτη συμφωνία ανάμεσα στην κλασική πολιτική οικονομία (φιλελευθερισμός) και τον κλασικό μαρξισμό (με αντίθετες αξιολογήσεις, σε σχέση με τις ιδιότητες της μισθωτής εργασίας), σχετικά με τη μεγάλη χρησιμότητα της μισθωτής εργασίας στον καπιταλισμό, ως τη μοναδική πηγή του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Επομένως, όσο ο καπιταλισμός επιβιώνει και αναπτύσσεται, υπάρχει η μέγιστη ανάγκη για την ύπαρξη της μισθωτής υπαγωγής, δηλαδή της μισθωτής εργασίας. Ακόμη, για να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης τόσο ετησίως όσο και στις μεγάλες διάρκειες απαιτείται η συνεχής αύξηση του αριθμού και της αναλογίας των μισθωτών εργαζομένων

.

  • Αυτές οι θεωρητικές εκτιμήσεις και στρατηγικές, που ακούγονται και ως προγνώσεις, επιβεβαιώνονται πλήρως από τις τάσεις των ποσοτικών δεδομένων της μισθωτής εργασίας στις μεγάλες διάρκειες, αλλά και την πρόσφατη περίοδο, παρά τους συγκυριακούς σπασμούς της διαφορετικής συμπεριφοράς των αναλογιών. Αυτή η διαπίστωση ισχύει, απολύτως και πλέον, στις πολύ προηγμένες χώρες, με αναλογίες των μισθωτών κοντά ή πάνω από 90% της απασχόλησης. Ισχύει, με κάποιες διαφοροποιήσεις, και για τις χώρες που εκσυγχρονίζονται ταχύτατα και συναγωνίζονται μεταξύ τους στον περιορισμό των υπόλοιπων καθεστώτων απασχόλησης και τη διεύρυνση του ποσοστού των μισθωτών. Οι νέες ομάδες των μισθωτών, πιεζόμενες από το σφοδρό ανταγωνισμό, εντάσσονται περισσότερο σε ευέλικτα καθεστώτα εργασίας και ιδίως στη φθηνότερη μερική απασχόληση.

 

  • 3) Οι πρόσφατες εξελίξεις στην οργάνωση της εργασίας έφεραν στο προσκήνιο ένα νέο φαινόμενο. Πολύ πρωτοπόρες και κερδοφόρες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εργαζόμενους, που μοιάζουν με αυτοαπασχολούμενους, συχνά από απόσταση από την έδρα τους και οργανωμένους σε αυτό-διευθυνόμενες ομάδες εργασίας ή σε παράλληλα δίκτυα, διευκολυνόμενα από την πληροφορική και επικοινωνιακή τεχνολογία.

 

  • 4) Οι καπιταλιστικές χώρες έχουν ανάγκη, προκειμένου να επιτυγχάνουν συνεχώς υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μεγαλύτερη μάζα εθνικού πλούτου, νέες αυξανόμενες ανθρώπινες δυνάμεις. Έχοντας όμως φθάσει σε κορυφαία επίπεδα ενσωμάτωσης των ικανών και διαθέσιμων για εργασία (80-90%), αυτή η προοπτική φαίνεται αδύνατη με συμβατικούς όρους. Οι εναλλακτικές λύσεις είναι πρακτικά δύο: είτε η ενσωμάτωση νέων μεταναστών στους αναπτυγμένους τομείς είτε η επινόηση νέων αντικειμένων και τομέων οικονομικής δραστηριότητας (ή ακόμη και αξιοποίηση γνωστών, αλλά προς στιγμήν περιθωριακών αντικειμένων παραγωγής).

 

 

Η ίδια η οικονομική ανάγκη, που γέννησε την απαίτηση για την παραγωγική επέκταση, δημιουργεί την δυνατότητα για τη διεύρυνση των κερδών, μέσω της μείωσης των εξόδων των επιχειρηματιών (συνήθως φορολογικών, αρκετές φορές με τη συνδρομή της «διαφημιστικής ενίσχυσης» των brand names των επιχειρήσεων). Αυτή η εκβολή των εμμονικών προσπαθειών της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας για την πραγματοποίηση κερδών είτε με την πρόσθεση νέων εσόδων (κλασική κερδοσκοπία) είτε με την αφαίρεση εξόδων (η επινόηση της φορολογικής ελάφρυνσης με τη χρηματοδότηση της κοινωνικής οικονομίας) διευρύνει τις δικές μας προσδοκίες για την εδραίωση του κοινωνικού τομέα, ως τον ισχυρό συμπληρωματικό οικονομικό τομέα, δίπλα στην αγορά και το κράτος.

Αυτή η δυνατότητα είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία για τις κοινωνίες μας, για περισσότερη μέριμνα για τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που έχουν μείνει ανεπίλυτα (οικολογία, ανισότητες, φτώχεια, κοινωνικοί αποκλεισμοί, περιθωριοποίηση), για ένα εναλλακτικό πλαίσιο παραγωγής, με κοινωνικές καινοτομίες και χρήσιμες οικονομικές πρωτοβουλίες, και για ένα μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων που έχουν απελευθερωθεί από τις δουλείες της μισθωτής εργασίας.

 

  1. 2. Στον ευρωπαϊκό χώρο τον οποίο ανήκουμε, το ΑΕΠ στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα είναι περίπου στο 20% και η απασχόληση σ’ αυτούς τους τομείς γύρω στο 22%. Αν συμπεριλάβουμε στην υλική παραγωγή τις κατασκευές και τις μεταφορές το ποσοστό ανεβαίνει ενδεχομένως κοντά στο 30%. Αν λάβουμε υπόψη ότι η απασχόληση είναι γύρω στο 15% είναι η απασχόληση στο δημόσιο τομέα και η εκτίμηση αυτή είναι σωστή, τότε ένα ποσοστό 50%-60% πρέπει να καλυφθεί από το εμπόριο – υπηρεσίες – τουρισμό. Με αυτά τα δεδομένα πόσο είναι εφικτό να υπάρχει προσφορά εργασίας για όλους, όταν διαρκώς συρρικνώνεται η υλική παραγωγή και η πραγματική οικονομία;

 

Α.Ν. Λύτρας: Τα δεδομένα που επικαλείστε είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται στα δύο ακόλουθα διαγράμματα. Είναι μια από τις ιδιαιτερότητες του καπιταλισμού. Tο μόνο πραγματικό και υλικό αποτέλεσμα που αποτιμά είναι το κέρδος, τόσο ως μάζα όσο και ως αναλογία σε σχέση προς το επενδυμένο κεφάλαιο. Υποδεικνύεται μάλιστα ότι με αυτόν τον τρόπο οι υπηρεσίες είναι ο πιο αποδοτικός τομέας παραγωγής της σύγχρονης εποχής στις αναπτυγμένες χώρες.

 

Ο ίδιος τομέας απολογιστικά απασχολεί τον τεράστιο αριθμό των εργαζομένων. Η «απίστευτα» υψηλή αναλογία των εργαζομένων και ιδίως των μισθωτών δημιουργεί σίγουρα εντυπώσεις. Η υλική παρέμβαση των μισθωτών στις υπηρεσίες είναι, να μετατρέπουν τις διεθνείς συναλλαγές (τραπεζικές εργασίες, χονδρικό εμπόριο, μεταφορές, αποθήκευση, ασφάλειες προσώπων και εμπορευμάτων, εξαγωγή τουριστικών υπηρεσιών που καταναλώνονται εντός της χώρας, εμπόριο χρήματος) και τα παρεπόμενα τους στις εθνικές συναλλαγές (επισιτισμός, λιανικό εμπόριο, ενοικιάσεις ακινήτων και τροχοφόρων κλπ) σε επιχειρηματικά κέρδη.

 

Συμβολικά τα κέρδη των αναπτυγμένων χωρών παράγονται από τις άνισες και ασύμμετρες οικονομικές σχέσεις, τις οποίες αναπτύσσουν συστηματικά με τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Εντελώς σχηματικά, όσα εμπορεύματα παράγονται φθηνότερα στις πιο φτωχές χώρες πωλούνται (σε ένα σύνθετο ισοζύγιο συναλλαγών) ακριβότερα στις πλούσιες χώρες.

 

Η ανθρώπινη εργασία και ιδίως η μισθωτή εργασία συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματοποίηση της ουσιαστικής ύλης της οικονομίας, δηλαδή των κερδών των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η φρενίτιδα για τη γνωστή «εξωστρέφεια» των εργαζομένων. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ευνοούνται από κάποιες από τις διαστάσεις αυτών σχέσεων. Δουλεύουν σε λιγότερο κοπιώδεις εργασίες. Νέμονται υψηλότερου εισοδήματος από τους εργαζόμενους στις φτωχές χώρες. Μπορούν να αγοράζουν περισσότερα και σχετικά φθηνότερα αγαθά από ό, τι αν τα παρήγαγαν οι ίδιοι.

 

Ένα όμως γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο: οι επιχειρηματίες σε αυτή τη σχέση νέμονται τεράστια κέρδη, τόσο σε μάζα όσο και σε αναλογίες επί του κεφαλαίου τους. Τίποτα το μεταφυσικό δεν υπάρχει σε αυτή την κατάσταση. Απουσιάζει απλώς κάθε δημιουργικότητα, σε σχέση με την υλική παραγωγή. Περισσεύουν όμως οι επινοήσεις. Μερικές από αυτές βύθισαν βέβαια την  παγκόσμια οικονομία στο χάος. Ακόμη περιμένουμε να μετανοήσουν κάποιοι για τις οικονομικές επιλογές τους. Εκείνοι περιμένουν άλλο πράγμα: “business as usual” (επιχειρηματική δράση όπως συνήθως) και κερδοσκοπική “come back”)

Source: Eurostat 2013.

 

  1. Πόσο βιώσιμη μπορεί να είναι μια οικονομία με ελλείμματα και δημόσιο χρέος, όταν το κράτος δαπανά ένα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ 40%-45% και απασχολεί ένα ποσοστό του εργατικού δυναμικού γύρω στο 15%. Ο κρατικός παρεμβατισμός σ’ αυτήν την περίπτωση μειώνει ή αυξάνει τις ανισότητες;

 

Α.Ν. Λύτρας: Το μεγάλο κράτος ή άλλως το κοινωνικό κράτος είναι ένα ιστορικό δημιούργημα της μείζονος κρίσης του καπιταλισμού (του 1929-30). Η διαμόρφωση ευρύτατων δημόσιων δομών και η εξαιρετικά μεγάλη απασχόληση στο Δημόσιο συνοδεύουν τις εκτεταμένες και άγνωστες μέχρι τότε διαστάσεις των κοινωνικών δικαιωμάτων (δωρεάν εκπαίδευση, συστήματα υγείας, δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης στην Ευρώπη, παροχές κοινωνικής κατοικίας, προστασία της μητρότητας και των παιδιών). Η συγκρότηση του μεγάλου κράτους είναι αποτέλεσμα της ουσιαστικής κατάρρευσης του καπιταλισμού και μέσο για την ανανέωση του∙ και αυτός πράγματι ανανεώθηκε. Αυτό το μοντέλο κράτους σταδιακά περιορίστηκε, κάτω από την επίδραση των συντηρητικότερων πολιτικών δυνάμεων (νέο-φιλελευθερισμός) και την έμπνευση της νέας εκδοχής της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας.

 

Τα εργαλεία αυτής της θεραπευτικής των ασθενειών της αγοράς, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν και πρόσφατα από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Τι έκαναν; Αύξησαν το ήδη μεγάλο δημόσιο χρέος τους (στην Ιαπωνία στο 245% και στις ΗΠΑ το 114% του ΑΕΠ περίπου) και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση του 2007-8. Συγκράτησαν έτσι την ανεργία και μετά την μείωσαν σε πολύ ανεκτά για τον πληθυσμό επίπεδα. Στην Ευρώπη έκαναν το αντίθετο: επέλεξαν τη λιτότητα και τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών. Το αποτέλεσμα ήταν η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιταλία κλπ. Όλα, λοιπόν, είναι θέματα επιλογών και στόχων. Το εκτεταμένο κράτος έχει σίγουρα μεγάλο κόστος που επιβαρύνει την φορολογία και κυρίως επιβάλλει τη βαριά επιτροπεία σε κάθε διάσταση της καθημερινής δράσης, αλλά και ολόκληρης της ζωής των πολιτών.

 

Είναι μηχανισμός κυριαρχίας και αυτό φαίνεται αδρά σε κάθε περίπτωση. Οι τελευταίες διαπιστώσεις είναι η χρήσιμη γέφυρα για να σχολιάσω το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος. Το σύγχρονο κράτος απεικονίζει τον μεγαλύτερο εργοδότη και τον μεγαλύτερο καταναλωτή. Όταν το δημόσιο κάνει διαγωνισμούς και προμήθειες ή κάνει δημόσια έργα μεταβιβάζει το δημόσιο χρήμα στους επιχειρηματίες και έτσι αυτοί δημιουργούν υψηλά κέρδη. Αν εκτιμήσουμε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες εκπροσωπούνται βασικά τα στρώματα μισθωτών (η μεγάλη πλειονότητα), οι αυτοαπασχολούμενοι ή ακόμη οι μικροί εργοδότες και οι κάτοχοι μεγάλων επιχειρήσεων (η ισχνή μειονότητα), τότε το κράτος ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο: από τη μεγάλη μάζα των μισθωτών συλλέγει κυρίως τους έμμεσους φόρους, από τα μεσαία εισοδήματα συλλέγει έμμεσους και άμεσους φόρους και από τους κατόχους μεγάλων επιχειρήσεων συλλέγει κυρίως φόρους από το εισόδημα, αλλά ταυτόχρονα τούς μεταβιβάζει το μείζον μέρος των δημόσιων δαπανών (όσα υπολείπονται από την καταβολή των μισθών και τις λοιπές κρατικές υποχρεώσεις).

 

Προφανώς οι κοινωνικές ανισότητες σε αυτές τις διαδικασίες διευρύνονται περαιτέρω. Οφείλουμε, παράλληλα, να σκεφτόμαστε ότι χωρίς άλλη εναλλακτική επιλογή, το κράτος προσφέρει στους λιγότερο ευνοημένους το ελάχιστο και τουλάχιστον αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης. Η παλαιότερη φιλανθρωπία παρείχε στην γενική της ιστορία ελάχιστα αποτελέσματα, αλλά αρκετά αίσχη και υποκρισίες. Σε κάθε περίπτωση οι βασικές οικονομικές διαμαρτυρίες έναντι του εκτεταμένου κράτους προέρχονται από τα μεσαία εισοδήματα. Οι φορείς τους θεωρούν ότι δίνουν πολλά και λαμβάνουν σχεδόν τίποτα. Η μεγάλη μάζα των μισθωτών πάντα διαμαρτύρεται για το χαμηλότερο επίπεδο της ποιότητας των υπηρεσιών, έναντι αυτού που θα έπρεπε να απολαύει.

 

Οι επιτυχημένοι κάτοχοι των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ κερδίζουν εξαιρετικές αποδόσεις από το Δημόσιο, ασκούν συνήθως την ειρωνική κριτική τους προς τις αγκυλώσεις και τις δυσλειτουργίες του κράτους. Είναι η λαμπρή σύνθεση της αντίθεσης στο κόστος (μεσαία εισοδήματα), της ανικανοποίητης ανοχής στην παρούσα ή επικείμενη αποσύνθεση (η μεγάλη μάζα των μισθωτών) και της σαφέστατης προσδοκίας των επιχειρηματιών να παραλάβουν δωρεάν ή πολύ φτηνά τις Δημόσιες δομές και λειτουργίες. Εκτός αν συμβεί κάτι άλλο: η ανάπτυξη πρωτοβουλιών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, από τους συλλογικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα περιορίσουν το κράτος, χωρίς να περιορίσουν τις κοινωνικές ωφέλειες. Αυτή η επιλογή, όμως, απαιτεί συγκροτημένο υποκείμενο, προσδιορισμένη και πολιτικά αξιοποιήσιμη στρατηγική, συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων και τελεσφόρες συμμαχίες. Μέχρι τότε οι οπαδοί του Hayek και του Friedman και οι πιο συντηρητικοί (νέο-φιλελεύθεροι) πολιτικοί παράγοντες θα γλεντάνε με την κοινωνική αδράνεια και θα νέμονται των κρατικών ωφελειών.

  1. 4. Τι ποσοστό καταλαμβάνει ο συγκεντρωποιημένος τομέας της ενέργειας στο ΑΕΠ και ποιο ποσοστό της απασχόλησης;

 

Α.Ν. Λύτρας: Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχω ήδη παραθέσει ο τομέας της παραγωγής ενέργειας αποτελεί κλάσμα της εν γένει βιομηχανικής παραγωγής (δευτερογενής), μαζί με τις εξορύξεις, τη μεταποίηση (η κλασική βιομηχανία) και τις κατασκευές (είτε δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών είτε κατοικιών και καταστημάτων κλπ). Αναλόγως προς την εθνική οικονομία την οποία εξετάζουμε και τις ιδιομορφίες της (ύπαρξη ή απουσία φυσικών πόρων) η αναλογία κυμαίνεται σε μάλλον χαμηλά επίπεδα.

 

Μεγαλύτερη αναλογία παρατηρείται στις λεγόμενες πετρελαιοπαραγωγές χώρες που είναι όμως λιγότερο αναπτυγμένες και χαρακτηρίζονται από τη λεγόμενη «μονομερή» οικονομική ανάπτυξη. Σε παρόμοια επίπεδα με την κατανομή του ΑΕΠ βρίσκεται και η αναλογία της απασχόλησης. Οι σπασμοί των πιο σημαντικών διαφορών διαπιστώνεται σε περιόδους βιομηχανικής αλλαγής. Για παράδειγμα την περίοδο της εγκατάλειψης του άνθρακα υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις τόσο στη συνεισφορά των κλάδων της ενέργειας στο ΑΕΠ όσο και την απασχόληση. Έχετε πάντως δίκιο ότι ο κλάδος της ενέργειας έχει μεγάλη συγκέντρωση σε επιχειρήσεις και απασχόλησης σε ενιαίους εργοδότες.

 

  1. Ποια είναι τα περιθώρια ανάπτυξης των άυλων υπηρεσιών και της απασχόλησης σ’ αυτές τις υπηρεσίες, όταν οι νέες τεχνολογίες αποδεδειγμένα περιορίζουν την απασχόληση στις χρηματοοικονομικές ανταλλαγές και στις πωλήσεις μέσω της ηλεκτρονοποίησης και αυτοματοποίησης των διαδικασιών (eshopebankingκ.λ.π.);

 

Α.Ν. Λύτρας: Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις τόσο για το είδος των νέων επενδύσεων, μαζί με τους αυτοματισμούς που συνεπιφέρουν, όσο και για το μέγεθος ή το είδος της απασχόλησης στους τομείς της επιχειρηματικής αιχμής. Όλες οι προηγούμενες εμπειρίες μας παρέχουν την ασφαλή απολογιστική ένδειξη, ότι οι επενδύσεις σε καινοτόμους τομείς και οι μέχρι τώρα αυτοματισμοί αύξησαν και δεν μείωσαν την απασχόληση στις εθνικές οικονομίες που παρουσιάστηκαν. Υπήρξε βέβαια μια αν-ευθύγραμμη εξέλιξη.

 

Οι καινοτόμες επενδύσεις και οι αυτοματισμοί είναι απαιτητικά σε κεφάλαιο εγχειρήματα. Τα πρόσθετα χρήματα βρίσκονται από τον συγκυριακό περιορισμό (είτε σε μια επιχείρηση είτε σε ένα ολόκληρο κλάδο) των εργαζομένων (και άρα του αντίστοιχου μισθολογικού βάρους). Η ροπή προς τις απολύσεις δημιουργεί μια νέα μάζα ανέργων που σταδιακά περιορίζει τις οικονομικές απαιτήσεις της, είτε από φόβο για το μέλλον (που τονίζεται από τις αναπόδεικτες προβλέψεις περί ευθείας υποκατάστασής τους από τα αυτόματα συστήματα) είτε από τις στερήσεις που συνεπιφέρει η κατάσταση της ανεργίας είτε ακόμη και από την υπαρκτή «μάστιγα της πείνας», προκειμένου να επανέλθει στην απασχόληση και να αποκτήσει ένα εισόδημα.

 

Αυτό που είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει ο μέσος άνθρωπος είναι το γεγονός ότι η ίδια η εργασία αποτελεί ισοδύναμο εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα, και η τιμή της διακυμαίνεται κατά τη συναλλακτική διαδικασία. Όταν η τιμή της εργασίας εκτιμηθεί πως είναι συμφέρουσα, κινητοποιεί, είτε αυτοτελώς είτε συνδυαστικά με τις υπάρχουσες επενδύσεις, το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών. Αυτό σημαίνει, πως είτε οι καινοτόμες επιχειρήσεις θα απορροφήσουν ισοδύναμο ή και περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό, σε σχέση με αυτό που απέλυσαν, με πολύ χαμηλότερο μισθολογικό κόστος, είτε νέες επιχειρήσεις θα δημιουργηθούν και θα επενδύσουν στο πολύ χαμηλό και άρα συμφέρον κόστος του εμπορεύματος: «ανθρώπινη εργασία».

 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται από τον Π. Γκλοτζ (P. Glotz: Μανιφέστο για τη Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά). Στις ΗΠΑ την εποχή της δυναμικής εμφάνισης της πληροφορικής τεχνολογίας στην αγορά, η IBM δημιούργησε μερικές δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας (ελάχιστες για την εθνική οικονομία), αλλά μια νέα επένδυση (σε παραγωγή Pizza) στον κλάδο του επισιτισμού, με τη χρήση της καινοτόμου μεθόδου της “home delivery” (διανομής κατ’ οίκον) απασχόλησε πολλές-πολλές δεκάδες χιλιάδες νέους απασχολούμενους. Μόνο που οι τελευταίοι ήταν χαμηλόμισθοι και με ελάχιστες καλύψεις.

 

Δεν θα υπήρχαν οι διαθέσιμοι για αυτή την απασχόληση και αμοιβή, αν δεν είχε μεσολαβήσει η επίδραση των εκσυγχρονισμών και, μεταξύ αυτών, των αυτοματισμών. «Περισσότεροι, αλλά πολύ φθηνότερου κόστους, εργαζόμενοι» είναι το μήνυμα που μας διαβιβάζουν οι προηγούμενες εμπειρίες για την τεχνολογία. Όσο οι εμπορευματικές σχέσεις στην αγορά διαπνέονται από τους ίδιους κανόνες συναλλαγής, διαφαίνεται ότι θα συμβαίνει το ίδιο ή κάτι ανάλογο. Εφόσον αυτές οι σχέσεις ξεπεραστούν με κάποιο τρόπο και κάποια μελλοντική συγκυρία τότε βέβαια πολλά θα αλλάξουν. Τι ακριβώς; Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει και όποιος τo κάνει, απλώς, διακινδυνεύει να μπερδεύει την πρόγνωση με το τυχαίο αποτέλεσμα του παιγνίου των ζαριών.

 

Συμπερασματικά και νέες, έστω οριακά περισσότερες, άυλες υπηρεσίες μπορούν να δημιουργηθούν και μεγαλύτερη απασχόληση μπορεί να παρατηρηθεί στο μέλλον. Το κόστος εργασίας σε αυτές τις συνθήκες θα συγκρατηθεί, για να αυξηθούν τα κέρδη. Αυτή είναι η γνωστή εξίσωση των τεχνολογικών επιτευγμάτων!

 

  1. 6. Τι μπορεί να γίνει με το πλεονάζον ανθρώπινο δυναμικό υπό αυτές τις συνθήκες όταν και στο πεδίο της γνώσης και της εκπαίδευσης μειώνεται η διαμεσολάβηση της συγκεντροποίησης των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών; Πιο συγκεκριμένα όταν οι υπηρεσίες διαδικτύου αυξάνουν την αυτοεξυπηρέτηση, την αυτομόρφωση, την αυτοαπασχόληση;

 

Α.Ν. Λύτρας: Πάντα στις οικονομίες της αγοράς υπήρχε το παράλληλο με την απασχόληση και «πλεονάζον» ανθρώπινο δυναμικό. Στην εποχή της χειροτεχνίας ήταν οι ανειδίκευτοι εργάτες που ως ακτήμονες είχαν ελάχιστες δυνατότητες ένταξης στις, κρίσιμες για την οικονομία, μονάδες της παραγωγής. Μεταξύ τους συμπεριλαμβάνονταν οι γυναίκες χωρίς κανένα εισόδημα και κάμποσα παιδιά (αρκετά ορφανά). Η Βιομηχανική Επανάσταση έκανε τους πρώην ειδικευμένους εργάτες «πλεονάζοντες» και ενέταξε τους ανειδίκευτους, τις γυναίκες και τα παιδιά, σε πρωτοφανείς μάζες και με ελάχιστους μισθούς στην απασχόληση.

 

Η δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση διεύρυνε τις μάζες των ανειδίκευτων με κορυφαίο τρόπο και πρόσθεσε και κάμποσους ειδικευμένους στη διοίκηση και την οργάνωση για να κατευθύνουν με επιστημονικό τρόπο τους πρώτους και να διαχειρίζονται τη διαδικασία. Η τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση (την οποία ακόμη βιώνουμε) απομάκρυνε τα ειδικευμένα στελέχη της διαδικασίας και ενοποίησε την εργασία, μέσω της απλοποίησης, που επιτελούν οι μεγάλες μάζες των εργαζομένων είτε στις υπηρεσίες είτε στη βιομηχανία. Για να έχει επιτυχία το εγχείρημα έπρεπε οι εργαζόμενοι να έχουν ένα προσδιορισμένο επίπεδο γενικής παιδείας και πολλές περιοδικές ανανεώσεις προσόντων, προκειμένου να μπορούν να συνεχίσουν να απασχολούνται.

 

Εδώ γεννώνται κάποιες δυνατότητες για να βελτιωθεί το μέσο επίπεδο του εργαζόμενου ανθρώπινου δυναμικού και να αξιοποιηθούν δυνατότητες εφόσον δεν είναι απλώς εργαλειακές για την απασχόληση. Αυτός ο σχετικός «πλεονασμός» της γνωστικής δυνατότητας των ατόμων θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αξιοποιήσιμο κοινωνικό «μέγεθος». Χρειάζεται εντούτοις συλλογικές προσπάθειες και πολλές καινοτομίες. Μέχρι τότε, οι προσπαθούντες «πλεονάζοντες» θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να αποκτήσουν πολλά πιστοποιημένα προσόντα, τα οποία θα διαθέτουν με ευελιξία και συνήθως φθηνότερα στους υποψήφιους εργοδότες τους. Αυτό θα γίνεται, όσο πιστεύουν ότι είναι «πλεονάζοντες». Οι υποψήφιοι εργοδότες τους τούς περιμένουν, ως ευέλικτα διαθέσιμους για την σκληρή και αποδοτική, καθημερινή ή περιοδική εργασία και τις ελάχιστες αξιώσεις τους. Μα αφού εκείνοι πιστεύουν ότι είναι πλεονάζοντες….. , έ τότε ας διευρύνουμε τη φαντασία και τους φόβους τους. Είναι χρήσιμο και αποδοτικό.

 

  1. Εάν δεχθούμε ότι το διαδίκτυο αυξάνει τις δυνατότητες απασχόλησης, αυτό γίνεται μέσω της μισθωτής εργασίας ή μέσω της αυτοαπασχόλησης και του συνεργατισμού;

 

Α.Ν. Λύτρας: Είναι αλήθεια ότι στην εποχή μας έχουν συντελεστεί δύο μείζονες εξελίξεις στην οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Σε αμφότερες έχω ήδη τοποθετηθεί ακροθιγώς. Θα σχολιάσω τα ζητήματα που τίς αφορούν πιο συστηματικά:

α) Στην οργάνωση της εργασίας ξεχωρίζει η συγκρότηση και η διαρθρωτική επιβολή των «ομάδων εργασίας», οι οποίες συνήθως έχουν διευρυμένη αυτενέργεια ή είναι αυτό-διευθυνόμενες, χωρίς άλλες διευθυντικές (παρά μόνο κάποιους συντονιστές ή αξιολογητές έργου) ομάδες να επεμβαίνουν στους ρόλους τους. Η λειτουργία των «ομάδων εργασίας» υπερβαίνει τα παλαιότερα εσκαμμένα της γραφειοκρατικής ιεράρχησης, της «τμηματοποίησης» και της μεγάλης εξειδίκευσης των προϋποθέσεων ένταξης, αλλά και του καταμερισμού των αναγκαίων έργων.

 

Στο εσωτερικό τους ενσωματώνονται εργαζόμενοι με διαφορετικά καθεστώτα εργασίας. Πλήρως και κανονικοί εργαζόμενοι, μερικώς απασχολούμενοι, άλλοι εργαζόμενοι από ευέλικτα καθεστώτα εργασίας, εργαζόμενοι που τυπικώς είναι εξαρτημένοι από άλλους εργοδότες (οι λεγόμενοι «δανεικοί»), εργαζόμενοι που συνεργάζονται συγκυριακά διά μέσου άλλων επιχειρήσεων που τυπικά είναι προμηθευτές υπηρεσιών, αυτοαπασχολούμενοι (παλαιού τύπου με ιδιοκτησία) και εργαζόμενοι που είναι αυτοαπασχολούμενοι νέου τύπου (π.χ. τηλεργαζόμενοι). Το φαινόμενο υπάρχει τόσο στην κλασική βιομηχανία όσο και τις υπηρεσίες (ασφάλειες, τράπεζες, μεταφορές, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, επικοινωνίες, επιχειρήσεις παραγωγής και συντήρησης ηλεκτρονικών προγραμμάτων, ηλεκτρονικό εμπόριο κλπ).

 

Στην ουσία οι πρωτοπόρες και εξαιρετικά ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αποποιούνται μεγάλο μέρος της πρακτικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος (ως εξαιρετικά εξοδευτικό) και κρατούν το όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κερδοσκοπικό αποτέλεσμα. Αυτές οι διαπιστώσεις σημαίνουν ότι υπάρχει πολύ περισσότερος χώρος για τη συμμετοχή εργαζομένων που δεν είναι εξαρτημένοι μισθωτοί (συμβαίνει ήδη σε ένα βαθμό στη Βρετανία και την Ολλανδία) και είναι από τυπική άποψη εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό. Παράλληλα μπορεί να προοιωνίζεται τη δυνατότητα όλοι όσοι είναι σήμερα μισθωτοί να εμφανιστούν στο εγγύς μέλλον ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες. Δεν υπάρχει σήμερα κανένα τεχνικό, τυπικό ή ουσιαστικό εμπόδιο. Ο δρόμος είναι ανοικτός. Μένει μια τελευταία πρόκληση: να αξιοποιηθεί η συλλογική συλλειτουργία,  παρά την εργασιακή ανεξαρτησία.

 

β) Η μείωση του μεγέθους των δημόσιων δομών και ο περιορισμός των παροχών του κοινωνικού κράτους έχει διευρύνει την αδήριτη ανάγκη για την ανάπτυξη του συνεργατισμού και κάθε διάστασης της συνεταιριστικής ιδέας, της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ένταση της φτώχειας που πλέον συμβιώνει και με την ενεργή απασχόληση, οι εκκωφαντικοί θόρυβοι από τους εκρηκτικούς σπασμούς της ανεργίας, οι μεγάλες οικολογικές οχλήσεις και τα πολλαπλά κοινωνικά αδιέξοδα που γεννούν ανησυχία και πολυδιάστατους αποκλεισμούς απαιτούν την οργανωμένη, δημοκρατική και έγκαιρη συλλογική ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, για την αξιοποίηση των ευκαιριών της συνεργατικής ιδέας και τη σύσταση μιας εναλλακτικής λύσης (του μη-κερδοσκοπικού τομέα), προς την αγορά και το κράτος.

 

Πέρα από το κράτος (δηλαδή την απροκάλυπτη άσκηση του νόμιμου δικαιώματος της ισχύος) και την άμετρη κερδοσκοπία (την αγορά και τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις) είναι δυνατόν να υπάρξει ένας αποδοτικός οικονομικός χώρος, που είναι καινοτόμος, έγκυρος, έγκαιρος, με αξιοπρεπή ατομικά εισοδήματα των μελών του συνεργατισμού, αλλά χωρίς κερδοσκοπία. Και η απασχόληση είναι ευχερές να διευρυνθεί και οι συνθήκες εργασίας μπορεί να είναι καλύτερες και η δημιουργικότητα των παραγωγών μπορεί να ευνοηθεί (ακόμη και στην υλική παραγωγή) και το γενικό κόστος της κατανάλωσης μπορεί να γίνει πιο εύλογο και, βεβαίως, να ξεπεραστεί το πρότυπο της μισθωτής εξάρτησης σε ένα αναμφισβήτητα καινοτόμο πεδίο σχηματισμού του πλούτου.

 

Οφείλουμε απλώς να σημειώσουμε μια αντίφαση που ως πρόκληση οφείλει να ξεπεραστεί από την κοινωνική οικονομία. Τα μέλη των συνεταιρισμών και εν γένει των συνεργατικών οργανώσεων είναι στην ουσία αυτοαπασχολούμενοι. Όταν όμως τα ίδια τα μέλη ή άλλοι συνεργάτες πιάνουν μια αμειβόμενη εργασία στον συνεργατισμό, στο σύνολό τους εμφανίζονται ως εξαρτημένοι μισθωτοί. Είναι απόλυτη οφειλή η υπέρβαση των απολιθωμάτων της μισθωτής εργασίας στην πρωτοπόρα κοινωνική οικονομία. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι: ο δούλος θα επέλεγε τη σκλαβιά του, ως μέσο, για να απελευθερωθεί. Γίνεται;

 

  1. Γιατί ενώ παντού βλέπουμε ότι το κράτος και η αγορά δεν μπορούν να καλύψουν την πλήρη απασχόληση για όλους, εντούτοις ελάχιστοι επιστήμονες ερευνούν τις δυνατότητες του τρίτου τομέα;

 

Α.Ν. Λύτρας: Δεν συμφωνώ ότι δεν υπάρχουν αρκετές και σημαντικές προσπάθειες. Είναι αλήθεια ότι δεν βλέπουν συχνά τα φώτα της δημοσιότητας και σπανίως προβάλλονται τα πορίσματα και οι διαπιστώσεις τους. Δεν είναι σίγουρα επαρκείς σε αριθμούς και διαχειρίσεις, για να θέσουν και να λύσουν από μόνες τους τα προβλήματα προσέγγισης του ζητήματος, τις προοπτικές και τα στρατηγικά θέματα που θα επιβοηθήσουν την ανάπτυξη του τρίτου τομέα. Συνήθως στις κοινωνικές επιστήμες διατυπώνεται η άποψη πως: ένα κοινωνικό ζήτημα υπάρχει όταν το κοινωνικό υποκείμενο που το απασχολεί θέτει με έντονο και ηχηρό τρόπο μια συγκεκριμένη διεκδίκηση ή ένα πλαίσιο διεκδικήσεων.

 

Στο αγροτικό ζήτημα, οι ακτήμονες αγρότες, διεκδίκησαν με απίστευτες θυσίες την κατοχή ή την ιδιοκτησία στη γη. Σκεφτείτε: πόσο ηχηρά έχει θέσει ένα συλλογικό κοινωνικό υποκείμενο τη διεκδίκηση για την ενισχυμένη και αυτόνομη συνεργατική οικονομία; Αντίθετα ορισμένοι διανοούμενοι και μερικοί πρωτοπόροι της συνεργατικής ιδέας (στους οποίους ανήκετε αναμφισβήτητα) είναι  αυτοί που κρατούν το αίτημα ζωντανό, αλλά όχι αρκετά ισχυρό για να προβάλλεται ως αδήριτη κοινωνική ανάγκη και ως μια πρωτεύουσα κοινωνική υπόθεση. Μέχρι τότε η μείζονα ομάδα των διανοουμένων και των ερευνητών θα κάνει ό, τι καταλαβαίνει κάθε συγκυρία και ορισμένοι θα ερευνούν ό, τι χρηματοδοτείται επαρκώς σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Πάντα υπάρχουν και οι άλλοι. Μάλλον και ο ομιλών θεωρεί ότι ανήκει σε αυτούς, τους άλλους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο τομέας της ενέργειας στην κοινωνική οικονομία

 

Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας τον ορυκτών καυσίμων και

ο κατανεμημένος χαρακτήρας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

 

Νέες θέσεις εργασίας στον ενεργειακό τομέα.

Η επίσπευση της ενεργειακής μετάβασης και νέες θέσεις εργασίας

Οι ενεργειακές κοινότητες- ενεργειακοί συνεταιρισμοί

Το χαμηλό ενεργειακό κόστος και η τοπική ενεργειακή αυτάρκεια

 

Ο τομέας της ενέργειας είναι ο πιο κρίσιμος στην οικονομία και μπορεί να καταλήξει στον ενεργειακό πόλεμο τον οποίο υφίσταται σήμερα ειδικά  η Ευρώπη, αλλά και ο πιο ελπιδοφόρος, καθώς η προοπτική των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί να  μας απελευθερώσει  ενεργειακά, από την  σπάνις των ορυκτών καυσίμων, με πηγή ενέργειας την αφθονία του ήλιου.

Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας τον ορυκτών καυσίμων που όρισε την πρώτη και δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, είναι  βασική αιτία της αλματώδους ανάπτυξης  τους δύο τελευταίους αιώνες, αλλά και ταυτόχρονα   αιτία  της  παγκόσμιας ανισοκατανομής  μεταξύ   πλούτου και της φτώχειας. Είναι φανερό ότι η ενεργειακή φτώχεια, σε μεγάλες περιφέρειες της παγκοσμιοποίησης φέρνει και την  διόγκωση της ανεργίας, η οποία δεν αντιμετωπίζεται μόνο με σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης.

Από την άλλη πλευρά, οι νέες τεχνολογίες στην ενέργεια  και  ο  κατανεμημένος χαρακτήρας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ως τεχνολογική δυνατότητα, αποκεντρωμένης παραγωγής,  από τις τοπικές επιχειρήσεις και καταναλωτές έρχεται, να αλλάξει το παραδειγματικό μοντέλο και από συγκεντρωτικό να το κάνει  οριζόντια συμμετοχικό. Αυτή η διαδικασία  στο τέλος σημαίνει τεράστια μείωση του ενεργειακού κόστους για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς  παράγουν ενέργεια μόνοι τους  για τον εαυτό τους.   Θα χρειαστούν όμως κατά τους ειδικούς, τουλάχιστον 30 χρόνια για την ενεργειακή μετάβαση, για να φτάσει η παραγωγή από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πάνω από το 50% καθώς  σήμερα βρίσκεται μεταξύ 20% και 30% στην Ευρώπη.

Αλλά  η μετάβαση  δεν είναι  μόνο στο χέρι  των οικονομικών ελίτ,  των μεγάλων εταιρειών παραγωγών και διακινητών ενέργειας,  αλλά και στα χέρια  των αποκεντρωμένων κοινωνιών που μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες τοπικής παραγωγής ενέργειας, από τις ανοιχτές πηγές πρόσβασης και να επιταχύνουν τις διαδικασίες μετάβασης. Το θεσμικό εργαλείο σε αυτή τη διαδικασία είναι οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί ενέργειας, ( ενεργειακές κοινότητες).

Πρόκειται για τον εκδημοκρατισμό της ενέργειας και ταυτόχρονα για την εμπλοκή και την απασχόληση μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού στην όλη παραγωγική διαδικασία. Εξασφαλίζοντας περισσότερες θέσεις εργασίας.

Νέες θέσεις εργασίας

Σύμφωνα με  έκθεση  του ΔΝΤ προβλέπεται η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης από  μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατά περίπου 2% στο παγκόσμιο ΑΕΠ και δημιουργία 30 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας λόγω μεγαλύτερης εντάσεως εργασίας στις ανανεώσιμες πηγές από ότι τα ορυκτά καύσιμα. Γεγονός που αναγνωρίζεται και από άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Υπάρχει μία θεωρητική και πρακτική θεμελίωση  ότι το αποκεντρωμένο μοντέλο παραγωγικής διαδικασίας που αποδίδει περισσότερες θέσεις εργασίας σε σχέση με το συγκεντρωτικό μοντέλο παραγωγής. Εις βάρος της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας ενώ  αποκέντρωση και η τοπική αυτάρκεια  προσιδιάζει στην ένταση εργασίας.

Αυτό δεν συμφέρει τις μεγάλες εταιρείες κερδοσκοπίας που θέλουν να περιορίσουν το εργατικό κόστος, αλλά συμφέρει τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που επιδιώκουν πρώτα από όλα ένα εισόδημα για  το βιοπορισμό τους. Συμφέρει και την κοινωνία  και την οικονομία στο σύνολο της  καθώς, δεν υπάρχουν μέλη της άνεργα και είναι σε θέση να καταναλώνουν και με αυτό τον τρόπο να συμβάλουν στη γενικότερη ευημερία.

Η αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι ενάντια στη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη που εξοικονομεί θέσεις εργασίας για τη συγκεντρωτική βιομηχανική παραγωγή, μειώνοντας μεταξύ άλλων και το κόστος για τους καταναλωτές. Σημαίνει ότι είναι  επίσης επιθυμητό  να υπάρχουν δυνατότητες αυτοπαραγωγής στους κρίσιμους τομείς του βιοπορισμού στους οποίους  είναι η ενέργεια, η διατροφή και οι υπηρεσίες υγείας, για την ισορροπία του οικονομικού συστήματος και του εκδημοκρατισμού της κατανομής των πόρων.

Η  αυτόπαραγωγή της ενέργειας μοιάζει κάπως με τη διαδικασία όπως την φεουδαρχική εποχή που ο καθένας συνήθως χωρικός, φρόντιζε και να κόβει και να μεταφέρει από το δάσος μόνος του, τα καυσόξυλα στο σπίτι του,  για την ενέργεια που χρειαζόταν. Τότε  βέβαια ο πληθυσμός της γης δεν ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο. Σήμερα  με τον πληθυσμό που έχει η Γη εάν γυρνούσαμε στη φεουδαρχική εποχή θα  πάγωναν τα πάντα. Ωστόσο, οι νέες τεχνολογίες και στον τομέα της ενέργειας μας επιτρέπουν τη λήψη απεριόριστης ενέργειας από τον ήλιο και την ισοκατανομή για όλους.  Ο μετασχηματισμός αυτής της ενέργειας  σε ηλεκτρισμό και υγρά καύσιμα όπως το υδρογόνο, δημιουργεί επιπλέον τις πρόσθετες θέσεις εργασίας  που είναι αναγκαίες.

 

Τι εμποδίζει  την επίσπευση της ενεργειακής μετάβασης

Το φθηνό φυσικό αέριο, το χαμηλό κόστος παραγωγής του λόγω του ελάχιστου εργατικού κόστους που χρειάζεται για να παραχθεί, και τα υπερκέρδη των  μεγάλων εταιρειών, που ασχολούνται μονοπωλιακά με τη διακίνηση του, ήταν  το κίνητρο των εταιρειών αυτών να επενδύσουν στο φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα και  το αντικίνητρο και να μην επενδύσουν περισσότερο στις ανανεώσιμες πηγές. Τώρα όμως που η τιμή τους με το ενεργειακό πόλεμο δεκαπλασιάστηκε και αποκαλύφθηκε η  κοντόφθαλμη  και μονόπλευρη επένδυση στα ορυκτά καύσιμα, που η μόνη λογική της ήταν η αχαλίνωτη κερδοσκοπία, έχουν αλλάξει τα δεδομένα.

Αποκαλύφθηκε το λάθος με τις  κρατικές επιδοτήσεις στην ενέργεια, που είναι τεράστιες, δεν κατευθύνθηκαν επαρκώς  στις ανανεώσιμες πηγές και στην κατανεμημένη ενέργεια των μικρών παραγωγών και Συνεταιρισμών, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της μετάβασης.

Εκεί που υπάρχουν εξαιρέσεις υπάρχουν και θαυμαστά αποτελέσματα μέσα από τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς. Χιλιάδες συνεταιρισμοί ηλεκτρισμού και Πράσινης ενέργειας ξεφυτρώνουν σε κοινότητες ανά τον κόσμο, θέτοντας τα θεμέλια ενός κοινωφελούς χαρακτήρα και του  διαμοιρασμού του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω περιφερειακών και τοπικών δικτύων διανομής.

Οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας αντί να επενδύουν στο χρηματιστήριο με εντελώς αβέβαια αποτελέσματα, επενδύουν στους ενεργειακούς συνεταιρισμούς εξασφαλίζοντας ένα πολύ χαμηλό κόστος της ενέργειας που  ίδιοι καταναλώνουν.

Στη Γερμανία οι συνεταιρισμοί της Πράσινης ενέργειας αναπτύσσονται με γοργό ρυθμό και συμβάλλουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που πλησιάζουν το 30%. Προφανώς η Γερμανία σήμερα θα μπορούσε να είχε ξεπεράσει την ενεργειακή κρίση εάν οι προμήθειες από τις ανανεώσιμες πηγές πλησίαζαν το 50%.  Η Δανία βρίσκεται  στην Πρωτοπορία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της συνεργατικής παραγωγής και επηρεάζεται πολύ λιγότερο από την ενεργειακή κρίση.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες που έχουν σημαντική παράδοση στους αγροτικούς συνεταιρισμούς ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν θέσει το στόχο να παράγουν το 25% του ρεύματος των μελών τους από ανανεώσιμες πηγές  έως το 2025.

Είναι αυτό αρκετό  για να αποφύγουν την ενεργειακή κρίση; Προφανώς όχι καθώς οι τιμές από τα ορυκτά καύσιμα και την ηλεκτρική ενέργεια εκτινάσσονται  και εκεί στα ύψη  παρόλο που η Αμερική θεωρείται αυτάρκης στα ορυκτά καύσιμα.

Οι ήπιες μορφές ενέργειας από τον ήλιο και τον άνεμο δεν είναι ακόμα σε  τέτοιο βαθμό αναπτυγμένες  που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν το ενεργειακό έλλειμμα. Κατά τους ειδικούς θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία ακόμη μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.

 

Επομένως, η παγκόσμια ενεργειακή κρίση μας διδάσκει πρακτικά ότι είναι αναγκαία η επιτάχυνση των διαδικασιών της ενεργειακής μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέσω της κινητοποίησης των  επιχειρήσεων και Καταναλωτών για ενεργειακούς συνεταιρισμούς για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.

 

Οι ενεργειακές κοινότητες- ενεργειακοί συνεταιρισμοί

Οι ενεργειακές κοινότητες είναι τοπικοί αστικοί συνεταιρισμοί αποκλειστικού σκοπού, μέσω των οποίων πρωτίστως οι πολίτες (είτε ως φυσικά είτε ως νομικά πρόσωπα) μπορούν να δραστηριοποιηθούν στον ενεργειακό τομέα, αξιοποιώντας τις καθαρές πηγές ενέργειας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει ευνοϊκούς όρους για τη σύσταση και τη λειτουργία ενεργειακών κοινοτήτων, με στόχο την ενίσχυση όχι μόνο των ατομικών / οικογενειακών εισοδημάτων, αλλά και της τοπικής επιχειρηματικότητας, της αλληλέγγυας οικονομίας και την προώθηση της ενεργειακής δημοκρατίας.

Η κοινωνική οικονομία ως σύστημα είναι  αναγκαία συνθήκη προκειμένου να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος με συνέργειες πολιτών ώστε να εξασφαλιστεί  ένα βιώσιμο ενεργειακό σύστημα για όλες τις κοινωνικές ομάδες χωρίς αποκλεισμούς και για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.

Στους Συνεταιρισμούς αυτούς μπορούν να συμμετέχουν από κοινού η και ξεχωριστά Δήμοι, νομικά τους πρόσωπα και δημότες. Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μπορεί να γίνει σε στέγες αλλά και φωτοβολταϊκά πάρκα.

 

Από πληροφορίες που συγκεντρώσαμε για την Ελλάδα η επένδυση για κάθε νοικοκυριό κυμαίνεται σε 2.000 με 3.000 Ε. και το όφελος απόδοσης γύρω στο 15% το χρόνο. Άρα απόσβεση κεφαλαίου σε λιγότερο από 5 χρόνια.

 

Πρακτικά μια σχετική επένδυση μπορεί να  εξασφαλίσει ενεργειακή αυτάρκεια σε δημοτικά κτίρια και σχολεία και ταυτόχρονα, να γίνει και ζωντανό παράδειγμα ώστε να οργανωθούν οι δημότες στην συνεργατική παραγωγή ενέργειας να εξοικονομήσουν σημαντικούς πόρους για κάθε νοικοκυριό.

 

Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, οικολογικές, πολιτιστικές, καταναλωτικές και ανθρωπιστικές μπορούν να παίξουν σπουδαίο και αποφασιστικό ρόλο στην κινητοποίηση των πολιτών καθώς διαθέτουν το απαραίτητο κοινωνικό κεφάλαιο.

Η κινητοποίηση των διαδικασιών από τα κάτω για την παραγωγή στην  ενέργεια από εναλλακτικές πηγές, προσφέρεται  για πρώτη φορά στην ιστορία, καθώς οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ( πετρελαϊκές ) γίνονται τροχοπέδη στην εξάπλωση των νέων τεχνολογιών του διαμοιρασμού της ενέργειας και της γνώσης.

Είναι  προφανές ότι δεν θέλουν να  χάσουν τα υπερκέρδη τους από μια νέα βιομηχανία της ενέργειας που ελαχιστοποιεί το κόστος. Επομένως γεννάται και ένα πολιτικό ζήτημα, οι τοπικές κοινωνίες να υπερασπιστούν  το κοινωνικό όφελος έναντι εκείνων που εμποδίζουν την διάχυση στις τεχνολογικές καινοτομίες και την κατανεμημένη ενέργεια.  Η ενέργεια είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για το μέλλον της κοινωνίας και του Πλανήτη λόγω κλιματικής αλλαγής, για να αφεθεί στα χέρια των μεγάλων πολυεθνικών που εμμένουν να κρατούν όμηρο την ανθρωπότητα στα ορυκτά καύσιμα.

 

Το χαμηλό ενεργειακό κόστος και η τοπική ενεργειακή αυτάρκεια

Μακροπρόθεσμα, οι προοπτικές για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παραμένουν θετικές και χαρακτηρίζονται από σταθερή ανάπτυξη σε όλους τους τομείς και μείωση του ενεργειακού κόστους. Από τώρα έως και το 2040, η έρευνα και η ανάλυση δείχνουν ότι:

  • Η συνολική ζήτηση θα αυξηθεί πάνω από 30%.
  • Μέχρι το 2050 οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα αποτελέσουν περίπου το 56% του συνολικού ενεργειακού δυναμικού.
  • Οι «Αναπτυσσόμενες» χώρες θα κατασκευάσουν 3 φορές περισσότερο δυναμικό σε Ανανεώσιμες από ό,τι οι «Ανεπτυγμένες».
  • Η Διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας θα διπλασιαστεί φτάνοντας στο 46% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Το κόστος για την Αιολική ενέργεια θα μειωθεί κατά 32% ενώ αυτό της Ηλιακής κατά 48%.
  • Η Ηλιακή ενέργεια θα αποτελέσει πάνω από το 1/3 της παγκόσμιας αύξησης δυναμικού Ενέργειας.

Χρειάζεται μία γενική καμπάνια από τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και τις  καταναλωτικές οργανώσεις τους  και τους συνεταιρισμούς  σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση για την  επίσπευση  της συμμετοχής στους ενεργειακούς συνεταιρισμούς με Εργαλεία:

 

Μία (1) Τεχνική Μελέτη η οποία θα προσδιορίζει τις τεχνικές διαδικασίες, εργασίες και μεθοδολογία εφαρμογής του σχεδίου με συγκεκριμένες διαστάσεις και μετρήσεις, προϋποθέσεις και κατανομή του έργου, για την εξυπηρέτηση του κάθε μέλους. Τις διαδικασίες προμήθειας υλικών εγκατάστασης. Το μέγεθος της ενέργειας που θα παράγεται και θα κατανέμεται στους δικαιούχους.

 

Ένα (1) Εγχειρίδιο, με βάση το παραδειγματικό μοντέλο (Φ/Β Πάρκο) που θα σχηματισθεί, θα λειτουργήσει ως εργαλείο χρήσης και διάδοσης της πρακτικής εφαρμογής των Ενεργειακών Κοινοτήτων. Επίσης θα λειτουργήσει και ως επικοινωνιακό εργαλείο των κινήτρων και πλεονεκτημάτων που υπάρχουν για τους Ενεργειακούς Συνεταιρισμούς.

 

Και τέλος να λειτουργήσει ως μηχανισμός υλοποίησης και εφαρμογής του παραδειγματικού μοντέλου, για τη  δημιουργία επιχειρήσεων από τους οργανωμένους καταναλωτές, από τις συλλογικότητες.

 

Όταν αντικειμενικά απουσιάζει η χρηματοοικονομική μόχλευση της αγοράς, όπως συμβαίνει ύστερα από την παρατεταμένη κρίση, απαιτείται τουλάχιστον πολιτική μόχλευσης ανενεργών πόρων και κοινωνικού κεφαλαίου, καθώς και συνέργειες με τις μεγάλες κοινωνικές συλλογικότητες και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Αυτό το ρόλο της μόχλευσης της θεσμικής ζήτησης μπορούν να το παίξουν οι μεγάλες Καταναλωτικές οργανώσεις, συνδικάτα, οικολογικές και πολιτιστικές Ενώσεις. Ο ξεχωριστός και διακεκριμένος ρόλος των κοινωνικών επιχειρήσεων που υποστηρίζονται από τις κοινωνικές συλλογικότητες είναι να μετασχηματίσουν τους ανενεργούς υλικούς και ανθρώπινους πόρους σε ενέργεια παραγωγικότητας και οικονομικής δράσης.

Το Εγχειρίδιο και η Τεχνική μελέτη θα μοιρασθεί σε όλους τους Δήμους που δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη σχετικές διαδικασίες και να υποστηριχθούν πρωτοβουλίες για αυτό τον σκοπό. Το κοινωνικό αντίκτυπο αυτής της δράσης αναμένεται πολύ σημαντικό καθώς είναι αναγκαία μια πανευρωπαϊκή κινητοποίηση.

 

Υποσημείωση

Η εγρήγορση της κοινωνίας  στο ζήτημα της ενέργειας είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Ξεκινώντας το νοητικό ταξίδι από την Προμηθεϊκή φωτιά, φθάνοντας τον ηλεκτρομαγνητισμό και τις άπειρες δορυφορικές ραδιοσυχνότητες στα κινητά μας οφείλουμε να αναστοχαστούμε.

Η «Ενέργεια»  σε όλες τις μορφές της είναι  πηγή ζωής   με  προέλευση  το ζωοδότη Ήλιο. Ενέργεια είναι η τροφή και κάθε κίνηση, ενέργεια και η γνώση. Γι΄ αυτό πρέπει να είναι κατανεμημένη σε όλους.

Ο Αϊνστάιν, στο επίπεδο της φυσικής με τη γνωστή του εξίσωση Ε=mc2, απέδειξε ότι τα πάντα στη φύση είναι ενέργεια. Αντίστοιχα και στο επίπεδο της οικονομίας η ενέργεια καθορίζει κάθε ανάπτυξη. Οι νέες τεχνολογίες και οι μορφές ενέργειας επέδρασαν καθοριστικά σε όλες τις   φάσεις της πρώτης, της δεύτερης και τρίτης βιομηχανικής επανάστασης.

 

Ο αγροδιατροφικός τομέας –βιοπορισμός και τοπική αυτάρκεια

 

Ο βιοπορισμός και η τοπική απασχόληση

Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών

Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία

Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας

 

Ο διατροφικός τομέας είναι ένας από τους τρεις βασικούς τομείς, από τους οποίους εξαρτάται ο βιοπορισμός των οικονομικά αδυνάτων, στα πιο αναγκαία αγαθά που χρειάζονται στη διαβίωση. Για πολλούς επίσης οι μικρές αγροτικές καλλιέργειες και η κτηνοτροφία είναι ένα συμπληρωματικό εισόδημα, ενίσχυσης των χαμηλόμισθων καθώς προσφέρει και επιπλέον θέσεις εργασίας για τους social neets.

Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ο κατώτατος μισθός μόλις φτάνει για τις βασικές ανάγκες και καλύπτει μόνο την επιβίωση, όπως είναι  η ενέργεια, η διατροφή και η κατοικία ενώ δεν καλύπτει τις ανάγκες για την παιδεία και την υγεία. Έτσι, η συμμετοχή αυτών των πολιτών σε αγροτικούς ή καταναλωτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να εξασφαλίσει συμπληρωματικό εισόδημα ή  και να μειώσει το κόστος διαβίωσης.

Επιπλέον, μπορεί  να δημιουργήσει  ευκαιρίες για ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, εκεί που χρειάζεται μια οικονομία κλίμακας  για να αξιοποιηθούν οι μικροκαλλιεργητές. Κι αυτό κάνει αναγκαία την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα με τη μορφή των παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών.

Γενικότερα, στην Ευρώπη  παρατηρείται ότι  υπάρχει μια  τάση αναγέννησης των συνεταιρισμών. Και όπως τονίσαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια υπάρχουν  ανενεργοί πόροι τόσο στη Τοπική Αυτοδιοίκηση,  όσο και στους  μικροϊδιοκτήτες γης. Αυτές οι συνθήκες  είναι μια πρόκληση  για την αξιοποίηση ανενεργών πόρων μέσω των συνεταιρισμών.

Η επισιτιστική κρίση και η ακρίβεια στα αγροτικά προϊόντα που απειλεί εκτός των άλλων και την Ευρώπη, είναι ένας επιπλέον λόγος για να εξετάσουμε την τοπική αγροδιατροφική αυτάρκεια όπως και την αντιμετώπιση των   επιπτώσεων  του αυξημένου ενεργειακού κόστους και της ενεργειακής κρίσης που επηρεάζει την αγροτική παραγωγή.

 

 

 

Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών και η βιωσιμότητα των μικρών παραγωγών

 

Στην Ευρώπη αναγέννηση των συνεταιρισμών την τελευταία δεκαετία είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός για τις οικονομικές τάσεις. Σε 160.000 ανέρχεται ο αριθμός των συνεταιριστικών επιχειρήσεων που
λειτουργούν στην Ευρώπη, έχοντας 123 εκατομμύρια μέλη και
προσφέροντας εργασία σε 5,4 εκατ. άτομα. Μάλιστα, σε χώρες όπως η
Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία ή η Ισπανία, εμφανίζεται να έχουν
σχετικά υψηλότερες επιδόσεις, ενώ αναδεικνύονται σταθερότερες σε
περιόδους κρίσης.

 

Τούτα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Συνεταιρισμοί και
αναδιάρθρωση», στην οποία χαρακτηριστικά επισημαίνεται πως «τα
στοιχεία δείχνουν ότι σε περιόδους κρίσης οι συνεταιρισμοί είναι
πιο ανθεκτικοί και σταθεροί απ’ ότι άλλες μορφές επιχειρήσεων και
είναι σε θέση να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες».

 

Σε οργανωτικό θεσμικό επίπεδο υπάρχουν  πάνω 3.800  μεγάλες δευτεροβάθμιες ενώσεις παραγωγών που έχουν αναγνωριστεί από τις εθνικές αρχές σε 25 διαφορετικά κράτη  µέλη. Η Γερµανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία είναι τα τέσσερα κράτη µέλη µε τις περισσότερες Ομάδες Παραγωγών ή Ενώσεις οµάδων Παραγωγών, Η Κομισιόν, αναγνωρίζει  τις θετικές επιδράσεις των Οργανώσεων Παραγωγών στον πρωτογενή τομέα.

Περισσότερο από το 50% των αναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών λειτουργούν στον τοµέα των φρούτων και λαχανικών (1.851). Πάνω από 100 αναγνωρισμένες  οργανώσεις, δραστηριοποιούνται  σε επτά άλλους τομείς, το γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα (334), το ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές (254), τον οίνο (222), το βόειο κρέας (210), τα δημητριακά (177) και το χοιρινό κρέας (101).

Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι συνεταιρισμοί γνωρίζουν άνθηση σε όλους
τους τομείς και είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 2009 ο κύκλος εργασιών
τους αυξήθηκε κατά 10%, όταν η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε
κατά 4,9%. Το 2010 ο συνεταιριστικός τομέας συνέχισε να
αναπτύσσεται κατά 4,4% σε σύγκριση με ρυθμό ανάπτυξης επί του
συνόλου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου της τάξης του
1,9%.

 

Στην Ιταλία η απασχόληση σε συνεταιρισμούς αυξήθηκε 3% το 2010, ενώ
η συνολική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σημείωσε μείωση της τάξης
του 1%. Η κρίση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας έχει ως
αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κοινωνικών
συνεταιρισμών με γοργό ρυθμό. Οι συνεταιρισμοί έχουν μεγαλύτερο
προσδόκιμο επιβίωσης. Το ένα τρίτο των συνεταιρισμών που συστάθηκαν
μεταξύ 1970 και του 1989 εξακολουθούν να λειτουργούν έναντι ενός
τετάρτου στην περίπτωση των άλλων επιχειρήσεων.

 

Στην περίπτωση της Ισπανίας, η οποία έχει πληγεί σοβαρά από την
κρίση, η μείωση της απασχόλησης το 2008 και το 2009 ήταν της τάξης
του 4,5% στον τομέα των συνεταιρισμών έναντι 8% στις συμβατικές
επιχειρήσεις.

 

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκτιμά πως οι
συνεταιρισμοί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις πολιτικές
της ΕΕ που συμβάλουν στην έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς
ανάπτυξη, σημειώνοντας παράλληλα πως απαιτείται η διασφάλιση
ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ συνεταιρισμών κι άλλων μορφών
επιχειρήσεων. Επίσης, τονίζει πως τα προγράμματα και τα ταμεία που
προβλέπονται για την επικείμενη δημοσιονομική περίοδο 2014-2020,
πρέπει να αποβούν χρήσιμα εργαλεία για τη στήριξη των
συνεταιρισμών.

Η Ελλάδα έχει περιορισμένη έκταση συνεταιριστικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας.  Μόλις το 0,4%  στο σύνολο της οικονομίας είναι  η συμμετοχή  των αγροτικών Συνεταιρισμών.  Υπάρχουν όμως αρκετά ποιοτικά καλά παραδείγματα  που μας δείχνουν ότι,  εκεί που εφαρμόζεται σωστά η Συνεταιριστική επιχειρηματικότητα επιδρά καταλυτικά στην τοπική κοινωνία και την τοπική απασχόληση.

 

Σε τι οφείλουν οι συνεταιρισμοί την οικονομική τους βιωσιμότητα;

Οι συνεταιρισμοί  οφείλουν την ανθεκτικότητά τους στο γεγονός ότι  δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη του συνεταιρισμού, όχι στα κέρδη των μετόχων. Γι’ αυτό και το 40% των κερδών επανεπενδύεται στην κοινή συνεταιριστική “τράπεζα”. Το αντίστοιχο ποσοστό στις συμβατικές επιχειρήσεις είναι μόλις 5%. Η πλειονότητα των συνεταιρισμών είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι και δεν βασίζονται στο κράτος. Οι συνεταιρισμοί εμφανίζονται εκεί που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν λόγω χαμηλής κερδοφορίας ενώ αντίθετα οι συνεταιρισμοί επιχειρούν ακόμη και με  πολύ χαμηλό κέρδος.

Με δεδομένες τις συνθήκες χαμηλής κερδοφορίας στον αγροδιατροφικό τομέα, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο της συνεργατικής οργάνωσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους.

Παραδοσιακά, άλλωστε  γνωρίζουμε ότι  οι συνεταιρισμοί ήταν ένας τρόπος επιβίωσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που ενώνουν χρηματικά δια­θέσιμα, για να αγοράζουν πρώτες ύλες και προϊόντα με εκπτώσεις,   μειώνοντας τα λειτουργικά τους έξοδα και διατηρώντας κοινά τμήματα με οικονομίες κλίμακας.

Στην εξέλιξή τους όμως πολλοί από αυτούς έγιναν κανονικές μετοχικές κερδοσκοπικές εταιρίες και αποκόπηκαν από τον αρχικό τους προορισμό.  Βεβαίως, κάθε μορφή επιχειρηματικότητας είναι αποδεκτή  και μπορεί να συμβάλλει στην βιώσιμη ευημερία της κοινωνίας , αλλά δεν έχει το ίδιο κοινωνικό αντίκτυπο ούτε την ίδια κοινωνική ωφέλεια ώστε να τύχει χορηγιών από το κράτος και την κοινότητα.

Δυο είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της ανόδου του συνεργατισμού ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008.

  • Πρώτον, η σταδιακή συρρίκνωση και απόσυρση του κράτους πρόνοιας που αυξάνει τις ανάγκες κοινωνικής αλληλεγγύης.
  • Και δεύτερον η διογκούμενη τεχνολογική ανεργία.

 

Όταν το κράτος άρχισε να αποσύρεται, η ιδιωτική φιλανθρωπία προσπάθησε να καλύψει το κενό χρηματοδοτώντας μη κερδοσκοπικές πρω­τοβουλίες, αλλά τα διαθέσιμα κεφάλαια για τις κοινότητες ήταν ελάχιστα σε σύγκριση τα  κρατικά έσοδα. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε ένα αυξημέ­νο κοινωνικό φορτίο αλλά με μειωμένα έσοδα για την αντιμετώ­πιση κρίσιμων αναγκών της κοινότητας, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί άρχισαν να αναζητούν νέα επιχειρηματικά μοντέ­λα που θα μπορούσαν να ταιριάζουν με την πρωταρχική τους αποστολή και να παράσχουν συμπληρωματική πηγή εσό­δων για την  λειτουργία και την επέκταση των υπηρεσιών τους.

Η προοπτική ενός πα­ραδειγματικού μοντέλου που μπορεί να μειώσει το οριακό κό­στος κοντά στο μηδέν, κάνει την ιδιωτική επιχείρηση λιγότερο αποτελεσματική, επειδή η επιβίωσή  της εξαρτάται από την μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι συνεταιρισμοί είναι λοιπόν το μοναδικό επιχειρηματικό μοντέλο που θα μπορέσει να λει­τουργήσει σε ένα τομέα που η ανταγωνιστικότητα των μεγάλων μονοκαλλιεργειών έχει μειώσει δραματικά τα έσοδα των μικροκαλλιεργητών.

 

Το κλειδί λοιπόν, των μικρών εκμεταλλεύσεων βρίσκεται στις επενδύσεις στις κοινωνικές επιχειρήσεις που δεν αποσκοπούν στο κέρδος, αλλά προσφέρουν εργασία, και  συμπληρωματικό εισόδημα στην τοπική κοινωνία  και από την άλλη μεριά  μειωμένο κόστος κοινωνικών υπηρεσιών.

Μ΄ αυτήν την προσέγγιση διαβλέπουμε ότι θα έχουμε μια αυξανόμενη ζήτηση για κοινωνικούς, ενεργειακούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς με στόχο την μείωση του κόστους των συναλλαγών και συμπληρωματικά εισοδήματα για τα νοικοκυριά.

 

Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία

 

Η οργανωτική καινοτομία στον αγροδιατροφικό τομέα είναι η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία. Η κοινοπραξία παραγωγών και καταναλωτών.

Αυτό σημαίνει   άμεση συνεργασία  μεταξύ  μιας οργανωμένης ομάδας Καταναλωτών με έναν ή με περισσότερους παραγωγούς προϊόντων διατροφής, όπου τα οφέλη και οι ζημιές των Γεωργικών δραστηριοτήτων μοιράζονται από κοινού σε παραγωγούς και καταναλωτές χωρίς την  Εμπορική διαμεσολάβηση. Είναι ένα πιο προχωρημένο στάδιο συνεργασίας από τους συνεταιρισμούς παραγωγών.

 

Η οργανωτική επικοινωνία σήμερα μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών διευκολύνεται από το διαδίκτυο. Η «Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία» γεννήθηκε στην Ευρώπη και την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1960 και εξαπλώθηκε στην Αμερική και τον Καναδά στα μέσα της δεκαετίας του 90. Σήμερα εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη.

 

Η “κοινωνικά υποστηριζόμενη Γεωργία” ως προς τη διαδικασία  και το σχεδιασμό μοιάζει με τη συμβολαιακή Γεωργία αλλά, διαφέρει ως προς τον κοινωνικό στόχο.  Στη συμβολαιακή Γεωργία συμπράττουν παραγωγοί με μεγάλους διακινητές αγροτικών προϊόντων, ενώ στην Κοινωνικά υποστηριζόμενη Γεωργία συμπράττουν οι μικροί παραγωγοί με τους καταναλωτές.

Σήμερα, αυτές οι κοινότητες Παραγωγών και Καταναλωτών στον αγροδιατροφικό τομέα, μαζί με τις ενεργειακές κοινότητες αποτελούν τους καταλύτες για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.

Πώς λειτουργεί όμως πρακτικά αυτή η συνεργατική σχέση παραγωγών Καταναλωτών;

Επί της ουσίας οι καταναλωτές γίνονται εταίροι- μέτοχοι  της παραγωγικής διαδικασίας για να εξασφαλίσουν από συγκεκριμένα αγροκτήματα τα προϊόντα που καταναλώνουν.

Οι καταναλωτές, που συνήθως διαμένουν σε πόλεις , καταβάλλουν ένα σταθερό χρηματικό ποσό για να καλύψουν τα ετήσια έξοδα των αγροτών. Ως αντάλλαγμα , λαμβάνουν ένα μερίδιο από τη συγκομιδή. Συνήθως , το μερίδιο συνίσταται σε ένα κιβώτιο με φρούτα και λαχανικά που παραδίδονται στην πόρτα του σπιτιού τους (ή σε κάποιο προκαθορισμένο σημείο παραλαβής) αμέσως μετά τη συγκομιδή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σταθερή ροή φρέσκων τοπικών προϊόντων προς τους καταναλωτές.

Στα περισσότερα από αυτά τα αγροκτήματα χρησιμοποιούνται οικολογικές πρακτικές και οργανικές μέθοδοι καλλιέργειας. Καθώς η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία είναι ένα κοινοπρακτικό εγχείρημα

, που βασίζεται στον επιμερισμό του ρίσκου ανάμεσα στους καταναλωτές και τους αγρότες.

Οι καταναλωτές επωφελούνται όταν η σοδειά είναι καλή και υφίστανται συνέπειες μιας κακής σοδειάς. Αν η σοδειά πληγεί από μια κακοκαιρία ή συμβεί κάποιο άλλο ατύχημα, οι καταναλωτές απορροφούν τις ζημίες μειώνοντας τα διατροφικά είδη που παραδίδουν σε εβδομαδιαία βάση. Αυτού του είδους ο επιμερισμός του ρίσκου και της ανταμοιβής ενώνει τους καταναλωτές και τους αγρότες σε ένα κοινό εγχείρημα.

Το Διαδίκτυο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επαφή ανάμεσα στους αγρότες και τους καταναλωτές, καθώς επιτρέπει την κατανεμημένη και συνεργατική οργάνωση της διατροφικής αλυσίδας. Έτσι μέσα σε μερικά χρόνια , η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, επεκτάθηκε διεθνώς από μια δράκα πιλοτικών κοινοπραξιών σε σχεδόν τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις που προμηθεύουν δεκάδες χιλιάδες καταναλωτές.

Το μοντέλο «Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας» θέλγει ιδιαίτερα τη νεότερη γενιά , η οποία είναι εξοικειωμένη με την ιδέα της συνεργασίας σε ψηφιακούς κοινωνικούς χώρους και επεκτείνεται και στον αγροδιατροφικό τομέα. Επιπλέον, η όλο και μεγαλύτερη απήχηση της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας αντικατοπτρίζει τόσο την αυξανόμενη καταναλωτική συνείδηση , όσο και το ενδιαφέρον για την αναγκαιότητα να μειωθεί το οικολογικό αποτύπωμα.

Συμβάλλοντας στην εξάλειψη των πετροχημικών λιπασμάτων και εντομοκτόνων, των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα , αλλά και του κόστους συσκευασίας , διαφήμισης και προώθησης που συνδέονται με την υφιστάμενη αλυσίδα παραγωγής και διανομής τροφίμων , οι καταναλωτές που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας απολαμβάνουν έναν πιο βιώσιμο τρόπο ζωής.

Όλο και περισσότεροι αγρότες που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, έχουν αρχίσει να μετατρέπουν τις αγροικίες τους σε μικρούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς, χρησιμοποιώντας ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, γεωθερμική ενέργεια και βιομάζα, με συνέπεια τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Από την εξοικονόμηση αυτή επωφελούνται και οι καταναλωτές , καθώς μειώνεται το χρηματικό ποσό που καταβάλλουν ως συνδρομή.

Σε όλες αυτές τις νέες συνεργατικές επιχειρηματικές πρακτικές που καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας, η οριζόντια διάρθρωση υπερτερεί της κάθετης δομής των παραδοσιακών κολοσσιαίων επιχειρήσεων που οργανώνουν ιεραρχικά οικονομική δραστηριότητα.

Ως συνέπεια η διακίνηση των προϊόντων από πόρτα σε πόρτα  δημιουργεί ανάγκες για την απασχόληση ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά προσόντα.

 

Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας

 

Το πρόβλημα της τοπικής αυτάρκειας στη διατροφή τίθεται επιτακτικά μετά την  ενεργειακή και επισιτιστική ακρίβεια στην Ευρώπη. Την ίδια περίοδο που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας γίνεται ακριβή σε βασικά είδη όπως η ενέργεια και η διατροφή. Την ίδια περίοδο που το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας των μεγάλων Γεωργικών εκμεταλλεύσεων γίνεται προβληματικό  από το υψηλό κόστος  της ενέργειας και των μεταφορών.  Οι επιπτώσεις αυτές    αντανακλούν και στον αγροτικό τομέα με περιορισμό στην απασχόληση.

Γνωρίζουμε ότι, η παγκοσμιοποίηση προώθησε τις μεγάλες μονοκαλλιέργειες εις βάρος της άλλοτε τοπικής αγροδιατροφικής αυτάρκειας. Κυριάρχησε στις αγορές με την έννοια της ανταγωνιστικότητας  βρίσκοντας φθηνότερο εργατικό κόστος και ενεργειακό κόστος. Αυτό είχε ως συνέπεια την δημογραφική εγκατάλειψη του αγροτικού χώρου αφού η εκβιομηχάνιση της γεωργίας ήθελε λιγότερα χέρια.

 

Ωστόσο το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης της Γεωργίας παρουσιάζει σήμερα ρωγμές εξαιτίας της ανεργίας που προκαλεί. Αλλά και για  τις επιδράσεις στο   πολιτισμικό ζήτημα της εσωτερικής μετανάστευσης από το χωριό στην πόλη ( της αστικοποίησης) προκαλώντας τη δημογραφική  ερήμωση της υπαίθρου και κατά συνέπεια τη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό χώρο που υπάρχουν πολλοί κατακερματισμένοι πόροι.

 

Μετά από έναν αιώνα γεωργίας βασισμένης στα πετροχημικά , που είχε ως συνέπεια να γίνουν είδος υπό εξαφάνιση τα οικογενειακά αγροκτήματα και να γεννηθούν οι κολοσσιαίες αγροτοβιομηχανίες, όπως η Cargill και η ADM, μια νέα γενιά αγροτών ανατρέπει τις ισορροπίες , πουλώντας τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές.

 

Από τη στιγμή μάλιστα που η παγκοσμιοποίηση για μία σειρά από λόγους  ακριβαίνει  καθώς αυξάνεται το «φθηνό εργατικό κόστος» στις αναπτυσσόμενες χώρες, εκ των πραγμάτων  τίθεται το ζήτημα της τοπικής αυτάρκειας ως εναλλακτική στάση για την  βιωσιμότητας στην  τοπική οικονομία.

 

Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της αγοράς αλλά με τη μείωση του κόστους παραγωγής και σε τοπικό επίπεδο. Έτσι παρατηρούμε ότι στον  τομέα της αγροδιατροφής υπάρχει ζήτηση απασχόλησης για εργατικά χέρια αλλά δεν υπάρχει η αντίστοιχη προσφορά γιατί οι άνεργοι βρίσκονται στα αστικά κέντρα και είναι δύσκολο να μετεγκατασταθούν στα χωριά χωρίς κοινωνικές υποδομές.

 

 

Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα μέσα από την ενδυνάμωση της συνεργατικής κουλτούρας;

 

Ο οικονομικός στόχος για την τοπική αυτάρκεια απαιτεί αλλαγή του παραδειγματικού μοντέλου και θεσμικές και οργανωτικές υποδομές για την ανάπτυξη  του συνεργατισμού και της κοινωνικής οικονομίας  που είναι απαραίτητος Όρος για την τοπική αυτάρκεια. Παράλληλα. το ζήτημα των υλικών και κοινωνικών υποδομών  είναι θεμελιώδους σημασίας και χρειάζεται παρεμβατισμός από το κράτος και  την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 

Χρειάζονται:

  • Προγράμματα κοινωνικής κατοικίας για τη μετεγκατάσταση των νέων γεωργών.
  • Παραχώρηση σχολάζουσων γαιών για κοινωνικά αγροκτήματα με δενδροκαλλιέργειες και δασών σε συνεταιρισμούς.
  • Υποδομές για φυσικά πάρκα και υποδομές αγροτουρισμού.
  • Ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων  για δραστική μείωση του κόστους της ενέργειας.
  • Ενίσχυση Ταμιευτήρων νερού για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας και Γεωργίας με φθηνές ζωοτροφές με στόχο  τη βιωσιμότητα  των αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων αλλά και την ενίσχυση  τοπικής απασχόλησης.
  • Χρειάζεται τέλος, παρεμβατισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη τοπική κοινωνική οικονομία και πρόγραμμα, με ετήσιο προϋπολογισμό για την ενίσχυση των υποδομών της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

 

Υποσημείωση: «Σήμερα, πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι μέλη συνεταιρισμών – δηλαδή ένας στους επτά κατοίκους της Γης. Πάνω από εκατό εκατομ­μύρια άτομα απασχολούνται από συνεταιρισμούς, ή 20% πε­ρισσότεροι από τους εργαζόμενους σε πολυεθνικές εταιρίες. Οι τριακόσιοι μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί έχουν ίσο αριθμό μελών με τη δέκατη χώρα σε πληθυσμό στον κόσμο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία ένας στους τέσσερεις είναι μέλος συνεταιρισμού. Στον Καναδά, τέσσερεις στους δέκα κατοίκους είναι μέλη συνεταιρισμών. Στην Ινδία και στην Κίνα τετρα­κόσια εκατομμύρια άτομα ανήκουν σε συνεταιρισμούς. Στην Ιαπωνία, μία στις τρεις οικογένειες είναι μέλος συνεταιρισμού και στη Γαλλία τριάντα δύο εκατομμύρια άτομα συμμετέχουν σε συνεταιρισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν 29.000 συνεταιρι­σμοί, με εκατόν είκοσι εκατομμύρια μέλη, και διαθέ­τουν 73.000 επαγγελματικούς χώρους σε όλη τη χώρα». Τζ. Ρ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Του Βασίλη Τακτικού

 

Οι ανάγκες συμπληρωματικότητας στο σύστημα υγείας

 

Η Οικονομία της κοινωνικής φροντίδας (παιδιά, Τρίτη ηλικία και άτομα με αναπηρία) και αντιμετώπιση της φτώχειας.

Από τον κρατικό παρεμβατισμό στον κοινωνικό παρεμβατισμό και το κοινωνικό επιχειρείν.

Ο τομέας της υγείας και κοινωνικής φροντίδας είναι ένας αναπτυσσόμενος τομέας απασχόλησης που κατά τεκμήριο δεν πρόκειται να  περιοριστεί από την “τεχνολογική ανεργία” που υφίσταται  άλλους  κλάδους της οικονομίας της αγοράς.

 

Ειδικότερα,  στον τομέα κοινωνικής  φροντίδας της προληπτικής υγείας για  τις χρόνιες ασθένειες και τη φροντίδα υπερηλίκων,  που χρειάζεται προσωπική καθημερινή  φροντίδα και υπάρχουν αυξημένες ανάγκες, καθώς αυτές  δεν καλύπτονται επαρκώς από τα σημερινά συστήματα υγείας και επιβαρύνονται κυρίως οι οικογένειες.

Κι αυτό συμβαίνει παρόλο που αναγνωρίζεται σήμερα από την επιστημονική κοινότητα  ότι,  η επάρκεια διαθέσιμων πόρων στον  τομέα  υγείας μπορεί να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη, επιτρέποντας στους ανθρώπους να παραμένουν δραστήριοι και παραγωγικοί  με καλή υγεία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Δεδομένου ότι, η κατάσταση υγείας των πολιτών έχει αντίκτυπο στη δυνατότητα συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας και στην παραγωγικότητά τους. Αναγνωρίζεται επίσης, ότι  η επένδυση της κοινωνίας στην υγεία, συμβάλλει στη μείωση των μελλοντικών δαπανών για την αντιμετώπιση ασθενειών, που θα μπορούσαν να έχουν  προληφθεί και να μην επιβαρύνουν το σύστημα υγείας. Κι αυτό στη συνέχεια συμβάλλει σε ένα αποτελεσματικό  εργατικό δυναμικό στον κλάδο της υγείας.

Η πανδημία του κορονοϊού έφερε το ζήτημα της φροντίδας στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κοινωνίας, αποκαλύπτοντας, το κεντρικό ρόλο που παίζουν τα δημόσια συστήματα υγείας στην εγγύηση του δικαιώματος των πολιτών στην περίθαλψη. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, μετατόπισε το κέντρο βάρους από το περιττό του καταναλωτισμού προς το αναγκαίο της πραγματικής οικονομίας, που δεν είναι κάτι άλλο από τη διατροφή, τις ανάγκες υγείας και κοινωνικής μέριμνας και τα  επιδόματα για την αντιμετώπιση της ανεργίας.

 

Σύμφωνα, με τις προβλέψεις του Οργανισμού ΟΟΣΑ oι δημόσιες  δαπάνες για την υγεία στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες θα εξακολουθήσουν αυξανόμενο ρυθμό και   αναμένεται να φθάσουν το 9,5% του ΑΕΠ μεταξύ των χωρών μελών το 2060, έναντι 6% που ήταν το 2010.
Άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η  Δανία κι ακολουθούμενες από την Ολλανδία, βρίσκονται καθαρά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και έως το 2060 θα δουν τις δαπάνες τους για την υγεία να υπερβαίνουν το 11% του ΑΕΠ τους, ακόμη κι εάν καταβάλουν προσπάθειες για να τις ελέγξουν.

Πιο προοδευτικοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως η βέλτιστη πολιτική για την υγεία είναι να φτάσουν οι δαπάνες  για την υγεία στο 15% του ΑΕΠ.

 

Ωστόσο, και αυτές ακόμα οι  δαπάνες που αφορούν κυρίως το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες περίθαλψης και κοινωνικής φροντίδας. Ο ιδιωτικός τομέας  προφανώς δεν καλύπτει αυτό το έλλειμμα καθώς το εν τρίτον του πληθυσμού βρίσκεται στο όριο της φτώχειας. Το κομμάτι αυτό  μπορεί να καλυφθεί μόνο από τις κοινωνικές επιχειρήσεις υγείας πού λειτουργούν με μειωμένο κόστος.

 

Αν λάβουμε υπόψη ότι,  ένας  χαμηλοσυνταξιούχος  που έχει προβλήματα υγείας ή ένας ανάπηρος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο κόστος από τις υπηρεσίες φροντίδας  από τον  ιδιωτικό τομέα  κοινωνικής φροντίδας. Ούτε οι δημόσιες υπηρεσίες για τη φροντίδα των παιδιών, την παιδική εκπαίδευση, την αναπηρία καλύπτουν  τη μακροχρόνια περίθαλψη,  και την  φροντίδα των ηλικιωμένων όταν πρόκειται για  χαμηλόμισθους που δεν καλύπτονται 100% από τις ασφάλειές τους.

 

Η εικόνα αυτή ασφαλώς διαφέρει από χώρα σε χώρα εντός της Ε.Ε

Ας δούμε ποια είναι η πραγματική εικόνα σε μια χώρα της Μεσογείου όπως η Ελλάδα σε σχέση με την φροντίδα προληπτικής υγείας .

✅Σήμερα το 90% των Ελλήνων δεν έχουν πρόσβαση σε οικογενειακό Γιατρό.

✅Οι φτωχοί πληρώνουν το 20% του διαθέσιμου εισοδήματος για κάλυψη αναγκών υγείας και 2 εκ. αναβάλλουν ή ματαιώνουν εξετάσεις και επισκέψεις σε Γιατρούς εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων και γεωγραφικών περιορισμών.

✅Το 100% της Οδοντιατρικής περίθαλψης είναι ακάλυπτο από την κοινωνική ασφάλιση.

✅Το 50% της δαπάνης των Φαρμάκων είναι Ιδιωτική δαπάνη.

Η ιδιωτική δαπάνη για Νοσοκομεία, που για δεκαετίες και έως το 2012 ήταν στο 8% των Ιδιωτικών δαπανών, έχει ανέβει στο 39% και μαζί με τα φάρμακα καλύπτουν σχεδόν το 80% της Ιδιωτικής δαπάνης.

✅2,5 εκ. Έλληνες δεν κάνουν προληπτικές  εξετάσεις,  δεν επισκέπτονται Γιατρούς και κόβουν από τον ρουχισμό, την Θέρμανση και άλλες  βασικές ανάγκες αν θέλουν  να πληρώσουν Φάρμακα και Νοσοκομεία.

✅Η διακοπή  της ιστορικής συνέχειας παροχών μετά το 2011 έχει οδηγήσει σε 10 χρόνια πειραματισμών σε βάρος της πλειοψηφίας των πολιτών.

Με δεδομένα αυτά τα ελλείμματα, στη φτωχότερη και υπερχρεωμένη χώρα της Μεσογείου, η κοινωνική οικονομία ως θεσμός  στο χώρο της υγείας είναι αναγκαία εναλλακτική πρόταση    για να  εξασφαλιστούν   πόροι από τρεις πηγές:  το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και δωρεές, για  να μειωθεί το κόστος  της κοινωνικής φροντίδας μέσα από ιδρύματα, οικοτροφεία και δομές προληπτικής υγείας.

 

Τα ιδρύματα στο χώρο της υγείας έχουν μια εξαιρετική παράδοση, που μπορεί να γενικευτεί με τη συμμετοχή των ασφαλισμένων στην επιχειρηματικότητα υγείας. Με την αυτοδιαχείριση της κοινωνικής φροντίδας. Έτσι, η  επένδυση της κοινωνικής οικονομίας στη μείωση των ανισοτήτων στον τομέα της υγείας, μακροπρόθεσμα έρχεται να τονώσει το σύνολο της οικονομίας καθώς, στηρίζονται σε πραγματικές ανάγκες της ανθρώπινης διαβίωσης και στη μείωση της διαμεσολάβησης.

 

Εδώ, αξίζει να επισημάνουμε ότι οι ανισότητες στον τομέα της υγείας δεν συνεπάγονται μόνον απώλεια ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και πιθανώς τεράστιες οικονομικές απώλειες. Αντίθετα εξασφαλίζοντας την πρόσβαση όλων στις υπηρεσίες υγείας, συμβάλλουμε στη μείωση της φτώχειας και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενώ η αύξηση της απασχόλησης προκύπτει από την αύξηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

 

 

Η Οικονομία της κοινωνικής φροντίδας και αντιμετώπισης της φτώχειας

Το σύστημα υγείας, που  μετά τον πόλεμο στηρίχθηκε στο κράτος πρόνοιας, χρειάζεται τώρα  ενίσχυση της προληπτικής υγείας όσο και τη μετανοσοκομειακή φροντίδα μεγάλης μερίδας πολιτών που  την έχει ανάγκη και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο υψηλό κόστος υπηρεσιών και της ιδιωτικής βοήθειας στο σπίτι.

Το κενό που υπάρχει στην κοινωνική  φροντίδα, καλύπτουν συχνά οι οικογένειες ,οι γυναίκες και τα κορίτσια αφού  καλούνται να καλύψουν ένα σημαντικό μέρος της επίσημης φροντίδας. Λειτουργία που απουσιάζει εν μέρει  και καλύπτεται με μη αμειβόμενη και μη αναγνωρισμένη εργασία φροντίδας, στο πλαίσιο της οικογένειας- εργασία που προσλαμβάνεται από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον ως «φυσική υποχρέωση»,.

Η εναλλακτική πρόταση σ΄αυτό το πρόβλημα είναι η κοινωνική επιχειρηματικότητα  στο τομέα υγείας που μπορεί να λειτουργήσει με μειωμένο κόστος και υποφερτό για  τις οικογένειες. Με αυτή την έννοια η οικονομία της φροντίδας  έχει να κάνει με την ενίσχυση στα συστήματα υγείας- πρόνοιας, αλλά ταυτόχρονα και με τις  αξίες που  προφανώς είναι στον αντίποδα της οικονομίας της κερδοσκοπίας και του υπερκαταλωτισμού, καθώς  και της οικονομίας υπερεκμετάλευσης των φυσικών πόρων.

Στο επίπεδο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία παρατηρούμε μετά από πολλά χρόνια, την  ενίσχυση από το κράτος όλων των πληγέντων, όχι μόνο των εργαζομένων αλλά και των επιχειρήσεων κι αυτό καταρρίπτει το δόγμα της αυτορύθμισης της αγοράς στο χώρο της υγείας.

Σε διεθνές επίπεδο  το κράτος καλείται να σώσει την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Τα 2 τρις που χορηγήθηκαν από το Αμερικάνικο κράτος για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και το 1 περίπου τρις από την Ε.Ε και το ταμείο ανάπτυξης δείχνουν το μέγεθος του κρατικού παρεμβατισμού που είναι αναγκαίος για να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία μετά την πανδημία.

Το ουσιώδες στον κρατικό παρεμβατισμό είναι ότι αλλάζει ο προσανατολισμός. Το κράτος αναλαμβάνει μια  αποστολή την οποία δεν μπορεί φυσικά να την αναλάβει η οικονομία της αγοράς. Είναι προφανές μόνο το κράτος μπορεί να κάνει αναδιανομή στους πόρους υπέρ των βασικών αναγκών της πραγματικής οικονομίας και η κοινωνική επιχειρηματικότητα στην υγεία.

 

Από τον κρατικό παρεμβατισμό στον κοινωνικό παρεμβατισμό και το κοινωνικό επιχειρείν

Βρισκόμαστε σε μια εποχή που το κράτος ύστερα από την πανδημία και  σε  μια κρίσιμη περίοδο παίρνει το πρωτείο από την ιδιωτική οικονομική και τις τράπεζες. Πολλοί μιλούν για ένα νέο σχέδιο τύπου Μάρσαλ στην κοινωνική φροντίδα. Οι κυβερνήσεις που έδιναν  το πρωτείο  στις δυνάμεις της αγοράς και στο χώρο της υγείας είναι τώρα υποχρεωμένες να αναλαμβάνουν ανορθωτικό ρόλο, μέσα στο στρόβιλο μιας αδήριτης ιστορικής αναγκαιότητας για οικονομικό παρεμβατισμό.

Στη πραγματικότητα το κράτος ως θεσμός αναγκάζεται κατά κάποιο τρόπο  να αυξήσει τις δαπάνες για την υγεία, ενώ ο ιδιωτικός τομέας υγείας αδυνατεί καθώς έχει υψηλό κόστος για τους πολλούς. Απεναντίας  το πρόβλημα που υπήρχε με τον  πολυδάπανο κρατισμό, από την  γραφειοκρατία και τον παρασιτισμό, αντιμετωπίζεται τώρα τεχνοκρατικά, με τη μείωση στο  κόστος λειτουργίας  του κράτους χάρις στη  δυνατότητα που προέρχεται από την  ψηφιοποίηση του κράτους και τις τεχνολογικές εξελίξεις.  Πρόκειται για επιδράσεις που  παρά την οικονομική κρίση ενισχύουν τη   δημοκρατία στη διάθεση των πόρων και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το διαδίκτυο μπορεί να  είναι σύμμαχος για υπηρεσίες υγείας που κατευθύνονται και ελέγχονται από ασθενείς.  Καταρχήν  μοιράζονται πληροφορίες και ιατρικά δεδομένα που είναι απαραίτητα  για την διαχείριση προβλημάτων υγείας.  Δημιουργώντας κοινόχρηστους χώρους και πλατφόρμες για να παρέχουν ενθάρρυνση και βοήθεια ο ένας τον άλλον. Για να  πρωτοστατούν σε ομάδες πίεσης και να ωθήσουν τις Κυβέρνησεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες και την ιατρική κοινότητα για να επανεξετάσουν καθιερωμένες ιατρικές απόψεις και διαδικασίες σε κάθε τομέα του χώρου υπηρεσιών υγείας και να εκσυγχρονίσουν τις υπηρεσίες.

Σήμερα είναι γεγονός ότι, υπάρχουν παγκοσμίως πολλές ιστοσελίδες και πλατφόρμες κοινωνικών μέσων όπου εκατομμύρια άτομα συνδέονται αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοβοηθούνται για την προώθηση των προόδων στην Ιατρική και δημόσια υγεία. Κοινότητες χρονίως πασχόντων, κοινότητες ηλικιωμένων, αναπήρων κ.τ.λ.

Οι κοινότητες αυτές συλλέγουν πόρους για την επιστημονική έρευνα, αλλά και για κοινωνικές επιχειρήσεις υγείας, που διευρύνουν το μέτωπο  αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας. Τα μεγάλα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας είναι ότι συνθέτουν ένα κοινωνικό κεφάλαιο που συγκεντρώνει  και κινητοποιεί  πόρους  για μεγαλύτερη ταχύτητα στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας που σώζουν ζωές.

Έτσι, ο κοινωνικός παρεμβατισμός και το κοινωνικό επιχειρείν στον τομέα υγείας προσφέρει δύο  δημιουργικές  επιδράσεις.  Μεγαλύτερη επέκταση και  αποτελεσματικότητα στο σύστημα υγείας  και διεύρυνση στον τομέα αυτό της απασχόλησης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο παρεμβατισμός της Τοπικής αυτοδιοίκησης

στην κοινωνική οικονομία

 

 

 Ο παρεμβατισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κοινωνική οικονομία, με Πόρους και υποδομές λειτουργεί καθοριστικά στην ανάπτυξη της και ιδιαίτερα στη δημιουργία τοπικής απασχόλησης.  Κατ΄ αναλογία  του κρατικού παρεμβατισμού στον ιδιωτικό τομέα, όταν βρίσκεται σε  οικονομική κρίση  και μεγάλη ανεργία. 

Και αυτό συμβαίνει πρακτικά όπου εφαρμόζεται η κοινωνική οικονομία στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς, συνεισφέρει με μετρήσιμα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού.

Υπάρχουν Δήμοι με εξαιρετικά παραδείγματα  αποτελεσμάτων που μπορούμε να αναφερθούμε όπως, ο δήμος της Μαδρίτης και ο δήμος της Βαρκελώνης που διοικούνται από δύο γυναίκες δημάρχους την Μανουέλα Καρμένα, στη Μαδρίτη και τη Άντα Κολάου  στη Βαρκελώνη. Ας σημειώσουμε ότι υπάρχουν και μικρότεροι Δήμοι με συγκεκριμένη ατζέντα πολιτικής για την κοινωνική οικονομία.

Η δημοτική αρχή της Μαδρίτης  θεσμοθέτησε το συμβούλιο αλληλέγγυας κοινωνικής και συνεργατικής οικονομίας, στο οποίο συμμετέχουν η Περιφερειακή ομοσπονδία συλλογικοτήτων από τις γειτονιές της ισπανικής πρωτεύουσας και το ευρωπαϊκό δίκτυο αγώνα ενάντια στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό δράσεις που ενίσχυσαν την τοπική απασχόλησης.

Η δημοτική αρχή της Βαρκελώνης θεσμοθέτησε επίσης την αλληλέγγυα οικονομία ως έναν από τους πολιτικούς άξονες της τοπικής αυτοδιοίκησης με αιχμή την προστασία της κοινωνικής κατοικίας και τη δημιουργία τοπικού νομίσματος.

Επίσης, σε μία σειρά από δήμους στην Ευρώπη,  Ισπανία, Βέλγιο, Δανία και Γερμανία οι πολίτες οι οποίοι με αφετηρία τις τοπικές κοινότητες και  την τοπική αυτοδιοίκηση έχουν συστήσει πάνω από 2.000 ενεργειακούς συνεταιρισμούς. Άλλοι μικρότεροι  Δήμοι έχουν αναπτύξει δράσεις τον τομέα υγείας και κοινωνικής φροντίδας με εξαιρετικά αποτελέσματα. Ενώ σε όλη την Ευρώπη εκτιμάται ότι υπάρχουν και λειτουργούν 2000 ενεργειακοί συνεταιρισμοί. Αλλά και σημαντικές κοινωνικές επιχειρήσεις στο τομέα υγείας που διευκολύνονται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση .

Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε σε εκατοντάδες επιτυχημένα παραδείγματα στον Ευρωπαϊκό χώρο, που πιστοποιούν την  δυναμική της κοινωνικής οικονομίας όταν υποστηρίζεται από τοπικές  συλλογικές πρωτοβουλίες.  Αλλά το θέμα μας  δεν είναι τα μεμονωμένα επιτυχημένα παραδείγματα που είναι πράγματι πολλά.  Το θέμα που μας απασχολεί είναι  το φαινόμενο της κοινωνικής οικονομίας με καθολική ισχύ, στην αντιμετώπιση της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Κι αυτό γιατί  μολονότι ο κατάλογος των καλών παραδειγμάτων είναι μακρύς, αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνική οικονομία είναι στην ατζέντα της μεγάλης μερίδας των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης Τα παραδείγματα στην Ευρώπη ανταποκρίνονται μόνο στο 10% περίπου των δήμων που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες  για την κοινωνική οικονομία στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτός είναι και ο λόγος  που είναι αναγκαίος ένας οδικός χάρτης  ανάπτυξης των  συνεργειών και δυνατοτήτων  της τοπικής αυτοδιοίκησης με τις κοινωνικές επιχειρήσεις.

 

Το ευρωπαϊκό Πλαίσιο της εμπλοκής της τοπικής αυτοδιοίκησης κοινωνική οικονομία.

Στο   ευρωπαϊκό πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Τοπική Αυτοδιοίκηση μαζί με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών θεωρούνται σημαντικοί φορείς και παράγοντες της αναπτυξιακής πολιτικής των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα το οποίο εξειδικεύεται και σε ανάλογα Ευρωπαϊκά Χρηματοδοτικά προγράμματα. Κάτι ανάλογο ισχύει (χωρiς βέβαια να προβάλλεται) στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά, την Αυστραλία κ.α. Ενώ στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι συνέργειες μεταξύ ΟΤΑ και οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών προωθώντας κατάλληλες πολιτικές συνεργασίας.

Ωστόσο, το θεσμικό περιβάλλον δημιουργίας κοινωνικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει ελλείμματα, καθώς δεν είναι μέσα στη γενικότερη λογική του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.     Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή της  Κοινωνικής Οικονομίας στη πράξη δεν είναι ζήτημα μόνο της κεντρικής Κυβέρνησης, αλλά κυρίως ζήτημα της Τοπικής αυτοδιοίκησης, λόγω εγγύτητας προς την κοινωνική βάση, αλλά και λόγω της ανάγκης συμπληρωματικής κάλυψης των παρεχόμενων υπηρεσιών της προς την Τοπική Κοινωνία. Οι δήμοι στη παρούσα συγκυρία μπορούν  να ξεκινήσουν την δημιουργική τους εμπειρία στην κοινωνική οικονομία από τομέα της ενέργειας.

Από την άμεση αυτοπαραγωγή και αυτοκατανάλωση για  μείωση του κόστους της ενέργειας σε κάθε δήμο, δίνοντας παράλληλα το παράδειγμα και στα νοικοκυριά να δημιουργήσουν με τη σειρά τους ενεργειακές κοινότητες.  Έχοντας ως οδηγό αυτή την εμπειρία της μείωσης του κόστους των αναγκαίων υπηρεσιών, μπορούν να περάσουν και σε άλλους τομείς της κοινωνικής οικονομίας, όπως είναι η  ενίσχυση της τοπικής διατροφικής αυτάρκειας και οι υπηρεσίες  υγείας  και κοινωνικής φροντίδας.

 

Οι ανενεργοί  ανθρώπινοι  και  υλικοί πόροι  στις τοπικές κοινωνίες

Μία από τις βασικές αιτίες της φτωχοποίησης του πληθυσμού και της ανεργίας, καθώς και η ανεπάρκεια  από υπηρεσίες  υγείας  και κοινωνικής φροντίδας είναι οι ανενεργοί  ανθρώπινοι  και οι  υλικοί πόροι που δεν αξιοποιούνται τοπικά από το τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Τέτοιοι  αναξιοποίητοι χώροι  (σχολάζουσες γαίες, δημόσια κτίρια, δάση ) και από την άλλη πλευρά οι ανενεργοί ανθρώπινοι πόροι, υψηλή ανεργία στους νέους, και   μεγάλες ανάγκες για κοινωνικές υπηρεσίες είναι οι αντιφάσεις που μπορεί να λύσει η κοινωνική οικονομία που δίνει έμφαση στον βιοπορισμό και όχι στην κερδοσκοπία.

Υπάρχουν δηλαδή, σε μεγάλη έκταση ανενεργοί υλικοί και ανθρώπινοι πόροι τους οποίους η ιδιωτική επιχειρηματικότητα δεν έχει ενδιαφέρον να αναπτύξει ούτε ο δημόσιος τομέας να κινητοποιήσει . Λαμβάνοντας, βέβαια υπόψη ότι οι πόροι κοινωνικό κράτος δεν επαρκούν για  να καλύψουν όλες τις αυξανόμενες ανάγκες πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας.

Κι αυτό συμβαίνει δεδομένου ότι, η αυξανόμενη φορολογία στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό κράτος έχει φθάσει στα υψηλότερα όρια, που πνίγει τις μικρές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες. Από την άλλη η αυξανόμενη ανεργία λόγω τεχνολογικών εξελίξεων είναι αιτία του οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού και δημιουργεί μια κατάσταση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου μόνο από το κοινωνικό κράτος.
Η αυξανόμενη προσφορά προϊόντων δεν προκαλεί την αντίστοιχη ζήτηση από τους καταναλωτές καθόσον οι  μισθοί και τα εισοδήματα περιορίζονται.

Έτσι, προκύπτει η αδράνεια των πόρων στο επίπεδο κάλυψης βασικών αναγκών διατροφής, στέγης και κοινωνικής μέριμνας. Είναι από τις βασικές αιτίες του προβλήματος καθήλωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Το κράτος και η αγορά δεν μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών της κοινωνίας. Η συμπληρωματικότητα της κοινωνικής οικονομίας, μέσα από την ορθολογική προσέγγιση   αξιοποίησής  των ανενεργών πόρων  από τις κοινωνικές επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι μπορεί να καλύψει το κενό και  θα ωφελούσε τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, με δεδομένη τη διεύρυνση της απασχόλησης και της κατανάλωσης. Ακριβώς γιατί η συμπληρωματικότητα θα έχει θετικές επιδράσεις περαιτέρω στο επίπεδο της μαζικής κατανάλωσης αλλά και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Έτσι διεκδικώντας το μειωμένο κόστος συναλλαγών προκύπτει η ανάγκη    της ανάπτυξης της  κοινωνικής οικονομίας.

Πολλοί παραδέχονται ότι η πολιτική των επιδομάτων σε ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να εργαστούν δεν είναι η σωστή κοινωνική λύση. Η σωστή πολιτική κατά γενική παραδοχή είναι ο παρεμβατισμός για  τη δημιουργία νέων  θέσεων εργασίας. Επομένως, ο επιθυμητός στόχος θα πρέπει πάντα να είναι σε σχέση με  τα κατάλληλα κίνητρα η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας που διευρύνει την απασχόληση. Κι αυτό μπορούν να πετύχουν οι κοινωνικές επιχειρήσεις με βάση το μειωμένο κόστος συναλλαγών.

Οι επιδοτήσεις από  το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο,  μπορούν να δίνονται ώστε να καλύπτουν ένα μέρος του εργατικού κόστους των εργαζομένων, σε κοινωνικές επιχειρήσεις ως μόχλευση κινητοποίησης αδρανών ανθρώπινων πόρων.

Αυτό θα πρέπει να είναι το ζητούμενο και το αίτημα προς κάθε  κυβέρνηση από την πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και από τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών με στόχο να ενισχυθούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις.

 

Οι συνέργειες τοπικής αυτοδιοίκησης κοινωνικών επιχειρήσεων και «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις»

 

Η τοπική Αυτοδιοίκηση έχει στην κυριότητά της, τους  κοινόκτητους  χώρους όπως αναφερθήκαμε και σε άλλα σημεία. Κατέχει δημοτικές γαίες, Βουνά, δάση,  ποτάμια, θαλάσσιες ακτές, πλατείες και κτίρια. Πρόκειται για υλικούς πόρους  που αντικειμενικά ανήκουν στους πολίτες.  Αυτούς τους πόρους  περιορισμένα μόνο μπορεί να αξιοποιήσει με τις δημοτικές επιχειρήσεις, ενώ  αντιθέτως είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μέσα από  συνέργειες δημοτικών επιχειρήσεων και κοινωνικών επιχειρήσεων.

Καταρχήν στο τομέα της ενέργειας, μέσα από  τις ενεργειακές κοινότητες (Ενεργειακούς συνεταιρισμούς) μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλη κλίμακα αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, για τις  ανανεώσιμες πηγές ενέργειας  μειώνοντας δραστικά μέχρι έως και  70% το κόστος ηλεκτρικού ρεύματος σε κάθε τοπική κοινότητα, επιχείρηση και  νοικοκυριό.

 

Στον τομέα της αγροδιατροφικής  τοπικής αυτάρκειας,  παρέχοντας εκτάσεις και υποστήριξη με υποδομές στους κοινωνικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να βελτιωθεί το τοπικό εισόδημα και τοπική αυτάρκεια.

Στον τομέα υγείας- κοινωνικής φροντίδας,  δημιουργώντας υποδομές για κοινωνικές επιχειρήσεις Υγείας και κοινωνικής φροντίδας, ενισχύοντας  την προληπτική υγεία, την  κοινωνική μέριμνα και καταπολέμηση της φτώχειας.

Στον τομέα περιβάλλοντος, παράλληλα με την οικοπροστασία, να αξιοποιήσει το φυσικό περιβάλλον, με την πράσινη επιχειρηματικότητα στη διαχείριση δασών και οικοσυστημάτων.

 

Στον τομέα του διαδικτύου και της ψηφιακής εργασίας, ενισχύοντας πρωτοβουλίες για Κέντρα Συμβουλευτικής Ψηφιακής Εξυπηρέτησης Πολιτών,  με στόχο την υποστήριξη νέων  κοινωνικών επιχειρήσεων.

Στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας, προσφέροντας εκτάσεις και οικιστικές υποδομές σε οικιστικούς συνεταιρισμούς.

Στον τομέα της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας όπου υπάρχει παράδοση παρεμβατισμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα  πολιτιστικά πάρκα αναψυχής και ψυχαγωγίας στο πλαίσιο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Μία τέτοια προσέγγιση στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης απαιτεί καταρχήν να υπάρχει μία πολιτική ατζέντα της κοινωνικής οικονομίας.  Συγκεκριμένα κονδύλια στον  ετήσιο προϋπολογισμό  και καταγραφή  των διαθέσιμων πόρων για την κοινωνική επιχειρηματικότητα.

  • Δημιουργία Ατζέντας παρεμβάσεων της Τ.Α.
  • Καταγραφή και  σχεδιασμός αξιοποίησης ανενεργών πόρων
  • Συνεργατικά δίκτυα αλληλεγγύης
  • Συμμετοχικές διαδικασίες συγκέντρωσης κοινωνικού και διανοητικού κεφαλαίου.
  • Δομές διαχείρισης και διάδοσης της γνώσης.
  • Υπηρεσίες συμβουλευτικής- mentoring

 

Με βάση ένα τοπικό όραμα και σχέδιο ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας είναι αναγκαία η απογραφή των ανενεργών πόρων και των αναγκών σε κάθε Δήμο. Ώστε να είναι γνωστές οι διαθέσιμες υλικές υποδομές,  στην τοπική κοινωνία και  αυτό να λειτουργήσει   ως διαγνωστικό εργαλείο των Δημοτικών Συμβουλίων και άλλων τοπικών φορέων, προκειμένου να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση  των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής.

Μία άλλη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής Οικονομίας στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι τα δημοτικά δίκτυα κοινωνικής οικονομίας σε Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο, για να μπορούν να στηριχθούν θεσμικά οι πρωτοβουλίες.

Το περίπλοκο έργο της κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της δικτύωσης των κοινωνικών επιχειρήσεων από όλες τις πλευρές – πολίτες, καταναλωτές, επαγγελματίες, παραγωγούς, κοινωνικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητο να εξυπηρετείται από ένα σύστημα δικτύωσης και οργάνωσης. Συνεπώς, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ανοικτό κάλεσμα στις τοπικές συλλογικότητες  ώστε να συμετάσχουν στην κοινωνική επιχειρηματικότητα με την υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Υπάρχουν Χιλιάδες οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών σε κάθε χώρα που προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε άστεγους, ναρκομανείς, μετανάστες, υπερήλικες, αναπήρους και διάφορες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Χωρίς όμως πολλές φορές να υπάρχει  ένα τοπικό σχέδιο που θα αυξάνει τις δυνατότητες. Στο βαθμό  όμως η κοινωνική οικονομία υπάρχει στην  ατζέντα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπορούν κινητοποιηθούν περισσότεροι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι.

Κι αυτό αντικειμενικά μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις δομές της κοινωνικής οικονομίας και τη κοινωνική επιχειρηματικότητας καθώς, αυτή η μορφή επιχειρηματικότητας εξασφαλίζει μειωμένο κόστος παραγωγής και μειωμένο κόστος συναλλαγών. Τέλος, το μειωμένο κόστος είναι το θεμέλιο για τη βιωσιμότητα σε τομείς που δεν δύναται να ανταποκριθεί η ιδιωτική επιχειρηματικότητα και η μισθωτή εργασία.

Εν κατακλείδι ο δημοτικός παρεμβατισμός, για την στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων, μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Βάσει αυτού του θεσμικού πλαισίου και της συνέργειας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μπορούν να αποκτήσουν ένα πιο δυναμικό ρόλο όπου να  καθίστανται, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, ισότιμος συνομιλητής στον κοινωνικό διάλογο, αναφορικά με τη κατανομή των πόρων και ειδικότερα  του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.

Τελικός στόχος είναι να  ενισχυθεί το κοινωνικό εισόδημα και ο λεγόμενος «κοινωνικός μισθός» των δημοτών με παροχές σε υπηρεσίες ως αντίρροπο σε μια εποχή φθίνουσας ζήτησης της μισθωτής εργασίας και ακρίβειας, σε βασικά αγαθά βιοπορισμού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΤΟΜΕΑΣ  ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

  • Τα κοινά του περιβάλλοντος
  • (διαχείριση στα δημόσια αγαθά)
  • Ο ρόλος της κοινωνίας πολιτών στη πράσινη οικονομία
  • Επιμέρους τομείς της πράσινης επιχειρηματικότητας
  • Οι ενεργειακές κοινότητες
  • η ζεύξη της πράσινης επιχειρηματικότητας

με την κοινωνική οικονομία

 

 

ΟΡΙΣΜΟΣ

  • Η πράσινη οικονομία στηρίζεται στην αντίληψη της βιωσιμότηταςόσο και σε αυτήν της αειφορίας  σε σχέση με το περιβάλλον.
  • Αντιμετωπίζει το περιβάλλον σαν ζωτικό πυλώνα της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και της βιωσιμότητας της κοινωνίας.
  • Στηρίζεται στο συνδυασμό της καινοτομίας, της έρευνας και των νέων τεχνολογιών σε ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.
  • Η πράσινη οικονομία διακηρύττειτη λήψη μέτρων για την κλιματική αλλαγή, τη μείωση των ρύπων που ενισχύουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου,  την καλύτερη διαχείριση της ενέργειας καθώς και  την χρήση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
  • Μέσα από την πράσινη οικονομία αναδύεται και αναπτύσσεται η πράσινη επιχειρηματικότητα.

 

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

  • Οι ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι που σε αντίθεση με τους μη ανανεώσιμους π.χ. (τα ορυκτά καύσιμα),  δύναται να χρησιμοποιηθούν χωρίς αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, να έχουν δηλαδή αειφορική χρήση.
  • Πρόκειται για μια αναδυόμενη μορφή οικονομικής δραστηριότητας, που βασίζεται πρωταρχικά σε ζωτικές ανάγκες που έχουν σχέση με την ποιότητα της ζωής και του περιβάλλοντος και αποτελεί έναν επιχειρηματικό κλάδο με μεγάλη ευρύτητα πεδίου.
  • Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής αφορούν στην εκμετάλλευση των προστατευόμενων περιοχών (π.χ περιοχών Natura) ως πόλους πράσινης ανάπτυξης.
  • Την παραγωγή και πώληση προϊόντων βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, αλλά και  στην ανάπτυξη της οικοξενάγησης και του οικοτουρισμού
  • Ταυτόχρονα, δίνει έμφαση στη διαχείριση των φυσικών πόρων και των απορριμμάτων, στην ανακύκλωση αλλά και στις «πράσινες υποδομές».
  • Την η επένδυση στις φιλικές προς το περιβάλλον μεταφορές που θα περιορίζουν τις  εκπομπές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ αποτελεί ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας.

 

ΤΟΜΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Στον τομέα της πράσινης ενέργειας  με αιχμή τις ενεργειακές κοινότητες μπορούν να αξιοποιηθούν δημόσια- δημοτικά κτίρια και σχολεία, για ενεργειακή αυτάρκεια των Δήμων αλλά και να δημιουργηθεί ζωντανό παράδειγμα σε κάθε Δήμο ώστε να οργανωθούν οι δημότες  και τα νοικοκυριά στην συνεργατική παραγωγή ενέργειας και να εξοικονομήσουν σημαντικούς πόρους.

Χρησιμοποιώντας, τα Φωτοβολταϊκά, την Οικιακή συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού & Θερμότητας, Κλιματισμό – Φυσικό δροσισμό – φωτισμό

–      Χρησιμοποιώντας τον Ηλιακό Ηλεκτρισμό (για θέρμανση – ψύξη περιβάλλοντος & νερού).
–     Λαμπτήρες εξοικονόμησης ενέργειας.
–     Κατασκευάζοντας βιοκλιματικά τα νέα κτίρια και διορθώνοντας τα παλιά ώστε να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο ενεργοβόρα.

Στον τομέα της κατοικίας, επιλέγοντας φυσικά ανακυκλώσιμα  υλικά που είναι συμβατά, φιλικά και δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον όπως :
Ø  Πέτρα – ξύλο : εφόσον είναι προϊόν «αειφορικής διαχείρισης των δασών»
Ø  Κεραμικά : Σκεύη – σκεπές,.
Ø  Οικολογική Δόμηση με : οικολογικούς σοβάδες, μονώσεις, σωστές σωληνώσεις νερού, πόρτες, καλωδιώσεις, οικολογικά χρώματα κ.λ.π.
Ø  Με την αξιοποίηση των μισών τουλάχιστον οικιακών απορριμμάτων με οικιακούς κομποστοποιητές
Ø  Με τις πράσινες στέγες και τους πράσινους ακάλυπτους χώρους των πολυκατοικιών.
Ø  Με τη δημιουργία μικρών αυτόνομων βιολογικών καθαρισμών.

 

Στον τομέα της διατροφήςαγοράζοντας και καταναλώνοντας βιολογικά προϊόντα (πάντα με σήμανση), περιορίζοντας την κρεατοφαγία αντικαθιστώντας τις προμαγειρεμένες και πολυσυντηρημένες τροφές, με όσο το δυνατόν φρεσκότερες και λιγότερο «ταξιδεμένες» μέχρι να φθάσουν στο τραπέζι μας, δίνουμε ισχυρή ώθηση στην πράσινη γεωργία και τα βιολογικά προϊόντα.

 

Στον τομέα της υγείαςγνωρίζουμε ότι το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν. Με την πρόληψη μέσω της διατροφής, τον περιορισμό του καπνίσματος, του αλκοόλ και των άλλων βλαβερών χημικών ουσιών.
·         Με την αντικατάσταση χημικών φαρμάκων και φυτοφαρμάκων και οι δυνατότητες με την χρήση οικοθεραπευτικών μεθόδων και σκευασμάτων.
·         Με εναλλακτικούς τρόπους που προάγουν την Υγεία (Ολιστική θεραπεία χωρίς φάρμακα)
·         Με τον Οικολογικό τρόπο οδήγησης (περπάτημα – ποδηλασία = Υγεία – Καλή Φυσική Κατάσταση).

 

Στον τομέα της συσκευασίας, αντικαθιστώντας τις πλαστικές συσκευασίες και σακούλες με συσκευασίες βιολογικής σύνθεσης και ανακυκλώσιμες.

 

Στον τομέα της ανακύκλωσης, συγκεντρώνοντας τα απορρίμματα σε κάδους, προωθώντας την οικιακή κομποστοποίηση. Στον τουρισμό, επιλέγοντας τόπους που αναδεικνύουν τον οικοτουρισμό, αγροτουρισμό και τα τοπικά βιολογικά προϊόντα, ξενοδοχεία και καταστήματα με πράσινες προδιαγραφές, ενισχύοντας τον πράσινο τουρισμό με τις χαμηλότερες επιπτώσεις για το περιβάλλον.

 

 

ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

  • Μπροστά στο περιβαλλοντικό αδιέξοδο των μεγάλων πόλεων, υπάρχει το όραμα των «πράσινων πόλεων», μια ρεαλιστική διέξοδος αλλαγής κατεύθυνσης των επενδύσεων και του καταναλωτικού προτύπου.
  • Συνδέεται άμεσα με την πράσινη ζήτηση σε υγιεινά και ωφέλιμα προϊόντα και υπηρεσίες, με την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την οικοδιαχείριση του νερού, με τα βιοκλιματικά κτίρια και την εξοικονόμηση της ενέργειας, με την πολιτική για τις «πράσινες πόλεις» και την ανακύκλωση με την οικοπροστασία των δασών και της θάλασσας. Με την αξίωση για καθαρό περιβάλλον και υγεία.

 

Το όφελος έτσι, είναι διπλό. Αφενός έχουμε ενεργητική προωθητική διαδικασία για την προστασία του περιβάλλοντος κι αφετέρου πράσινη ανάπτυξη που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων.

 

  • Η οριζόντια συνεργασία των κοινωνικών δικτύων και των οργανώσεων περιβάλλοντος με τους φορείς της Τ.Α. αποτελεί το κλειδί για να ευοδωθεί τόσο η υπόθεση της οικοπροστασίας όσο και για την πράσινη επιχειρηματικότητα.
  • Η πράσινη επιχειρηματικότητα, χωρίς τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας είναι ελλειμματική. Περιορίζει τους ανθρώπινους πόρους, τις κινητήριες δυνάμεις και το τελικό όφελος στην τοπική κοινωνία.
  • Δεν μπορούν να κινητοποιηθούν οι πράσινοι πόροι και πολιτικές σε ικανό βαθμό εάν δεν κινητοποιηθούν τοπικές κοινωνίες και τοπική αυτοδιοίκηση για να «καλλιεργήσουν» το έδαφος τόσο της ζήτησης όσο και της επιχειρηματικότητας προς αυτή την κατεύθυνση.

 

ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ

 

  • Βασικός τομέας είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός και τα «πράσινα» βιοκλιματικά κτίρια
  • Η συμβολή του πρασίνου και της φυτικής κάλυψης στην ανάγκη για ενεργειακή αναβάθμιση και περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας είναι σημαντικότατη.
  • Ενδεικτικά αναφέρονται η εξοικονόμηση ενέργειας με την μείωση της θερμικής επιβάρυνσης των κτιρίων μέσω της απορρόφησης της ηλιακής ακτινοβολίας, η βελτίωση του μικροκλίματος, το φιλτράρισμα μεγάλου μέρους των ρύπων.
  • Η αξιοποίηση και διαχείριση του περιβάλλοντος χώρου των κτιρίων ως χώρων πρασίνου αναβαθμίζει την αισθητική και χρηστική αξία των κατασκευών, βελτιώνει το μικροκλίμα και οδηγεί εκτός των άλλων σε περιβαλλοντικά και ενεργειακά οφέλη.
  • Η τεχνολογία κατασκευής φυτεμένων δωμάτων (green roofs) καθώς και κάθετων κήπων (green walls) σε νέα αλλά και παλαιά κτίρια, δίνει την δυνατότητα αύξησης του κτιριακού όσο και συνολικού αστικού πρασίνου.

 

 

Η ΓΗ ΤΗΣ ΣΠΑΝΙΣ ΚΑΙ Ο ΉΛΙΟΣ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ

 

Το ρήγμα στο παραδειγματικό μοντέλο έρχεται από τις εξελίξεις όπως είπαμε στο χώρο της ενέργειας. Από την αφθονία και τη δωρεάν ενέργεια του Ήλιου έναντι της σπανιότητας των ενεργειακών πόρων της γης. Το ενεργειακό τοπίο αλλάζει όταν οι τοπικές κοινότητες και οι Δήμοι αποκτήσουν αυτονομία στην ενέργεια στο πλαίσιο του συνεργατισμού. Θα πρέπει να επισημάνουμε ακόμη ότι η κοινωνική οικονομία διαφέρει ως προς τη σύνθεση κεφαλαίου αλλά και ως προς τη μισθωτή εργασία. Το κεφάλαιο στη προκειμένη περίπτωση είναι συμμετοχικό και συγκροτείται από τους συνεταιριστές παραγωγούς και καταναλωτές και από τη χρήση παγίων που ανήκουν στη κοινότητα. Η εργασία είναι κατά αποκοπή και η αμοιβή σύμφωνα με τα παραδοτέα. Έτσι, το εργατικό κόστος προσαρμόζεται σύμφωνα με την απόδοση. Δεν μπορούν να υπάρχουν αργομισθίες όπως το δημόσιο. Το όφελος πολλές φορές είναι στη παροχή αγαθών και όχι σε χρήμα όπως συμβαίνει στις ενεργειακές κοινότητες.

 

 

ΤΙ ΚΙΝΕΙ ΤΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

  • Την πράσινη επιχειρηματικότητα πρώτα απ’ όλα την κινεί η επείγουσα αναγκαιότητα αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών και η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
  • Η πράσινη επιχειρηματικότητα που είναι η κινητήρια δύναμη για να έχουμε ένα βιώσιμο αστικό περιβάλλον.
  • Η αυξανόμενη ζήτηση της αγοράς σε πράσινα προϊόντα και υπηρεσίες.
  • Το ηθικό πλεονέκτημα της πράσινης επιχειρηματικότητας απέναντι σε κάθε μορφή ζωής.
  • Η εφαρμογή των νέων προηγμένων πράσινων τεχνολογιών που προσφέρει πλεονεκτήματα στους επενδυτές της πράσινης επιχειρηματικότητας.
  • Το περιβαλλοντικό αδιέξοδο των μεγάλων πόλεων και το όραμα για τις πράσινες πόλεις.
  • Η πίεση για επάρκεια καθαρού πόσιμου νερού για τον αυξανόμενο πληθυσμό και τις αυξανόμενες καλλιέργειες.
  • Το αδιέξοδο της υπερκατανάλωσης χημικών φαρμάκων και φυτοφαρμάκων και η ανάγκη, αλλά και οι δυνατότητες που υπάρχουν για την χρήση οικοθεραπευτικών μεθόδων και σκευασμάτων

.

 

ΤΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ

 

  • Κατ’ αρχήν, οι παγιωμένες επενδύσεις και συγκέντρωση κεφαλαίου σε ρυπογόνους τομείς της οικονομίας, που λειτουργεί συντεχνιακά και αποτρεπτικά για επενδύσεις στην πράσινη επιχειρηματικότητα.(π.χ. ορυκτά καύσιμα).
    –  Η λογική του εύκολου κέρδους που δεν υπολογίζει το κόστος της προστασίας του οικοσυστήματος.
    –  Η άγνοια των πλεονεκτημάτων πολλές φορές που προσφέρουν οι πράσινες τεχνολογίες για τους επενδυτές.
    – Τα γραφειοκρατικά εμπόδια για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, όπως είχαμε για παράδειγμα για την διάδοση των φωτοβολταϊκών.
    – Η έλλειψη σοβαρών κινήτρων για επενδύσεις υποδομής στην πράσινη επιχειρηματικότητα.
    – Το έλλειμμα της νέας οργανωτικής κουλτούρας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην αγροτική παραγωγή όπου δύσκολα αλλάζουν αντικείμενο καλλιέργειας οι αγρότες μολονότι θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν με άλλες αποδοτικότερες που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον.

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Το αυθόρμητο και το συνειδητό  υποκείμενο  της κοινωνικής επιχειρηματικότητας

ο ρόλος των ενώσεων και συλλογικοτήτων στη κοινωνική   επιχειρηματικότητα

οι θεσμοί αλληλεγγύης και τοπικά και περιφερειακά δίκτυα

Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης του κοινωνικού κεφαλαίου

Εθελοντικές Καταναλωτικές, περιβαλλοντικές , και πολιτιστικές οργανώσεις παντός τύπου

 

Κινητοποίηση των υλικών και ανθρώπινων πόρων

 

Η κοινωνική επιχειρηματικότητα αναπτύχθηκε σε ένα σημαντικό βαθμό στην Ευρώπη , χωρίς κάποιον γενικό πολιτικό οικονομικό σχεδιασμό, αλλά με πρωτοβουλίες κοινωνικής βάσης φτάνοντας  περίπου στο 10% του συνόλου της οικονομικής δραστηριότητας.  Αναπτύχθηκε χωρίς να είναι στις προγραμματικές θέσεις κάποιου κόμματος, χωρίς συστηματική οργάνωση για την ενότητα  ενός κινήματος. Αλλά από μεμονωμένες και διάσπαρτες πρωτοβουλίες συλλογικοτήτων της  και των συνδικάτων.

Γεννήθηκε δηλαδή αυθόρμητα ως επιχειρηματικό υποκείμενο, μέσα από δύο βασικά ρεύματα¨: τους θεσμούς αλληλεγγύης-  και οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών,  καθώς και ιδρύματα. Δεν προέκυψε ως συνειδητή επιλογή κάποιου πολιτικού κινήματος ή προγράμματος.

Το γεγονός αυτό που δεν έχει προκαλέσει κάποια ταξική πολιτική αντιπαλότητα, θα μπορούσε να κάνει αποδεκτή την κοινωνική επιχειρηματικότητα ώστε να προωθείται παράλληλα, από όλο το φάσμα του δημοκρατικού τόξου των  κομμάτων.

Στην πραγματικότητα όμως ο πολιτικός κόσμος κυριαρχείται από την αντίληψη είτε του κρατισμού, είτε  του ιδιωτικού τομέα της   επιχειρηματικότητας  και βλέπει την κοινωνική επιχειρηματικότητα μάλλον  ως πάρεργο της φιλανθρωπίας.

Ωστόσο, η συνειδητοποίηση της ανάγκης της κοινωνικοποίησης της επιχειρηματικότητας, από ένα βαθμό και μετά, άπτεται  του βιοπορισμού και της καταπολέμησης της ανεργίας και της φτώχειας. Ως η μόνη ίσως διέξοδος από την ενεργειακή,  επισιτιστική κρίση και την κρίση στα συστήματα υγείας.

Για παράδειγμα το «αυθόρμητο» πράττειν στην προκειμένη περίπτωση εκφράζεται όταν μία μεμονωμένη ομάδα αποφασίζει να ιδρύσει μία συλλογική επιχείρηση. Το συνειδητό πράττειν εκφράζεται όταν οι μεμονωμένες κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν συστήσει  θεσμούς έχουν συστήσει ενώσεις,  Επιμελητήρια, που υποστηρίζουν την κοινωνική επιχειρηματικότητα στην διακυβέρνηση.

Η συνειδητοποίηση σημαίνει ότι, η κοινωνική επιχειρηματικότητα δημιουργεί  τον απαραίτητο θεσμικό χώρο αντιπροσώπευσης, συγκροτημένο θεσμικό λόγο και διαδικασίες  και προγράμματα  κοινωνικής επιμόρφωσης. Μια μελέτη όλων των υφιστάμενων ενώσεων σε Ευρωπαϊκή κλίμακα είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει και συντονισμός και πολιτική στον τρίτο τομέα της οικονομίας

Υπό αυτή την έννοια το παρόν εγχειρίδιο η “προσφορά και ζήτηση εργασίας στην κοινωνική οικονομία”  εντάσσεται στο   επιμορφωτικό υλικό Κοινωνικοποίησης της επιχειρηματικότητας.

 

Ο ρόλος των ενώσεων και συλλογικοτήτων στη κοινωνική   επιχειρηματικότητα

  • Το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας διαφέρει στη σύστασή του από τη συμβατική επιχειρηματικότητα ακριβώς επειδή έχει συλλογικό χαρακτήρα.
  • Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, οικολογικές, πολιτιστικές, καταναλωτικές και ανθρωπιστικές είναι η κυρίως βάση από την οποία ξεκινούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις.
  • Μέσα από αυτές γίνεται η  κινητοποίηση των πολιτών και συγκροτούν  το ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ εμπιστοσύνης, που είναι το βασικό συστατικό και προαπαιτούμενο ώστε να δημιουργηθούν αστικοί Συνεταιρισμοί και κοινωνικές επιχειρήσεις.
  •  Μ΄ αυτό τον τρόπο η πρωτοβουλία για επενδύσεις δεν ανήκουν αποκλειστικά στους ιδιώτες ή το κράτος, αλλά και στους ίδιους τους συνασπισμένους καταναλωτές.
  • Μπορεί ο «επιχειρηματίας να είναι ένας κοινωνικός Συνεταιρισμός, μια οικολογική Οργάνωση ή ένα φορέας διαχείρισης ενός οικοσυστήματος μικτής ιδιοκτησίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ενός συνεταιρισμού.
  • Η κοινωνική οργανωτική καινοτομία μπορεί να είναι δημιουργία επιχειρήσεων από κοινότητες  και  οργανωμένους καταναλωτές, από τις συλλογικότητες που χρειάζονται κοινωνικές υπηρεσίες, όπως και υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, επικοινωνίας και προστασίας του περιβάλλοντος και άντλησης δωρεάν με πηγή ενέργειας  τον Ήλιο και με την επιχειρηματικότητα των  ενεργειακών κοινοτήτων.
  • Η τοπική κοινότητα  παρέχει ένα οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο όπου οι άνθρωποι, οι κοινοτικές συλλογικότητες και οι επιχειρήσεις μπορούν να επαναπροσδιορίσουν και να ελέγξουν την τοπική τους οικονομία.

 

Τοπικά και περιφερειακά δίκτυα

Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός είναι βασικός συντελεστής συγκρότησης του κοινωνικού κεφαλαίου.

Ο εθελοντισμός είναι η κοινωνική ενεργοποίηση προς κοινωφελείς σκοπούς.

Το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ο ορισμός που περιλαμβάνει όλες τις συλλογικές αξίες και δίκτυα που διευκολύνουν την οργάνωση και ομαδική δράση .

Ξεκινά από  τον πατριωτικό φιλανθρωπικό, που εκφράζεται με το  τοπικό εθελοντισμό, με τις μη χρηματικές ανταλλαγές που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές, περνώντας σε ένα πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και οικολογικό εθελοντισμό με αυτονομία συλλογικής δράσης.

Τα  κοινωνικά Δίκτυα και η  οριζόντια συνεργασία θεωρούνται ο τέταρτος συντελεστής κεφαλαίου παράλληλα με το ανθρώπινο-φυσικό και οικονομικό κεφάλαιο.

Σε αυτά τα δίκτυα στηρίζεται η συγκρότηση της συμμετοχικής κοινωνικής  επιχειρηματικότητας.

Τι προσφέρουν τα δίκτυα με κοινωνική αποστολή

  • Λειτουργούν ως προπομπός της κοινωνικής και αλληλέγγυας  επιχειρηματικότητας.
  • Λειτουργούν ως ταμιευτήρες κοινωνικού κεφαλαίου .
  • Λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της τεχνογνωσίας αναδεικνύοντας τους ανενεργούς υλικούς και ανθρώπινους πόρους.
  • Κατευθύνουν τις επενδύσεις προς της περιφέρειες και στους κοινωνικά αναγκαίους. Συγκροτούν Κοινωνικό Κεφάλαιο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
  • Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.
  • Τα οριζόντια δίκτυα λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της τεχνογνωσίας.
  • Συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και της ενέργειας.

 

Κινητοποίηση των υλικών και ανθρώπινων πόρων

Ο συντονισμός του υποκειμένου της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε περιφερειακή και Ευρωπαϊκή κλίμακα,  είναι αναγκαίος όρος για την κινητοποίηση τον ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων για την συμπληρωματική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών.

Ο συντονισμός υπερβαίνει την αυθόρμητη τάση μιας μικρής κοινότητας και απαιτεί μία Makro επικοινωνία, οργάνωση  και συνειδητότητα για το ρόλο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην οικονομία. Απαιτεί συνειδητότητα για το  υφιστάμενο κοινόκτητο χώρο, τα δημόσια αγαθά, και τις κοινωφελείς υπηρεσίες που δεν μπορούν να παρασχεθούν από τον ιδιωτικό τομέα. Απαιτεί συνειδητότητα για την ενότητα της κατακερματισμένης κοινωνίας πολιτών και κοινωνικών επιχειρήσεων ώστε να δημιουργηθούν θεσμοί στήριξης του τρίτου τομέα της οικονομίας.

Απαιτεί συνειδητότητα για το μετασχηματισμό των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, μεταμορφώνοντας τα κινήματα διαμαρτυρίας στην οικολογία, στους καταναλωτές και ανθρωπιστικές οργανώσεις σε θεσμούς ανάπτυξης Κοινωνικής οικονομίας.

Γι΄ αυτόν τον μετασχηματισμό απαιτείται ειδικός προγραμματισμός σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης και διακυβέρνησης, με συγκεκριμένο προϋπολογισμό ώστε, να υπάρχει οργανωμένη παρέμβαση και επενδύσεις σε μία σειρά από κοινόκτητους πόρους που παραμένουν ανενεργοί.  Όπως άγονες περιοχές και εκτάσεις  που μπορούν μέσα από το συνεργατισμό με την τοπική αυτοδιοίκηση να αξιοποιηθούν για  ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με το οργανωτικό σχήμα των ενεργειακών κοινοτήτων.

Με τη Φύλαξη και αξιοποίηση των προϊόντων του δάσους από δασικούς συνεταιρισμούς. Με την κοινοτική αξιοποίηση των υδάτινων πόρων, σε τοπικό σε τοπική κλίμακα,  με ταμιευτήρες νερού, για την ενέργεια  και τον αγροδιατροφικό τομέα.

Με την αξιοποίηση σχολάζουσες δημόσιες και δημοτικές γαίες, για την προώθηση της κοινωνικά υποστηριζόμενης Γεωργίας,  αλλά και για τη δημιουργία οικιστικών συνεταιρισμών. Για την λειτουργία θεματικών περιβαλλοντικών και πολιτιστικών πάρκων.

Προσφορά ανενεργών  κτιρίων  και δημόσιων Υποδομών, για τη λειτουργία συμπληρωματικών υπηρεσιών στο σύστημα υγείας και κοινωνικής φροντίδας. (κοινωνικά ιατρεία, Ιδρύματα και οικοτροφεία για άτομα με ειδικές ανάγκες και υπερήλικες).

Δημιουργία μόνιμων δομών στήριξης και συμβουλευτικής στις κοινωνικές επιχειρήσεις από τις περιφερειακές τους ενώσεις.

Δημιουργία σε Εθνική και Περιφερειακή κλίμακα  ηλεκτρονικής πλατφόρμας επικοινωνίας και συμβουλευτικής για την κοινωνική οικονομία,  αυτοδιαχειριζόμενη από τις περιφερειακές ενώσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Σε αυτή την ιστορική καμπή, κατά την οποία το συγκεντρωτικό επιχειρηματικό μοντέλο της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας παρουσιάζει κενά στην πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού, είναι αναγκαίο να αναδειχθεί η τοπική κοινωνική επιχειρηματικότητα ως εναλλακτική καθώς, η εργασία είναι η  μοναδική σταθερή αξία  που εξασφαλίζει τα αγαθά βιοπορισμού σε όλους.

 

Το συνεργατικό πνεύμα και η ανταγωνιστικότητα

Σε χώρες που  ο τρίτος τομέας της οικονομίας (συνεταιριστικών και κοινωνικών επιχειρήσεων) έχει θεσμική στήριξη υπάρχει σημαντική άνοδος της κοινωνικής οικονομίας και δημιουργία νέας απασχόλησης.

Οι χώρες αυτές αποδείχθηκαν και λιγότερο ευάλωτες στη γενικότερη οικονομική κρίση. Οι συνεταιριστικές τράπεζες τα αλληλοασφαλιστικά ταμεία και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί  έδωσαν το στίγμα της ανθεκτικότητας. Οι ενεργειακές κοινότητες είναι επίσης μια νέα πρακτική που δείχνει δυναμικά το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας.

Η αγροδιατροφή με τη κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις στο τομέα υγείας και κοινωνικής μέριμνας δείχνουν την ποιοτική διαφορά. Στο τέλος- τέλος η κοινωνική οικονομία αναπληρώνει  τα εισοδήματα που χάνονται από την συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας. Δεν αναπληρώνει με την αύξηση των μισθών αλλά με την μείωση των τιμών στον συνεταιριζόμενο καταναλωτή για μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτή είναι μια ποιοτική διαφορά που έρχεται να καθορίζει το μέλλον

Παρά αυτές τις παγκόσμιες εξελίξεις σε σχέση με τον καπιταλισμό και τη μισθωτή εργασία το συνεργατικό πνεύμα είναι δραματικά μειοψηφικό για παράδειγμα στην Ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μόλις το 9,5 % δηλώνει τη συνεργατικότητα ως επιλογή. Αντίθετα το 90% πιστεύει στην ανταγωνιστικότητα. Το 70% πιστεύει στην ελεύθερη αγορά. Το 65% επιλέγει τη μισθωτή εργασία για βιοπορισμό και το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτό τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση εργασίας.

Πλήρης παραλογισμός δηλαδή. Η Ελληνική κοινωνία κατά συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει στην ελεύθερη αγορά και την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα αυτό που επιθυμεί είναι να γίνει δημόσιος υπάλληλος.

Υπάρχει, βέβαια η αιτιολογία του φαινομένου. Έτσι εκπαιδεύουν τον λαό τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ειδικά η τηλεόραση, με τον ίδιο τρόπο τον εκπαιδεύουν  τα πανεπιστήμια τα οποία εκπαιδεύουν στα χρηματοοικονομικά (Οικονομία καζίνο) και τη μισθωτή εργασία αλλά είναι ανύπαρκτη η εκπαίδευση στην πραγματική οικονομία και στη συνεργατική (συνεταιριστική ) οικονομία.

Και βέβαια τα κόμματα με τις αλλοπρόσαλλές πολιτικές τους, που άλλα λένε για να πάρουν την εξουσία και άλλα κάνουν όταν την ασκούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας δεκαετίας αντιμνημονιακή ρητορική της αντιπολίτευσης, τότε του Σαμαρά και του Τσίπρα, που όταν πήραν διαδοχικά  την εξουσία έγιναν μνημονικότεροι του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου.

Μέσα σ΄ αυτήν την πολιτική παραζάλη ο λαός υποκινούμενος από την τότε κυβέρνηση στο δημοψήφισμα,  ψήφισε κατά 62% όχι στα μνημόνια, για να υπογράψει λίγες μέρες αργότερα η Κυβέρνηση Σύριζα τους πιο σκληρούς όρους μνημονίου για να παραμείνουμε στην Ευρώπη και τη συνέχιση της χρηματοδότησης.

Όλο αυτό το σκηνικό παρανοϊκής διαδικασίας, δικαιολογήθηκε, ως σκληρή διαπραγμάτευση που έφερε τελικά τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Το ωραίο μετά από όλα αυτά είναι ότι το πάθημα έγινε μάθημα και ο Ελληνικός λαός εκεί που αμφισβητούσε,  πιστεύει τώρα κατά 67% στην προοπτική και στην ασφάλεια της Ενωμένης Ευρώπης. Τουλάχιστον έτσι θα μας έλθει και το νέο πακέτο στήριξης και αποκατάστασης από την υγειονομική κρίση.

Δεν ξεχνάμε όμως ότι μέσα σ΄ αυτήν την πορεία λαός για μια ακόμη φορά έγινε έρμαιο της ιδεολογικής ηγεμονίας  και προπαγάνδας της καθεστωτικής αντίληψης ότι, η πρόοδος του οφείλεται αποκλειστικά στην ανταγωνιστικότητα και όχι στα συνεργατικά μοντέλα και τη συμμετοχική δημοκρατία.

Αυτό συμβαίνει ακόμη και τώρα στην Ελλάδα, την εποχή που καταρρέει το πρότυπο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης και όλοι ακόμη και οι κεντροδεξιοί προστρέχουν στην κρατική πρόνοια και παρεμβατισμό για να αντιμετωπιστεί όχι μόνο η υγειονομική κρίση αλλά και η δραματική συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και των μικρών επιχειρήσεων.

Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα της επόμενης μέρας. Η «θρησκεία» της ανταγωνιστικότητας  μετά το τέλος της 2ης βιομηχανικής επανάστασης και στο μεταίχμιο της ψηφιακής εποχής δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία και εισόδημα για όλους. Ο συνεργατισμός στην οικονομία παρά την χαμηλή δημοτικότητα είναι μια λύση  που μπορεί να γίνει  νέα συνθήκη για να αντιμετωπιστεί ο  οικονομικός και κοινωνικός αποκλεισμός για τη βιωσιμότητα του συνολικού συστήματος ανάλογης σημασίας όπως είναι και  η οικολογία.

Υπό  αυτές τις συνθήκες, που φανερώνονται μπροστά μας που θα γίνουν πιο έντονα αισθητές μετά το τέλος της πανδημίας, πηγάζει η ανάγκη για την ανάπτυξη της μη κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας που ταυτίζεται με την κοινωνική οικονομία.

Θα ρωτήσει κανείς και γιατί οι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί θα είναι βιώσιμες εκεί που δεν μπορούν να είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μα ακριβώς γιατί δεν είναι κερδοσκοπικές αντέχουν στον ανταγωνισμό και γιατί μπορούν να προσφέρουν προϊόντα με λιγότερο κόστος για τα μέλη τους. Γιατί καταργούν σε μεγάλο βαθμό το κόστος της διαμεσολάβησης. Επειδή πολλές από τις ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό και κλείνουν. Επειδή αντίθετα οι μη κερδοσκοπικές στηρίζονται από συλλογικές οργανώσεις της κοινωνίας και συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο. Επειδή οι  ίδιοι χρήστες –καταναλωτές είναι και  μέλη των κοινωνικών επιχειρήσεων και έχουν διπλό όφελος για να τις υπερασπίσουν. Αυτό συμβαίνει π.χ στις ενεργειακές κοινότητες, στον αγροδιατροφικό τομέα και στην περίθαλψη ειδικών ομάδων που χρειάζονται φροντίδα κ.τ.λ.

Με άλλα λόγια επειδή εμφανίζεται ξανά στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας το φαινόμενο της παραγωκατανάλωσης όπως στη προβιομηχανική εποχή. Τότε που το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είχε προορισμό την αυτοκατανάλωση μέσω της οικιακής οικονομίας.

Στην επανεμφάνιση της παραγωκατανάλωσης στην σημερινή εποχή  μειώνεται η ζήτηση της μισθωτής εργασίας. Τη θέση της οικιακής οικονομίας παίρνει αναγκαστικά η κοινωνική οικονομία. Σε μια πιο εξελιγμένη οργανωτική μορφή. Τότε η παραγωκατανάλωση γινόταν αυθόρμητα τώρα μπορεί να γίνει μόνο με πολιτικό σχεδιασμό. Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι οι εργαζόμενοι από την πλευρά τους θα εγκαταλείψουν την επιλογή της μισθωτής εργασίας που τους προσφέρει κάποια σιγουριά και λιγότερες ευθύνες, αλλά κάτω από την αδήριτη ανάγκη του νόμου της προσφοράς και της  ζήτησης.

Οι αρχαίοι μας σοφοί έλεγαν ότι το πιο δυνατό είναι η ανάγκη που κυβερνάει τον κόσμο. ¨Ωστόσο όταν μιλάμε εδώ για ανάγκη, δεν υποστηρίζουμε τους σιδερένιους νόμους της ιστορίας και τις νομοτέλειες. Μιλούμε για αυτά που έχουμε ορατά μπροστά μας τις τεχνολογικές εξελίξεις που επιδρούν στην εργασία αλλά και για πολιτική φιλοσοφία διαχείρισης των πραγμάτων. Οι νέες τεχνολογίες της σ΄ ότι αφορά την εργασία είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να δώσει φτερά στην οικονομία μπορεί αντίθετα με τη κακή της χρήση να επιταχύνει καταστροφές όπως έγινε στους μεγάλους πολέμους. Μπορεί να γίνει ευχή στα χέρια των πολλών για ειρηνικά έργα και κατάρα στα χέρια των ολίγων για κυριαρχία.

Είναι ζήτημα εξ άλλου συμμετοχής στην οικονομική δημοκρατία. Μπορεί σήμερα να προσφέρει την δυνατότητα για αφθονία υλικών και πνευματικών, όπως η τεχνολογία ενέργειας από την αφθονία του Ήλιου και μπορεί να φέρει μαζική αποξένωση από τις πηγές ζωής, στο νερό την ενέργεια και την εργασία. Γι΄ αυτό σήμερα μπαίνει το δίλημμα Κοινωνική Οικονομία ή κοινωνική βαρβαρότητα. Ένα δίλημμα που αποτελεί τον άξονα μιας σύγχρονης προβληματικής στη πολιτική φιλοσοφία.

 

 

(Η αναγκαία συνθήκη της συνεργατικής

κοινωνικής οικονομίας)

 

Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά και είναι χαρακτηριστικό της μετάβασης από τη 2η στην 3η βιομηχανική επανάσταση. Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα.

Συμπερασματικά ήταν αντικειμενικοί οι λόγοι της ανάπτυξης της μισθωτής εργασία την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και αντικειμενικοί οι λόγοι της σημερινής συρρίκνωσης με όχημα  τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής, ψηφιοποιήσεις  δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης και ρομποτικής που εκτοπίζουν τα εργατικά χέρια.

Για τους πολλούς νέους η μισθωτή εργασία σήμερα δεν είναι επαχθής, αλλά δυσεύρετη και υπό αυτές τις συνθήκες συζητάει εναλλακτικά κάποιο επάγγελμα ως αυτοαπασχολούμενος. Εάν το σύστημα της αγοράς μπορούσε να προσφέρει σ΄ αυτές τις συνθήκες, νέες θέσεις εργασίας το σύστημα αυτό δεν θ΄ άλλαζε ποτέ για ιδεολογικούς λόγους και μόνο.

Μολαταύτα, οι κυρίαρχες ιδεολογίες της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς συγκλίνουν στη διατήρηση της  κυρίαρχης σχέσης το καθεστώς  της μισθωτής εργασίας. Και η εξήγηση είναι ότι οι οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων θέλει να μείνει σ΄αυτό το καθεστώς που θεωρεί πιο ασφαλές. Τα κόμματα έτσι δεν προπορεύονται αλλά ακολουθούν.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι ένα μέρος των εργοδοτών και ένα μέρος των εργαζομένων προδίδεται από αυτή την εμμονή. Οι μικρές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο και ένα μέρος των εργαζομένων μένουν άνεργοι. Η συνδικαλιστική πίεση πετυχαίνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και έχει ως συνέπεια να κλείσουν πιο γρήγορα αυτές οι επιχειρήσεις.

Το μοντέλο να αναλάβουν οι εργαζόμενοι τις επιχειρήσεις που  κλείνουν δεν είχε επιτυχία όπου επιχειρήθηκε. Η συνεταιριστική επιχειρηματικότητα διαπιστώθηκε από τον χρόνο και χρειάζεται νέους θεσμούς και από την άλλη μεριά απαιτεί υψηλό επίπεδο συνεργατικής συνείδησης και υπέρβαση του ατομισμού που συνηθίσαμε στο επίπεδο της μισθωτής εργασίας. Κατόπιν πρέπει να εξετάσουμε το πολιτικό περιβάλλον. ΟΙ αυτοαπασχολούμενοι και οι συνεργαζόμενοι στους συνεταιρισμούς έχουν μικρή επιρροή στα κόμματα στην Ελλάδα.

Τα διανοήματα και θεωρίες  της νεωτερικότητας  δεν μπορούν να εξηγήσουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου όπως παρουσιάζεται σήμερα. Οι θεωρίες της αξίας τόσο του Άνταμ Σμιθ όσο και του Μαρξ επικεντρώνονται στην αξία της εργασίας ως προϋπόθεση για το κέρδος και στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων που μειώνει τις τιμές για τον καταναλωτή. Δεν λαμβάνουν υπόψη την μεγάλη μετατόπιση της αγοράς εργασίας από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στις υπηρεσίες. Την έκταση του κράτους και την υψηλή φορολογία για να συντηρηθεί το σύστημα σε ισορροπία.

Δεν λαμβάνεται υπόψη πως το κράτος εκείνη την περίοδο ως εργοδότης είχε πολύ μικρό μερίδιο στην προσφορά εργασίας. Δεν υπολογίζουν επίσης πνευματική ιδιοκτησία που σήμερα κυριαρχεί στην εκμετάλλευση. Σε εκείνη την εποχή τα εισοδήματα από την έγγεια ιδιοκτησία είχαν  πτωτική τάση.

Αργότερα όμως, με τη συγκεντροποίηση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα, όταν  η γη έγινε οικόπεδα απέκτησε το 20% τις αξίας των ακινήτων. Πολλοί πλούτισαν από αυτή τη διαδικασία. Τα ακίνητα προσφέρουν εισοδήματα στους ιδιοκτήτες τους και από την άλλη έγιναν εγγυήσεις για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, κι αυτό το ζήσαμε μέχρι να σκάσει η οικονομική φούσκα του 2008.

Επομένως, είναι μονοδιάστατη η αντίληψη ότι μόνο με την μισθωτή εργασία παράγεται αξία και  υπεραξία, αγνοώντας την έκταση και το κόστος του κράτους, τα χρηματοοικονομικά και τους τόκους του κεφαλαίου που δεσμεύουν και τα ίδια τα κράτη.

Μέσα σ΄ αυτό το φαύλο κύκλο τα κράτη υπερφορολογούν όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων που μπορούν να εκμεταλλευτούν τις νέες αυτοματοποιημένες τεχνολογίες αλλά και τις δυνατότητες να εκμεταλλεύονται κεφάλαια από μετοχές στο χρηματιστήριο.Το κυριότερο από όλα την πνευματική ιδιοκτησία και τις μονοπωλιακές πατέντες.

Διαφορετικά, λοιπόν, περιθώρια εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας υπάρχουν στη βάση από την κορυφή της πυραμίδας. Η μισθωτή εργασία έχει διαβαθμίσεις και δεν είναι ενιαία όπως στην άνθηση της βιομηχανικής επανάστασης που εκφραζόταν από τα συνδικάτα. Στις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και στο κράτος υπάρχουν αρκετοί υψηλόμισθοι μισθωτοί αλλά και μισθοί πείνας με μερική απασχόληση. Οι συνθήκες που διαμορφώνονται με την ανεργία και τη μερική απασχόληση δεν ευνοούν πλέον το μαζικό καταναλωτισμό κι αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μικρές επιχειρήσεις που είναι αναγκασμένες να λειτουργούν με μικρά κέρδη

Το κόλπο Grosso την τεχνητή διόγκωση του καταναλωτισμού με τα δάνεια από τις τράπεζες το οποίο προσωρινά για δύο δεκαετίες είχε τονώσει το λιανικό εμπόριο και τη διόγκωση της μισθωτής εργασίας αποκαλύφθηκε το 2008 με τις γνωστές συνέπειες. Την υπερχρέωση στα νοικοκυριά από τις τράπεζες και στη συνέχεια τη  διόγκωση κρατικού χρέους που ήλθε να καλύψει σε πολλές περιπτώσεις τις τράπεζες από την χρεωκοπία. Αυτό το κόστος το πληρώνουν ήδη οι επόμενες γενιές.

Το μοντέλο λοιπόν και καθεστώς της μισθωτής εργασίας ευνοήθηκε και κυριάρχησε στη 2η βιομηχανική επανάσταση τη γραμμική μαζική παραγωγή και την αστικοποίηση του πληθυσμού.

Κυριάρχησε επίσης για την διασφάλιση που προσφέρει έναντι των ελεύθερων επαγγελμάτων και της αυτοαπασχόλησης. Όχι μόνο οι αγρότες αλλά και κάθε λογής βιοτέχνες και επαγγελματίες εγκατέλειψαν τις πρότερες ασχολίες τους για την ασφάλεια του μισθού. Οι μηχανές είχαν εκτοπίσει τους χειρώνακτες με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και αυτή η τεχνολογική υπεροχή έδινε την δυνατότητα για πιο ικανοποιητικούς μισθούς σε σχέση με την χειρωνακτική εργασία.

Είναι ενδεικτικό σήμερα ότι πολλά αγροτικά επαγγέλματα διατηρούνται χάρις  τις επιδοτήσεις της ΕΕ στο πλαίσιο τη ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική).

 

 

 

 

Για κοινή δράση και συντονισμό στο χώρο της κοινωνικής οικονομίας

 

Η «ιστορία» της κοινωνικής οικονομίας ξεκινάει από μια κακή «μετάφραση» του όρου στη μεταφορά της πριν 30 χρόνια περίπου από τις προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες στην Ελλάδα, όταν τέθηκε το ζήτημα της απορρόφησης σχετικών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προς τους φορείς κοινωνικής οικονομίας.

Τότε, δεν αναζητήθηκαν οι παραδοσιακοί φορείς της Κοινωνικής οικονομίας που υπήρχαν στο χώρο που είχαν να επιδείξουν έργο ( μαζικοί καταναλωτικοί και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο) αλλά, ευνοήθηκαν ΑΜΚΕ που συστάθηκαν επί τούτου, από άτομα με προσβάσεις στη Κυβερνητική εξουσία με κύριο σκοπό να απορροφήσουν αποκλειστικά τις επιδοτήσεις του ΕΚΤ.

Ένα μεγάλο κομμάτι επίσης των πόρων πήγε στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνται επίσης οργανώσεις της κοινωνίας Πολιτών για κατάρτιση των εργαζομένων. Ένα πολύ μικρότερο μέρος των κοινοτικών πόρων κατέληξε στους αυθεντικούς δικαιούχους των συλλογικών φορέων.

Προφανώς αυτή είναι και η βασική αιτιολογία που  ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας είναι θεσμικά  κατακερματισμένος και πολιτικο-οικονομικά υποβαθμισμένος από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Όχι μόνο υπολείπεται του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, που κινείται στο 8-10% του συνόλου της κοινωνίας αλλά, επί της ουσίας δεν υπάρχει ως «κοινωνικός εταίρος» ώστε αντιπροσωπεύει  αυτό το 1,8 που καταγράφεται ως συμμετοχής της κοινωνικής οικονομίας στο εθνικό εισόδημα.

 

Χαρακτηριστικό αυτού του κατακερματισμού είναι ότι, οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας μοιράζονται σε πολλά υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και είναι καταγεγραμμένοι σε αντίστοιχα  μητρώα που διέπονται από διαφορετικές νομοθεσίες. Μητρώα και διαφορετικοί νόμοι υπάρχουν: στο υπουργείο Εργασίας , Υγείας, Πολιτισμού , Γεωργίας, Παιδείας, περιβάλλοντος, Οικονομικών, Εσωτερικών, Μεταναστευτικής πολιτικής, και τις περιφέρειες. Μόνο για τους συνεταιρισμούς υπάρχουν τέσσερις διαφορετικοί και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενοι νόμοι.

 

Ας σημειώσουμε ότι, Κοινωνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι συνεταιρισμοί κάθε μορφής, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικού σκοπού, οι σύλλογοι κοινωνικής μέριμνας, οικολογίας και πολιτισμού και τα ιδρύματα κοινωφελούς σκοπού. Τα υπουργεία που αναφέραμε διαχειρίζονται και αντίστοιχους πόρους κυρίως προερχόμενους από την Ε.Ε. που προορίζονται συγκεκριμένα για την κοινωνική οικονομία.

 

Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα μικρό μέρος των πόρων πηγαίνει για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος εκτρέπεται για ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικά το Υπουργείο Εργασίας που επισήμως αντιπροσωπεύει και υποτίθεται συντονίζει την κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα για την Ε.Ε. και διαχειρίζεται τους περισσότερους πόρους για την Κοιν. Οικονομία στην πραγματικότητα ελάχιστους πόρους διαθέτει στους φορείς κοινωνικής οικονομίας. Ακόμη χειρότερα στερεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις από  το προνόμιο των  επιδοτήσεων θέσεων εργασίας, κάτι  που αντίθετα συμβαίνει με τους Δήμους και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

 

Αν λάβουμε υπόψη ότι το Ελληνικό ΑΕΠ είναι περίπου 185 δις εκατομμύρια το χρόνο και το κομμάτι συμμετοχής του τρίτου τομέα μόλις 1,8% δηλαδή 3,5 δις το χρόνο, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την μηδαμινή συμμετοχή των εποπτευομένων κοινωνικών επιχειρήσεων από το Υπουργείο εργασίας.

 

Τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα για τους συνεταιρισμούς στον αγροτικό τομέα που αντιπροσωπεύουν το 0,4 στο εθνικό εισόδημα και στις κοινωνικές επιχειρήσεις μέριμνας και υγείας που αντιπροσωπεύουν ένα αντίστοιχο ποσοστό. Στα υπόλοιπα μητρώα των υπουργείων δεν έχουμε μετρήσιμα  στοιχεία για την κοινωνική οικονομία.

 

Φυσικά, όλα αυτά τα αρνητικά συμβαίνουν γιατί δεν υπάρχει ισχυρή αντίδραση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε θεσμικό επίπεδό των κοινωνικών επιχειρήσεων. Και δεν υπάρχει αντίδραση γιατί ο χώρος είναι κατακερματισμένος σε πολλά μικρά δίκτυα και μεμονωμένες οργανώσεις.

Υπάρχουν  ομοσπονδίες ΚΟΙΝΣΕΠ και ΚΟΙΣΠΕ, ομοσπονδίες συλλόγων περιφερειακού χαρακτήρα, δίκτυα συνεταιρισμών, ομοσπονδίες αναπήρων και  μη κερδοσκοπικών οργανώσεων,  που δεν έχουν καμιά θεσμική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους.

 

Ο διαχωρισμός των μητρώων πιστοποίησης διαχωρίζει στην πράξη και κατακερματίζει θεσμικά το συλλογικό υποκείμενο και τις δυνάμεις της κοινωνικής οικονομίας με αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη στο κυβερνητικό σχεδιασμό.

 

Απέναντι σε αυτό το θεσμικό έλλειμμα, πρωτίστως ενώνουν τις δυνάμεις τους οι ίδιοι οι φορείς και τα δίκτυα κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα.

Γι΄ αυτό καλούμε όλα τα τυπικά και άτυπα δίκτυα φορέων κοινωνικής οικονομίας για θεσμική συνεργασία και κατάθεση κοινών υπομνημάτων στην Ελληνική Κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή επιτροπή για την κοινωνική οικονομία.

 

 

Η Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών

ως προϋπόθεση για την κοινωνική οικονομία

 

Η συνδιάσκεψη αυτές τις μέρες 2-4 Απριλίου του μεγάλου δικτύου της «ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» απέδειξε στην πράξη ότι η κινητοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι εφικτή, παρά άλλες ανταγωνιστικές πρωτοβουλίες των ελίτ που ορίστηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα μετά την δική μας πρωτοβουλία. Η διαφορά αυτή είναι σημαντική για την κινητοποίηση γιατί, εμείς δεν καλέσαμε τους φορείς με την υπόσχεση να μοιράσουμε κάποιο πακέτο ιδρυμάτων, που έχουμε προνομιακή μεταχείριση αλλά για την ενότητα και ισχυροποίηση του όλου της κοινωνίας Πολιτών. Για την Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών, που είναι προϋπόθεση για να υπάρξει κοινωνική οικονομία.

 

Γιατί χωρίς την κοινωνία μπροστά οργανωμένη σε κοινότητες και κοινοτοπικούς συνεταιρισμούς έχει αποδειχθεί ότι σοβαρή κοινωνική οικονομία δεν γίνεται. Άλλο πράγμα είναι η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη των εχόντων προς τους φτωχούς και άλλο ζήτημα η οικονομική δραστηριότητα και παραγωγή που έχει υποκείμενο την τοπική κοινωνία και την οργανωμένη θεσμικά καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών.

 

Η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη είναι παλαιά υπόθεση όσο και ο κόσμος, όμως ποτέ δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα της φτώχειας. Η αυθεντική κοινωνική οικονομία δεν μοιράζει ελεημοσύνη, ένα μικρό μέρος προϊόντων που χαρίζουν ιδιωτικοί φορείς και το κράτος αλλά παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που φροντίζουν και παράγουν οι ίδιες κοινωνικές συλλογικότητες. Προσθέτει πόρους στη συνολική παραγωγή και τους μοιράζει κοινωνικά δίκαια και με συμμετοχική δημοκρατία.

 

Η αυθεντική κοινωνία πολιτών είναι οι ίδιες οι συλλογικότητες με βάση την κοινότητα. Μόνο η οργανωμένη καθολικότητα της κοινωνίας Πολιτών μπορεί ν΄ αναδείξει σε σοβαρό μέγεθος την κοινωνική οικονομία πλάι στις καθολικότητες του κράτους και της αγοράς. Το θεσμικό περιβάλλον είναι αναγκαίος όρος για να υπάρξουν ικανοί πόροι προς κοινωνική οικονομία. Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας με προσχηματικές μορφές είναι ψευδεπίγραφο των κοινωνικών επιχειρήσεων.

 

Η σύγχρονη οικολογική αντίληψη μας εισήγαγε στη σημασία του όλου για το περιβάλλον, την βιόσφαιρα και το κλίμα. Ότι το όλον επιδρά καταλυτικά προς το μερικό. Το θεσμικό όλον το διαχειρίζεται η πολιτική. Πολλές φορές οι κοινωνικοί ακτιβιστές προσηλωμένοι σε ένα μοναδικό αντικείμενο δράσης δεν αντιλαμβάνονται την σημασία της πολιτικής που επιδρά στο θεσμικό όλον και σε τελική ανάλυση στη δική τους αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα η αειφορία εξαρτάται από το πόσο σύντομα θα πάμε στην αειφορία ενέργειας από τον Ήλιο. Την αειφόρο διαχείριση της Γεωργίας και ούτω καθ΄εξής. Αυτή η διαδικασία  σημαίνει στην πράξη  οικολογία για όλους και κοινωνική οικονομία για όλους.

 

Γι΄ αυτό και η οργανωτική κουλτούρα της καθολικότητας της κοινωνίας πολιτών είναι το κλειδί για την κοινωνική οικονομία και το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Bibliography

 

[The Congress of the United States] (1996). Personal Responsibility and Work Opportunity Reconciliation Act- PRWORA. Public Law 104-193, Aug. 22.

ILO (2020). Unemployment rate by sex and age — ILO modeled estimates, Nov. 2020 (%).  Last update on 14MAR21.

ILO (2018), ILOSTAT. Unemployment 1991-2017 (http://www.ilo.org).

ILO (2019), ILOSTAT. Employment by Status in Employment 1991-2017 (http://www.ilo.org)_ Aug. 4, 2019.

Keynes, J.M. [2007 (1936)]. The General Theory of Employment, Interest and Money. London, Macmillan.

Lytras, A.N. (2016). An alternative for combating unemployment. Journal of Sociology and Social Work, 4 (2), pp. 59-71.

Lytras, A.N. (2017a). A radical policy for combating unemployment. The future network: Autonomous workers, stock holders, consumers and the state. Athens: Papazissis Publishers (eBook).

Lytras, A.N. (ed.) (2017b). Combating Unemployment during the Age of Crisis (in Greek). The Socials. Selections from Greek Sociology. Athens: Panteion University

(http://pandemos.panteion.gr/index.php?op=record&type=creator&q=%CE%9B%CF%8D%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%82,%20%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82%20%CE%9D.&page=1&scope=&lang=el&pid=iid:18041).

Lytras, A.N. (2020). A radical policy for combating unemployment. The future network: Autonomous workers, stock holders, consumers and the state. Athens: Papazissis Publishers.

Minsky, H.P. [2008 (1986)]. Stabilizing an Unstable Economy. New York, McGraw-Hill.

OECD (2020), Enterprises by business size, 1-9 persons employed/10-19 persons employed/20-49 persons employed, Number, Annual, 2020, https://data.oecd.org/chart/6OjT, https://data.oecd.org/entrepreneur/enterprises-by-business-size.htm.